Στο φόντο των εκλογών αντιπροσώπων για τη Συντακτική Συνέλευση στη Χιλή (15-16 Μάη), αναδημοσιεύουμε μια συνέντευξη των σοσιαλιστριών φεμινιστριών Καρίνα Νοχάλες και Αλόντρα Καρίγιο, μέλη του Συντονισμού 8 Μάρτη και υποψήφιες στις εκλογές με ψηφοδέλτιο των κοινωνικών κινημάτων.

Παρουσιάζουν τις χρήσιμες εμπειρίες τους από την άνοδο της φεμινιστικής δράσης στη Χιλή, την Εξέγερση του Οκτώβρη του 2019, τις δυνατότητες, τους κινδύνους και τις προκλήσεις που θέτει για το κίνημα και την Αριστερά η διαδικασία για νέο σύνταγμα. 

------------- 

Μέσα από ποιες πολιτικές εμπειρίες προέκυψαν οι υποψηφιότητές σας για τη Συντακτική Συνέλευση;

Karina Nohales: Είμαι μια από τις εκπροσώπους του Φεμινιστικού Συντονισμού 8 Μάρτη (Coordinadora Feminista 8 de Marzo, CF8M). Η πολιτική μου διαδρομή σημαδεύτηκε από δύο στιγμές. Η πρώτη αφορούσε την τοπική μου δράση στη γειτονιά από την οποία κατάγομαι, το Πουέντε Άλτο -μια μεγάλη, περιφερειακή γειτονιά του Σαντιάγο. Για χρόνια, συμμετείχα σε καμπάνιες που αφορούσαν την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση, οι οποίες με οδήγησαν να συμμετάσχω σε διάφορους τομείς και τελικά στην καμπάνια No Más AFP [«Όχι άλλο AFP»] -ένα κοινωνικό κίνημα κατά του ιδιωτικοποιημένου συνταξιοδοτικού συστήματος της Χιλής.

Με την άφιξη του κύματος των φεμινιστικών καταλήψεων πανεπιστημίων τον Μάιο του 2018, οι γυναίκες που δραστηριοποιούνταν στο No Más AFP εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία για να εστιάσουμε στο πρόβλημα της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης από τη σκοπιά των εργαζομένων γυναικών. Από αυτό το σημείο, ξεκινήσαμε να οργανώνουμε μια σειρά συναντήσεων που εστίαζαν συγκεκριμένα στον φεμινισμό, την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Στο διάστημα αυτό επίσης γεννήθηκε ο Φεμινιστικός Συντονισμός 8 Μάρτη και ήμουν ένας από τους ανθρώπους που ίδρυσαν την Επιτροπή Εργαζομένων και Συνδικαλιστριών στο χώρο αυτό.

Ποια ήταν η δική σου πορεία στον φεμινισμό, Alondra;

Alondra Carrillo: Είμαι 29 χρονών και είμαι επίσης μέλος του Φεμινιστικού Συντονισμού 8 Μάρτη. Αυτές τις μέρες είμαι μια από τις υποψήφιες του ψηφοδελτίου των τοπικών συνελεύσεων και των κοινωνικών οργανώσεων στη 12η περιφέρεια -ένα εκλογικό ψηφοδέλτιο που ονομάζεται «Συντακτικές Φωνές». Ανήκω στη γενιά των Χιλιανών που πολιτικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων που ξεκίνησαν το 2006, ενώ ήμουν στο λύκειο -τη λεγόμενη «Επανάσταση των Πιγκουίνων» [σσ: το κίνημα πήρε το όνομά του από τις ασπρόμαυρες μαθητικές στολές].

Αργότερα, στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2011, ήμουν στη φοιτητική ηγεσία του πανεπιστημιακού τμήματός μου και στήριζα οργανωμένες δράσεις με άξονα το αίτημα για δωρεάν, μη-σεξιστική, δημόσια εκπαίδευση. Είμαι αριστερή φεμινίστρια αγωνίστρια εδώ και αρκετά χρόνια. Από το 2018, η βασικό μου φεμινιστική δουλειά αφορούσε τη δημιουργία και την επέκταση του Φεμινιστικού Συντονισμού 8 Μάρτη, του οποίου υπήρξα εκπρόσωπος μεταξύ του 2018 και του 2020, κατά τη διάρκεια της οργάνωσης της Φεμινιστικής Γενικής Απεργίας στη Χιλή.

Καρίνα, υπάρχει προϊστορία φεμινιστικής εργατικής πάλης στη Χιλή;

ΚΝ: Υπήρξε κάποιος φεμινιστικός ακτιβισμός στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και αυτές οι φεμινίστριες συντρόφισσες αυτοπροσδιορίζονταν διαφορετικά. Η δραστηριότητά τους επηρέασε πολύ το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Για άγνωστους λόγους, η μνήμη και η κληρονομιά αυτού του ακτιβισμού έχουν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό. Η εν λόγω περίοδος συνέπεσε με μια εποχή στασιμότητας μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής, το οποίο είχε καθοδηγήσει τους μεγάλους ιστορικούς αγώνες της εργατικής τάξης σε αυτήν τη χώρα.

Πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στη δικτατορία, η φεμινιστική δραστηριότητα ήταν σημαντική στην πάλη για δημοκρατία, αν και δεν αναγνωρίστηκε ευρέως πέρα ​​από το ρόλο συγκεκριμένων προσωπικοτήτων. Σήμερα, η οργανωμένη φεμινιστική δραστηριότητα διεκδικεί ένα χώρο μέσα στους συνδικαλιστικούς κύκλους, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για έναν φεμινιστικό συνδικαλισμό στη Χιλή. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που επιδιώκει να επιτύχει ο Φεμινιστικός Συντονισμός 8 Μάρτη, καθώς πιέζουμε να οικοδομήσουμε μια φεμινιστική οργάνωση εργαζομένων γυναικών σε πανεθνικό -πολυεθνικό, όπως το λέμε- επίπεδο [το «πολυεθνικό» αναφέρεται στην ανάγκη συμπερίληψης των ιθαγενών Μαπούτσε κ.ά.], που θα συνενώνει τις γυναίκες όχι μόνο από το οργανωμένο εργατικό κίνημα -που είναι αριθμητικά αρκετά αδύναμο σε αυτήν τη χώρα- αλλά από όλους τους τομείς εργασίας όπου οι οργανωτικές μορφές δεν ταιριάζουν με τη σημερινή  συνδικαλιστική δομή.

Alondra, αναφέρθηκες στην «Επανάσταση των Πιγκουίνων». Τι περιθώρια υπήρχαν για τον φεμινισμό στους αγώνες των «Πιγκουίνων»;

AC: Κατά τη διάρκεια της «Επανάστασης των Πιγκουίνων», άρχισα να παρευρίσκομαι σε συνελεύσεις για πρώτη φορά και γνώρισα συντρόφους-φισσες από άλλα κοινωνικά κινήματα. Είμαι από τη Λα Φλόριντα, μια περιφέρεια δίπλα στο Πουέντε Άλτο. Εκεί γνώρισα διάφορες μορφές αυτού που αποκαλούμε «εκπαίδευση της αγοράς»: υποχρηματοδότηση, ανταγωνισμός, θεσμοθετημένοι διαχωρισμοί, κατάχρηση σχολικών επιδοτήσεων. Ήταν η πρώτη μου εικόνα του αντίκτυπου που μπορεί να έχει στις ζωές μας η οικονομική και πολιτική οργάνωση, και ήταν επίσης η πρώτη μου εμπειρία πραγματικής δημοκρατίας στην πράξη. Νομίζω ότι αξίζει να σημειωθεί αυτό, διότι στη Χιλή ήταν οι οργανωμένοι μαθητές λυκείου αυτοί  που άνοιξαν το δρόμο για πολλές από τις πιο μετασχηματιστικές στιγμές της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

Όπως ακριβώς και το 2006, έτσι και το 2019, οι μαθητές λυκείου ήταν αυτοί που κάλεσαν τους υπόλοιπους να ξεσηκωθούν, για να διαπιστώσουμε για πόσο βαθιές αλλαγές μπορούμε να πιέσουμε αν σταθούμε όλοι ενωμένοι. Αυτό το βίωσα προσωπικά στις συνελεύσεις του σχολείου μου, και στους χώρους συντονισμού των μαθητικών οργανώσεων, μεταξύ άλλων.

Τότε ακόμα, δεν ήταν ο φεμινισμός -τουλάχιστον με όρους ενός οργανωμένου ή ορατού κινήματος- αυτό που με επηρέασε περισσότερο. Η πρώτη μου επαφή με τον οργανωμένο, μαχητικό φεμινισμό ήρθε πολύ αργότερα, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, με τις μαθητικές-φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2011. Σε αυτές συμμετείχαν σχολεία, καθώς και πανεπιστήμια και ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εκεί ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το σύνθημα για «μη-σεξιστική δημόσια εκπαίδευση». Τότε ήταν επίσης που είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τον αριστερό φεμινισμό μέσω των συντροφισσών μου που δημιούργησαν μια οργάνωση που ονομάζεται La Alzada [πρόκειται για μια οργάνωση ελευθεριακής φεμινιστικής δράσης] το 2012.

Ποια ήταν τα κεντρικά στοιχεία που συνενώθηκαν για να δημιουργήσουν τις δυνατότητες για την εξέγερση του 2019; Πώς το βιώσατε ως φεμινίστριες;

AC: Μαζί με την Javi Manzi (μια άλλη εκπρόσωπος του CF8M), αναπτύξαμε την ιδέα αυτού που αποκαλούμε «απορριπτική επιθυμία», που σημαίνει κάτι σαν την επιθυμία να πούμε «όχι» και να το κάνουμε συλλογικά: Όχι πια. Υποστηρίξαμε ότι αυτή η άσκηση της δυνατότητας να λέμε «όχι» σε αυτό που δεν θέλουμε, να είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε συλλογικά αυτήν την πραγματικότητα, είναι μια άσκηση που διευκολύνει τη φεμινιστική πολιτική. Όπως επισημαίνουν ορισμένες φεμινίστριες, μεταξύ των οποίων η Σάρα Αχμέτ, το να λέμε «όχι», για τις φεμινίστριες είναι ένα πολιτικό σχέδιο, και πρέπει να το λέμε επανειλημμένα.

Η «απορριπτική ψυχή της εξέγερσης» όπως την ονόμασε η Ρακέλ Γκουτιέρεζ, κατέστη δυνατή, εν μέρει, από τις φεμινιστικές πολιτικές δραστηριότητες που προηγήθηκαν της εξέγερσης. Αυτές αναπτύσσονταν από το 2016 και απέκτησαν έναν οργανωμένο και μαζικό χαρακτήρα από το 2018 και μετά, με τη συνειδητή και εκούσια προετοιμασία της Φεμινιστικής Γενικής Απεργίας και με τη συλλογική απόφαση ότι ο φεμινισμός θα πρέπει να αναδυθεί ως δύναμη μετασχηματισμού, καθώς και ως δύναμη αντιπαράθεσης με όλους τους πολιτικούς και οικονομικούς «χώρους» που έχουν επιβλέψει την «επισφαλειοποίηση» (πρεκαριοποίηση) της ζωής.

Η απόρριψη της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων θέτει τις ζωές των γυναικών και των «σεξουαλικά αντιφρονούντων» στο προσκήνιο ως ένα πολιτικό ζήτημα και, υπό αυτήν την έννοια, έθεσε επίσης τις βάσεις για πολιτική και κοινωνική εξέγερση.

KN: Τον Ιανουάριο του 2020 συγκεντρωθήκαμε στην Πολυεθνική Συνάντηση των Ανθρώπων που Αγωνίζονται, για να σκεφτούμε το ρόλο του φεμινισμού στην εξέγερση. Συμμετείχαν περισσότερες από τρεις χιλιάδες γυναίκες και σεξουαλικοί αντιφρονούντες. Συμφωνήσαμε ότι υπήρχε ένας προκαταρκτικός παράγοντας στην εξέγερση, ότι είχε μια προϊστορία. Δεν ήταν ένα αυθόρμητο γεγονός που δεν περίμενε κανένας. Είχαν προηγηθεί πολλοί αγώνες για πολλές δεκαετίες και σε διαφορετικούς κοινωνικούς τομείς: ο αγώνας για στέγαση, ο κοινωνικοπεριβαλλοντικός αγώνας, ο μαθητικός-φοιτητικός αγώνας. Η συμβολή του φεμινισμού ήταν να εισάγει τη δυνατότητα να ονομάσουμε κάτι που όλες-οι είχαμε κοινό.

Το 2018, ταυτοποιήσαμε αυτή την κοινή κατάσταση όσων αγωνίζονταν χρησιμοποιώντας μια έννοια που καλύπτει πολλά ζητήματα: Την «Επισφάλεια της Ζωής» [ή «Ζωή στην Επισφάλεια»]. Διαδηλώσαμε με αυτό το σύνθημα: «Εργαζόμενες γυναίκες στους δρόμους ενάντια στην πρεκαριοποίηση [επισφαλειοποίηση] της ζωής». Στη συνέχεια, είπαμε στον εαυτό μας: η επισφάλεια της ζωής δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο που επιδεινώνεται από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Υπάρχουν άνθρωποι που την προωθούν ενεργά. Καταρτίσαμε έναν κατάλογο με τους ανθρώπους και τους θεσμούς που θεωρήσαμε υπεύθυνους για τη στήριξη των πολιτικών της επισφάλειας και διακηρυχθήκαμε αυτόνομες από αυτούς τους χώρους -σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους.

Όταν ξέσπασε η εξέγερση, πολλά από τα ζητήματα που έθεσε προήλθαν  απευθείας από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε και δουλεύαμε για να εξαπλωθεί, καθώς ο φεμινισμός γινόταν ένα μαζικό κίνημα. Με το σύνθημα «η κανονικότητα είναι το πρόβλημα», ζητήσαμε τη διατάραξη της κανονικότητας. Αυτό ήταν το πνεύμα που διέτρεχε το κάλεσμα του 2019 για την πρώτη Φεμινιστική Γενική Απεργία.

Έπειτα έχουμε το σύνθημα της εξέγερσης: «Δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια». Αυτό σήμαινε ότι δεν αφορούσε την εναντίωση μόνο στα δεξιά κόμματα. Σχεδόν όλα τα κόμματα από όλο το πολιτικό φάσμα της Χιλής έχουν επιβλέψει τη δημοκρατική μετάβαση και ήταν όλα υπεύθυνα.

Στις 15 Νοεμβρίου 2019, σχεδόν ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, υπογράφηκε η Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα. Η συμφωνία έβαζε σε κίνηση τη συντακτική διαδικασία, αλλά, όπως υποδηλώνει το όνομα, προκάλεσε επίσης μια κάμψη των δράσεων. Βέβαια, λίγες μέρες μετά τη συμφωνία, έγιναν για πρώτη φορά οι περφόρμανς του «Un Violador en Tu Camino» («Ένας βιαστής στο δρόμο σου») από τις Las Tesis που έγιναν γνωστές κι αναπαράχθηκαν παγκόσμια.

Το ονομάσαμε «μια εξέγερση μέσα στην εξέγερση» λόγω του εξέχοντος ρόλου που διαδραμάτισε ο φεμινισμός στη συνολική διαδικασία. Η παράσταση των Las Tesis έθεσε ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα σχετικά με το πώς η βία, που ιστορικά μας λένε ότι είναι ιδιωτική, στην πραγματικότητα διαπράττεται από δημόσιους θεσμούς και από το πατριαρχικό κράτος.

Τι ρόλο έπαιξε ο παράγοντας των γενιών στην εξέγερση;

KN: Το βασικό γεγονός που πυροδότησε την εξέγερση στο Σαντιάγκο ήταν όταν οι μαθητές λυκείου άρχισαν να πηδάνε τις μπάρες στο μετρό. Υπό αυτήν την έννοια, η νεολαία πυροδότησε την εξέγερση, αλλά αυτή γρήγορα έγινε διαγενεακή. Θέλουμε να υπογραμμίσουμε πόσο διαγενεακή ήταν, γιατί αυτό που έδωσε στην εξέγερση πανεθνικό χαρακτήρα δεν ήταν η αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου. Αυτό ήταν που προκάλεσε την εξέγερση στο Σαντιάγκο, ωστόσο στην υπόλοιπη χώρα ήταν στην πραγματικότητα η απόφαση του Σεμπαστιάν Πινιέρα να επιβάλει Κατάσταση Συνταγματικής Εξαίρεσης και να αναπτύξει το στρατό σε πολλές πόλεις και περιοχές, τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου 2019. Εκείνη τη στιγμή ήταν που όλες οι περιοχές της χώρας ξεσηκώθηκαν, αναβιώνοντας τη μνήμη της ανεκπλήρωτης υπόσχεσης της δημοκρατικής μετάβασης: Ποτέ ξανά.

Στις δεκαετίες μετά το τέλος της δικτατορίας, ο στρατός δεν παρενέβη ποτέ για να καταστείλει την κοινωνική αναταραχή. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο, και αυτό έκανε τους ανθρώπους όλων των ηλικιών να ξεσηκωθούν και να ενδιαφερθούν, καθώς εμφανίστηκε ξαφνικά το τραύμα της δικτατορίας. Ήταν κάτι που η χώρα στο σύνολό της απλώς αποφάσισε να μην το ανεχθεί. Η εξέγερση έγινε πανεθνικό φαινόμενο και σε λίγες μέρες στρατιωτικοποιήθηκε ολόκληρη η χώρα.

Πώς έχει εκφραστεί η πολυεθνική διάσταση της εξέγερσης;

AC: Αυτό είναι ένα περίπλοκο ζήτημα και υπάρχουν άλλες φωνές που μπορούν να μιλήσουν με περισσότερη αρμοδιότητα στο θέμα. Στην αρχή της εξέγερσης, υπήρχε μια στιγμή όπου το κυρίαρχο σύνθημα ήταν: «Η Χιλή ξύπνησε», σαν να κοιμόμασταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και ξαφνικά αποκτήσαμε συνείδηση.

Νομίζω ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να κάνουν τη σύνδεση μεταξύ των μορφών καταπίεσης, ποινικοποίησης και δίωξης που είδαμε πρόσφατα να αναπτύσσονται ενάντια στις εξεγέρσεις, και την αγριότητα που αντιμετωπίζουν οι ιθαγενείς λαοί εδώ και 300 χρόνια, και ιδιαίτερα οι Μαπούτσε που εξακολουθούν να βρίσκονται σε ενεργή αντίσταση ενάντια στο κράτος της Χιλής και στις αρπακτικές βιομηχανίες. Πολλοί από αυτούς που κινητοποιήθηκαν για την εξέγερση βίωσαν από πρώτο χέρι ένα είδος βίας που προηγουμένως τους φαινόταν ξένη.

Ένα άλλο σημαντικό προηγούμενο της εξέγερσης ήταν η δολοφονία του Καμίλο Κατριγιάνκα, ενός νεαρού Μαπούτσε που πυροβολήθηκε στην πλάτη από τους Comandos Jungla, μια ειδική αστυνομική δύναμη υπεύθυνη για τη «διατήρηση της ειρήνης» στις περιοχές των Μαπούτσε. Η κυβέρνηση δικαιολόγησε τη δολοφονία του ισχυριζόμενη ότι υπήρξε σύγκρουση, η οποία αργότερα μάθαμε ότι δεν συνέβη ποτέ. Ήταν μια εν ψυχρώ πισώπλατη δολοφονία, και, στην πραγματικότητα, μιλάμε για το βασανισμό ενός παιδιού. Κατά τις τρεις μέρες πένθους μετά τη δολοφονία του, πραγματοποιήθηκαν κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις από τη φυλή των Μαπούτσε στο Γουαλμαπού, καθώς και στο Σαντιάγκο και σε άλλα μέρη της χώρας.

Μετά τις πρώτες ημέρες κινητοποιήσεων [στην εξέγερση] του 2019, αρχίσαμε να βλέπουμε να υψώνονται οι δύο σημαίες των Μαπούτσε -η Wenufoye και η Wünelfe. Και με το πραξικόπημα στη Βολιβία, αρχίσαμε να βλέπουμε στις διαδηλώσεις και τη σημαία Wiphala των ιθαγενών των Άνδεων. Όσον αφορά τη διαμόρφωση ενός συμβολικού πλαισίου στήριξης της εξέγερσης, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αυτά τα ιστορικά καταπιεσμένα σύμβολα ήρθαν στο προσκήνιο.

Μιλώντας για την απάντηση του κράτους στην εξέγερση, πρέπει να συζητήσουμε την τρέχουσα συντακτική διαδικασία, όπου ορισμένοι ισχυρίζονται ότι μπορεί να εκτροχιάζει τις ριζοσπαστικές δυνατότητες της εξέγερσης. Πώς συζητήθηκαν αυτά τα ζητήματα στους φεμινιστικούς κύκλους;

AC: Η Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα απορρίφθηκε από όλα σχεδόν τα κοινωνικά κινήματα και τις φεμινιστικές ομάδες. Από τότε, η συζήτηση εξελίσσεται διαρκώς. Μια σημαντική συζήτηση έλαβε χώρα στη δεύτερη Πολυεθνική Συνάντηση Εκείνων που Αγωνίζονται, όπου ουσιαστικά προέκυψαν τρεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους θέσεις γύρω από τις διαφορές τακτικής αφότου τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη (σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης στην κατασταλτική πολιτική και τη συντακτική διαδικασία που εγκαθίδρυε η συμφωνία).

Ένα από τα πρώτα βήματα της συντακτικής διαδικασίας ήταν το δημοψήφισμα για έγκριση ή απόρριψη της ανάγκης σύνταξης ενός νέου συντάγματος. Οι πολίτες της Χιλής θα ψήφιζαν επίσης για το μηχανισμό της σύνταξής του, δηλαδή σχετικά με το αν θα υπήρχε μια Συντακτική Συνέλευση ή μια μικτή Συντακτική Συνέλευση (η πρώτη εκλέγεται πλήρως από τους πολίτες, η δεύτερη αποτελείται από κάποια νεοεκλεγμένα άτομα και από τους υπάρχοντες/ήδη εκλεγμένους πολιτικούς αξιωματούχους).

Τότε προέκυψαν οι πρώτες διαφορές, σχετικά με το αν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή στο δημοψήφισμα και η ένωση με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις που καλούσαν τον κόσμο να πάρει θέση σχετικά με το περιεχόμενο της ψηφοφορίας (συγκεκριμένα, αν θα υποστηρίζαμε την καμπάνια της Αριστεράς «Έγκριση + Συντακτική Συνέλευση») ή αν θα έπρεπε να διαφωνήσουμε με τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Η τρίτη θέση ήταν όχι μόνο να μη συμμετέχουμε στη δημοψηφισματική διαδικασία, αλλά να απέχουμε και από την ακόλουθη εκλογική διαδικασία.

Μπροστά στην αδυναμία να καταλήξουμε σε μια κοινή τακτική, στην Πολυεθνική Συνάντηση Εκείνων που Αγωνίζονται αποφασίσαμε να ενοποιηθούμε γύρω από δύο ζητήματα. Πρώτον, ότι αγωνιζόμαστε για μια ελεύθερη, κυρίαρχη, φεμινιστική, πολυεθνική και λαϊκή συντακτική διαδικασία -να ωθήσουμε τη Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη ως τα πιο ριζοσπαστικά της όρια. Δεύτερον ότι, πέρα ​​από οποιεσδήποτε συγκεκριμένες τακτικές πρωτοβουλίες, υπερασπιζόμαστε το φεμινιστικό μας πρόγραμμα ενάντια στην επισφαλειοποίηση της ζωής.

Ωστόσο, αργότερα μέσα στο ίδιο έτος, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα της πανδημίας. Αυτό σήμαινε ότι αποφύγαμε να πάρουμε θέση σχετικά με το δημοψήφισμα, τη θεσμική ατζέντα και τη Συντακτική Συνέλευση, εστιάζοντας αντ’ αυτού στη στρατιωτικοποίηση της χώρας που συνεχίζεται από τις 18 Μαρτίου 2020 έως σήμερα. Επιπλέον, ήταν αναγκαίο να οργανώσουμε τη δραστηριότητά μας όσον αφορά πράξεις πατριαρχικής βίας στο πλαίσιο της καραντίνας και της επισιτιστικής ανασφάλειας, που έχει εξελιχθεί σε μεγάλο ζήτημα στη Χιλή.

Τον Οκτώβριο του 2020, καθώς πλησίαζε η ώρα να ψηφίσουμε υπέρ ή κατά ενός νέου συντάγματος, γινόταν σαφές ότι χρειαζόταν να λάβουμε μια πιο ενοποιημένη θέση σχετικά με τη συντακτική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν δύο αντικρουόμενες θέσεις: υπήρχε η θέση που συμμεριστήκαμε και εγώ και η Καρίνα -μαζί με την πλειοψηφία των διάφορων λαϊκών και φεμινιστικών δυνάμεων- σχετικά με την ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε το δημοψήφισμα για να εκφραστεί η συντριπτική λαϊκή βούληση και να μπει ένα τέλος στο σύνταγμα του Πινοσέτ. Θεωρούσαμε ότι ήταν απαραίτητο να οριοθετήσουμε μια διαχωριστική που να δείχνει ότι η αντίθεση στο δημοψήφισμα ήταν μια μειοψηφική θέση των ακροδεξιών και να αναδείξουμε ότι στις εξεγέρσεις είχε εκφραστεί η θέληση του λαού. Η άλλη θέση που προτάθηκε, την οποία δεν συμμεριζόμασταν, ήταν να υποστηρίξουμε ότι το δημοψήφισμα και η ατζέντα γύρω από τη συντακτική ήταν μια απόπειρα εξαπάτησης του λαού και ότι η συμμετοχή σε αυτήν τη διαδικασία χαρίζει αξιοπιστία σε αυτή την εξαπάτηση.

Ποτέ δεν συμφωνήσαμε με αυτή την άποψη. Η ανάλυσή μας ήταν ότι οι πιο συντηρητικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις δεν ήθελαν αυτή τη συμφωνία. Την θεωρούμε ως κάτι που δεν ικανοποιεί καμία πλευρά, αλλά αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στη μέση μιας πολιτικής διαμάχης στην οποία οι κοινωνικές οργανώσεις και οι λαϊκές δυνάμεις δεν μπορούν να παραμείνουν στο περιθώριο. Υπάρχει μια προγραμματική συζήτηση που διαμορφώνεται και δεν μπορούμε να αφήνουμε άλλους να μιλάνε για εμάς.

Τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς που υπέγραψαν τη Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη με τον Πινιέρα ελέγχονται με δυσπιστία. Σε ποιο βαθμό η συντακτική διαδικασία δεν αφορά μόνο τη βούληση του λαού, αλλά και μια στρατηγική των παραδοσιακών κομμάτων να αναλάβουν τον έλεγχο και να εξημερώσουν τις πιο ριζοσπαστικές πτυχές της εξέγερσης;

ΚΝ: Η κυβέρνηση έχασε λαϊκή νομιμοποίηση κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Κάθε φορά που ο μιλούσε ο Πινιέρα, απλώς έπεφτε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Μετά από αυτό, το κέντρο βάρους της πολιτικής συζήτησης μετατοπίστηκε από την κυβέρνηση Πινιέρα προς το κοινοβούλιο, καθώς ανέλαβαν τον έλεγχο της κατάστασης τα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα, από τα δεξιά ως τα αριστερά. Ανέλαβαν αυτά το καθήκον να βρουν μια διέξοδο από τη δύσκολη θέση. Η λύση που βρήκαν ήταν η Συμφωνία για την Κοινωνική Ειρήνη, η οποία όχι μόνο θεσμοθέτησε την ατιμωρησία [των κατασταλτικών μηχανισμών], αλλά επίσης προώθησε ενεργά τους κατασταλτικούς νόμους που τέθηκαν σε εφαρμογή ένα μήνα αργότερα.

