Ένας κύκλος δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό την Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης. Συμμετέχουν οι οργανώσεις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, Αριστερό Ρεύμα, ΔΕΑ, Κ-Σχέδιο, Συνάντηση/Αναμέτρηση, δυνάμεις από τον Κομμουνιστικό Συντονισμό, αλλά και πολλοί και σημαντικοί ανένταχτοι/ες αγωνιστές/στριες.

Η Πρωτοβουλία έχει συμφωνήσει ότι προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος της: Να οργανώσει ενωτικές συνθήκες πολιτικού διαλόγου και κοινής δράσης, ως προϋποθέσεις για μια ενωτική γενικότερη πολιτική παρέμβαση, για μια νέα «μετωπική» απόπειρα της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. 

Η απόπειρα αυτή δεν ξεκινάει από το σημείο μηδέν της σχετικής εμπειρίας. Έχει προηγηθεί η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, που κρίθηκε πολιτικά στο περιεχόμενο της κυβερνητικής πολιτικής του 2015-18, την ήττα της αριστερής πτέρυγάς του και τη μαζική διάσπασή του το 2015. Έχει προηγηθεί η εμπειρία της ΛΑΕ, που παρότι συσπείρωσε αρχικά ένα σημαντικό δυναμικό, δεν κατόρθωσε να συγκροτηθεί σε μια αριστερή-αντικαπιταλιστική γραμμή, υποκύπτοντας στις σειρήνες απεύθυνσης σε ένα «εθνικό-πατριωτικό» ακροατήριο, με αποτέλεσμα την πολιτική απομόνωση που καταγράφηκε στις εκλογές του 2019 και την οργανωτική διάσπασή της. Έχει προηγηθεί η πολυετής εμπειρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έχει αποδείξει ότι δεν αρκεί η φραστική αναφορά σε ένα ιδεολογικό προγραμματικό πλαίσιο, για να εξασφαλιστεί επαρκής πολιτική παρέμβαση και να αποφευχθούν διαδοχικές κρίσεις αποσυσπείρωσης και εμφανείς πολιτικές αποκλίσεις που προειδοποιούν για επόμενες κρίσεις. 

Αυτές οι εμπειρίες έχουν συνέπειες πάνω στις προθέσεις, πάνω στις διαθεσιμότητες, πάνω στις πραγματικές δυνατότητες ενοποιημένης συσπείρωσης των κινηματικών πρωτοποριών, δηλαδή πάνω στις πραγματικές δυνατότητες συγκρότησης μιας νέας μετωπικής πρωτοβουλίας στο πολιτικό πεδίο. Η κατάτμηση των δυνάμεων, οι αυταπάτες για την επάρκεια του «κοινωνικού», οι δυσκολίες συνεννόησης ακόμα και σε απλά ζητήματα τακτικής, είναι τμήμα της πραγματικότητας που ζούμε. Όμως το να αναγνωρίζει κανείς αυτό το στοιχείο, δεν πρέπει να ταυτίζεται με το να το αποδέχεται και να υποκλίνεται σε αυτό. Γιατί η κατάτμηση των κινηματικών πρωτοποριών καταλήγει να λειτουργεί σαν ευνοϊκός παράγοντας για τους εχθρούς μας (εμποδίζοντας εμφανώς την αναγκαία κλιμάκωση της πάλης ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη), ή για τους ψεύτικους φίλους μας (τροφοδοτώντας τις ελπίδες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι τελικά οι εκλογικοί εκβιασμοί θα «ευθυγραμμίσουν» έναν ευρύτερο αριστερό κόσμο γύρω από την αδιέξοδη σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική Τσίπρα). 

Με μια έννοια, το πρόβλημα αυτό είναι διεθνές. Είκοσι χρόνια μετά τη Γένοβα και το κλίμα ελπίδας και αισιοδοξίας που δημιουργούσε τότε το νέο διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όλες οι μείζονες απόπειρες ενωτικής πολιτικής συγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στις πιο διαφορετικές χώρες και στις πιο διαφορετικές συνθήκες, έχουν φτάσει στην αποτυχία (είτε με τη μορφή των «πλατιών κομμάτων», είτε με τη μορφή «μετώπων», είτε με υβριδικές επιλογές μεταξύ αυτών των μορφών οργάνωσης). Όμως, όποιος παρακολουθεί τη διεθνή Αριστερά, όχι με το παγωμένο βλέμμα του νεκροανατόμου, γνωρίζει ότι το συμπέρασμα από τις προηγούμενες αποτυχίες είναι η συζήτηση για τις προγραμματικές/πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για νέα δυναμικά ξεκινήματα και όχι η απόρριψη της ενιαιομετωπικής προσέγγισης. 

Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η (επι)στροφή στη συνταγή «οικοδόμησης» ενός αυτοανακηρυγμένου «επαναστατικού κόμματος», ξεκινώντας από μια πολύ περιορισμένη «επαναστατική πρωτοπορία», είναι υπεκφυγή από το πρόβλημα και όχι απάντηση σε αυτό. Όπως θύμισε πρόσφατα ένας μαρξιστής με διεθνή αναγνώριση: «Η πρωτοπορία είναι κάτι που πρέπει να κατακτηθεί στην πράξη και δεν διακηρύσσεται. Για να είστε πραγματικά μια πρωτοπορία, πρέπει να αναγνωριστείτε ως τέτοια από τις μάζες» (Ζιλμπέρ Ασκάρ, Η σοσιαλιστική στρατηγική και το Κόμμα). 

