Στις 13 και 14 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα διήμερο υπό την αιγίδα της ΠΟΕΣΥ, με γυναίκες δημοσιογράφους, συνδικαλίστριες και θέμα "τις επιπτώσεις της κρίσης στις γυναίκες", τόσο σε συνδικαλιστικό και οικονομικό επίπεδο, όσο και στην αύξηση των κρουσμάτων της βίας κατά των γυναικών.
Από μεριάς της Ελλάδας ήταν προσκεκλημένη και μίλησε η βουλευτής του Α' Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Γιάννα Γαϊτάνη. Παραθέτουμε απόσπασμα από την τοποθέτησή της:
Φίλες και φίλοι,
Σας ευχαριστώ ειλικρινά για την πρόσκληση σας. Με τιμά ιδιαίτερα να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό θέμα, την πλευρά δηλαδή του πως βιώνει το 51% του πληθυσμού της χώρας μου την οικονομική κρίση. Είναι επίσης τιμή μου γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να συμβάλλω σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει και συνεχίζεται εδώ και τρία χρόνια από γυναίκες είτε εργαζόμενες είτε γυναίκες μέλη γυναικείων και αριστερών οργανώσεων. Η συζήτηση αυτή είναι ζωντανή, οπότε και εγώ δε θέλω μόνο να περιγράψω καταστάσεις, θέλω και να σχολιάσω και να κάνω προτάσεις για την ανατροπή της πολιτικής που οδήγησε ως εδώ την πλειοψηφία των γυναικών αλλά και των ανδρών, την πολιτική που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την κρίση αλλά την βαθαίνει.
Επιπτώσεις από την οικονομική κρίση
α) ανεργία
Εδώ και τρία χρόνια βιώνουμε μια πρωτοφανή οικονομική κρίση. Αλήθεια, τι σημαίνει αυτό για το μισό και πλέον ποσοστό του πληθυσμού; Μία στις τέσσερις γυναίκες είναι επίσημα άνεργη. Το ποσοστό για τις νέες γυναίκες πλησιάζει στο 60%, ενώ στους μακροχρόνια άνεργους οι γυναίκες αποτελούν το 65%. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας οφείλονται στο ότι έχουν κλείσει πολλά εργοστάσια ιματισμού, κλωστοϋφαντουργίας, δέρματος, καπνού και άλλων κλάδων, στους οποίους συμμετείχαν πολλές γυναίκες στην παραγωγή. Επίσης, στην ένταξη αρκετών γυναικών στη διαδικασία αναζήτησης δουλειάς, εξαιτίας της μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος. Το ποσοστό αυτό θα ανέβει μετά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και της τρόικα για απόλυση 150 χιλιάδων υπαλλήλων του Δημόσιου τομέα, όπου η αναλογία γυναικών σε σχέση με τους άνδρες είναι μεγαλύτερη. Το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων μας αφορά στο βαθμό, που ένα μεγάλο ποσοστό ανήκε σε γυναίκες που συνέβαλλαν έτσι στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Τέλος, οι απολύσεις των συμβασιούχων είναι άλλο ένα ζήτημα καθώς και εκεί οι περισσότερες με προγράμματα stage κλπ ήταν γυναίκες. Συνολικά λοιπόν αυτή τη στιγμή απασχολείται μόλις το 40% των γυναικών.
β) εισοδήματα
Εκτός όμως από την απασχόληση η κρίση χτυπά και τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις. Οι μισθοί έχουν συρρικνωθεί κατά 50% περίπου στον δημόσιο τομέα και κατά 30% στον ιδιωτικό τομέα, τα τελευταία δυόμιση χρόνια και από ότι φαίνεται οι μειώσεις-ειδικά στον ιδιωτικό τομέα-δεν θα έχουν τέλος. Πανίσχυροι πλέον οι εργοδότες, χάρη στο ευνοϊκό νομοθετικό πλαίσιο, αποφασίζουν μόνοι τους για το πόσες και ποιες μέρες θα απασχολούνται οι εργαζόμενοι, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τις γυναίκες, σε σχέση με τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων. Έτσι, δεν τους επιτρέπει, ούτε να βρούνε δεύτερη δουλειά, ούτε να ξέρουν που θα αφήσουν τα παιδιά τους. Αυτές οι ελαστικές σχέσεις εργασίας που παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας σε συνδυασμό με τα παραπάνω οδηγούν στην απόλυτη εξαθλίωση.
