Από την Αυστραλία, παρακολουθούμε με τρόμο και άσχημα προαισθήματα την κατάσταση στην Ευρώπη όσον αφορά τους πρόσφυγες. Θα ακολουθήσουν ακόμα πιο τρομακτικές καταστάσεις αν οι κυβερνήσεις σας βαδίζουν στο δρόμο που χάραξαν οι δικές μας κυβερνήσεις.
Η Αυστραλία πρωτοστατεί παγκοσμίως στο βασανισμό των αιτούντων άσυλο. Τα Γενάρη, ένα ρεπορτάζ της Sydney Morning Herald αναφέρθηκε σε αρχεία του Τμήματος Μετανάστευσης που διέρρευσαν: «Αιτούντες άσυλο πίνουν εντομοκτόνα, χτυπάνε τα κεφάλια τους στον τοίχο και περιλούζουν τα σώματά τους με βραστό νερό, σε μια κουλτούρα αυτοκαταστροφής που αναπτύσσεται στα Αυστραλιανά κέντρα κράτησης, η οποία δείχνει να έχει φτάσει σε επίπεδα ανοιχτής κρίσης».
Αυτό είναι μόνο ένα δείγμα των τραγωδιών που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες εδώ.
Υπάρχουν κάποια μαθήματα για το πού οδηγεί η λογική της «προστασίας των συνόρων», όπως εξελίχθηκε σε αυτήν εδώ τη χώρα.
Η Εργατική κυβέρνηση Κίτινγκ το 1992 εισήγαγε μια πολιτική προσωρινής κράτησης όσων έφταναν στην Αυστραλία χωρίς βίζα. Ήταν ένα μικρό πρώτο βήμα που οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερες συνέπειες. Ως το 1994, επετράπη η υποχρεωτική και επαόριστον κράτηση όλων των προσφύγων που έφταναν με βάρκα –συνολικά λίγο κάτω από 700 άνθρωποι τα 5 χρόνια από το 1989 μέχρι τότε. Άνοιξε στο Port Hedland στη Δυτική Αυστραλία το πρώτο από τα πολλά στη συνέχεια απομακρυσμένα κέντρα κράτησης.
Πολλοί φυλακίστηκαν εκεί που κάποτε βρισκόταν το Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών του Villawood, όπου εγκαθίσταντο οι μετανάστες μετά τον ΒΠΠ. Αλλά πλέον δεν υπήρχε επιτροπή υποδοχής, δεν υπήρχε καλωσόρισμα σε μια νέα πατρίδα –μόνο ένας διπλός συρμάτινος φράχτης. Κατά τις πρώτες κινητοποιήσεις στήριξης των -κυρίως Καμποτζιανών- έγκλειστων προσφύγων, ο εσωτερικός κι ο εξωτερικός φράχτης απείχαν μόνο 1-2 μέτρα μεταξύ τους, οπότε η «ουδέτερη ζώνη» ήταν αρκετά μικρή για να μπορούμε να επικοινωνούμε μαζί τους.
Αρκετά γρήγορα μάθαμε πως οι Καμποτζιανοί, τον οποίων η κουζίνα δεν χρησιμοποιεί αρνί, ταΐζονταν κάθε είδους μίγμα προβάτου, αρνιού κλπ που μπορούσε να σκεφτεί το μαγειρείο του κέντρου κράτησης. Ένα μικρό γεγονός, αλλά ενδεικτικό του τι θα ακολουθούσε –αργότερα, θα σέρβιραν χοιρινό στους μουσουλμάνους.
Ο κανόνας της κυβερνητικής πολιτικής έγινε γρήγορα η άποψη πως «αν τους κρύψεις από τα βλέμματα του κόσμου, θα τους εξαφανίσεις κι από τη σκέψη του» (“Out of sight, out of mind”). Τα κέντρα κράτησης στα προάστια των πόλεων παρέμειναν ανοιχτά, ένας «κανονικοποιημένος» τρόμος σε κοινή θέα από τα προαστιακά σπίτια στην πόλη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2000. Αλλά αυξήθηκε το μέγεθος των φραχτών και στήθηκαν συρματοπλέγματα, για να τονιστεί το πόσο επικίνδυνοι είναι οι έγκλειστοι για όλους εμάς απέξω. Η απόσταση ανάμεσα στους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς φράχτες αυξήθηκε τόσο ώστε οι διαδηλωτές έξω από τα στρατόπεδα δεν μπορούσαν πλέον να δουν και να μιλήσουν με αυτούς που βρίσκονταν μέσα.