Έτσι, για το μέλλον της Πρωτοβουλίας η συνειδητή οικοδόμηση των προϋποθέσεων πολιτικής εμπιστοσύνης (όχι τόσο μεταξύ των «συνιστωσών» της, όσο μεταξύ της Πρωτοβουλίας και ενός ευρύτερου δυναμικού), είναι και θα είναι καθοριστικός παράγοντας. Και οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να διεκδικηθούν σε μια περίοδο όπου η Πρωτοβουλία θα πρέπει να λειτουργήσει ακριβώς σαν ένας «χώρος» πολιτικού διαλόγου και προώθησης της κοινής δράσης. Το πόσο μακρά θα είναι αυτή η περίοδος, θα εξαρτηθεί από το πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι παρεμβάσεις της Πρωτοβουλίας στα αλληλένδετα πεδία της πολιτικής συζήτησης και της ενωτικής δράσης. Γνωρίζουμε τους πειρασμούς μιας «βιαστικής» πολιτικής/εκλογικής συγκρότησης, δεν υποτιμούμε τις πολιτικές πιέσεις που θα υπάρξουν στο ενδεχόμενο μιας αιφνιδιαστικής κάλπης, αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι μέσα στην υπάρχουσα κατάσταση των πνευμάτων (όχι μόνο στο εσωτερικό της Πρωτοβουλίας, αλλά κυρίως στις κινηματικές και πολιτικές πρωτοπορίες έξω από αυτήν…) κάθε «βιαστική» συνταγή οδηγεί σε αδιέξοδα και στραπάτσα. 

Η Πρωτοβουλία πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή της σε προγραμματισμό μακρότερης πνοής. Να αξιοποιήσει τις συνελευσιακές διαδικασίες για να συγκεντρώσει αγωνιστές-στριες των υπαρκτών κινημάτων αντίστασης. Να τους δώσει λόγο, χρόνο και αρμοδιότητες για να καθορίσουν τη φυσιογνωμία του εγχειρήματος. Να ξεφύγει από μια αντίληψη καθοδήγησης-βάσης που, όταν δεν υπάρχουν οι αναγκαίες «κομματικές» προϋποθέσεις ενοποίησης, καταλήγει σε παρωδία. Να επεξεργαστεί σταδιακά ένα πολιτικό πλαίσιο που να «χωρά» τις δράσεις, να ερμηνεύει ικανοποιητικά τις εξελίξεις στον κόσμο γύρω μας, να δημιουργεί πολιτικές απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα τακτικής που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. 

Αυτή η «μέθοδος» θα πρέπει να αναδειχθεί από τη σημαντική συνέλευση της Πρωτοβουλίας στην Αθήνα και να επιβεβαιωθεί στον επόμενο κύκλο συγκροτητικών συνελεύσεων στην περιφέρεια και σε κλαδικό/θεματικό επίπεδο. 

Πολιτική γραμμή

Η μεθοδολογία συγκρότησης είναι στενά συνδεδεμένη με τις επιλογές στην πολιτική γραμμή. Η Πρωτοβουλία έχει, δια των αρχικών κειμένων της, καταθέσει ένα πλαίσιο συζήτησης. Στην πορεία των εργασιών και της διεύρυνσής της αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί και να εμπλουτιστεί. 

Κατά τη γνώμη μας, τα βασικά σημεία που πρέπει να συγκεντρωθεί η προσοχή, είναι τα εξής:

α) Η κριτική στην κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα, όπως και στο πολιτικό δυναμικό της, δεν είναι σωστό να συγκεντρώνεται ή να περιορίζεται στην κατηγορία περί «αποτυχίας». Οι καπιταλιστές στην Ελλάδα είναι αντιμέτωποι με την κρίση του συστήματος και μάλιστα κρίση βαθύτερη από το διεθνή μέσο όρο. Βαδίζουν ταχύτατα προς μια νέα μεγάλη «περιπέτεια», πιθανότατα από το 2023, με άξονα το χρέος και την επιστροφή ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα απαιτήσουν νέες βάρβαρες επιθέσεις λιτότητας ανάλογες με τις μνημονιακές. 

Όμως αυτή η κυρίαρχη τάξη και το πολιτικό δυναμικό της, άντεξε στην προηγούμενη κρίση, άντεξε στην αντεπίθεση των μαζών το 2010-13, κράτησε τον ελληνικό καπιταλισμό μέσα στο αναπτυγμένο κλαμπ της Ευρωζώνης, προετοιμάζει τώρα δια των αντιμεταρρυθμίσεων τη μοναδική τους ελπίδα μιας αιματηρής διεξόδου από την κρίση. 