γ) συντάξεις
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στις συντάξεις. Στο σύνολο των απολαβών των συντάξεων, οι γυναίκες παίρνουν μόλις το 40% των συνταξιούχων ανδρών. Αυτό προκύπτει από τις υποχρεώσεις που βαραίνουν τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις, λόγω του ανεπαρκούς κοινωνικού κράτους, δεν επέτρεψαν σε πολλές γυναίκες να έχουν διαρκή απασχόληση και όταν είχαν, δεν ασφαλίζονταν πάντα. Η καθαριότητα σε σπίτια και η φροντίδα γερόντων, σχεδόν πάντα είναι ανασφάλιστη εργασία. Σήμερα δε, που τις δουλειές αυτές αναλαμβάνουν κυρίως μετανάστριες, οι αμοιβές τους δεν ξεπερνούν τα 600 ευρώ για 24ωρη εργασία. Το παραπάνω ποσοστό θα μειωθεί ακόμα περισσότερο λόγω της εξίσωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης προς τα πάνω (καταργήθηκε η θετική διάκριση των 5 χρόνων πρόωρης συνταξιοδότησης). Ακόμα, τώρα που μιλάμε, έχουν εξαναγκαστεί να φύγουν χιλιάδες γυναίκες με πρόωρη συνταξιοδότηση, δηλαδή μικρότερη σύνταξη, από το φόβο να μην δουλέψουν από 5 μέχρι 17 χρόνια παραπάνω λόγω της αύξησης του ορίου ηλικίας στα 67 έτη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα γυναίκες σε παραγωγική ηλικία και με εμπειρίες συνδικαλιστικές και κινηματικές να πετιούνται έξω. Ετσι, φτωχαίνει και το συνδικαλιστικό και το γυναικείο κίνημα.
Διάλυση του κοινωνικού κράτους
Αλλά τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. Η μείωση δαπανών για το κοινωνικό κράτος σημαίνει ένα σωρό υπηρεσίες που πρέπει να πληρώσουμε από τα πενιχρά εισοδήματα μας. Μόλις φέτος ανακοινώθηκε ότι 50.000 παιδιά δεν έχουν πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς επειδή δεν υπάρχουν χρήματα. Δομές υποστήριξης για ηλικιωμένους και ΑΜΕΑ κλείνουν και το βάρος για τη φροντίδα τους πέφτει στις μάνες, τις αδερφές και τις κόρες με χρηματικό και ψυχικό κόστος αλλά και τη μείωση του ελεύθερου χρόνου. Το χειρότερο από όλα θα είναι το κλείσιμο όλων των ιδρυμάτων για ψυχικά ασθενείς. Τι σημαίνει για τη γυναίκα, αλλά και ολόκληρη την οικογένεια, η περίθαλψη ενός ατόμου με σχιζοφρένεια ή τη νόσο του Αλτσχάιμερ, μπορεί να γίνει εύκολο αντιληπτό.
Η βαρβαρότητα όμως δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο όταν οι χιλιάδες ανασφάλιστες γυναίκες φτάνουν στην πόρτα του νοσοκομείου και δεν μπορούν να μπουν, μη έχοντας να καταβάλουν το αντίτιμο της θεραπείας ή της γέννας τους. Πρόσφατα ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας κατήγγειλε το φαινόμενο να μην μπορούν να γεννήσουν επειδή δεν έχουν τα 1000 και 1500€ με προφανή τον κίνδυνο για τη ζωή των παιδιών και των μητέρων. Για να λάβουμε την απάντηση του Υφυπουργού Υγείας κ. Σαλμά ότι «υπάρχουν και μαμές»... Αν συνυπολογίσουμε και την κατάθλιψη που σαρώνει στις γυναίκες αυτή την περίοδο, η εικόνα γίνεται εφιαλτική.
Και στο επίκεντρο όλων των παραπάνω βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες-το 90% αποτελούνται από γυναίκες- οι οποίες βιώνουν την κρίση χωρίς βοήθεια και χωρίς καμία στήριξη από το κράτος.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να δίνω στοιχεία από έρευνες αλλά τι νόημα έχουν και άλλοι αριθμοί όταν γύρω μας βλέπουμε όλες και όλοι να πληθαίνουν οι ζητιάνες με τα παιδιά τους στα πεζοδρόμια, οι άστεγες γυναίκες –συχνά με τα παιδιά τους – να περιφέρονται αργά το βράδυ ψάχνοντας μέρος να κοιμηθούν, νέες κοπέλες να ψάχνουν στους κάδους για φαγητό ή να καταλήγουν στην πορνεία, ηλικιωμένες γυναίκες να πληθαίνουν στα συσσίτια των δήμων και της εκκλησίας, κάτι που τσακίζει τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Πόσο αλήθεια αντέχει ένας άνθρωπος να ψάχνει απάντηση στο δίλημμα ρεύμα ή κρέας, θέρμανση ή τηλέφωνο, υγεία ή όλα τα άλλα; Θα εγχειριστώ ή θα πεθάνω από τον καρκίνο που μου παρουσιάστηκε; Θα προλάβω; Και τα βάσανα για τις γυναίκες δεν σταματούν εδώ…
Βία
Αν μέχρι τώρα είχαμε την ατυχία να συμβιώνουμε με ένα βίαιο άντρα και να μας κακοποιεί, σήμερα έχουμε ένα φτωχό άντρα ή πολλές φορές έναν άνεργο άντρα. Η αύξηση της βίας – ενδοοικογενειακής πρωτίστως – με διπλασιασμό των δολοφονιών, για λόγους οικονομικούς πια, είναι μια πραγματικότητα. Γιατί η φτώχεια φέρνει γκρίνια, η γκρίνια φέρνει ξύλο και το ξύλο μπορεί να καταλήξει εκεί.
Και πού να πάμε; Κλειστές οι δομές για τις κακοποιημένες γυναίκες με την υπόσχεση ότι θα ξανανοίξουν όταν βρεθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια αλλά και όταν βρεθούν θα πάνε στο χρέος του κράτους. Στο ερώτημα που τίθεται στα ίδια τα θύματα, γιατί δεν εγκαταλείπουν το σύντροφό τους, η απάντηση είναι αποστομωτική: δεν υπάρχουν λεφτά για διαζύγιο, διατροφή, χωριστή διαμονή, τι θα φάνε τα παιδιά;
Και αλίμονο αν είμαστε μετανάστριες. Γιατί τότε ο φόβος να συλληφθούμε και να κακοποιηθούμε από την αστυνομία ή να μαχαιρωθούμε από τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής είναι φωλιασμένος μέσα μας. Άλλωστε για αυτούς - τους λαγούς του συστήματος και της άρχουσας τάξης – ο στόχος είναι ένας και δηλωμένος: Επιστροφή στο σπίτι, επιστροφή στον παραδοσιακό μας ρόλο. Φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, του άντρα, αντικαταστάτριες του κοινωνικού κράτους.
Αυτά δε τα λένε βέβαια μόνο οι ναζιστές. Η επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών πηγαίνει χέρι-χέρι με την ψήφιση και την εφαρμογή των μνημονίων. Ας θυμηθούμε τη μεταχείριση που επιφύλαξε το κράτος στις οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες. Η αύξηση των κρουσμάτων του HIV, που προήλθε φυσιολογικά από την υποβάθμιση των δομών πρόληψης, χρεώθηκε σε εκμεταλλευόμενες γυναίκες. Διαπομπεύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως «εργαλείο» αποπροσανατολισμού από την κυβέρνηση, για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας των αστικών κομμάτων.
Η κατάσταση μιας κοινωνίας φαίνεται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες της. Για παράδειγμα, τι έγινε στο πρώην ανατολικό μπλοκ και στις γυναίκες αυτών των χωρών όταν οι κοινωνίες του χτυπήθηκαν βάναυσα από πολιτικές παρόμοιες με αυτές που βιώνουμε εμείς σήμερα; Σε μια κοινωνία λοιπόν που συστηματικά σπρώχνεται στην ανεργία και τη φτώχεια ο ρόλος των γυναικών πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης αλλά και η φροντίδα των ηλικιωμένων πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους. Αυτό προϋποθέτει την επιστροφή της γυναίκας στο σπίτι και μαζί της και όλες τις ιδεολογίες που την δικαιολογούν και την επιβάλλουν. Το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» θέλουν να επανέλθει δριμύτερο. Οι σεξουαλικές ελευθερίες, τα γυναικεία δικαιώματα και κατακτήσεις, ο έλεγχος της γυναίκας στο σώμα της δεν πρέπει να θεωρούνται καθόλου δεδομένα.
Γυναικείο Κίνημα
Το γυναικείο κίνημα σε όλες του τις εκφάνσεις ανά τον κόσμο, το μικρό και αδύναμο, αρχίζει πλέον να αναδιοργανώνεται και να συζητάει τα νέα δεδομένα, τις συνέπειες της κρίσης στη ζωή των γυναικών. Πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς επιβιώνουμε σε ένα κόσμο που αλλάζει προς το χειρότερο, πως αντιστεκόμαστε σε ένα σύστημα που μας παίρνει πίσω κατακτήσεις ολόκληρου αιώνα;
Κατά την προσωπική μου άποψη έχουμε αργήσει! Η εμμονή στο ζήτημα της κατάργησης των διακρίσεων και κυρίως στον περιορισμό της βίας και στην βοήθεια των κακοποιημένων γυναικών και η υποτίμηση της επίθεσης σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των γυναικών, άφησε ανοργάνωτες, αβοήθητες χιλιάδες γυναίκες, στέλνοντας τες στην αγκαλιά της εκκλησίας ή ακόμη και ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών ανά την Ευρώπη. Γυναίκες που δεν αντιμετώπισαν παθητικά την κρίση και βγήκαν στο δρόμο μαζί με τους άντρες συναδέλφους τους συμμετέχοντας στην απεργία, τη διαδήλωση, την κατάληψη, τη συνέλευση της γειτονιάς, τις πλατείες, αντιμετωπίζουν με αδιαφορία το φεμινιστικό κίνημα.
Εν ολίγοις, η εμμονή στο δόγμα της πάλης των φύλων δεν μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα και τις ανάγκες των μαχητικών γυναικών, αυτών δηλαδή που μπορεί να είναι η μαγιά για το χτίσιμο μαζικών συλλογικοτήτων, στον αγώνα για την αντιμετώπιση της επίθεσης στις κατακτήσεις και τα δικαιώματά μας.
Πεποίθηση μου είναι ότι γυναίκες που βγαίνουν σήμερα στο δρόμο των αγώνων και κατά συνέπεια ριζοσπαστικοποιούνται γρήγορα, είναι η ελπίδα για να ανατρέψουμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται πια παντού. Για δύο λόγους:
α) Γιατί συμβάλλουν αριθμητικά στη μαζικοποίηση και την αποτελεσματικότητα του κινήματος. Τα αιτήματα του γυναικείου κινήματος τη δεκαετία του ’70 (κοινωνικό κράτος, ισότητα στις αποδοχές, διακρίσεις υπέρ των γυναικών κλπ.) εξασφαλίστηκαν όταν τέθηκαν ως αιτήματα των συνδικαλισμένων εργατών, αντρών και γυναικών, γιατί η δύναμη των εργατικών συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων, μπορούσε να το επιβάλει στην άρχουσα τάξη.
β) Γιατί σπάνε στην πράξη τις αντιδραστικές ιδέες που χωρίζουν τους ανθρώπους σε ρόλους, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και όχι μόνο από συζητήσεις και ακτιβισμούς ευαισθητοποίησης του «αντίπαλου φύλου». Στην εποχή της κρίσης που βιώνουμε, όλο και περισσότερες γυναίκες δεν έχουν εργασία και επιστρέφουν στο σπίτι, με αποτέλεσμα την συντηρητικοποίησή τους και τη μετατροπή τους από συμμάχους των αντρών συναδέλφων τους, σε φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας και εργαλείο ενάντια στους αγώνες! Η γυναίκα που γυρνάει στο σπίτι επικοινωνεί με τον έξω κόσμο μέσω των ΜΜΕ, τα οποία προβάλουν κυρίως το αρνητικό στερεότυπο της γυναίκας που νοιάζεται για τους άλλους και υποτάσσει τα «θέλω της» στις επιθυμίες των γύρω της. Μοναδική άμυνα απέναντι στην παραπάνω εξέλιξη, είναι η συμμετοχή της σε κινηματικές και πολιτικές συλλογικότητες, με αντισυστημικό προσανατολισμό.
Όπως έδειξε η εμπειρία του Εθνικού Απελευθερωτικού μετώπου (ΕΑΜ), την περίοδο της κατοχής, μπορεί οι γυναίκες να βγαίνουμε πιο δύσκολα στον αγώνα αλλά όταν το κάνουμε είμαστε πιο αποφασισμένες και επίμονες από τους περισσότερους άντρες. Κάθε σοβαρός αγώνας του κινήματος δυναμώνει την ενότητα αντρών και γυναικών και εξασφαλίζει τις ισότιμες σχέσεις τους. Και είναι ο μόνος δρόμος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεών μας.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα ενεργητική, ριζοσπάστρια που αντλεί την αυτοπεποίθηση της από την συλλογική πάλη δε θα δεχθεί την βία, δεν θα αποδεχθεί την αυτοκαταστροφική λογική του «εγώ φταίω» που συχνά συναντάμε στις κακοποιημένες γυναίκες.
Ιστορική παράδοση
Σήμερα οφείλουμε περισσότερο από ποτέ να δούμε την εμπειρία γυναικείων αγώνων που μας άφησαν παρακαταθήκη ένα μεγάλο κοινωνικό κράτος, δουλειά, ασφάλιση, περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία αλλά και την παράδοση της Αριστεράς, της μόνης εναλλακτικής πολιτικής λύσης των «από τα κάτω», που παρά τις όποιες αδυναμίες στάθηκε κοντά στα προβλήματα των γυναικών. Πέρα από το κίνημα των Σουφραζετών και το κίνημα του Μάη του ’68, που συνέβαλαν αποφασιστικά στη γυναικεία χειραφέτηση, θα ήθελα να κάνω μια μικρή μνεία στην Ζένοτντελ, το Τμήμα Γυναικών από το 1919 ως το 1930 (οπότε και καταργήθηκε από τον Στάλιν), την μεγαλύτερη οργάνωση γυναικών ιστορικά αλλά και περισσότερο άγνωστη σε πλήθος γυναικών, φεμινιστριών και μη. Μια οργάνωση που στήθηκε από τις γυναίκες μπολσεβίκες, για να παλέψει τα πρώτα χρόνια της επανάστασης στη Ρωσία ενάντια στον αποκλεισμό των γυναικών λόγω των ιδεοληψιών και των συντηρητικών αρχών του λαού την εποχή εκείνη. Το έργο αυτής της οργάνωσης, ήταν να κάνει πράξη και καθημερινή ζωή τους νόμους που είχε θεσπίσει υπέρ των γυναικών η επαναστατική κυβέρνηση: για πλήρη ισότητα, δωρεάν 24ωρους βρεφονηπιακούς σταθμούς, εργασία, δημιουργική απασχόληση, δημόσια πλυντήρια, εστιατόρια κ.α. που απάλλασαν τις γυναίκες από τον φόρτο του νοικοκυριού. Και το κυριώτερο, την προσπάθεια ενεργητικής παρέμβασης και συμμετοχής στην πολιτική ζωή και την εκλογή τους σε όλα τα επίπεδα.
Ο αριθμός των 300 νεκρών γυναικών της οργάνωσης αυτής, μόνο το 1921, από τους άντρες της οικογένειας λόγω της εμπλοκής τους στον πολιτικό αγώνα της αλλαγής της κοινωνίας καταδεικνύει το εύρος αυτής της οργάνωσης, τη διείσδυση στις λαϊκές μάζες αλλά και το δύσκολο του έργου της. Οι Μπολσεβίκοι κήρυξαν αυτά τα εγκλήματα ως «εγκλήματα κατά του σοσιαλιστικού κράτους», πράγμα που έδειχνε την πολιτική βούληση της νεοσύστατης επαναστατικής κυβέρνησης για την απελευθέρωση των γυναικών.
Ο δρόμος για να φτάσουμε στο ύψος της γυναικείας ενεργητικότητας, της αυτοθυσίας και των κατακτήσεων που έφτασαν οι μπολσεβίκες είναι μακρύς. Ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ θεωρώ ότι περνάει μέσα από τη θετική εξέλιξη της κεντρικής πολιτικής μάχης της περιόδου που είναι η ανατροπή της συγκυβέρνησης των μνημονίων. Θεωρώ επίσης, ότι η σημερινή Αριστερά οφείλει να δείξει αυτή την πολιτική βούληση που υπάρχει στη παράδοσή μας. Οφείλει να αγκαλιάσει τα γυναικεία ζητήματα και αιτήματα και να αντισταθεί στον κίνδυνο αυτά να θεωρηθούν δευτερεύοντα λόγω της Κρίσης.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα προέλθει μέσα από την κοινή πάλη εκατομμυρίων αντρών και γυναικών θα είναι μια μεγάλη ελπίδα για όλους μας. Θα δώσει αυτοπεποίθηση σε όσες και όσους παλεύουμε για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της κοινωνικής βαρβαρότητας. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς με πρόγραμμά της τα αιτήματα του κόσμου μας και ειδικότερα των γυναικών των λαϊκών τάξεων, που με την ενεργοποίηση όλων μας θα επιχειρήσει να ξαναστήσει στα πόδια του το κοινωνικό κράτος και να μας εξασφαλίσει αξιοπρεπή ζωή μπορεί να μας δώσει το χρόνο και την ορμή που χρειαζόμαστε για να οργανώσουμε το πέρασμα σε μια άλλη κοινωνία με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος.
Οργάνωση-Προσανατολισμός
Δύο λέξεις κλειδιά λοιπόν για τον αγώνα μας αγαπητές φίλες. Σήμερα έχουμε ανάγκη την συνέχεια και την συνέπεια ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την οργάνωση των γυναικών που πλήττονται από την κρίση και τις πολιτικές που την οξύνουν. Το γυναικείο κίνημα δεν μπορεί μόνο να καταγγέλλει διακρίσεις ή να μιλάει για μεταρρύθμιση υπέρ των γυναικών στα πλαίσια του συστήματος, αλλά οφείλει να έχει πολιτικό προσανατολισμό για συνολική αλλαγή, για ανατροπή του συστήματος που εξυπηρετεί τα κέρδη των επιχειρηματιών στο όνομα των οποίων γίνονται οι διακρίσεις. Ποιος άλλωστε κερδίζει από την μείωση των εισοδημάτων των φτωχών οικογενειών, την διάλυση του κοινωνικού κράτους και την υποταγή των γυναικών; Για να παλέψουμε για μια κοινωνία που δεν θα υπάρχει πόλεμος, εκμετάλλευση, φτώχεια, καταστροφή του περιβάλλοντος, εκεί όπου οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα. Για να παλέψουμε για μια κοινωνία που εξυπηρετεί τις ανάγκες μας χωρίς διακρίσεις και καταπίεση. Γιατί σήμερα τίθεται το δίλλημα που έθεσε πιο εμφατικά από όλους η μεγάλη επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».