Οταν άρχισε να υποχωρεί κάπως το επικοινωνιακό μπαράζ που επιχείρησε να παρουσιάσει την συμφωνία της 20ης Φλεβάρη μεταξύ κυβέρνησης και Eurogroup (και την «λίστα μεταρρυθμίσεων» που τη συμπληρώνει) ως περίπου νίκη, το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της είναι ότι «αγόρασε χρόνο».
Για να το επιτύχει, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, χρειάστηκε βέβαια να προβεί σε υποχωρήσεις, οι οποίες όμως έγιναν στα πλαίσια όμως ενός «προωθητικού συμβιβασμού» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Γιάννη Δραγασάκη[1] . Το επιχείρημα εδώ είναι ότι για αυτούς τους τέσσερις μήνες δεν θα παρθούν νέα μέτρα λιτότητας τύπου μέηλ Χαρδούβελη, ενώ λύνεται το πρόβλημα της ρευστότητας που είχε φέρει το τραπεζικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης πριν συναφθεί η συμφωνία και δίνεται ένα περιθώριο ώστε η κυβέρνηση να προετοιμαστεί για τον νέο γύρο διαπραγματεύσεων του Ιούνη χωρίς να εγκαταλείπει τους στρατηγικούς της στόχους. Δεν πρόκειται λοιπόν περί ήττας αλλά περί τακτικής υποχώρησης και ανακωχής που λειτουργεί προς όφελος της ελληνικής πλευράς.
Χωρίς να μπούμε εδώ σε μια λεπτομερή ανάλυση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση υπογράφοντας τη συμφωνία[2] , τα βασικά σημεία του προηγούμενου επιχειρήματος δεν άργησαν να διαψευστούν από την πραγματικότητα.
Μέσα στο «σιδερένιο κλουβί»
Εγινε κατ’αρχήν εμφανές ότι η κυβέρνηση έχει στην ουσία τα χέρια της δεμένα. Δεν θέλει μεν να εφαρμόσει τα περιοριστικά μέτρα για τα οποία πιέζουν οι Ευρωπαίοι, και όντως κατάφερε ως τώρα να τα αποτρέψει, αδυνατεί ωστόσο να εφαρμόσει το πρόγραμμα για το οποίο εκλέχτηκε. Πράγματι, ο πυρήνας αυτών των μέτρων, όπως σύντομα φάνηκε, ενέχει δημοσιονομικό κόστος και για οποιοδήποτε τέτοιο μέτρο – και όχι μόνο – απαιτείται η έγκριση της τρόϊκας (ας σταματήσουμε εδώ μια και καλή με τα φύλλα συκής περί «θεσμών» και «Brussels Group»). Αυτό αφορά ειδικότερα τα μέτρα για τη ρύθμιση των χρεών, την επαναφορά του αφορολόγητου στα 12 χιλιάδες ευρώ και την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Αλλά και η επαναφορά του κατώτατου στα 751 μετατίθεται σε ορίζοντα διετίας, με ασάφεια στις προθεσμίες, και οι διαβεβαιώσεις για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας προσκρούουν σε αντιρρήσεις ουσίας, ενώ η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για συνέχιση της ιδιωτικοποίησης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τον πρώτο μήνα της αριστερής διακυβέρνησης επικράτησε μια πρωτοφανής για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα νομοθετική απραξία, γλαφυρή απεικόνιση του (εδώ και καιρό προετοιμασμένου) «σιδερένιου κλουβιού» στο οποίο η ΕΕ έσπευσε να κλείσει τους απείθαρχους Ελληνες. Μια απραξία που ισοδυναμούσε με ντε φάκτο ακύρωση των πρώτων αναγγελιών της νέας κυβέρνησης, που είχαν δημιουργήσει κλίμα ανάτασης στην κοινωνία αλλά και διεθνώς στις σύμμαχες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Επί της ουσίας αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα αναδιανομής που θα έδιναν μια πραγματική ανάσα στις εργατικές και λαϊκές τάξεις, και που θα επέτρεπαν στον Σύριζα να σταθεροποιήσει τις κοινωνικές του συμμαχίες, αναβάλλονται για ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Ας σημειώσουμε επίσης κάτι που δεν αναφέρεται και τόσο συχνά: το πρώτο διάστημα της κυβέρνησης Σύριζα ανέδειξε μεταξύ άλλων και τις αντιφάσεις του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» στη βάση του οποίου εξελέγη, και τούτο από δύο πλευρές. Αφενός, στο πολιτικό επίπεδο, κατέστη σαφές ότι η ΕΕ θεωρεί «μονομερή» – και κατά συνέπεια καταδικαστέα – ενέργεια οποιαδήποτε ρήξη με την μνημονιακή πολιτική, και όχι μόνο την στάση πληρωμών ή/και την έξοδο από το ευρώ όπως ισχυρίζονταν κάποιοι. Στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου η ελληνική πλευρά δεσμεύτηκε εξ’άλλου ρητά «να απόσχει από την ακύρωση μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αυτά αξιολογούνται από τους θεσμούς»[3] . Δεν υπήρχε λοιπόν εξ’αρχής περίπτωση να είναι «εκτός διαπραγμάτευσης» η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος. Αφετέρου όμως έγινε εξίσου εμφανές ότι το πρόγραμμα δεν ήταν «πλήρως κοστολογημένο», δηλαδή δημοσιονομικά «ουδέτερο» (χωρίς επιβάρυνση του προϋπολογισμού), αλλιώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς προσκόμματα από την τρόϊκα που θέτει κατ’αρχήν στο στόχαστρό της τους «δημοσιονομικούς στόχους». Χωρίς βέβαια να μιλήσουμε για την ψευδαίσθηση σύμφωνα με την οποία τα χρήματα του ΤΧΣ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αλλότριους σκοπούς... Και όμως η φιλική κριτική που είχε τότε ασκήσει ο νυν βουλευτής του Σύριζα Κώστας Λαπαβίτσας[4] , και που αφορούσε ειδικότερα το θέμα της κοστολόγησης και της χρηματοδότησης του προγράμματος, είχε αντιμετωπιστεί τότε με ιδιαίτερη επιθετικότητα από την ηγεσία του κόμματος.
Από τη «δημιουργική ασάφεια» στην σχεδιασμένη ασφυξία
Το αδιέξοδο που τροφοδοτούσε η νομοθετική απραξία εντάθηκε με τις διαφωνίες που δημιούργησε στο εσωτερικό του Σύριζα το ίδιο το πλαίσιο της συμφωνίας και που εκδηλώθηκαν τόσο στην συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της 27ηςΦεβρουαρίου όσο και στην συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής στα τέλη Φεβρουαρίου, όπου η σχετική τροπολογία της Αριστερής Πλατφόρμας απέσπασε το 41% των ψήφων. Το άμεσο, και μείζον, αποτέλεσμά τους είναι ότι παρά τις έξωθεν πιέσεις, η συμφωνία του Eurogroup δεν παρουσιάστηκε στην Βουλή προς ψήφιση. Ως διέξοδος άρχισε τότε να διαμορφώνεται η άποψη της «δημιουργικής ασάφειας», στην ήπια εκδοχή της, ή της «επιλεκτικής ανυπακοής» στην πιο «σκληρή», στα όσα είχαν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους. Εκφρασή της η αναγγελία κατάθεσης νομοσχεδίων που θα υλοποιούσαν ντε φάκτο κάποιες από τις προγραμματικές του δεσμεύσεις. Τα βασικά αφορούν την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, τη ρύθμιση οφειλών στην εφορία, την προστασία της πρώτης κατοικίας και τέλος κάποια μέτρα θεσμικού χαρακτήρα όπως η επανασύσταση της ΕΡΤ και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τα πεπραγμένα επί μνημονιακής εποχής.
Από αυτά κατατέθηκαν ως τώρα τα δύο πρώτα, και διαφαίνεται πλέον καθαρά τόσο η διαφορά μεταξύ αρχικών προθέσεων και αποτελέσματος, όσο και ο συγκεκριμένος ρόλος που έπαιξε η παρέμβαση των μηχανισμών της τρόϊκας. Το μεν νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση προβλέπει δαπάνες ύψους 200 εκ. ευρώ, περίπου το ένα έκτο αυτών που προέβλεπε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης για αυτά τα μέτρα (1,2 δις, και 1,8 δις αν προσθέσουμε τα 500 εκ της 13ης σύνταξης). Το εισοδηματικό όριο για την χορήγηση της προβλεπόμενης βοήθειας ορίστηκε στα 4800 ευρώ ετησίως για μια τετραμελή οικογένεια και στα 6000 για μια οικογένεια με τρία παιδιά, στοχεύει δηλαδή περιπτώσεις ακραίας εξαθλίωσης. Ο αριθμός των 150 χιλιάδων καλυπτόμενων οικογενειών που εξαγγέλλεται ως (μάλλον αισιόδοξος) στόχος αντιστοιχεί στο μισό του αριθμού που αναφέρεται του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Ακόμη κι αυτό όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα τύχει της έγκρισης της τρόϊκας, καθότι δεν προκύπτει η απουσία δημοσιονομικού κόστους ενός τέτοιου προγράμματος.
Το νομοσχέδιο για τις 100 δόσεις αποτελεί ασφαλώς μια στοιχειώδη ανακούφιση για τα εκατομύρια θύματα της φοροεπιδρομής των τελευταίων ετών εναντίον των λαϊκών και μεσαίων τάξεων, όπως και η κατάργηση του εντάλματος για χρέη στο δημόσιο, αλλά και αυτό βγαίνει ψαλιδισμένο από τις πιο προωθημένες διατάξεις που είχαν αρχικά προταθεί. Ετσι δεν υπάρχει πρόβλεψη για κούρεμα χρέους αφού αντέδρασε στο μέτρο αυτό η τρόϊκα, ενώ προβλέπεται απώλεια της ρύθμισης για όσους δεν καταβάλουν δύο συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις κατά τη διάρκεια του πρώτου οκταμήνου, ή τρεις μετά την πάροδο του οκταμήνου. Επιπλέον ευνοούνται προφανώς όσοι διαθέτουν ρευστό και μπορούν να καταβάλουν άμεσα τις οφειλές απαλασσόμενοι από πρόστιμα και προσαυξήσεις. Με δυό λόγια, η επιδίωξη της άμεσης αποκόμισης εσόδων για το δημόσιο, σε συνδυασμό με τις πιέσεις των ευρωπαίων για αποτροπή κάθε μορφής «σεισάχθειας», φαίνεται να υπερισχύει του στόχου της αντιμετωπίσης με κριτήρια δικαιοσύνης της βάρβαρης υπερφολόγησης που έχει υποστεί η κοινωνική πλειοψηφία.
Ακόμη και αυτά τα συμβολικά και αμφίσημα μέτρα, στο βαθμό που παρακάμπτουν τον θεμελιακό στόχο της αναδιανομής πλούτου υπέρ των πολλών, ήταν αρκετά για να προκαλέσουν νέο κύκλο αντίδρασεων των Ευρωπαίων. Η μάλλον για να ενισχύσουν περαιτέρω τον πολιορκητικό κλoιό που ποτέ δεν απομακρύνθηκε. Διότι για να υπάρξει ανακωχή, όπως και γάμος, πρέπει να το θέλουν και οι δύο πλευρές. Και ο Μάριο Ντράγκι, παρά τις φαντασιώσεις ορισμένων, ουδέποτε διέκοψε την επίθεση που άρχισε στις 5 Φεβρουαρίου, όταν αποφάσισε να διακόψει τον κύριο μηχανισμό χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών. Ενα μήνα μετά, με τα τρία «όχι» του στα ισάριθμα αιτήματα της ελληνικής πλευράς (αύξηση των εντόκων γραμματίων που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων για την παροχή ρευστότητας, αύξηση του ΕLA κατά 3 δις), ο πρόεδρος της ΕΚΤ έδειξε καθαρά τις προθέσεις του. Το «μαρτύριο της σταγόνας» από πλευράς ρευστότητας παραλύει σταδιακά την οικονομία ενώ τα ρευστά διαθέσιμα του δημοσίου έχουν εξαντληθεί και τα έσοδα βαλτώνουν. Επιπλέον τον Μάρτιο, η κυβέρνηση καλείται να εξυπηρετήσει ομόλογα ύψους 1,4 δις προς το ΔΝΤ, από τα οποία 800 εκ. αποτελούν αποπληρωμή τόκων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες, και έχοντας δώσει προτεραιότητα στην εξόφληση των δανειστών, η κυβέρνηση αναγκάζεται να δεσμεύσει μέσω repos ρευστά διαθέσιμα οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η κατάσταση είναι προφανώς οριακή και ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια συνέντευξη στο Der Spiegel που έκανε αίσθηση, εγκαταλείποντας προς στιγμήν την διπλωματική γλώσσα, δήλωσε πως «η ΕΚΤ εξακολουθεί να κρατά τη θηλιά γύρω από τον λαιμό μας»[5] .
Θέμα επιβίωσης η εναλλακτική στρατηγική
Το σχέδιο, ή μάλλον, η γκάμα σχεδιασμών των Ευρωπαίων είναι σαφή: είτε να προκαλέσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάρρευση της κυβέρνησης Σύριζα, είτε, κάτι που διαφαίνεται ως η επικρατέστερη επιλογή, να την σύρουν σε μια νέα στρατηγική υποχώρηση τον Απρίλη, που θα προετοιμάσει το έδαφος για μια οριστική συντριβή τον Ιούνη. Και κάτι τέτοιο φάνηκε ήδη να δρομολογείται με τις αποφάσεις του Eurogroup στις 8 και 9 Μαρτίου. Σε ιδιαίτερα βαρύ κλίμα και με διαδικασίες εξπρές, η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να δεχτεί δύο σημαντικές απαιτήσεις των Ευρωπαίων. Κατ’αρχήν μια πολύ αυστηρή επιβεβαίωση της «τήρησης υπό οποιεσδήποτε συνθήκες της δέσμευσης περί αποφυγής κάθε μονομερούς ενέργειας ή αναίρεσης ισχύοντος μέτρου»[6] . Κατά δεύτερο, την έλευση στην Αθήνα των «τεχνικών» κλιμακίων της τρόϊκας. Πέραν του συμβολισμού της, η κίνηση αυτή έχει απόλυτα πρακτική σημασία: στη βάση των στοιχείων που θα συλλεχθούν – και που είναι αναμενόμενο να επιβεβαιώσουν την αρνητική κίνηση των βασικών τάσεων των δημόσιων εσόδων, του δημοσιονομικού πλεονάσματος και γενικότερα της οικονομίας – ανοίγεται ο δρόμος για την απαίτηση νέων περιοριστικών μέτρων εκ μέρους των δανειστών, με ορίζοντα ένα νέο Μνημόνιο το καλοκαίρι.
Είναι πλέον απόλυτα προφανές ότι η μη απεμπλοκή από αυτήν την θανάσιμη παγίδα θα οδηγήσει στο τέλος της κυβέρνησης Σύριζα και σε μια γενικότερη συντριβή τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που στηρίζουν και συγκροτούν την Αριστερά, με άμεσες και καταστροφικές προεκτάσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Θα έπρεπε ήδη να μας προβληματίσει η σχετική υποχώρηση του Ποδέμος στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις[7] , που έχει βεβαίως ενδογενείς αιτίες αλλά δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη με τον αντίκτυπο που έχει διεθνώς η υποχώρηση του Σύριζα μπροστά στους εκβιασμούς των Ευρωπαίων.
Μια τέτοια απεμπλοκή έχει όμως προαπαιτούμενα. Το πρώτο είναι η ρήξη με το κλίμα εφησυχασμού, επικοινωνιακής παράκαμψης των συνεπειών των ήδη συμφωνηθέντων και παρουσίασης της κάθε συνάντησης με Ευρωπαίους αξιωματούχους ως επιτυχία που καλλιεργείται από τις 20 Φεβρουαρίου και μετά. Το στίγμα της συγκυρίας, και το πνεύμα ειλικρίνειας που επιβάλλει, το αποδίδουν πολύ περισσότερο τα όσα είπε από το βήμα της Βουλής στις 6 Μαρτίου ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης, όταν τόνισε ότι «η χώρα είναι σε πόλεμο, κοινωνικό και ταξικό, με τους δανειστές», και ότι σ' αυτόν τον πόλεμο «δεν θα πάμε σαν χαρούμενοι πρόσκοποι με πρόθεση να συνεχίσουμε τις μνημονιακές πολιτικές»[8] . Ας προσθέσουμε σ’αυτό ότι αυτή είναι η γλώσσα που έχουν ανάγκη να ακούσουν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εκτός Ελλάδας που εκδηλώνουν την αλληλεγγύη τους στην υπόθεση του ελληνικού λαού και της κυβέρνησής του, και όχι την γλώσσα της τεχνητής αισιοδοξίας που καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και δημιουργεί σύγχυση (που αύριο μπορεί να στοιχίσει ακριβά) για την πραγματική πορεία των πραγμάτων.
Για να κερδιθεί αυτή η μάχη, που παρά τις αναδιπλώσεις και τις απώλειες, δεν έχει ακόμη κριθεί, χρειάζεται βεβαίως η κατάλληλη προετοιμασία. Το στραπάτσο του Φεβρουαρίου υπήρξε δυστυχώς αναγκαίο στο βαθμό που έπρεπε να καταδειχθεί με πραγματικούς όρους, ότι, με τις πιο ειλικρινείς προθέσεις, η εμμονή στην στρατηγική της πάση θυσία εντός ευρώ διαπραγμάτευσης δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε Βατερλώ. Υπάρχουν φυσικά και άλλου τύπου μονομερείς ενέργειες που αποτελούν απαραίτητα όπλα στην αναμέτρηση και που λογικά προηγούνται του νομίσματος. Τέτοιες είναι ο έλεγχος των κεφάλαιων, που επιβάλλει αυστηρό δημόσιο έλεγχο των τραπεζών, και η αθέτηση πληρωμών του χρέους, που αποτελούν εξ’άλλου αμφότερες πάγιες θέσεις του Σύριζα. Πρέπει να είναι σαφές όμως ότι και αυτές οι κινήσεις κινούν μια δυναμική που οδηγεί μοιραία στην έξοδο από την νομισματική ένωση. Σε κάθε περίπτωση, ο αδιάκοπος και κλιμακούμενος εκβιασμός με την παροχή ρευστότητας από την πλευρά της ΕΚΤ θέτει στην ημερήσια διάταξη το θέμα της ανάκτησης του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής.
Από αυτήν την άποψη η πλέον λογική πρόταση είναι αυτή μιας συμφωνημένης εξόδου από το ευρώ, που θα συνδυαζόταν με βαθειά διαγραφή του χρέους, και που θα απάλασσε και τις δύο πλευρές από τις αρνητικές πλευρές ενός ασύντακτου Grexit και της ατέρμονης ενασχόλησης με ένα ούτως ή άλλως μη βιώσιμο ελληνικό χρέος. Σε κάθε περίπτωση αυτή η πρόταση μπορεί να αποτελέσει μια αξιόπιστη γραμμή πλεύσης, απαλλαγμένη από κάθε διγλωσσία, τόσο προς τους Ευρωπαίους όσο και προς την ελληνική κοινωνία.
Διότι εκεί βρίσκεται εν τέλει και το καθοριστικότερο κριτήριο που κρίνει το ερώτημα «για ποιόν εργάζεται ο χρόνος». Αν και εμφανίζονται σημάδια κάμψης, η κυβέρνηση συνεχίζει να διαθέτει ευρεία λαϊκή στήριξη, διότι οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται το προφανές, δηλαδή ότι εναντίον της έχει εξαπολυθεί ένας τρομακτικά άνισος πόλεμος. Και σ’αυτόν τον πόλεμο, αυτοί που συντάσσονται με τον Σόϊμπλε δύσκολα θα καταφέρουν να γίνουν πλειοψηφία. Εξ΄ίσου αλήθεια είναι όμως ότι το κλίμα των πρώτων εβδομάδων, που κατάφερε να δώσει έναν νέο αέρα και να ξανακατεβάσει κόσμο στις πλατείες έχει αλλάξει ριζικά. Χωρίς βέβαθα αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναγεννηθεί.
Για κάτι τέτοιο χρειάζεται όμως να φυσήξει και πάλι ο αέρας της μάχης που πρέπει να δοθεί με τη δέουσα αποφασιστικότητα και σοβαρότητα. Της μάχης που δίνεται για να κερδηθεί με πραγματικούς όρους, όχι με επικοινωνιακά τεχνάσματα και ρητορικές ακροβασίες. Της μάχης που είναι κάλεσμα κινητοποίησης και στράτευσης των κοινωνικών δυνάμεων που έφεραν τον Σύριζα στην κυβερνητική εξουσία, αλλά και πέραν αυτών, καθώς και όσων ανά τον κόσμο, και είναι πάρα πολλοί, γέμισε ελπίδα η νίκη της 25ης Ιανουαρίου.
Διότι «ο χρόνος γαρ εγγύς»...