Ένα ιστορικό σχόλιο με αφορμή την προβολή της ταινίας
Η ταινία «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν είναι μια δυνατή αντιπολεμική ταινία που αναδεικνύει τον τρόμο, τον πανικό και την απόγνωση του φαντάρου στο μέτωπο. Το θέμα του φιλμ είναι η διάσωση του μεγαλύτερου μέρους του βρετανικού στρατού των 400.000 στρατιωτών που είχαν αποκλειστεί στη γαλλική πόλη Δουνκέρκη το Μάη του 1940 από τον προελαύνοντα στρατό του Χίτλερ, λίγο πριν καταρρεύσει στρατιωτικά η Γαλλία.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει και δημιουργεί στους θεατές μια αίσθηση ασφυξίας ενώ κινηματογραφεί συνεχώς μια απέραντη ακτή και ανοιχτούς ορίζοντες, και μας εντυπώνει πως οι στρατιώτες στη μάχη παλεύουν όχι για να νικήσουν τους αντίπαλούς τους αλλά πρώτ’ απ’ όλα για να κρατηθούν ζωντανοί. Ο πόλεμος είναι ένας διαρκής εφιάλτης. Υπάρχει πάρα πολλή βρωμιά, αθλιότητα και κτηνωδία και ελάχιστος χώρος για ηρωισμό. Και η γενναιότητα, όταν υπάρχει, ανήκει κυρίως στους άμαχους που συμπαραστέκονται και σώζουν ζωές και όχι στους πολεμιστές που κατατροπώνουν κάποιον αντίπαλο. Ο Νόλαν έφτιαξε ένα στιβαρό καλλιτεχνικό έργο που πιστεύουμε πως θα αντέξει στο χρόνο.
Κριτικοί σε παροξυσμό
Ο σκηνοθέτης της ταινίας όμως έθεσε, άθελά του κατά πάσα πιθανότητα, σε μεγάλη ψυχική δοκιμασία και τους κριτικούς κινηματογράφου που εντάσσονται στο αυτοαποκαλούμενο «δημοκρατικό» και «προοδευτικό» στρατόπεδο. Από την Ουάσινγκτον Ποστ μέχρι και αρκετά έντυπα της Αριστεράς στην Ελλάδα η ταινία του Νόλαν κατηγορείται πως «αλλοιώνει την ιστορική μνήμη». Τι έχει άραγε διαπράξει ο σκηνοθέτης για να αντιμετωπίζει τέτοια κατηγορία;
Ο Ρίτσαρντ Κοέν, αρθρογράφος της Ουάσινγκτον Ποστ, επικρίνει τον Νόλαν για την απουσία των Γερμανών από τα πλάνα της «Δουνκέρκης». Οι στρατιώτες της Αγγλίας προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν αόρατο αντίπαλο που αναφέρεται στην ταινία ως «ο εχθρός», ενώ δεν γίνεται καμιά νύξη πουθενά για τη φρικαλέα φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Καμία απολύτως αναφορά σε όλο το φιλμ στις λέξεις «ναζί», «φασισμός», ενώ απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά και η λέξη «Γερμανός». Είναι φανερό, για τον Αμερικανό αρθρογράφο, πως ο σκηνοθέτης της ταινίας τολμά να αμφισβητήσει τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου…
Οι εγχώριοι κριτικοί που γεμίζουν τις κινηματογραφικές στήλες στα έντυπα και τις ιστοσελίδες της ηττοπαθούς και απογοητευμένης Αριστεράς δεν άργησαν να επαναλάβουν εν χορώ και λέξη προς λέξη το άρθρο – λίβελο της Ουάσινγκτον Ποστ. Φυσικά, δεν μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν ποτέ την πηγή τους ούτε να εξελίξουν παραπέρα την κριτική του Αμερικανού αρθρογράφου. Όμως προσθέτουν, ως δική τους συνεισφορά, περίσσιο δηλητήριο ενάντια στον ίδιο τον δημιουργό της «Δουνκέρκης»: Ο σκηνοθέτης θεωρείται «υπόλογος στην προοδευτική λογική» (!), καταγγέλλεται ότι διακατέχεται από «αντιδραστική λογική», ενώ καλλιτεχνικά «δεν είναι καν δημιουργός αλλά τεχνίτης» (!) και το συγκεκριμένο έργο του αξιολογείται ως «μια τρύπα στο νερό, μια εικαστική καβάτζα, αυταπάτη και απολογία του υψηλού προϋπολογισμού». Μάλιστα, ένας εισαγγελέας της διαδικτυακής τεχνοκριτικής κατηγορεί τον Νόλαν πως «παιγνιδίζει αντί να μελετά» και κουνά το δάχτυλο στον σκηνοθέτη καταλογίζοντάς του πως δεν φρόντισε να μάθει πως «οι πόλεμοι του 20ου αιώνα υπήρξαν βαθύτατα πολιτικοί»…
Η διαλεύκανση του μυστηρίου
Ισχυριζόμαστε πως το παραλήρημα και η επιθετικότητα γύρω από την ταινία έχει να κάνει με τη στάση που κρατούν οι κριτικοί μας απέναντι στην ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου παρά με κινηματογραφική κριτική.
Η ταινία του Νόλαν, αν και αποτελεί καλλιτεχνικό έργο και όχι επιστημονική μονογραφία, πιστεύουμε πως στέκεται πολύ πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα από ό,τι οι κριτικές που την καταγγέλλουν.
Έχει απόλυτα δίκιο ο Νόλαν που στο έργο του αναφέρει το γερμανικό στρατόπεδο ως «ο εχθρός» και όχι ως οι Ναζί ή οι φασίστες. Θα ήταν εντελώς έξω από το πνεύμα της εποχής αν έβαζε τους Άγγλους και Γάλλους στρατιώτες την άνοιξη του 1940 να εμφορούνται από την άποψη πως συμμετέχουν σε έναν αντιφασιστικό πόλεμο.
Η ιδέα πως οι στρατιώτες της Βρετανίας παλεύουν για να φράξουν τον δρόμο στον φασισμό και στη γερμανική επιθετικότητα άρχισε να καλλιεργείται από την κυβέρνηση του Τσώρτσιλ μέσα στο στρατό και την κοινωνία μόνο ΜΕΤΑ την πανωλεθρία στο γαλλικό μέτωπο και τη διάσωση του εκστρατευτικού σώματος στη Δουνκέρκη.
Μέχρι τότε, οι Βρετανοί (και Γάλλοι) καπιταλιστές δεν είχαν σε καμία περίπτωση την αίσθηση πως πάλευαν μέχρι τελικής πτώσεως στην κόντρα τους με τη Γερμανία, ούτε προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν ανάλογο κλίμα μέσα στο λαό και τους φαντάρους.
Από τον Σεπτέμβρη του 1939 όταν κηρύχτηκε τυπικά ο πόλεμος ενάντια στη Γερμανία, μέχρι τον Μάη του 1940 που ξέσπασε η αστραπιαία επιχείρηση των γερμανικών τανκς τα οποία υπερφαλάγγισαν και συνέτριψαν τον γαλλικό και τον αγγλικό στρατό, δεν υπήρχαν πολεμικές επιχειρήσεις στη γαλλογερμανική μεθόριο.
Η Αγγλία και η Γαλλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία με αφορμή την εισβολή της στην Πολωνία, και εκατομμύρια οπλισμένοι Γερμανοί, Γάλλοι και Άγγλοι φαντάροι στέκονταν απέναντι μεταξύ τους αλλά κανενός είδους μάχες δεν διεξάγονταν στο «μέτωπο». Έμοιαζε σαν όλη η υπόθεση του πολέμου να είναι μια τεράστια παρεξήγηση που θα λήξει σύντομα με συνεννόηση και διαπραγματεύσεις. Σε καμία περίπτωση οι απλοί φαντάροι, αλλά και οι επικεφαλής των επιτελείων του αγγλικού και γαλλικού στρατού, δεν είχαν στο μυαλό τους την ιδέα πως έχουν στρατευτεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι και τις 9 Μάη του 1940. Αντίθετα, η συγκεκριμένη εμπλοκή θεωρούνταν ως ο «Γελοίος Πόλεμος» (Drôle de Guerre).
Ώσπου, ξαφνικά, η Γερμανία, με μια κίνηση ρουά στις 10 Μάη 1940, κατέκτησε αστραπιαία την Ολλανδία και το Βέλγιο, ανέτρεψε πλήρως τους συσχετισμούς, υπέταξε σε λίγες ημέρες τη Γαλλία και ανάγκασε την Αγγλία σε πανικόβλητη αποχώρηση από την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ο χαρακτήρας του πολέμου
Η πανωλεθρία του γαλλικού μετώπου οδήγησε σύντομα το σύνολο της άρχουσας τάξης και μαζί τις κύριες πολιτικές δυνάμεις στη Βρετανία σε «εθνική συσπείρωση απέναντι στον Χίτλερ». Ο Τσώρτσιλ κάλεσε τον Άτλι, ηγέτη του Εργατικού Κόμματος, να καταλάβει τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ενώ ο πιο σημαντικός Άγγλος συνδικαλιστής, ο Μπέβιν, ανέλαβε υπουργός Εργασίας.
Η ηγεσία της μεγαλύτερης αποικιακής αυτοκρατορίας του πλανήτη, μέσα στον πανικό της, έκανε απανωτές εκκλήσεις για «ελευθερία», «δημοκρατία» και «αυτοδιάθεση των εθνών». Αλλά η αστική τάξη ποτέ δεν κουράζεται να παίζει το ρόλο του Ταρτούφου απέναντι στις υποτελείς τάξεις.
Φυσικά, ο πόλεμος δεν άλλαξε χαρακτήρα και περιεχόμενο, επειδή ζωγραφίστηκαν διαφορετικά οι επίσημοι λόγοι και τα ανακοινωθέντα. Ο πόλεμος παρέμεινε άδικος και αντιδραστικός, σύγκρουση ανάμεσα σε χορτάτους και πεινασμένους ιμπεριαλιστές για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Και σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου τα πλέον στοχοποιημένα θύματα των Ναζί, οι Εβραίοι πρόσφυγες από τη Γερμανία και την κατεχόμενη Ευρώπη, συνέχισαν να απελαύνονται με αγριότητα από τις αγγλικές και συμμαχικές ένοπλες δυνάμεις πίσω στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στο σίγουρο θάνατο.
Όμως, παρόλα αυτά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν πανομοιότυπος με τον Πρώτο, που ήταν επίσης αντιδραστικός και ολέθριος. Στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη του ’40-45 η πάλη των τάξεων πήρε μια πολύ διαφορετική τροπή: Από τη μια, η μεγάλη πλειοψηφία των καπιταλιστών συνεργάστηκε με ενθουσιασμό με τους ναζί και αντιμετώπισε την κατοχή ως ευκαιρία για απίθανα κέρδη. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι βίωσαν την απόλυτη καταστροφή: Συντριβή των δικαιωμάτων και της αγοραστικής τους δύναμης, εργασιακές συνθήκες στρατοπέδου συγκέντρωσης και ασύλληπτη καταστολή. Η εργατική τάξη της Ευρώπης είχε την επιλογή ή να συνθλιβεί ή να επαναστατήσει. Οι εργάτες και οι εργάτριες κατέβηκαν στη μάχη ενάντια στον φασισμό - και το εννοούσαν!
Στην πραγματικότητα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν δύο πόλεμοι στη συσκευασία του ενός: Οι άρχουσες τάξεις που πάλευαν να εμποδίσουν τον Χίτλερ από το να ξαναμοιράσει τις αποικίες και τις σφαίρες επιρροής δεν είχαν τίποτε το κοινό με την επαναστατημένη ενάντια στους ναζί εργατική τάξη της Ευρώπης.
Στο εξεγερμένο Παρίσι του Αυγούστου ΄44 και στην κόκκινη Βόρεια Ιταλία του ’45, στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, όπου η αντίσταση κατά των ναζί πήρε χαρακτήρα κοινωνικής επανάστασης, η άρχουσα τάξη είδε τον χάρο με τα μάτια της μπροστά στους ένοπλους αντάρτες. Παντού στην Ευρώπη ολόκληρη η αστική τάξη- δοσίλογοι και «αντιφασίστες» - ενώθηκε απέναντι στον κίνδυνο της ανατροπής της, ξέχασε προηγούμενες αντιπαλότητες και, γρήγορα-γρήγορα, ξεφορτώθηκε όλη την αντιφασιστική ρητορεία.
Έτσι, οι εκκλήσεις για «αντιφασιστική» ενότητα και «πλατιές συμμαχίες» με τα – υποτίθεται – προοδευτικά κομμάτια των αστών έμεινε αποκλειστική κληρονομιά των αριστερών θραυσμάτων που κατάγονται από τον κάποτε κυρίαρχο σταλινισμό. Η Αριστερά που έχασε τη μία μετά την άλλη όλες τις ιστορικές ευκαιρίες για την Επανάσταση στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, η Αριστερά της ήττας και των αυταπατών για «πόλεμο μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού», η Αριστερά που υπέγραψε Βάρκιζες και οργάνωσε πανωλεθρίες, βρίσκεται πια σε πολύ πιο αδύναμη θέση από ότι το 1940-45.
Αλλά αυτή η Αριστερά μπορεί και τρίζει με εχθρότητα όσα ακόμη δόντια της απέμειναν, με αφορμή μια κινηματογραφική ταινία που μένει πιστή στην πραγματικότητα και αρνείται να κάνει υπόγειες παραχωρήσεις στο μύθο…