Ας μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι συνήθως δεν εξεγείρονται στο αποκορύφωμα μιας κρίσης αλλά όταν καταποντίζονται οι ελπίδες τους. Και αυτή τη στιγμή ελπίζουν.

Τελικά θα κατέβουμε στο Σύνταγμα να στηρίξουμε την κυβέρνηση, με ρωτούν από το πρωί πολλοί φίλοι και αναγνώστες. Η απάντηση δεν μπορεί να στηρίζεται στο θυμικό. Στους δρόμους δεν κατεβαίνεις επειδή «τα πήρες στο κρανίο» αλλά για να πετύχεις συγκεκριμένους στόχους. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.

Υπάρχουν ορισμένα σημαντικά προβλήματα στην ακολουθούμενη οικονομική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης, τα οποία πηγάζουν από την ευρο-λαγνεία της και την μέχρι στιγμής απόφαση να μην προχωρήσει σε ρήξη με τους δανειστές.

Όπως εξηγούσε ο James Meadway, από το New Economic Foundation, οι δυο βασικές προτάσεις του Γ.Βαρουφάκη, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν διαγραφή χρέους, πάσχουν σε σημαντικά σημεία τους.

Καταρχήν η πρόταση του ελληνικού υπουργείου οικονομικών προβλέπει ότι το χρέος που κατέχει η ΕΚΤ θα ανταλλαγεί με «διηνεκή ομόλογα» (perpetual bonds), για τα οποία η Ελλάδα θα πληρώνει μόνο (χαμηλούς) τόκους, χωρίς να αποπληρώνει τα κεφάλαια δανεισμού. Κατά δεύτερον ο Βαρουφάκης φαίνεται να προτείνει ανταλλαγή του χρέους με «ρήτρα ανάπτυξης», το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αρχίσει την αποπληρωμή μόνο όταν η αύξηση του ΑΕΠ ξεπερνά ένα ποσοστό (πιθανότατα το 3%)Όπως εμμέσως πλην σαφώς είχε προβλέψει ο Meadway και αρκετοί ακόμη οικονομολόγοι, μετά την πραξικοπηματική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εναντίον της Ελλάδας η ελπίδα να συμπράξει η ΕΚΤ στο πρώτο σκέλος της πρότασης αποτελεί χίμαιρα. Με τη στάση της η ΕΚΤ απέδειξε ότι αποτελεί τυφλό όργανο του Βερολίνου με αποστολή να συνθλίβει οποιαδήποτε χώρα τολμά να ξεστρατίσει από τη γραμμή του οικονομικού Ράιχ.

Εξίσου προβληματική είναι όμως και η δεύτερη πρόταση, η οποία στην πράξη προϋποθέτει και υπονοεί την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1.5%. Το πρωτογενές πλεόνασμα να θυμίσουμε είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτά που μπαίνουν στα κρατικά ταμεία (π.χ από φόρους) και σε αυτά που δαπανώνται – χωρίς να συνυπολογίζονται οι τόκοι για την αποπληρωμή των δανείων.

Θεωρητικά, εκτιμά ο Meadway, o ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να πετύχει το συγκεκριμένο στόχο με τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος – ουσιαστικά βάζοντας τους πλούσιους να πληρώσουν. Αυτό που δεν θέλησε δηλαδή να κάνει καμία κυβέρνηση από δημιουργίας του ελληνικού κράτους πρέπει να γίνει σε διάστημα λίγων μηνών ενώ η χώρα βρίσκεται με το περίστροφο του Βερολίνου στον κρόταφο και ενώ αυτοί που χρωστάνε ελέγχουν το σύνολο των καθεστωτικών ΜΜΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κυβερνητικό κόμμα που μπορεί και επιβάλλεται να το τολμήσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα τα καταφέρει – και σίγουρα όχι στα χρονικά περιθώρια που έχει μπροστά του.

Αν όμως η μεταρρύθμιση αποτύχει ή καθυστερήσει η μόνη εναλλακτική είναι νέος κύκλος λιτότητας, που θα υποσκάψει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα την πολιτική δύναμη της κυβέρνησης.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι συνήθως δεν εξεγείρονται στο αποκορύφωμα μιας κρίσης αλλά όταν καταποντίζονται οι ελπίδες τους. Και αυτή τη στιγμή ελπίζουν.

Στην ουσία του όμως το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό. Όπως εξηγούσε και ο Πολ Κρούγκμαν, στο πλαίσιο της ευρωζώνης τα χέρια της Ελληνικής κυβέρνησης είναι δεμένα – για αυτό άλλωστε και ο ίδιος παρομοίαζε πάντα το ευρώ σαν ένα «ζουρλομανδύα». Όσο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται υπό την ομηρεία της ΕΚΤ για την παροχή ρευστότητας, καμία κυβέρνηση δεν έχει ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά στα χέρια της. Ο εκάστοτε πρόεδρος της ΕΚΤ θα προκαλεί μια τραπεζική κρίση και θα απειλεί να ανατρέψει την κυβέρνηση σε διάστημα λίγων ημερών.

Ας μην ξεχνάμε ότι στελέχη της Deutsche Bank δήλωναν ότι είτε θα αλλάξει το (ευρωπαϊκό) Status Quo ή η ελληνική κυβέρνηση. Και μπορούμε να υποθέσουμε ότι απλώς δίνουν εντολή να συμβεί το δεύτερο.

Προφανώς και μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης μπορεί να επέλθει μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου βελτίωση των συνθηκών για την ελληνική κοινωνία. Οι οικονομικές ελίτ της Ευρώπης το γνωρίζουν και θα μπορούσαν να συναινέσουν σε μια προσωρινή χαλάρωση – πριν προχωρήσουν δηλαδή σε μια νέα επίθεση εναντίον των εργαζομένων σε μερικά χρόνια. Σήμερα όμως δεν έχουν κανένα λόγο να το κάνουν εάν η Ελλάδα δεν τους απειλεί με μονομερή διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ και εθνικοποίηση των τραπεζών.

Σημαίνουν μήπως όλα αυτά ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην τύχη της αν διαφωνούμε με την μετριοπαθή στάση της; Ακριβώς το αντίθετο. Πρέπει όλοι να είμαστε στους δρόμους σήμερα και κάθε ημέρα αποδεικνύοντας ότι δεν θα περάσει ο πραξικοπηματικός εκβιασμός της Ε.Ε.

Στο παρελθόν πολύ πιο δεξιές και συντηρητικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν, υπό την λαϊκή πίεση, να χτυπήσουν το χέρι στο τραπέζι απέναντι στους δανειστές τους. Πόσο μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος περιέχει εν σπέρματι αρκετά ριζοσπαστικά στοιχεία στους κόλπους του.

Η μαχητική στάση στους δρόμους δεν σημαίνει αποδοχή της μετριοπάθειας ή της δικτατορίας της Ε.Ε. Σημαίνει ότι στηρίζουμε την κυβέρνηση αφαιρώντας της την επιλογή της συνθηκολόγησης.

Ετικέτες