Με αφορμή τη διακήρυξη της Λα.Ε.

Η διακήρυξη της Λα.Ε αποτελεί σημαντικό βήμα μπροστά από πολλές απόψεις. Έχουμε στα χέρια μας ένα κείμενο σε καλή κατεύθυνση. Ωστόσο, η εσπευσμένη δημοσίευση της διακήρυξης της Λα.Ε, χωρίς να προηγηθεί συζήτηση στις οργανώσεις, θέτει παραδειγματικά το διαχρονικό πρόβλημα της δημοκρατίας, αφού το ίδιο το κείμενο ταυτότητας μεταβιβάζεται με τον ιμάντα στα μέλη για να περάσει στην κοινωνία, χωρίς να προηγηθεί –επίσημη τουλάχιστον- συζήτηση ούτε με τα μέλη ούτε με την κοινωνία. Δεν πρόκειται βεβαίως για παραμύθι με κακό λύκο αλλά για αντινομίες της ευρύτερης δημοκρατικής και σοσιαλιστικής παράδοσης, για φαινόμενα που διαπερνούν οριζόντια όλα τα κόμματα, τις οργανώσεις, ακόμη και τις αναρχικές συνελεύσεις, σε διαφορετικό βαθμό φυσικά και με διαφορετικό τρόπο.

Ειρωνικό είναι το γεγονός ότι αυτός ο παραγκωνισμός της βάσης της Λα.Ε είναι εν μέρει αποτέλεσμα της πίεσης της ίδιας της βάσης της Λα.Ε, μια αγχωμένη απάντηση της ηγεσίας στο αίτημα να προχωρήσει πιο γρήγορα η συγκρότηση. Πολύ φυσιολογικά, είναι πάνδημο το αίτημα για αυθεντική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων του νέου φορέα. Δεν υπάρχει λόγος να συμμετέχει κανείς σε έναν φορέα εάν δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων. Να στηρίζει μπορεί και χωρίς να είναι μέλος. Άλλωστε, αυτό είναι αίτημα που ωρίμασε στη συνείδηση όσων προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι έζησαν την εμπειρία της πλήρους αυτονόμησης της ηγεσίας. Στο πάνδημο αυτό αίτημα κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα χωρίς να βλάψει τη Λα.Ε, χωρίς να οδηγήσει ακόμη περισσότερους άξιους συντρόφους στην αποστράτευση, χωρίς να εκθρέψει υπαρκτά φαινόμενα γραφειοκρατικού εκφυλισμού με ρίζες βαθιές στην ελληνική αριστερά συνολικότερα.

Όμως, το αίτημα για δημοκρατία από όσους και όσες νιώθουν αποκλεισμένοι, και η ευθύνη όσων βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά, αποκτά άλλη σημασία αν το δούμε από την ευρύτερη σκοπιά της κοινωνίας. Τα κόμματα και οι οργανώσεις της Αριστεράς, τα συνδικάτα, οι συλλογικότητες, χρειάζεται να λειτουργούν δημοκρατικά, όχι μόνο γιατί αποτελούν –εν μέρει- προεικόνιση της άλλης κοινωνίας αλλά γιατί μόνο έτσι μπορούν να γίνουν χώρος έκφρασης για αυτούς που δεν έχουν φωνή. Τόσο η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση όσο και η βαθιά οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχουν δημιουργήσει μια κρίση αντιπροσώπευσης, μια πολιτική κρίση του συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, μια έλλειψη εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά κόμματα, στους παραδοσιακούς θεσμούς, στον καθιερωμένο τρόπο διακυβέρνησης. Στην κρίση αυτή μπορούμε να απαντήσουμε μόνο αν επανεφεύρουμε τη δημοκρατία. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν επανεφεύρουμε και το κόμμα.

Στη χώρα μας μάλιστα, τα πράγματα είναι αρκετά ώριμα από αυτή την άποψη. Το κοινωνικό κίνημα έχει δοκιμάσει όλους τους άλλους δρόμους και δεν έχουμε πια τίποτε να περιμένουμε από επαναλήψεις. Το 2008 δοκιμάσαμε την εξέγερση και μας τέθηκε το ζήτημα μιας θετικής απάντησης στο θέμα της εξουσίας, στο κενό που δημιουργείται σε μια εξέγερση τέτοιου μεγέθους. Το 2011 δοκιμάσαμε οριζόντιες και αμεσοδημοκρατικές δομές, επιχειρώντας μια θετική απάντηση στο ερώτημα, και καταλάβαμε ότι η εξουσία δεν είναι στην Πλατεία. Το 2015 δοκιμάσαμε την ανάθεση, ως άλλη θετική απάντηση στο ίδιο πάντα πρόβλημα, και καταλάβαμε ότι η εξουσία δεν είναι έτσι απλά στα Υπουργεία. Το σύστημα έχει πολλές εφεδρείες. Σήμερα λοιπόν, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο εξεγερσιακό, μαζικό, δημοκρατικό κίνημα και την κυβέρνηση, ανάμεσα στο γκρέμισμα του συστήματος, τη διατύπωση ενός προτάγματος και την υλοποίησή του, εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο θα πρέπει να ψηλαφίσουμε την επόμενη περίοδο. Και αυτό σημαίνει να ασχοληθούμε σοβαρά με την κομματική και κινηματική αρχιτεκτονική.

Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα λέω ενώ ανήκω σε αυτούς που θεωρούν ότι η συγκρότηση της Λα.Ε σε κόμμα δεν θα μας λύσει από μόνη της τα προβλήματα. Ξαναείχαμε «κόμμα των μελών» και δεν μας τα έλυσε. Γιατί μπορεί να έχεις το καλύτερο σχέδιο αλλά αυτό δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αυθεντική πρωτοβουλία και τις καθημερινές μας συνήθειες. Είναι ένα παλιό επιχείρημα. Ας πούμε, μια βιομηχανία δεν λειτουργεί μόνο χάρη στον κανονισμό αλλά παρά και κόντρα στον κανονισμό. Η μέχρι στιγμής πολιτική μου εμπειρία (όχι στη Λα.Ε, γενικώς) θα μπορούσε πράγματι να συνοψιστεί κι αυτή κάπως έτσι: μια διαρκής προσπάθεια παρά και κόντρα στην εκάστοτε οργάνωση.

Επιπλέον, πίσω από το αίτημα για αμεσοδημοκρατική λειτουργία του κόμματος –υγιές αυτό καθαυτό- υπάρχει μια εσφαλμένη παραδοχή: ότι ο μοναδικός αντίπαλος είναι η γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία όμως, είναι το τέρας που εξέθρεψε το διεθνές εργατικό κίνημα στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την αστική τάξη. Κι αυτόν τον εχθρό δεν πρέπει να τον ξεχνάμε. Η δημοκρατία, η ελευθερία η ίδια, προϋποθέτει την ισότητα. Κάθε οικονομικό αίτημα κρύβει ένα δημοκρατικό αίτημα και κάθε δημοκρατικό αίτημα προϋποθέτει κάποιους υλικούς όρους για να εφαρμοστεί. Γι’ αυτό και μιλάμε πλέον συχνά για «ισοελευθερία».

Άδικα θεωρείται ενίοτε ότι η πολιτική θεωρία είναι αφηρημένη. Στον ΣΥΡΙΖΑ χάσαμε (δεν δώσαμε ποτέ) τη μάχη της ισοελευθερίας, μια μάχη ενάντια σε μικροαστούς και μεγαλοαστούς κάθε ποικιλίας. Γιατί πάντοτε ο γιατρός και ο δικηγόρος, ο μεγαλοϊδιοκτήτης και ο εισοδηματίας, θα έχει περισσότερα χρήματα και χρόνο που του επιτρέπουν να επικρατήσει σε μια πολιτική διαμάχη, όπου προσέρχεται καθένας με τα όπλα του χωρίς άλλη ασφαλιστική δικλείδα. Νομίζουν λοιπόν πολλοί σύντροφοι ότι αν εφαρμόσουμε «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες θα ακουστεί ο λόγος τους επιτέλους. «Ένα μέλος, μία ψήφος», άρα θα νικήσουν οι πολλοί, και αφού οι πολλοί είναι οι φτωχοί, άρα θα νικήσουν οι φτωχοί. Άρα υποτίθεται ότι αρκεί να έχουμε «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες για να νικήσουν οι φτωχοί. Πρόκειται για τεράστια αυταπάτη. Γιατί είναι πολλές οι μορφές και οι πηγές της εξουσίας. Ο γιατρός θα φέρει την πελατεία του. Ο εισοδηματίας θα έχει χρόνο και λεφτά για καφέδες και τραπεζώματα. Θα μπορεί να τυπώνει κάρτες και να τις μοιράζει και να δίνει και μπαξίσι κάτω από το τραπέζι για να τον παίξουν τα τοπικά ΜΜΕ. Χωρίς ένα σύστημα που να διασφαλίζει την ισότητα, χωρίς μηχανισμούς εξισορρόπησης των ανισοτήτων μεταξύ των μελών, οι φτωχοί θα χάσουν πάλι. Μέσα στο κόμμα θα χάσουν. Και όχι μόνο οι φτωχοί, οι νέοι, οι άνεργοι, οι μετανάστες, οι γυναίκες, θα χάσουν μέσα στο ίδιο τους το κόμμα. Πάλι. Όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί σύντροφε (που ξέρεις ποιος είσαι), όσο εσύ βαράς βάρδια στο εργοστάσιο, κουμάντο στα «γραφεία» θα κάνει κάποιος εισοδηματίας. Και πάλι δεν θα έχεις λόγο. Και θα τον έχεις νομιμοποιήσει κιόλας.