Η «απανθρωποίηση» των προσφύγων συνεχίστηκε με ραγδαίους ρυθμούς. Εφαρμόστηκε η απομόνωση και απαγορεύτηκε η είσοδος στα ΜΜΕ. Ένα προσφυγόπουλο από το Ιράν, ο Shayan Bedraie, υπέστη τέτοια ψυχικά τραύματα από την κράτησή του στο Villawood που μετά από έντονες διαμαρτυρίες άλλων προσφύγων, η κατάστασή του πήρε δημόσια διάσταση το 2001. Σε συνέντευξή του για την υπόθεση, ο υπουργός Μετανάστευσης του Φιλελεύθερου Κόμματος, Φίλιπ Ράντοκ αναφέρθηκε επανειλλημμένα στον Shayhan ως «αυτό»: «Μαθαίνω πως αυτό δέχεται τρόφιμα και υγρά»…
Από τη στιγμή που παγιώθηκε η λογική της προστασίας των συνόρων, ακολούθησε ένα φάσμα άλλων συνεπειών. Η Φιλελεύθερη κυβέρνηση ενεργοποίησε το 2001 την «Ειρηνική Λύση» («Λύση στον Ειρηνικό»). Χιλιάδες Αυστραλιανά νησιά εξαιρέθηκαν από την ζώνη μετανάστευσης, ο στρατός ενεπλάκη στην αποτροπή βαρκών που μετέφεραν πρόσφυγες, ενώ στήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Παπούα Νέα Γουϊνέα και το Ναουρού. Δημιουργήθηκαν ακόμα περισσότερα κέντρα κράτησης σε απόμακρες ερημικές περιοχές, όπου η καταπίεση των προσφύγων γινόταν ακόμα πιο μακριά από τα βλέμματα και τον έλεγχο της κοινωνίας και των αλληλέγγυων.
Αυτός ο «τείχος της σιωπής» όχι μόνο απέκρυπτε κάθε είδους άθλιες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά επίσης τις δημιούργησε. Οι αυτοκτονίες, οι απόπειρες αυτοκτονίας, οι αυτοτραυματισμοί έγινα πολύ συχνά φαινόμενα στους έγκλειστους. Άνθρωποι άρχισαν να ράβουν τα στόματά τους, να πηδάνε από ταράτσες, να κόβονται με ξυραφάκια και να πίνουν σαμπουάν.
Μια μόνιμη κάτοικος Αυστραλίας, ψυχικά ασθενής, η Cornelia Rau φυλακίστηκε στο κέντρο κράτησης του Baxter στην έρημο της νοτίου Αυστραλίας για 5 μήνες το 2005. Την ίδια χρονιά, η Αυστραλιανή πολίτης Vivian Solon απελάθηκε στις Φιλιππίνες. Το δικαίωμά της να μείνει εδώ ακυρώθηκε μόνο και μόνο εξαιτίας της ασιατικής της εμφάνισης. Η μαρτυρία της ότι είχε χάσει το διαβατήριό της δεν έγινε πιστευτή. Αντίθετα, θεωρήθηκε πως είναι «παράνομη».
Όλο και περισσότερο, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται με όρους «εθνικής ασφάλειας». Το 2012 η Εργατική κυβέρνηση εισήγαγε μια πραγματικά Οργουελιανή πολιτική. Όλη η Αυστραλιανή ήπειρος εξαιρέθηκε από την Αυστραλιανή ζώνη μετανάστευσης. Η αιτία ήταν απλή. Ήθελαν να διασφαλίσουν ότι ακόμα και όσοι αιτούντες άσυλο κατάφερναν να φτάσουν στην ηπειρωτική χώρα δεν θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν προστασία ως πρόσφυγες.