Στις 15 Νοεμβρίου 2020 υπογράφηκε η συμφωνία και τον Δεκέμβριο μια σειρά κατασταλτικών μέτρων εγκρίθηκε από σχεδόν όλους τους κοινοβουλευτικούς συνασπισμούς. Αυτοί οι νόμοι είναι σήμερα σε ισχύ και θίγουν ιδιαίτερα τους πολιτικούς κρατουμένους που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων. Αλλά η συμφωνία είναι ένα παράξενο ζώο: αποτύπωνε επίσης την προθυμία της τάξης των πολιτικών, η οποία στο παρελθόν δεν έδειξε ποτέ πρόθεση να αλλάξει το Σύνταγμα του Πινοσέτ, να κάνει ακριβώς αυτό. Φυσικά, αυτό που πρότειναν ήταν μια μέθοδος που θα σήμαινε μια αυστηρά ελεγχόμενη Συντακτική Συνέλευση.

Η πανδημία ανέβαλε όλες τις βασικές ημερομηνίες της συντακτικής διαδικασίας, καθώς το δημοψήφισμα για την έγκριση ή την απόρριψη ενός νέου συντάγματος αρχικά θα γινόταν τον Απρίλιο του 2020 και οι εκλογές των αντιπροσώπων για τη Συντακτική επρόκειτο να διεξαχθούν τον Οκτώβριο του 2020. Εν μέσω της κάμψης των κινητοποιήσεων, εξετάζαμε εάν και πώς πρέπει να συμμετέχουμε. Αποφασίσαμε τελικά να συμμετάσχουμε στη διαδικασία θεωρώντας την ίδια την εξέγερση ως αφετηρία.

Διακυβεύονταν οι εμπειρίες του λαού της Χιλής και της εργατικής τάξης τα τελευταία 30 χρόνια του μεταδικτατορικού νεοφιλελευθερισμού. Η εξέγερση δεν μπορούσε να συρρικνωθεί σε μια ομάδα συγκεκριμένων αιτημάτων -απλώς απέρριπτε την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και, υπό αυτή την έννοια, ήταν μια διαδικασία με ανοιχτή έκβαση. Αν υπάρχει ένα πράγμα που μας έχει διδάξει ο φεμινισμός, είναι η ιδέα της «διαδικασίας». Η Φεμινιστική Γενική Απεργία είναι μια διαδικασία, όχι ένα μονοήμερο γεγονός. Και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για όλες τις πρωτοβουλίες που έχουμε πάρει.

Αυτό που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019 είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται, παρά τα πάνω και τα κάτω της. Δεν ήταν απλώς μια εξέγερση - έχει γίνει ένα μέσο αγώνα για έναν άλλο τρόπο ζωής. Και αυτό διακυβεύεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη συντακτική διαδικασία. Όχι αποκλειστικά εκεί, αλλά η συμμετοχή σε αυτήν είναι αναπόφευκτη, γιατί θα παρακολουθήσουμε -και ελπίζουμε να πρωταγωνιστήσουμε- σε μια δημόσια συζήτηση: μια προγραμματική και ιδεολογική διαμάχη σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης των εξουσιών του κράτους και κατανόησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η συζήτηση θα διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο και θα την παρακολουθεί ολόκληρη η χώρα.

Για εμάς, αυτή είναι η πιο σημαντική δημόσια συζήτηση στη Χιλή μετά την εποχή του εκλογικού θριάμβου της Λαϊκής Ενότητας, όπου ήταν η τελευταία φορά που οι άνθρωποι πήγαν στις κάλπες για να υποστηρίξουν ένα πρόγραμμα. Ακόμη και τα κοινωνικά κινήματα που είχαν αρχικά πει «όχι, δεν ενδιαφερόμαστε να συμμετάσχουμε σε αυτήν τη διαδικασία» δεν μπορούσαν εύκολα να πουν «Λοιπόν, αδιαφορούμε απόλυτα για τη συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση του νερού που λαμβάνει χώρα στη Συνέλευση και επομένως δεν πρόκειται να πούμε ούτε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό».

Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να εκφράσουμε τη θέση μας στα πλαίσια της διαδικασίας, διότι, εν μέσω της κοινωνικο-περιβαλλοντικής κρίσης, η Συντακτική Συνέλευση ενδέχεται να καταλήξει να συζητά πράγματα όπως εάν χρειαζόμαστε πράσινη φορολογία ή έναν ριζικό μετασχηματισμό του εξορυκτικού πλαισίου οργάνωσης της οικονομίας. Αυτές οι συζητήσεις αποτελούν μέρος της αυξημένης πολιτικοποίησης που ξεκίνησε τον Οκτώβριο, την οποία ελπίζουμε να εμβαθύνουμε.

Πώς επιλέγονται οι υποψηφιότητες; Πώς αναπτύσσονται κοινά προγράμματα;

AC: Κατά τη διάρκεια των ολομελειών και των συνελεύσεων που διοργάνωσε ο Φεμινιστικός Συντονισμός 8 Μάρτη, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο να παρουσιάσουμε τις δικές μας υποψηφιότητες σε ανεξάρτητα ψηφοδέλτια -υποψηφιότητες που προέρχονται από τα κοινωνικά κινήματα που είναι αυτόνομα από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα που έχουν συμμετάσχει στη διοίκηση του κράτους τα τελευταία 30 χρόνια. Με τον όρο «ανεξάρτητα ψηφοδέλτια» εννοούμε λίστες υποψηφίων που αποτελούνται από άτομα χωρίς συμμετοχή στα εγγεγραμμένα εκλογικά πολιτικά κόμματα.

Αυτή ήταν μια αρκετά εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης, και συνέβη παράλληλα με την απόφασή μας να υποστηρίξουμε την εκστρατεία έγκρισης της συντακτικής διαδικασίας. Αυτή η απόφαση προέκυψε από την εκστρατεία μας, όπως τη λέμε, να «πηδήξουμε όλους τους φράχτες» της πολιτικής διαδικασίας. Αυτό έχει γίνει το σύνθημά μας για την παρούσα πολιτική στιγμή, αποτυπώνοντας την ιδέα να πιέσουμε τα θεσμικά πλαίσια στα όριά τους.

Άλλα κοινωνικά κινήματα έχουν επίσης δημιουργήσει τις δικές τους ανεξάρτητες λίστες υποψηφίων. Στην εκλογική μου περιφέρεια (La Florida, Puente Alto, La Pintana, Pirque, San José de Maipo), ήταν οι συνελεύσεις γειτονιών που αποφάσισαν να καλέσουν όσους-ες ήθελαν να συμμετάσχουν, για να συζητήσουν εάν ήταν εφικτό να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη λίστα υποψηφίων με κοινούς προγραμματικούς στόχους και με ανακλητές εντολές.  Η ιδέα είναι ότι οι υποψηφιότητες των κοινωνικών κινημάτων θα ενεργούσαν  ως εκπρόσωποι ενός ήδη υπαρκτού μόνιμου χώρου συζήτησης, κινητοποίησης και διαβούλευσης -ότι θα λειτουργούσαν ως το μέσο εισόδου των κοινωνικών κινημάτων στη Συντακτική Συνέλευση.

ΚΝ: Αναμφίβολα, βρισκόμαστε εν τω μέσω μιας πρωτοφανούς διαδικασίας, παρότι από εκλογική άποψη, αυτή διέπεται από τους ίδιους νόμους που ρυθμίζουν τις εκλογές γενικά. Ο βαθμός εμπιστοσύνης στους δημόσιους θεσμούς και τα πολιτικά κόμματα είναι εξαιρετικά χαμηλός και η εμφάνιση ανεξάρτητων υποψηφίων ήταν η μόνη καινοτομία σε αυτήν τη διαδικασία.

Στις εκλογικές περιφέρειες, βλέπουμε τρία μεγάλα ψηφοδέλτια από πολιτικά κόμματα και έξι λίστες ανεξάρτητων υποψηφιοτήτων.

Η απόφασή μας να κατεβάσουμε μόνο ανεξάρτητες υποψηφιότητες δεν αντανακλά απαραίτητα μια γενικότερη αντικομματική στάση. Αυτή περιγράφει καλύτερα την τοποθέτηση της ακροδεξιάς. Είναι περίπλοκο επειδή το ισχύον σύστημα θέτει τις ανεξάρτητες υποψηφιότητες σε εκλογικό μειονέκτημα σε σύγκριση με τα κομματικά ψηφοδέλτια. Η εμφάνιση ανεξάρτητων υποψηφίων έχει καταλήξει να εκλαμβάνεται ως κάτι καλό από μόνο του, ξεχωριστό από τα πολιτικά κόμματα, ωστόσο ήδη συγκροτούνται και δεξιές λίστες. Είναι κι αυτές  ανεξάρτητες, που απαρτίζονται από ανένταχτα άτομα, διασημότητες και ανθρώπους που ελπίζουν να επωφεληθούν από την παρουσίασή τους ως ανεξάρτητοι.

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, παρόλο που, σύμφωνα με το νόμο, κατηγοριοποιούμαστε ως «ανεξάρτητες», δεν είμαστε πολιτικά ουδέτερες ούτε είμαστε σκέτα άτομα χωρίς πολιτικούς δεσμούς κι αναφορές (αντίθετα, ορισμένοι δεξιοί υποψήφιοι έχουν κάνει την ταμπέλα του «ανεξάρτητου» κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας τους). Είμαστε στρατευμένες μαχήτριες και πολιτικοί ακτιβιστές από κοινωνικά κινήματα που εκπροσωπούν συλλογικά αναπτυγμένα προγράμματα και έχουν μια συλλογική εντολή. Στην περίπτωση που καταφέρουμε να βρεθούμε μέσα στη Συντακτική Συνέλευση, δε θα προχωρήσουμε κατά μόνας -έχουμε ένα πολιτικό σχέδιο. Αυτή η αντίληψη μπορεί να αποδειχθεί διχαστική όσον αφορά την εκλογική διαδικασία, αλλά έτσι κατανοούμε το είδος πολιτικής που ασκούμε.  

Ποια είναι η δυναμική μεταξύ των τοπικών συνελεύσεων και των θεσμοθετημένων διαδικασιών, και υπάρχει πιθανότητα αυτή η αλληλεπίδραση να μην είναι απλώς μια ενσωμάτωση του επαναστατικού προγράμματος;

AC: Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε σε μια άλλη: Τι είναι αυτές οι τοπικές συνελεύσεις; Είναι αναδυόμενα τμήματα μιας νέας υποκειμενικότητας της εργατικής τάξης -νέα με την έννοια ότι είναι το προϊόν των τελευταίων 40 χρόνων του νεοφιλελευθερισμού. Όσον αφορά το τι σημαίνει αυτό στρατηγικά, έχουμε προτείνει δύο σχετικούς τρόπους αντίληψης αυτής της σχέσης: ένας είναι ότι προσπαθούμε να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ της συνηθισμένης διαχείρισης του κράτους -εκλογικές αναμετρήσεις για την κυβέρνηση, σε επίπεδο Κογκρέσου, εθνικό, τοπικό- και των αντιπαραθέσεων γύρω από αυτήν την εξαιρετική στιγμή της οποίας η πολιτική σημασία προκύπτει από τις προγραμματικές συζητήσεις που διεξάγονται, πολλές από τις οποίες αμφισβητούν τα κανονιστικά θεμέλια πάνω στα οποία έχει οργανωθεί το κράτος.

Από αυτή τη διάκριση προέκυψε η απόφασή μας να συμμετάσχουμε στη συντακτική διαδικασία και να είμαστε σε θέση να υψώσουμε ένα πολιτικό φράγμα ανάμεσα στην πολιτική που προωθούμε εμείς και σε άλλες μορφές πολιτικής ενσωμάτωσης που ενδιαφέρονται μόνο για το ποιο προσωπικό διαχειρίζεται το κράτος. Το κράτος είναι, και πιθανότατα θα συνεχίσει να είναι, αυτό του οποίου η λειτουργία αφορά τη μόνιμη αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ζωής στη Χιλή.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια δεύτερη εκτίμηση που είναι ουσιώδης για το πώς κατανοούμε τη διαδικασία: η στρατηγική μας δεν είναι να επιτευχθεί «ένα καλύτερο σύνταγμα». Αυτό που διακυβεύεται εδώ δεν είναι το πόσο καλό ή κακό θα καταλήξει να είναι το νέο σύνταγμα, γιατί σίγουρα δεν θα είναι ιδιαίτερα καλό. Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται οι δυνάμεις πίσω από αυτήν τη διαδικασία -υπό συνθήκες στρατιωτικοποίησης, ατιμωρησίας και πολιτικών φυλακίσεων- είναι απίθανο να αισθανθούμε ότι θα  εκπροσωπούμαστε από το νέο σύνταγμα.

Θα ήταν λάθος αν βάζαμε ως στόχο απλώς τη νομιμοποίηση μιας νέας Magna Carta, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για την οργάνωση της ζωής. Αντ’ αυτού, αναγνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία είναι μια στιγμή μαζικής πολιτικοποίησης, που έχει θεμελιώδη σημασία για τα επόμενα βήματα. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε μπροστά μας μια μακροπρόθεσμη διαδικασία στην οποία πρέπει να κινηθούμε μαζί σε κάθε βήμα τη φορά. Είμαστε αφοσιωμένες στη μακροπρόθεσμη προοπτική και στο ότι θα προχωρήσουμε μαζί. Αυτές οι εμπειρίες θα είναι «συγκροτητικές» για εμάς ως κοινωνική τάξη.

ΚΝ: Όσον αφορά αυτή τη σχέση μεταξύ του κατεστημένου και της εξέγερσης, ήταν κάπως αναπόφευκτο ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν με αυτό τον τρόπο.  Βρισκόμαστε σε ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, το οποίο σχετίζεται με την εξέγερση και την πανδημία. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε το δημοψήφισμα τον Οκτώβριο και φέτος θα έχουμε άλλες πέντε εκλογές: θα εκλεγούν οι αντιπρόσωποι στη συντακτική συνέλευση, θα γίνουν δημοτικές εκλογές, θα εκλεγούν περιφερειακοί κυβερνήτες, θα γίνουν κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Ανανεώνεται όλο το θεσμικό πλαίσιο. Σε ένα πολιτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυτές τις πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, συν το δημοψήφισμα, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπάρξει σχετική μετατόπιση της πολιτικής δραστηριότητας προς την κατεστημένη πολιτική.

Πως θα εξελιχθούν όλες αυτές οι αναμετρήσεις; Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η ψηφοφορία είναι εθελοντική στη Χιλή, και τις τελευταίες δεκαετίες η τάση προς την εκλογική αποχή αυξάνεται συνεχώς. Στις τελευταίες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, είδαμε ποσοστό αποχής περίπου 60%. Αλλά η τάση αυτή αντιστράφηκε στο δημοψήφισμα, διότι, αν και η αποχή παρέμεινε υψηλή, συμμετείχε περίπου το 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Όχι μόνο ανακόπηκε η γενική τάση των τελευταίων 30 χρόνων, αλλά η εκλογική συμμετοχή αυξήθηκε κυρίως μεταξύ της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων, ενώ μειώθηκε ελαφρά η συμμετοχή των εύπορων. Αυτό είναι άνευ προηγουμένου.

Μια άλλη δυνητικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι ότι παρόλο που το πεδίο των πιθανών υποψηφίων προέδρων δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί, υπάρχουν πρώιμες ενδείξεις ότι, μεταξύ εκείνων που έχουν δηλώσει ότι θα βάλουν υποψηφιότητα, ο Daniel Jadue, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, φαίνεται να προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Αυτό είναι αρκετά πρωτόγνωρο, γιατί πέρα ​​από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς για τον ίδιο ή για το συγκεκριμένο κόμμα, μπορούμε να πούμε ότι από το 1989 και μετά, κανένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έχει λάβει ποτέ σημαντικό ποσοστό ψήφων ως υποψήφιος για την προεδρία.

Είναι επίσης πρωτόγνωρο διότι -όπως μάθαμε μέσω της εξέγερσης- η Χιλή αποδείχθηκε ότι δεν ήταν η νεοφιλελεύθερη όαση που προοριζόταν να γίνει και -πέρα ​​από τους ηγέτες της- δεν είναι και δεξιά χώρα. Εξεγέρθηκε ενάντια στην ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων, αποφάσισε δυναμικά να βάλει τέλος στο σύνταγμα του Πινοσέτ και τώρα ένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος  προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Αυτή είναι η τρέχουσα κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, και είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Ετικέτες