Με αφορμή πέντε ραδιοφωνικές διαφημίσεις.

Ένα κο­ρι­τσά­κι, αδύ­να­μο και ανό­η­το, εκ­φρά­ζει την αγω­νία του για τα βαμ­μέ­να μαλ­λιά του («Δη­μη­τρά­κη, σώσε με. Βγήκε η ρίζα και σε μία ώρα έχω meeting με πε­λά­τη»), ενώ ο «Δη­μη­τρά­κης», που υπο­δύ­ε­ται τον σπου­δαίο επαγ­γελ­μα­τία, την απα­ξιώ­νει με «έξυ­πνο» ει­ρω­νι­κό χιού­μορ, και τη βοη­θά­ει συ­γκα­τα­βα­τι­κά με την τε­λι­κή σύ­στα­ση να ενη­με­ρώ­σει και τη μαμά της για την κα­τα­πλη­κτι­κή προ­σφο­ρά γνω­στής τη­λε­πι­κοι­νω­νια­κής εται­ρεί­ας.
  Μια υπερ­βο­λι­κά απαι­τη­τι­κή γυ­ναί­κα γκρι­νιά­ζει υστε­ρι­κά στον άντρα της επει­δή δεν την πη­γαί­νει που­θε­νά, ενώ ο άντρας προ­σπα­θεί να την συ­νε­φέ­ρει δια­τη­ρώ­ντας από­λυ­τη ψυ­χραι­μία: «Τα­ξί­δια δεν με πας! Σι­νε­μά δεν με πας! Για χορό δεν με πας! Κα­ζί­νο, πότε θα με πας;» (Οι παύ­σεις το­νί­ζο­νται με εν­διά­με­σο σπά­σι­μο πιά­των, προ­φα­νώς από τη γυ­ναί­κα). Ακο­λου­θεί η αντί­δρα­ση του άντρα: «Αγάπη μου, μην πα­θαί­νεις υστε­ρία. Πάθε λίγη “Ξυ­στε­ρία”».

Μια άλλη γυ­ναί­κα, ζη­τά­ει από τον άντρα της (μόλις της λέει πως «πε­τά­γε­ται να πλη­ρώ­σει τις κάρ­τες») να της κάνει «δυο δου­λί­τσες», προ­σθέ­το­ντας και το σου­περ­μάρ­κετ, ενώ δη­λώ­νει πως θέλει μόνο «δυο πραγ­μα­τά­κια», συ­νε­χί­ζο­ντας με μια ατε­λεί­ω­τη λίστα από ψώνια. 

Μια τρίτη γυ­ναί­κα, άδικη, πα­ρά­λο­γη, επι­θε­τι­κό­τα­τη, δεν αφή­νει έναν δύ­στυ­χο νέο άντρα να παρ­κά­ρει στη θέση πάρ­κινγκ έξω από το σπίτι της που αυτή φυ­λά­ει για το αυ­το­κί­νη­το του άντρα της. Ο νέος δια­μαρ­τύ­ρε­ται πως ήθελε να παρ­κά­ρει μόνο για λίγο, μέχρι να πλη­ρώ­σει έναν λο­γα­ρια­σμό.
   Ένας ηλι­κιω­μέ­νος, ξε­μω­ρα­μέ­νος και βα­ρή­κο­ος (ακού­ει λαν­θα­σμέ­να «Κορέα» αντί για «Ωραία»), σε έξαρ­ση νο­σταλ­γί­ας και πο­λυ­λο­γί­ας, κα­τα­πιέ­ζει και κα­θυ­στε­ρεί έναν πα­ρό­μοιο τύπο νε­α­ρού με ανού­σιες ιστο­ρί­ες. Ο νέος άντρας έχει πάει στο σπίτι του ηλι­κιω­μέ­νου (σπι­το­νοι­κο­κύ­ρη του) για να πλη­ρώ­σει το νοίκι. 
   Τα πα­ρα­πά­νω απο­τε­λούν πε­ρι­λή­ψεις πρό­σφα­των ρα­διο­φω­νι­κών δια­φη­μί­σε­ων. Στις τρεις τε­λευ­ταί­ες δια­φη­μί­σεις, τα ενο­χλη­τι­κά άτομα κα­τα­λή­γουν σε έναν χεί­μαρ­ρο υστε­ρι­κής πο­λυ­λο­γί­ας που στο τέλος ενι­σχύ­ε­ται με το εφέ της αυ­ξα­νό­με­νης τα­χύ­τη­τας (1). 

Άν­θρω­ποι, σχέ­σεις, τρό­πος ζωής 

Τα πρό­τυ­πα των αν­θρώ­πων, των σχέ­σε­ων και του τρό­που ζωής που προ­βάλ­λο­νται σε αυτές τις δια­φη­μί­σεις είναι τόσο επι­λε­κτι­κά που αγ­γί­ζουν τα όρια του εξω­πραγ­μα­τι­κού. 
   Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι χα­ρα­κτή­ρες δεν είναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κοί της πλειο­ψη­φί­ας των σχε­τι­κών κοι­νω­νι­κών ομά­δων. Ει­δι­κά στην πε­ρί­πτω­ση των μι­κρών παι­διών, έχου­με δύο υπερ­βο­λι­κά μι­κρο­μέ­γα­λους χα­ρα­κτή­ρες, που βα­σί­ζο­νται σε απο­λύ­τως σε­ξι­στι­κά πρό­τυ­πα και έχουν ελά­χι­στη σχέση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το κο­ρι­τσά­κι ασχο­λεί­ται εμ­μο­νι­κά με τα μαλ­λιά του και τα βαμ­μέ­να νύχια του, ενώ το αγο­ρά­κι έχει υπερ­βο­λι­κές γνώ­σεις για τα δια­φη­μι­ζό­με­να προ­ϊ­ό­ντα. 
   Το κο­ρι­τσά­κι και οι γυ­ναί­κες πα­ρου­σιά­ζο­νται ως ανή­μπο­ρες, ανί­κα­νες, αρ­γό­σχο­λες, εξαρ­τη­μέ­νες, χαζές, ρηχές, πιε­στι­κές, πα­ρά­λο­γες, επι­θε­τι­κές και υστε­ρι­κές. Ο ηλι­κιω­μέ­νος άντρας εμ­φα­νί­ζε­ται ως ξε­μω­ρα­μέ­νος, γε­λοί­ος, ανια­ρός και φορ­τι­κός, ενώ η βα­ρη­κο­ΐα του γί­νε­ται αντι­κεί­με­νο δια­κω­μώ­δη­σης. Έτσι εμ­φα­νί­ζε­ται μια αρ­νη­τι­κή ει­κό­να των ηλι­κιω­μέ­νων ατό­μων —και εν μέρει των ατό­μων με ει­δι­κές ανά­γκες, μέσω του τρό­που πα­ρου­σί­α­σης της βα­ρη­κο­ΐ­ας του. 
   Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, σε άλλες δια­φη­μί­σεις υπάρ­χουν και άλλα στοι­χεία ρα­τσι­σμού, όπως η ομο­φο­βία σε μια επί­σης πρό­σφα­τη δια­φή­μι­ση που πα­ρου­σιά­ζει έναν νέο υπάλ­λη­λο να λέει με τόνο στε­ρε­ο­τυ­πι­κού ομο­φυ­λό­φι­λου «...σή­με­ρα δεν κά­νου­με αλ­λα­γού­λες», το οποίο ακο­λου­θεί­ται από το σχό­λιο του αντρι­κού προ­τύ­που του πα­ρου­σια­στή «...και σου έρ­χο­νται ανα­γού­λες» —ένα φτηνό εξυ­πνα­κί­στι­κο εύ­ρη­μα με σκοπό να επη­ρε­ά­σει πα­τώ­ντας πάνω σε ρα­τσι­στι­κές αντι­λή­ψεις.
   Σε αντί­θε­ση με τα γυ­ναι­κεία πρό­σω­πα και τον ηλι­κιω­μέ­νο άντρα, τα άλλα πρό­σω­πα αρ­σε­νι­κού γέ­νους πα­ρου­σιά­ζο­νται θε­τι­κά, ως οι κε­ντρι­κοί χα­ρα­κτή­ρες ή (στην πε­ρί­πτω­ση κά­ποιων εκ­φω­νη­τών στο τέλος) παί­ζουν το ρόλο του κα­τε­ξο­χήν αν­θρώ­πι­νου προ­τύ­που.
   Με άλλα λόγια, οι πιο απο­δε­κτοί άν­θρω­ποι είναι το μικρό αγόρι και οι νέοι άντρες, ιδιαί­τε­ρα αυτοί που πα­ρου­σιά­ζο­νται ως από­λυ­τοι γνώ­στες και εκ­φω­νούν τις ορι­στι­κές αναγ­γε­λί­ες για τα δια­φη­μι­ζό­με­να προ­ϊ­ό­ντα.
   Οι νε­ό­τε­ροι άντρες και το αγο­ρά­κι φαί­νο­νται να αδι­κού­νται κατά κά­ποιον τρόπο από τις συ­μπε­ρι­φο­ρές των άλλων. Αυτό, είτε το δια­χει­ρί­ζο­νται άψογα οι ίδιοι είτε με τη σχε­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση του εκ­φω­νη­τή.
   Οι άντρες της πρώ­της και της τρί­της δια­φή­μι­σης και το αγο­ρά­κι της δεύ­τε­ρης είναι δυ­να­τοί, ψύ­χραι­μοι, ικα­νοί, με ση­μα­ντι­κές ασχο­λί­ες και τις απα­ραί­τη­τες γνώ­σεις, ώστε να προ­τεί­νουν την «κα­τάλ­λη­λη» λύση στις συ­ζύ­γους και στο κο­ρι­τσά­κι αντί­στοι­χα.
   Ο χα­ρα­κτή­ρας του νε­α­ρού άντρα στις δύο τε­λευ­ταί­ες δια­φη­μί­σεις πα­ρου­σιά­ζε­ται ως θύμα της υστε­ρι­κής γυ­ναί­κας και του πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κού ηλι­κιω­μέ­νου, ενώ η δική του συ­μπε­ρι­φο­ρά δεν είναι κα­τα­κρι­τέα. Το μόνο αδύ­να­το ση­μείο του είναι η ανε­κτι­κό­τη­τά του και σε αυτό προ­στρέ­χει να τον βοη­θή­σει ένας άλλος άντρας, ο οποί­ος, απο­πνέ­ο­ντας με­γά­λη σι­γου­ριά, ακού­γε­ται να του ανα­κοι­νώ­νει πώς να βγει από τη δύ­σκο­λη θέση. Η προ­τει­νό­με­νη λύση είναι να απο­φεύ­γει την άμεση επαφή με το πε­ρι­βάλ­λον του και τους συ­ναν­θρώ­πους του, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις υπη­ρε­σί­ες κά­ποιας ηλε­κτρο­νι­κής τρά­πε­ζας. Κάτι ανά­λο­γο ισχύ­ει και για τον σύ­ζυ­γο της άλλης δια­φή­μι­σης της τρά­πε­ζας.
   Το μικρό αγόρι συ­γκε­ντρώ­νει στοι­χεία εξου­σί­ας και γνώ­σης, με μια γερή δόση υπε­ρο­ψί­ας και σε­ξι­σμού —χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα οποία όχι απλώς δεν αμ­φι­σβη­τού­νται, αλλά φαί­νε­ται και να επι­δο­κι­μά­ζο­νται.
   Μέσω των στε­ρε­ο­τύ­πων και των φτη­νών κω­μι­κών κα­τα­στά­σε­ων που δη­μιουρ­γούν, η δια­φή­μι­ση φαί­νε­ται να απο­σκο­πεί στην επιρ­ροή του κοι­νού βάσει της κυ­ρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας. Η ιδε­ο­λο­γία αυτή έχει δια­μορ­φω­θεί μέσα στον κα­πι­τα­λι­σμό και εξυ­πη­ρε­τεί τις ανά­γκες του. Για πα­ρά­δειγ­μα, το σύ­στη­μα έχει συμ­φέ­ρον από την υπο­τί­μη­ση και πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση των υπε­ρή­λι­κων, καθώς τους θε­ω­ρεί άχρη­στους και οι­κο­νο­μι­κό βάρος, αφού έτσι μειώ­νε­ται η πι­θα­νό­τη­τα συ­μπα­ρά­στα­σης από την υπό­λοι­πη κοι­νω­νία για την κα­τα­πά­τη­ση των δι­καιω­μά­των τους.
   Επι­πλέ­ον, δε­δο­μέ­νου ότι τα στε­ρε­ό­τυ­πα που πα­ρου­σιά­ζο­νται στις δια­φη­μί­σεις έχουν υπερ­βο­λι­κές ή δια­στρε­βλω­μέ­νες συ­μπε­ρι­φο­ρές, δια­φαί­νε­ται και μία συ­νει­δη­τή προ­σπά­θεια να ενι­σχυ­θεί η υπάρ­χου­σα ιδε­ο­λο­γία και να χει­ρα­γω­γη­θούν συ­νει­δή­σεις και πρα­κτι­κές.
   Ο νε­α­ρός —και, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, ο σύ­ζυ­γος που πάει να πλη­ρώ­σει τις κάρ­τες —εν­θαρ­ρύ­νο­νται να απο­μο­νω­θούν τε­χνη­τά από κά­ποιους αν­θρώ­πους, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­να­λώ­νουν, εξαρ­τη­μέ­νοι από την απρό­σω­πη τε­χνο­λο­γία. Τα μικρά παι­διά υπο­δύ­ο­νται ρό­λους με σκοπό τη με­τα­τρο­πή των μι­κρών παι­διών-ακρο­α­τών που ανα­πό­φευ­κτα θα ταυ­τι­στούν μαζί τους σε μι­κρο­μέ­γα­λα κα­τα­να­λω­τι­κά υπο­κεί­με­να.
   Το ζευ­γά­ρι της δεύ­τε­ρης δια­φή­μι­σης —μέσα από την ανα­πα­ρα­γω­γή σε­ξι­στι­κών προ­τύ­πων στην επι­κοι­νω­νία του— κα­τευ­θύ­νε­ται στην επι­δί­ω­ξη του απα­τη­λού κέρ­δους και του αμ­φί­βο­λου τρό­που δια­σκέ­δα­σης του κα­ζί­νο, που απο­σκο­πεί στην οι­κο­νο­μι­κή απο­μύ­ζη­ση του εν λόγω ζευ­γα­ριού και κατ’ επέ­κτα­ση και των ακρο­α­τών/τριών.
   Τα κο­ρί­τσια και οι γυ­ναί­κες ακρο­ά­τριες δέ­χο­νται το μή­νυ­μα ότι μπο­ρούν να επα­να­παυ­τούν σε κα­τα­στά­σεις πα­θη­τι­κό­τη­τας, αφού τα αγό­ρια και οι άντρες είναι αρ­κε­τά ικα­νοί ώστε να σώ­σουν την κα­τά­στα­ση. Από την άλλη, οι άντρες ωθού­νται στον κυ­ριαρ­χι­κό ρόλο —με ό,τι αυτό συ­νε­πά­γε­ται για τους ίδιους, τις γυ­ναί­κες και τις με­τα­ξύ τους σχέ­σεις. 
   Οι ηλι­κιω­μέ­νοι άν­θρω­ποι ωθού­νται σε με­γα­λύ­τε­ρη από­συρ­ση και απο­μό­νω­ση με το μή­νυ­μα ότι αφή­νουν αδιά­φο­ρους τους συ­ναν­θρώ­πους τους. Ακόμη, τα μικρά αγό­ρια πα­ρα­κι­νού­νται να μι­μη­θούν το «πνευ­μα­τώ­δες» αγόρι που συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται υπο­τι­μη­τι­κά στο κο­ρί­τσι.
   Ένα στοι­χείο αυτής της δια­φή­μι­σης είναι η στό­χευ­ση σε μικρά παι­διά ως κα­τα­να­λω­τές/τριες μέσω της επι­διω­κό­με­νης ταύ­τι­σης των μι­κρών ακρο­α­τών/τριών με τα δύο παι­διά που πρω­τα­γω­νι­στούν. Ο σκο­πός είναι η διεύ­ρυν­ση του αγο­ρα­στι­κού κοι­νού των δια­φη­μι­ζό­με­νων προ­ϊ­ό­ντων. Πέρα από τη σκό­πι­μη δη­μιουρ­γία τε­χνη­τών ανα­γκών, υπάρ­χει και το ζή­τη­μα της προ­ώ­θη­σης της χρή­σης κι­νη­τών από μικρά παι­διά, που απο­δε­δειγ­μέ­να είναι εξαι­ρε­τι­κά βλα­βε­ρή, κάτι που γε­νι­κά απο­σιω­πά­ται.
   Σε όλες αυτές τις δια­φη­μί­σεις υπάρ­χει σύ­γκρου­ση ή έλ­λει­ψη ανο­χής με­τα­ξύ των προ­σώ­πων, κάτι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έντο­νο στην πε­ρί­πτω­ση της φι­λο­νι­κί­ας για το πάρ­κινγκ. Με άλλα λόγια, πα­ρου­σιά­ζε­ται ένα κατά βάση αντα­γω­νι­στι­κό πρό­τυ­πο αν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων.

Φαύ­λος κύ­κλος

Οι ιδιω­τι­κές εται­ρεί­ες δεν εν­δια­φέ­ρο­νται για τον άν­θρω­πο και τις ου­σια­στι­κές ανά­γκες του, καθώς το μο­να­δι­κό μέ­λη­μά τους είναι το κέρ­δος με οποιο­δή­πο­τε κό­στος. Έτσι, συχνά δη­μιουρ­γούν τε­χνη­τές ανά­γκες και επι­πλέ­ον προ­τεί­νουν κερ­δο­σκο­πι­κές «λύ­σεις» σε υπαρ­κτά προ­βλή­μα­τα. Τα προ­βλή­μα­τα αυτά συχνά οφεί­λο­νται ήδη στην απάν­θρω­πη φύση του κα­πι­τα­λι­σμού, δη­λα­δή, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, στις ίδιες εται­ρεί­ες και τους ιδιο­κτή­τες τους που σπεύ­δουν να τα «λύ­σουν».
   Ένα πα­ρά­δειγ­μα προ­σφέ­ρε­ται από τη δεύ­τε­ρη δια­φή­μι­ση, που αφορά ένα παι­χνί­δι κλη­ρώ­σε­ων στο κα­ζί­νο. Η δια­φή­μι­ση απευ­θύ­νε­ται σε αν­θρώ­πους που χρειά­ζο­νται χρή­μα­τα, κα­λώ­ντας τους να παί­ξουν ξο­δεύ­ο­ντας από το υστέ­ρη­μά τους. Η χυ­δαιό­τη­τα της επι­διω­κό­με­νης εκ­με­τάλ­λευ­σης εξα­θλιω­μέ­νων αν­θρώ­πων είναι προ­φα­νής. Επι­πρό­σθε­τα, τα αίτια της δια­δε­δο­μέ­νης οι­κο­νο­μι­κής εξα­θλί­ω­σης συν­δέ­ο­νται άμεσα με τη φύση του κα­πι­τα­λι­σμού. Σε αυτό έχουν συμ­βά­λει τα ιδιω­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα αυτών των ίδιων με­γα­λο­ε­πι­χει­ρη­μα­τιών, που τώρα προ­σπα­θούν να δε­λε­ά­σουν πτω­χευ­μέ­νους αν­θρώ­πους με υπο­σχέ­σεις εύ­κο­λου κέρ­δους.
   Η αλ­λα­γή στην αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά και στις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις  μπο­ρεί να απο­δο­θεί σε ανά­λο­γα αίτια. Ο χα­ρα­κτή­ρας του απο­χαυ­νω­μέ­νου αγ­χω­μέ­νου νέου είναι υπερ­βο­λι­κά απα­σχο­λη­μέ­νος για να ψάξει πάρ­κινγκ ή για να ακού­σει τον σπι­το­νοι­κο­κύ­ρη του. Ακόμα, δεν έχει διά­θε­ση ούτε ικα­νό­τη­τα για άμεση αν­θρώ­πι­νη επι­κοι­νω­νία. Αυτό ως γε­νι­κό φαι­νό­με­νο οφεί­λε­ται σε με­γά­λο βαθμό στις συν­θή­κες ερ­γα­σί­ας και δια­βί­ω­σης γε­νι­κό­τε­ρα, που —ει­δι­κά την εποχή του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού και κατ’ επέ­κτα­ση των μνη­μο­νί­ων— έχουν επι­βα­ρύ­νει τον ελεύ­θε­ρο χρόνο μας, έχουν αυ­ξή­σει το άγχος μας και μας έχουν οδη­γή­σει σε κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση και ατο­μι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των προ­βλη­μά­των. Συ­νε­πώς, έχει μειω­θεί η ικα­νό­τη­τα συν­διαλ­λα­γής με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων.
   Κά­ποιες εν­δει­κτι­κές αλ­λα­γές που έχουν ει­σχω­ρή­σει ύπου­λα και στα­δια­κά στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας και μας κα­τα­βάλ­λουν σω­μα­τι­κά και ψυ­χο­λο­γι­κά είναι η εντα­τι­κο­ποί­η­ση της ερ­γα­σί­ας, οι απα­ρά­δε­κτες ερ­γα­σια­κές συν­θή­κες, η ερ­γα­σια­κή ανα­σφά­λεια, η πρω­το­φα­νής υπο­α­πα­σχό­λη­ση και ανερ­γία, η ολο­έ­να αυ­ξα­νό­με­νη δυ­σχέ­ρεια στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση με τη μα­κρο­χρό­νια ανα­μο­νή σε τη­λε­φω­νι­κές γραμ­μές ή σε ουρές κα­τα­στη­μά­των και δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, συχνά η υπο­κα­τά­στα­ση υπαλ­λή­λων από μη­χα­νή­μα­τα, όπως στα ΑΤΜ και σε τη­λε­φω­νι­κές υπη­ρε­σί­ες, η εξά­πλω­ση της ατο­μι­κό­τη­τας και του αι­σθή­μα­τος απο­μό­νω­σης, η κα­τάρ­ρευ­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους, η αυ­ξα­νό­με­νη ασυ­δο­σία του κρά­τους και του ιδιω­τι­κού τομέα απέ­να­ντι στους πο­λί­τες —μαζί με το αί­σθη­μα άγ­χους και αβε­βαιό­τη­τας που πη­γά­ζει από όλα αυτά.
   Η προ­τει­νό­με­νη λύση στην έλ­λει­ψη χρό­νου και επι­κοι­νω­νια­κής δε­ξιό­τη­τας στις τρεις δια­φη­μί­σεις της ηλε­κτρο­νι­κής τρά­πε­ζας είναι η ακόμα με­γα­λύ­τε­ρη απο­μό­νω­ση, απο­χαύ­νω­ση και εξάρ­τη­ση από την τε­χνο­λο­γία μέσω της χρή­σης της ηλε­κτρο­νι­κής υπη­ρε­σί­ας. Με άλλα λόγια, το μή­νυ­μα είναι «Δού­λευε, κα­τα­νά­λω­νε, μην επι­κοι­νω­νείς με τους γύρω σου, μην αντι­δράς σε τί­πο­τα, ζήσε σαν μη­χα­νή». Και στις υπάρ­χου­σες συν­θή­κες (πε­ριο­ρι­σμέ­νος χρό­νος και σω­μα­τι­κή εξου­θέ­νω­ση για όσους/ες ερ­γά­ζο­νται, υπέρ­με­τρη ψυ­χο­λο­γι­κή πίεση, μειω­μέ­νες κοι­νω­νι­κές υπη­ρε­σί­ες, κακή εξυ­πη­ρέ­τη­ση στις συ­ναλ­λα­γές, αί­σθη­μα απο­μό­νω­σης), το έδα­φος είναι πρό­σφο­ρο για την απο­δο­χή τέ­τοιων μη­νυ­μά­των. Έτσι, δη­μιουρ­γεί­ται ένας αυ­το­ε­νι­σχυό­με­νος φαύ­λος κύ­κλος, όπου οι άν­θρω­ποι κλεί­νο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο στον εαυτό τους, κα­τα­φεύ­γο­ντας σε απρό­σω­πα μέσα για να διεκ­πε­ραιώ­σουν τις υπο­θέ­σεις τους.

Κα­τευ­θύν­σεις

Οι εν λόγω δια­φη­μί­σεις απο­κα­λύ­πτουν σαφώς πως η δια­φή­μι­ση, επι­διώ­κο­ντας να χει­ρα­γω­γή­σει, απευ­θύ­νε­ται και κα­τευ­θύ­νει. Απευ­θύ­νε­ται σε οι­κεί­ες αντι­λή­ψεις για να επη­ρε­ά­σει βα­σι­ζό­με­νη σε υφι­στά­με­να δε­δο­μέ­να της κυ­ρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας και επι­πλέ­ον φρο­ντί­ζει να κα­τευ­θύ­νει πα­ρα­πέ­ρα, σύμ­φω­να με τις νέες ανά­γκες του συ­στή­μα­τος. Οι ανά­γκες αυτές αφο­ρούν την επι­δί­ω­ξη με­γα­λύ­τε­ρου ιδιω­τι­κού κέρ­δους. 
   Οι δια­φη­μί­σεις προ­ω­θούν το πρό­τυ­πο των άβου­λων, ανα­σφα­λών, φο­βι­σμέ­νων, εξαρ­τη­μέ­νων ατό­μων (νε­α­ρός, κο­ρι­τσά­κι, γυ­ναί­κες), τα οποία «σώζει» κά­ποιος ισχυ­ρό­τε­ρος και τε­λι­κά ο σοφός εκ­φω­νη­τής-Θε­ός. Επι­πλέ­ον, πα­ρου­σιά­ζουν συ­γκε­κρι­μέ­νες κοι­νω­νι­κές ομά­δες ως αν­θρώ­πους δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας, εν­θαρ­ρύ­νο­ντας κάθε εί­δους συ­στη­μι­κό ρα­τσι­σμό και ως εκ τού­του στο­χεύ­ο­ντας στον αντα­γω­νι­σμό και στην απο­μό­νω­ση των αν­θρώ­πων μέσω του «διαί­ρει και βα­σί­λευε».
   Με αυτόν τον τρόπο απα­ξιώ­νουν κά­ποιες κα­τη­γο­ρί­ες αν­θρώ­πων, όπως τους ηλι­κιω­μέ­νους και τις γυ­ναί­κες. Μια λο­γι­κή συ­νέ­πεια της απα­ξί­ω­σης είναι η ελα­χι­στο­ποί­η­ση της αλ­λη­λεγ­γύ­ης όσον αφορά τα δι­καιώ­μα­τα αυτών των ομά­δων, που αυτόν τον καιρό δέ­χο­νται δρι­μεία επί­θε­ση. Επί­σης, υπα­γο­ρεύ­ουν στα ίδια τα άτομα πως δεν αξί­ζουν κα­λύ­τε­ρη με­τα­χεί­ρι­ση, απο­θαρ­ρύ­νο­ντάς τα από τη διεκ­δί­κη­ση των δι­καιω­μά­των τους.
   Ακόμα και οι κοι­νω­νι­κές ομά­δες που θε­ω­ρού­νται συ­γκρι­τι­κά ανώ­τε­ρες πα­ραι­τού­νται ευ­κο­λό­τε­ρα από τη διεκ­δί­κη­ση των δι­καιω­μά­των τους, επα­να­παυ­μέ­νες από την ψευ­δαί­σθη­ση της υπε­ρο­χής τους και απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες από την έντε­χνα καλ­λιερ­γη­μέ­νη αντι­πα­λό­τη­τα με­τα­ξύ των απλών αν­θρώ­πων.
   Ο δια­χω­ρι­σμός με­τα­ξύ προ­νο­μιού­χων και μη προ­νο­μιού­χων ερ­γα­ζο­μέ­νων στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία είναι σκό­πι­μος, με­θο­δευ­μέ­νος και συ­νή­θως ψευ­δής —ει­δι­κά στις μέρες μας που η αγριό­τη­τα του συ­στή­μα­τος στη­ρί­ζε­ται σε ακραί­ες με­θό­δους προ­πα­γάν­δας και κα­τα­στο­λής.
   Η βάρ­βα­ρη επί­θε­ση του συ­στή­μα­τος έχει σο­βα­ρό­τα­τες συ­νέ­πειες για όλη την κοι­νω­νία —αγ­γί­ζει όμως ιδιαί­τε­ρα τις πιο κα­τα­πιε­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές ομά­δες, όπως είναι οι με­τα­νά­στες/τριες, τα ομο­φυ­λό­φι­λα άτομα, τα άτομα με ει­δι­κές ανά­γκες, οι γυ­ναί­κες και οι ηλι­κιω­μέ­νοι/ες.
   Τα ηλι­κιω­μέ­να άτομα, όπως και τα άτομα με ει­δι­κές ανά­γκες (ο ηλι­κιω­μέ­νος της δια­φή­μι­σης είναι και βα­ρή­κο­ος) πε­τιού­νται στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας, τη στιγ­μή που τα δι­καιώ­μα­τά τους (συ­ντά­ξεις, επι­δό­μα­τα, ια­τρο­φαρ­μα­κευ­τι­κή πε­ρί­θαλ­ψη, υπη­ρε­σί­ες κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας κ.λπ.) πλήτ­το­νται ανε­λέ­η­τα.
   Η διά­λυ­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους έχει σο­βα­ρές επι­πτώ­σεις και για τις γυ­ναί­κες, καθώς απο­τε­λούν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος του προ­σω­πι­κού αυτών των υπη­ρε­σιών. Επί­σης, η κα­τε­δά­φι­ση αυτών των υπη­ρε­σιών συ­νε­πά­γε­ται ένα επι­πλέ­ον φορ­τίο για τις γυ­ναί­κες, εφό­σον σχε­δόν πάντα αυτές είναι που επω­μί­ζο­νται αυτά τα κα­θή­κο­ντα μέσα στην οι­κο­γέ­νεια ως απλή­ρω­τη ερ­γα­σία. Τέλος, οι γυ­ναί­κες στε­ρού­νται πλέον ει­δι­κές πα­ρο­χές, όπως αυτές που σχε­τί­ζο­νται με την ανα­πα­ρα­γω­γι­κή τους λει­τουρ­γία.
   Όσον αφορά τον τομέα της ερ­γα­σί­ας, οι γυ­ναί­κες αμεί­βο­νται λι­γό­τε­ρο από τους άντρες συ­να­δέλ­φους τους (2) και ερ­γά­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο σε θέ­σεις με­ρι­κής απα­σχό­λη­σης (3).
   Η υπο­τι­θέ­με­νη κα­τω­τε­ρό­τη­τα της γυ­ναί­κας, σύμ­φω­να με τα στε­ρε­ό­τυ­πα, επη­ρε­ά­ζει την αυ­το­ε­κτί­μη­ση των γυ­ναι­κών. Το λο­γι­κό επα­κό­λου­θο είναι η ευ­κο­λό­τε­ρη απο­δο­χή από αυτές της ανι­σό­τη­τας και της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Έτσι είναι επί­σης πι­θα­νό­τε­ρο να δέ­χο­νται αδια­μαρ­τύ­ρη­τα να υπο­κα­θι­στούν το δια­λυ­μέ­νο κρά­τος πρό­νοιας, αφού το με­γα­λύ­τε­ρο βάρος των σχε­τι­κών υπη­ρε­σιών (όπως η φρο­ντί­δα του σπι­τιού, του συ­ζύ­γου, των παι­διών, των ηλι­κιω­μέ­νων και των αρ­ρώ­στων της οι­κο­γέ­νειας) πέ­φτει συ­νή­θως δυ­σα­νά­λο­γα επάνω τους.
  Το πρό­τυ­πο των αν­θρώ­πων που προ­ω­θεί­ται στις δια­φη­μί­σεις που εξε­τά­στη­καν είναι άν­θρω­ποι συμ­βι­βα­σμέ­νοι με τις πα­ρού­σες άγριες συν­θή­κες ερ­γα­σί­ας και άχα­ρες συν­θή­κες ζωής γε­νι­κό­τε­ρα, που δέ­χο­νται τις βάρ­βα­ρες επι­θέ­σεις του συ­στή­μα­τος χωρίς αντί­δρα­ση, ενώ κα­τα­να­λώ­νουν χωρίς να σκέ­φτο­νται, ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μία στον κόσμο τους, χωρίς κοι­νω­νι­κή συ­νο­χή και επο­μέ­νως χωρίς συλ­λο­γι­κή δράση, στοι­χείο απα­ραί­τη­το για την αντι­με­τώ­πι­ση αυτής της λαί­λα­πας. Τα ρα­τσι­στι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα διευ­κο­λύ­νουν τη διά­σπα­ση, την απο­μό­νω­ση και την υπο­τα­γή των αν­θρώ­πων, εξα­σφα­λί­ζο­ντας και με­γι­στο­ποιώ­ντας τη συ­νε­χι­ζό­με­νη εκ­με­τάλ­λευ­σή τους.

1. Οι τρεις τε­λευ­ταί­ες δια­φη­μί­σεις μπο­ρούν να ανα­ζη­τη­θούν στις αντί­στοι­χες ιστο­σε­λί­δες:  http://​www.​youtube.​com/​watch?​v=2pf​Gu4z​lQQ4, http://​www.​youtube.​com/​watc...

2. «Οι γυ­ναί­κες λαμ­βά­νουν, κατά μέσον όρο, πε­ρί­που το 75% των αμοι­βών των αν­δρών ερ­γα­ζο­μέ­νων». Πηγή: Ευαγ­γε­λία Πα­πα­πέ­τρου, http://​epohi.​gr 

3. «Το πο­σο­στό με­ρι­κής απα­σχό­λη­σης —δη­λα­δή ο αριθ­μός των με­ρι­κώς απα­σχο­λου­μέ­νων ως πο­σο­στό του συ­νο­λι­κού αριθ­μού των απα­σχο­λου­μέ­νων— των γυ­ναι­κών (8,1%) είναι υπερ­τρι­πλά­σιο από το αντί­στοι­χο πο­σο­στό των αν­δρών (2,3%).» Ό. π.

ο άρθρο δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος 31 (Ια­νουά­ριος-Φε­βρουά­ριος-Μάρ­τιος 2014) του πε­ριο­δι­κού Ένε­κεν

Ετικέτες