Πλέον έχουμε, ως κληρονομιά της τελευταίας Φιλελεύθερης κυβέρνησης, έναν μετασχηματισμό της γραφειοκρατίας που ασχολείται με τη μετανάστευση. Μαζί με το νέο του όνομα, το Τμήμα Μετανάστευσης και Προστασίας των Συνόρων, απέκτησε και ένα όλο και μεγαλύτερο βαθμό μυστικότητας και μια νέα υπηρεσία ασφαλείας, την Αυστραλιανή Συνοριακή Δύναμη, της οποίας οι ένοπλοι έχουν εκτεταμένες εξουσίες στο να καταδιώκουν, κατασκοπεύουν και φυλακίζουν ανθρώπους.
Ένα δεύτερο μάθημα είναι πως η εμπειρία μας έδειξε ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να δείξει χαρακτήρα η αστική κοινή γνώμη απέναντι σε όλα αυτά. Η προσπάθεια να κερδίσουμε «αξιοσέβαστες» γνώμες περιορίζοντας τα αιτήματά μας, ενίσχυσε την κυβέρνηση. Είτε επρόκειτο για τη δαιμονοποίηση των «διακινητών», είτε για υποχωρήσεις στην ισλαμοφοβία αποδεχόμενοι ότι μια περίοδος κράτησης ήταν «αναγκαία» για να περάσουν οι άνθρωποι από ελέγχους ασφαλείας –κάθε υποχώρηση κατέληγε να βοηθά στο να γίνει αποδεκτή η νέα κατάσταση και επέτρεπε ακόμα πιο άθλιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το τελευταίο δίδαγμα είναι και το πιο χρήσιμο. Παρά την απαράδεκτη κατάσταση, μπορούμε να νικήσουμε μερικές μικρές μάχες, ακόμα κι αν δεν έχουμε κερδίσει τον πόλεμο.
Οι πρόσφυγες διαδήλωσαν, εξεγέρθηκαν, διέλυσαν εγκαταστάσεις, δραπέτευσαν μαζικά. Η ανυπακοή και το θάρρος τους πυροδότησε ένα κίνημα που παλεύει για την ελευθερία τους. Η «Ειρηνική Λύση» αποσύρθηκε σιωπηλά το 2007 από την Εργατική κυβέρνηση, ακόμα κι αν την επανέφερε αργότερα σε μια άθλια απόπειρα επανεκλογής, καθώς τα ΜΜΕ και το Φιλελεύθερο Κόμμα οργάνωναν μια εκστρατεία υποκίνησης υστερίας για τους πρόσφυγες.
Οι ρατσιστικές συμπεριφορές κι απόψεις δεν εμφανίζονται αυτόματα. Πρέπει κάποιος να τις προωθήσει και μπορούν επίσης να αντιμετωπιστούν. Μέσα από χρόνια παρέμβασης και αγώνα, πετύχαμε κάποιες μικροαλλαγές. Αυτοί που πιστεύουν πως οι βάρκες με πρόσφυγες πρέπει να «επαναπροωθούνται» έπεσαν από 62% σε 51% από το 2001 στο 2010. Αυτοί που διαφωνούν με τις επαναπροωθήσεις αυξήθηκαν από 20% σε 30%.
Δεν είναι κάτι συγκλονιστικό, αλλά είναι κάτι. Όταν οι πρόσφυγες στο κέντρ κράτησης στο Villawood πυρπόλησαν τμήματα της άθλιας φυλακής τους το 2011, επαναδιεκδίκησαν λίγη από την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια που τους έχει στερηθεί.
Τέτοιες διααμαρτυρίες, και η υποστήριξη των αγωνιστών έξω από τα κέντρα κράτησης, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο κερδήθηκαν μέχρι σήμερα οι όποιες βελτιώσεις, όπως το κλείσιμο κάποιων από τα διαβόητα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετά από διαδηλώσεις και εξεγέρσεις των έγκλειστων σε αυτά προσφύγων.