Αυτό δε το στρώμα, με μικροαστικό επίπεδο ζωής, είναι που θρέφει και τη γραφειοκρατία. Παίρνει τις θέσεις εξουσίας αυτό. Γιατί μπορεί.

Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό οργανώσεις που είναι στη Λα.Ε και έχουν κατακτήσει ένα καλύτερο επίπεδο ισοελευθερίας, οργανώσεις που δεν έχουν μόνο δημοκρατικές διαδικασίες αλλά και έναν αναδιανεμητικό μηχανισμό –σε κάποιο βαθμό έστω- να μη θέλουν να παραχωρήσουν την ελευθερία που κατέκτησαν με κόπο, για να βρεθούν και πάλι σε ένα κόμμα-χυλό, όπου το κουμάντο θα το κάνουν μικροαστοί και γραφειοκράτες και μικροαστοί γραφειοκράτες, στο όνομα μάλιστα της δημοκρατίας των μελών...

Συνεπώς, και τα δύο αιτήματα, και το αίτημα από τη βάση για «κόμμα των μελών» και το αίτημα των οργανώσεων να μην παραχωρήσουν το υψηλότερο επίπεδο δημοκρατίας που διασφαλίζουν ήδη στα μέλη τους, είναι νόμιμα αιτήματα. Και θέλω να θεωρώ ότι δεν είναι ασυμβίβαστα.

Θα πρέπει λοιπόν όλοι να αγκαλιάσουμε το αίτημα για «κόμμα των μελών». Γιατί το να μην το κάνουμε θα παράγει διαλυτικά αποτελέσματα. Θα πρέπει επίσης να σεβαστούμε την αυτονομία των οργανώσεων που προσχωρούν στη Λα.Ε. Γιατί το να μην το κάνουμε θα έχει κι αυτό διαλυτικά αποτελέσματα. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να βρούμε τις οργανωτικές απαντήσεις, τη νέα κομματική αρχιτεκτονική, που θα απαντήσει σε μια σειρά ζητήματα που αφορούν το τι εννοούμε όταν λέμε «κόμμα των μελών». Γιατί, αν λέγοντας «κόμμα των μελών» εννοούμε «κόμμα του ηγέτη και των αιώνια προβεβλημένων στελεχών, κόμμα των μικροαστών λευκών ανδρών με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο», αυτό είναι ένα τρίτο αίτημα, το οποίο είναι, δυστυχώς, ασυμβίβαστο με τα δύο άλλα.

Τρόποι να αντιμετωπίσουμε τα φαινόμενα που αναφέρθηκαν υπάρχουν. Οι μηχανισμοί και η αυτονόμηση της ηγεσίας μπορούν να αντιμετωπιστούν, αν τα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου εκλέγονται από τις Πολιτικές Επιτροπές, λογοδοτούν σε αυτές και ανακαλούνται από αυτές, αντί να λογοδοτούν σε μηχανισμούς στο «κέντρο». Η ποσόστωση σε όλα τα επίπεδα είναι ένας καλός τρόπος να απαντήσουμε εν μέρει στο ζήτημα του σεξισμού. Η εισφορά στο κόμμα με βάση το εισόδημα για να αποτραπούν οπορτουνιστικά στοιχεία, μπορεί να θωρακίσει τον ταξικό χαρακτήρα του κόμματος. Η κυκλική εναλλαγή μπορεί να αναδείξει μια πληθυντική ηγεσία. Η ποσόστωση για τις οργανώσεις μπορεί να διασφαλίσει την εκπροσώπησή τους σε ποσοστό τέτοιο που να διασφαλίζεται ταυτόχρονα ότι κυρίαρχα παραμένουν τα μέλη στο σύνολό τους.

Όσο πιο γρήγορα αρχίσουμε να συζητάμε σε αυτή τη βάση, δημοκρατικά και ταξικά αλλά και πρακτικά και συνθετικά, τόσο το καλύτερο για τη Λα.Ε και την κοινωνία.

Το ερώτημα όμως είναι αν είμαστε όλοι ώριμοι γι΄αυτό. Το ερώτημα είναι σε πόσα από αυτά μπορούμε να συμφωνήσουμε. Αλλά πρέπει να θέσουμε το ερώτημα και πρέπει να το θέσουμε σωστά, για να δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος και ποιο από τα τρία αιτήματα θέτει τελικά καθένας από εμάς και πόσο είναι για τον καθένα η δημοκρατία ζήτημα ουσίας ή απλώς το επόμενο εσωκομματικό και εκλογικό σύνθημα. Δεν έχουμε δικαίωμα να καταντήσουμε και τη δημοκρατία σαν την «ελπίδα». Έχουμε υποχρέωση να δώσουμε φωνή στους αποκλεισμένους, έχουμε υποχρέωση να ακουστεί η φωνή μας.

*Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και μέλος του Συντονιστικού του Κόκκινου Δικτύου

Ετικέτες