Απέναντι σε αυτήν την πολιτική δεν υπάρχει πράγματι εναλλακτική στο έδαφος της συνέχειας του καπιταλισμού. Η έξοδος από το ευρώ, η ρήξη με την ΕΕ, η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, έχουν θετική σημασία για τους εργαζόμενους στα πλαίσια μόνο μιας συνολικότερης αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Αντίθετα, είναι αυταπάτη ότι η νομισματική και εθνική κυριαρχία, μαζί με μια στροφή στον κεϊνσιανισμό, οδηγούν σε έξοδο από την κρίση, ανοίγουν τα περιθώρια για μια (καπιταλιστική) ανάπτυξη δεν θα είναι αιματηρή, που θα έχει περιθώρια δια της αναδιανομής να αποκαταστήσει τις απώλειες των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. 

Η Αριστερά, εδώ και διεθνώς, οφείλει να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στη μαζική-μεταβατική πολιτική που ξεκινώντας από τα άμεσα-αμυντικά καθήκοντα της αντιμετώπισης των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, διεκδικεί με ενιαίο και αδιάσπαστο τρόπο τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Κάθε απόπειρα «παράκαμψης» από τις δυσκολίες αυτής της πολιτικής, οδηγεί τελικά ευθέως στις μεταλλακτικές πιέσεις που αντιμετώπισε ο Τσίπρας το 2015 και η σοσιαλδημοκρατία στις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. 

β) Η αντικαπιταλιστική στρατηγική είναι η μοναδική βάση ειλικρινούς και φυσιολογικής «υιοθέτησης» των κοινωνικών κινημάτων. Ο αγώνας ενάντια στην απειλή της κλιματικής κρίσης, ο αντιρατσισμός, ο αντισεξισμός, ο αντιφασισμός δεν είναι δυνατόν στην παρούσα συγκυρία να αντιμετωπίζονται «εργαλειακά». Δεν αποτελούν δεξαμενές άντλησης επιρροής ή ψήφων, αλλά κρίσιμους τομείς ανάπτυξης του προγράμματος, των δυνάμεων, των σημείων πάλης της κοινωνικής αλλαγής. 

Αυτό σημαίνει ότι τα συνθήματα και τα αιτήματα αυτών των κινημάτων, οι αναλύσεις τους και οι άνθρωποί τους, πρέπει να έρθουν στην πρώτη γραμμή. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι μέσα στην Αριστερά, με το πρόσχημα της αναγωγής τάχα στο ταξικό ζήτημα, παραμένει ισχυρός ένας διάχυτος κοινωνικός συντηρητισμός. Κάθε διακήρυξη που δεν υιοθετεί με οξύτητα τα σχετικά συνθήματα, που δεν ανοίγει δρόμους για τη συνένωση της πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση με την πάλη ενάντια στην καταπίεση, δεν δικαιολογεί τις φιλοδοξίες της. 

γ) Μια επαρκής γραμμή απέναντι στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, σήμερα δεν είναι μια προαιρετική πολυτέλεια. Οι μαζικοί εξοπλισμοί, τα πολεμικά σύμφωνα με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, οι «αξονικές» συμμαχίες με το Κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία στην Αίγυπτο, είναι καυτά θέματα της συγκυρίας. Η Αριστερά οφείλει να επιβεβαιώσει το ταυτοτικό χαρακτηριστικό της, τον αντιιμπεριαλισμό, μέσα σε συνθήκες όπου οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις παρεμβαίνουν στην περιοχή οφθαλμοφανώς υπέρ των επιδιώξεων του ελληνικού κράτους. Καμιά σκοπιμότητα, και πολύ χειρότερα οι αναφορές σε κάποια ομιχλώδη «κυριαρχικά δικαιώματα», δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν την υποτίμηση του μιλιταρισμού και της πρόκλησης των μαζικών εξοπλισμών από μια χώρα που δεν έχει στοιχειωδώς επαρκή νοσοκομεία και σχολεία. Η κριτική στην κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να είναι από τη σκοπιά ότι στέκεται «ψοφοδεώς» απέναντι στον Ερντογάν, αλλά από τη σκοπιά ότι απειλεί να μας οδηγήσει στο πολεμικό σφαγείο για τα μερίδιά της στο φυσικό αέριο των βυθών της Ανατολικής Μεσογείου. 

Γνωρίζουμε ότι στο θέμα αυτό οι διαφορές ανάλυσης ήταν και παραμένουν σημαντικές. Όμως θεωρούμε ότι η εξέλιξη της συγκυρίας έχει κάνει εφικτή την επεξεργασίας ενός μίνιμουμ, αλλά πολιτικά ικανοποιητικού πολιτικού πλαισίου αντιιμπεριαλιστικής/αντιπολεμικής ανεξάρτητης και διεθνιστικής στάσης. 

Με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω, θα σταθούμε οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι της ΔΕΑ στις διαδικασίες συγκρότησης της Πρωτοβουλίας. Ελπίζουμε ότι μαζί με πολλές και πολλούς άλλους θα μπορέσουμε να συμβάλουμε στο να πάρει ένα δρόμο αποτελεσματικής παρέμβασης, μέσα στις κρίσιμες συνθήκες όπου ζει ο κόσμος μας. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες