Η δεύτερη μέρα της διεθνούς συνάντησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που διοργανώνει το RProject, συνεχίστηκε το μεσημέρι με θέμα «Ακροδεξιά και πρόσφυγες». Ακολουθεί ρεπορτάζ από τη συζήτηση.

Ο Μπερνάρντ Σμιτ (Γαλλία, VISA: Αντιφασιστική πρωτοβουλία των συνδικαλιστών) αναφέρθηκε κυρίως στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη με παραδείγματα από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Υποστήριξε ότι η σημερινή ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν έχει άμεση και ευθεία σχέση με τον «ιστορικό» φασισμό αναγκαστικά, καθώς υπάρχει και η ακροδεξιά ως η ακραία ρατσιστική και εθνικιστική πτέρυγα της συντηρητικής δεξιάς, που αποσπούσε ψηφοφόρους και επιρροή από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα. Παρότι οι ο ρατσισμός έχει υιοθετηθεί από το μεγαλύτερο πολιτικό φάσμα -πλην αριστεράς- η ακροδεξιά ατζέντα θέτει στο κέντρο της πολιτικής της το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Σημαντικό στοιχείο ανόδου της ακροδεξιάς είναι η δήθεν αντισυστημική ρητορεία ενάντια στην ΕΕ (ενάντια στους ξένους δηλαδή) που καρπώνεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στη σκληρή λιτότητα. Ωστόσο, η απάντηση που δίνει είναι εθνική με ισχυρές δόσεις προστατευτισμού, αφήνοντας εν τέλει στο απυρόβλητο την πολιτική και οικονομική εξουσία.

Ο Σάμος Σαμουήλ (Κύπρος, Γρανάζι) αναφέρθηκε στην κυπριακή εμπειρία και την πρόσφατη είσοδο στη Βουλή του νεοναζιστικού ΕΛΑΜ, που ουσιαστικά είναι το κυπριακό «παράρτημα» της Χρυσής Αυγής, πάνω στο έδαφος της απογοήτευσης από το αριστερό ΑΚΕΛ. Απέναντι στον ελληνικό και τον τουρκικό εθνικισμό στο νησί η μόνη λύση μπορεί να είναι ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο των Κύπριων εργαζομένων, στα νότια και στα βόρεια της Κύπρου. Αυτό άλλωστε επιχειρούν με επιμονή οι σύντροφοι/ισσες από το «Γρανάζι» σε μια προσπάθεια οικοδόμησης μιας αντικαπιταλιστικής και από τα κάτω εναλλακτικής.

Ο Γιώργος Τσιάκαλος (πανεπιστημιακός) έκανε τη σημαντική παρατήρηση ότι δεν επιβεβαιώθηκε η κυρίαρχη αντίληψη ότι η είσοδος χιλιάδων προσφύγων θα οδηγούσε αυτόματα σε άνοδο της ακροδεξιάς. Στην περίπτωση της Ελλάδας έγινε ακριβώς το αντίθετο, αφού αυτό που έδωσε τον τόνο ήταν το κίνημα αλληλεγγύης από τα κάτω ενάντια στην ακροδεξιά και το ρατσισμό. Επέρριψε την πολιτική ευθύνη στην κυβέρνηση και τις πολιτικές της, που αφενός αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως παρίες, στιβάζοντάς τους σε στρατόπεδα με άθλιες συνθήκες και αφετέρου υποκύπτει διαρκώς (από πολιτική επιλογή) στις ακροδεξιές και ρατσιστικές υστερίες που συνήθως παρουσιάζονται υπό το πρίσμα «φόβου» και «ανησυχίας», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εμβολιασμούς. "Απέναντι στην προσπάθεια να επανεμφανιστεί η ακροδεξιά και η Χρυσή Αυγή, πρέπει να ορθώσουμε ισχυρό μέτωπο ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό", κατέληξε.

Ο Θανάσης Κούρκουλας (Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό) έκανε την αναγκαία σύνδεση με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που έχουν ισοπεδώσει κυριολεκτικά τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους. Τόσο το κλείσιμο των συνόρων όσο και η κατάπτυστη ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας (που βαραίνουν την κυβέρνηση) έχει άμεση σχέση με τις ανάγκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για φτηνό εργατικό δυναμικό και τις δυνατότητές του να το απορροφήσει ή όχι. Η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά έχει υποχρέωση να συνδέσει την πάλη απέναντι στις ευρωπαϊκές και κυβερνητικές πολιτικές λιτότητας που αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας μαζί με την πάλη ανάντια στο ρατσισμό και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, ώστε να οικοδομήσει μια πειστική εναλλακτική πολιτική σε συνδυασμό με την παρέμβαση στο κίνημα.

Η Μάνια Μπαρζέφσκι (Κόκκινο Δίκτυο, επιτροπή δικαιωμάτων ΛΑΕ) ανέδειξε τη δομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού ως τη βασική αιτία ακραίας φτώχειας σε όλο τον κόσμο που εξαναγκάζει μεγάλα τμήματα πληθυσμών να μεταναστεύουν, κάτι που αντικειμενικά ρευστοποιεί τη διάκριση προσφύγων και μεταναστών/τριών, συνεπώς η αριστερά έχει καθήκον να «διευρύνει» τη σημασία του πρόσφυγα, απέναντι στη ρατσιστική πολιτική που συνεπάγεται αυτό ο διαχωρισμός. "Αυτή η ρατσιστική πολιτική είναι συνδεδεμένη με την πολιτική επιλογή του κεφαλαίου για την καπιταλιστική ανάκαμψη, η οποία έχει παραβιάσει κατάφωρα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η Αριστερά έχει υποχρέωση να αποδομήσει πολιτικά την κυρίαρχη ρατσιστική αφήγηση και να εντάξει στο σχέδιο της την ταξική σύγκρουση με τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της ΕΕ, ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής της απάντησης", σημείωσε μεταξύ άλλων.

Η Λιζ Γουόλς (Socialist Alternative, Αυστραλία) μας μετέφερε την εμπειρία της από την ακραία ρατσιστική πολιτική της αυστραλιανής κυβέρνησης που οδηγεί κάθε πρόσφυγα και μετανάστη/τρια αναγκαστικά σε κέντρα κράτησης, χωρίς τη δυνατότητα ασύλου ή μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα. Εφαρμόζει δηλαδή μια πολιτική αντικινήτρων, με την ψευδαίσθηση ότι οι άνθρωποι θα αποτραπούν από το να διεκδικήσουν μία καλύτερη ζωή. Με δεδομένη την οικονομική ανάπτυξη ττων τελευταίων 25 χρόνων, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ένταξης αυτών των ανθρώπων, κάτι το οποίο εξηγείται από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την «αναγκαιότητα» για ένα παράδειγμα αντιμετώπισης όλων των κοινωνικά αδύναμων. Η κυρίαρχη ρατσιστική πολιτική έχει στο κέντρο της την ισλαμοφοβία και έδωσε έμφαση στην αναγκη οικοδόμησης μιας αριστερής και εργατικής εναλλακτικής.

Ο Παύλος Αντωνόπουλος (Συντονισμός σωματείων και φορέων για το προσφυγικό) εστίασε στην ανάγκη στοχοποίησης και αμφισβήτησης της βαρβαρότητας του ιμπεριαλισμού της ΕΕ, κάτι που λείπει από την αριστερά. Για να μπορέσει να γίνει αυτό χρειάζεται η προσπάθεια να χτιστεί ένα μαζικό αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, γιατί όσο οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι συνεχίζονται τόσο θα υπάρχουν πρόσφυγες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η αλληλεγγύη, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Καθήκον της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι να βγει μπροστά και να επιχειρήσει να σπάσει στην Ελλάδα τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Τέλος, ο Άρης Βασιλόπουλος (δήμαρχος Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας) αναφέρθηκε στους καθησυχαστικούς μύθους της ελληνικής Αριστεράς: για το φασισμό που δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί λόγω εαμικής αντίστασης και αντιφασιστικών παραδόσεων, αλλά και για το φασισμό που είναι πάντα βαθιά μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς. Δεν μπορεί κανείς/μία να καταλάβει το ζήτημα των προσφύγων ξεκομμένο από τον ιμπεριαλισμό όπως πρέπει να κάνει την απαραίτητη σύνδεση μεταξύ της λιτότητας και της ανάπτυξης της ακροδεξιάς, η οποία «πατάει» πάνω στην έλλειψη κοινωνικών υποδομών αλλά και στην καταβάρθρωση του βιοτικου επιπέδου, στοχοποιώντας τον «ξένο» και όχι τα μνημόνια. Αναφέρθηκε ακόμα στην κακή κατάσταση της αυτοδιοίκησης (και με ακραία ρατσιστικά παραδείγματα όπως στο Ωραίοκαστρο) αλλά και στη δύναμη της αλληλεγγύης των απλών ανθρώπων από τα κάτω και στην ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για την ισότιμη κοινωνική ένταξη των προσφύγων ως τμήμα ενός σχεδίου πολιτικής και ιδεολογικής πάλης ενάντια στην ισλαμοφοβία, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Μάλιστα, προανήγγειλε μια τέτοια πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής Ν. Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας.