Δύο σχόλια για τη μαύρη επέτειο της απριλιανής δικτατορίας.

Ξη­μέ­ρω­σε 21 του Απρί­λη, κά­θε­σαι μπρο­στά στον υπο­λο­γι­στή και λες «τι να γράψω σή­με­ρα για τη μαύρη επέ­τειο, τι δεν έχει ει­πω­θεί, τι δεν έχει πε­ρι­γρα­φτεί, τι δεν έχουν πει άλλοι, κα­λύ­τε­ρα, εναρ­γέ­στε­ρα, όπως πχ ο Χάκ­κας στο δι­ή­γη­μα του το Ψα­ρά­κι της Γυά­λας, άραγε θυ­μά­ται κα­νείς ποιος ήταν ο Πα­να­γιώ­της Ελής» και άλλα ανά­λο­γα της ημέ­ρας.

Αλλά, τε­λι­κά, το ξα­να­σκέ­φτε­σαι, γιατί ορι­σμέ­νοι απο­κα­λύ­πτο­νται γνή­σια τέκνα της Χού­ντας και του δια­χρο­νι­κό­τε­ρου εγκλή­μα­τός της σε αυτή τη χώρα.

Η Χού­ντα επέ­βα­λε ή κα­λύ­τε­ρα απο­θέ­ω­σε την αμορ­φω­σιά και την αγραμ­μα­το­σύ­νη και διέ­πρα­ξε την πι­σώ­πλα­τη μα­χαι­ριά στην πνευ­μα­τι­κή άνοι­ξη της δε­κα­ε­τί­ας του ‘60, η οποία, ναι, όσο και αν πο­νά­ει αφά­ντα­στα ορι­σμέ­νους υπήρ­ξε κτήμα που καλ­λιέρ­γη­σαν κυ­ρί­ως άν­θρω­ποι ταγ­μέ­νοι στην υπό­θε­ση, τους αγώ­νες και τις διεκ­δι­κή­σεις της Αρι­στε­ράς.

Η Χού­ντα κα­πη­λεύ­τη­κε, δια­στρέ­βλω­σε, ξε­φτί­λι­σε τον λαϊκό, πνευ­μα­τι­κό πλού­το του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού και της δη­μο­τι­κής, προ­ε­πα­να­στα­τι­κής πα­ρά­δο­σης, για να μην μι­λή­σου­με βέ­βαια για το όργιο κι­τσα­ριού και γε­λοιό­τη­τας στις «εθνι­κο­πα­τριω­τι­κές» πα­ρε­λά­σεις στο Πα­να­θη­ναϊ­κό Στά­διο, τις... μάχες με­ταμ­φιε­σμέ­νων από το πα­νέ­ρι και τις στρα­τιω­τι­κές απο­θή­κες, κάτι κα­ρι­κα­τού­ρες Αλε­ξάν­δρων και Βουλ­γα­ρο­κτό­νων ψευ­το­μα­χη­τών κό­ντρα στους... εχθρούς της φυλής.

Εκεί, όμως, που το πο­λι­τι­στι­κό έγκλη­μα γνώ­ρι­σε κα­κουρ­γη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα επι­πτώ­σεις υπήρ­ξε το πεδίο της ιστο­ρί­ας, του πο­λι­τι­σμού και της δη­μό­σιας, κοι­νής εγ­γραμ­μα­το­σύ­νης για την αρ­χαιό­τη­τα. Ακο­λου­θώ­ντας το μο­τί­βο και το κα­κέ­κτυ­πο του ιδε­ο­λο­γι­κού τους προ­πά­το­ρα, στον αντι­κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό και τον αντι­κομ­μου­νι­σμό (αυτά πή­γαι­ναν πα­κέ­το...) δι­κτά­το­ρα Ιω­άν­νη Με­τα­ξά,οι απρι­λια­νοί χου­νταί­οι (σχε­δόν όλοι από­φοι­τοι της Ευ­ελ­πί­δων πάνω - κάτω στα χρό­νια της τε­ταρ­το­αυ­γου­στια­νής δι­κτα­το­ρί­ας) ήθε­λαν τη χώρα ένα απέ­ρα­ντο στρα­τό­πε­δο στα πρό­τυ­πα της «σπαρ­τια­τι­κής αγω­γής», των παι­δο­νό­μων και του δια­χω­ρι­σμού κα­θα­ρών, φυ­λε­τι­κά ανώ­τε­ρων Σπαρ­τια­τών και μο­λυ­σμέ­νων, φυ­λε­τι­κά κα­τώ­τε­ρων ει­λώ­των.

Στους πρώ­τους, συ­γκα­τα­λε­γό­ταν όλος εκεί­νος ο εσμός έν­στο­λων ή μη ρου­φιά­νων, ρα­σο­φό­ρων, χω­ρο­φυ­λά­κων, δη­μο­δι­δα­σκά­λων και κοι­νο­ταρ­χών, ΤΕ­Α­τζή­δων, δο­σι­λό­γων κα­ριέ­ρας, πι­στο­ποι­η­μέ­νων κε­φα­λο­κυ­νη­γών Χιτών, βα­σι­λο­φρό­νων παρτ τάημ και πα­ρα­κρα­τι­κών φουλ τάημ που ψω­μί­ζο­νταν προ­νο­μια­κά από φα­νε­ρά και κρυφά κρα­τι­κά και επι­χει­ρη­μα­τι­κά τα­μεία, απο­τε­λού­σαν τον κορμό της εθνι­κο­φρο­σύ­νης και ήταν ο σκλη­ρός, ενί­ο­τε ένο­πλος βρα­χί­ο­νας-άλ­λο­θι της καλής, κο­λω­να­κιώ­τι­κης, αστι­κής κοι­νω­νί­ας, που από τη μία έψα­χνε πχ έναν λοχία για να την απαλ­λά­ξει πχ από τους Πα­παν­δρέ­ου και μετά έκλει­νε δήθεν φρίτ­του­σα μπρο­στά στις εξε­λί­ξεις, τις εφη­με­ρί­δες της...

Στην άλλη πλευ­ρά, στους εί­λω­τες, ήταν όσοι είχαν τυ­λι­χθεί σε μια κόλλα χαρτί ακόμη και αγέν­νη­τοι ή βρέφη, ωσάν επι­κίν­δυ­νοι και κον­σερ­βο­κου­το­φέ­ρο­ντες ΕΑ­Μο­βούλ­γα­ροι, βε­νι­ζε­λο­κομ­μου­νι­στές και κοι­νω­νι­κώς απρο­σάρ­μο­στα «παι­διά της γα­λα­ρί­ας», με ένα φά­κε­λο στο τμήμα χω­ρο­φυ­λα­κής ή την ασφά­λεια που κά­λυ­πτε δυο-τρία στρέμ­μα­τα γης, αν άπλω­νες τα χαρ­τιά το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτοί ούτε θυ­ρω­ροί ή κα­θα­ρί­στριες δεν γί­νο­νταν, ούτε άδεια πο­δη­λά­του δεν έπαιρ­ναν, αν δεν είχαν πι­στο­ποι­η­τι­κό «υγιών» κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των ή δεν είχαν φι­λή­σει κα­του­ρη­μέ­νες πο­διές, στον ΤΕ­Α­τζή, τον χω­ρο­φύ­λα­κα, τον δο­σί­λο­γο κα­ριέ­ρας και πάει λέ­γο­ντας. Και κάπως έτσι γέ­μι­ζαν τα βα­πό­ρια και τα βα­γό­νια «για τον σταθ­μό του Μο­νά­χου» και «του Βελ­γί­ου τις στοές» και άδεια­ζαν ορει­νές πε­ριο­χές όπως η Ευ­ρυ­τα­νία, η Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νία, η Ήπει­ρος, διό­λου τυ­χαία τα βα­σι­κά θέ­α­τρα ένο­πλης αντι­πα­ρά­θε­σης στο πρώτο και το δεύ­τε­ρο αντάρ­τι­κο - για να μι­λή­σου­με τη γλώσ­σα με τις ρίζες στις το­πι­κές κοι­νω­νί­ες και την προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση.

Συγ­γνώ­μη, ξέ­φυ­γα, το θέμα μου είναι άλλο, κάπως δύ­σκο­λο, κάπως δυ­σκοί­λιο, ίσως και κάπως τα­μπού και για την Αρι­στε­ρά μας - η αρ­χαιο­γνω­σία. Αφό­δευ­σαν η Χού­ντα και η κα­θε­στη­κυία εθνι­κο­φρο­σύ­νη πάνω στην αρ­χαιό­τη­τα και οι οσμές, η σα­πί­λα και ο βό­θρος έγι­ναν η αρ­χαιό­τη­τα που μέσες - άκρες, με μπό­λι­κο πα­σά­λειμ­μα, ακόμη πιο μπό­λι­κη βα­ρε­μά­ρα και χα­σμου­ρη­τά σε κα­τα­θλι­πτι­κές, σχο­λι­κές αί­θου­σες και μια τυ­πο­ποι­η­μέ­νη δι­δα­σκα­λία χωρίς εμ­βά­θυν­ση στο νόημα ή τα κρυφά χα­ρί­σμα­τα, έμαθε ο νε­ο­έλ­λη­νας μα­θη­τής και φέ­ρελ­πις ερ­γα­ζό­με­νος - γρα­νά­ζι του συ­στή­μα­τος -όχι βέ­βαια ότι πριν τα πράγ­μα­τα ήταν κα­λύ­τε­ρα...

Λίγο Με­γα­λέ­κος, λίγο Λε­ω­νί­δας, Θερ­μο­πύ­λες, Σα­λα­μί­νες και Σι­κε­λί­ες, κάτι τρέ­λες πού­λα­γε στην αθη­ναϊ­κή αγορά ο Σω­κρά­της, που τον έφα­γαν μετά στα δι­κα­στή­ρια, λίγο Αρι­στο­φά­νης, κάτι μάρ­μα­ρα στον Παρ­θε­νώ­να, τους Δελ­φούς και την Επί­δαυ­ρο, βέ­βαια, Ολυ­μπια­κοί Αγώ­νες, Ολυ­μπια­κός Πει­ραιώς και Ολυ­μπια­κοί της Κό­κα-Κό­λα, κάτι ψιλά από φι­λο­σο­φία - κυ­ρί­ως σκόρ­πια ονό­μα­τα «επι­φα­νών» της επο­χής, και φυ­σι­κά Τρω­ϊ­κός Πό­λε­μος, Ωραία Ελένη, ωραί­οι θά­να­τοι, μυ­θι­κοί ήρωες, σε­ξουα­λι­κά σκάν­δα­λα με τον Οι­δί­πο­δα και τη μάνα του ή με τον Δία και τις ερω­μέ­νες του, Τζέι­σον και Αρ­γο­ναύ­τες, τα­λαί­πω­ρος Οδυσ­σέ­ας, κο­λύ­μπα­γε και δεν έφτα­νε, Σπάρ­τη, το στρα­τό­πε­δο, το... ανί­κη­το και χα­λύ­βδι­νο πε­ζι­κό, κάτι λέ­γα­νε και για σει­σά­χθεια, αλλά αυτό μπο­ρεί να είναι και νε­ω­τε­ρι­σμός της ΛΑΕ και τα λοιπά και τα λοιπά.

Ποιος να ξέρει ότι πχ για κάθε Αρι­στο­τέ­λη που επι­χει­ρη­μα­το­λο­γού­σε τσά­τρα - πάτρα για τους φύσει αν­θρώ­πους δού­λους, υπήρ­χε ένας Αντι­φών που δια­κή­ρυτ­τε αιώ­νες πριν τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και τον Μάρ­τιν Λού­θερ Κινγκ ότι όλοι οι άν­θρω­ποι, ανε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κής θέσης, χρώ­μα­τος και κα­τα­γω­γής, γε­νιού­νται και πρέ­πει να με­γα­λώ­νουν ίσοι, επει­δή έχουν την ίδια σω­μα­τι­κή διά­πλα­ση, τις ίδιες δυ­να­τό­τη­τες νό­η­σης και από τις ίδιες οπές απο­λαμ­βά­νουν και αντι­λαμ­βά­νο­νται τη ζωή τους;

Ποιος γνω­ρί­ζει ότι πχ για κάθε στρα­τό­πε­δο της πρώ­ι­μης, ολι­γαρ­χι­κής και στρα­το­κρα­τι­κής Σπάρ­της υπήρ­χε μια μα­ζι­κή πο­λι­το­γρά­φη­ση ει­λώ­των στα χρό­νια του Πε­λο­πον­νη­σια­κού Πο­λέ­μου, οι Βρα­σι­δείς και οι Λυ­σαν­δρείς, με ίσα πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα με τους Ομοί­ους (Σπαρ­τιά­τες) και μια θε­α­μα­τι­κή, σχε­δόν κομ­μου­νι­στι­κή, αγρο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση δύο φω­τι­σμέ­νων βα­σι­λιά­δων, του Αγι­δος και του Κλε­ο­μέ­νη, που έδω­σαν γη και ελευ­θε­ρία στους εί­λω­τες για να τους δο­λο­φο­νή­σει η συ­ντη­ρη­τι­κή συμ­μα­χία του ιε­ρα­τεί­ου, των εφό­ρων και των εύ­πο­ρων Σπαρ­τια­τών;

Ποιος ανα­τρέ­χει στον διά­λο­γο Αθη­ναί­ων και Μη­λί­ων κάθε φορά που ένας σύγ­χρο­νος ιμπε­ρια­λι­στής, αμε­ρι­κα­νός, ρώσος, γάλ­λος, βρε­τα­νός, ευ­ρω­παί­ος ή «πο­λι­τι­σμέ­νος», θέλει να λα­φυ­ρα­γω­γή­σει, να υπο­δου­λώ­σει, να κλέ­ψει ή απλώς να κα­τα­στρέ­ψει για το κέφι του, έναν ανυ­πό­τα­κτο ή απεί­θαρ­χο «μικρό» που σή­κω­σε κε­φά­λι ελευ­θε­ρί­ας, αξιο­πρέ­πειας και αυ­θυ­παρ­ξί­ας;

Ποιος έχει δια­βά­σει πχ την ίδια την Οδύσ­σεια και τη ρα­ψω­δία μ, για να δια­πι­στώ­σει ότι αυτός που έφθα­σε ως εμάς ως δη­μιουρ­γός της, δη­λα­δή ο Όμη­ρος, ποι­η­τής ων, ποι­η­τι­κή αδεία δια­θέ­των, έβαλε τις Συ­μπλη­γά­δες Πέ­τρες στον δρόμο και του Οδυσ­σέα, χωρίς να υπα­κού­σει στους... κα­νό­νες της μυ­θο­λο­γί­ας και της Αρ­γο­ναυ­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας; Και επο­μέ­νως πχ ο Τσί­πρας έχει κάνει άλλα, τε­ρά­στια, με­γά­λα, αντι­κοι­νω­νι­κά και αντερ­γα­τι­κά λάθη και εγκλή­μα­τα - για τα οποία οι ίδιοι που έσπευ­σαν να τον μεμ­φθούν για τη δήθεν «αμορ­φω­σιά» του στην αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία κά­νουν τα­κτι­κά τις πά­πιες και σιω­πούν-, αλλά την Οδύσ­σεια, ίσως και κατά λάθος, την ξέρει κα­λύ­τε­ρα από τους ίδιους διά­φο­ρους γε­λοί­ους, πραγ­μα­τι­κά αστοι­χεί­ω­τους και αμόρ­φω­τους δη­μο­σιο­γρά­φους, αρ­θρο­γρά­φους, δη­μο­σιο­λό­γους και κρι­τι­κούς του κώ­νω­πα, που κα­τα­πί­νουν την κά­μη­λο των μνη­μο­νί­ων.

Αλλά, εί­πα­με, η Χού­ντα - και πιο πριν η κα­θε­στη­κυία εθνι­κο­φρο­σύ­νη - άρ­πα­ξε την αρ­χαιό­τη­τα, τη σο­δό­μι­σε, την έκανε σαν τα μού­τρα της και κλη­ρο­δό­τη­σε την δια­χρο­νι­κή αγραμ­μα­το­σύ­νη και την κρυ­πτο­φα­σι­στι­κή δια­στρέ­βλω­ση της, ει­δι­κά των δήθεν «μορ­φω­μέ­νων» και «αρί­στων», μό­νι­μη, αό­ρα­τη και αδυ­σώ­πη­τη τυ­ραν­νία του τόπου.

ΥΓ : Χθες το από­γευ­μα, έκ­πλη­κτος, σε συν­δρο­μη­τι­κή, τη­λε­ο­πτι­κή πλατ­φόρ­μα, έπεσα πάνω σε ένα για μένα άγνω­στο δια­μά­ντι του ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου, την ται­νία του 1965 (προ­σο­χή στο έτος, ε;) «Η μοίρα του Αθώου», με πρω­τα­γω­νι­στές τον Πέτρο Φυσ­σούν, τον Πα­ντε­λή Ζερβό, την Νίκη Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, τον Βαγ­γέ­λη Καζάν, τον Χρι­στό­φο­ρο Νέζερ, τον Ανέ­στη Βλάχο, τον Γιάν­νη Αρ­γύ­ρη κ.α. Το σε­νά­ριο της; Ένας μορ­φω­μέ­νος νέος προ­σπα­θεί να συ­νε­νώ­σει τους συγ­χω­ρια­νούς του σε έναν αγρο­τι­κό συ­νε­ται­ρι­σμό, προ­κει­μέ­νου να απαλ­λα­γούν από την επι­κυ­ριαρ­χία του το­πι­κού πρού­χο­ντα που δη­μεύ­ει στα­δια­κά τη γη τους και τους κρατά δε­σμευ­μέ­νους για γε­νιές ολό­κλη­ρες σε τό­κους και χρέη. Το τέλος είναι εξί­σου πε­ρι­πε­τειώ­δες, αι­μα­τη­ρό αλλά και ελ­πι­δο­φό­ρο. Κα­νο­νι­κά, και με αφορ­μή την μαύρη επέ­τειο της απρι­λια­νής Χού­ντας θα έπρε­πε να βρε­θεί και κά­ποιο, ελεύ­θε­ρης λήψης, κα­νά­λι να την με­τα­δώ­σει - αν και το εμ­φα­νώς αντι­στα­σια­κό ου μη και επα­να­στα­τι­κό μή­νυ­μα της ται­νί­ας δεν ανή­κει στα «θε­μι­τά» μη­νύ­μα­τα της επο­χής μας...

Για όλα τα ψα­ρά­κια της γυά­λας,κάθε επο­χής...

Πε­νή­ντα χρό­νια από το απρι­λια­νό πρα­ξι­κό­πη­μα των συ­νταγ­μα­ταρ­χών (και πόσα άλλα χρό­νια από την κάθε, μαύρη και αντι­δρα­στι­κή ,«επέ­τειο» αυτού του τόπου).

Γιάν­νης Νι­κο­λό­που­λος

Κάθε τέ­τοια μέρα, ανα­τρέ­χω σε αυτό το σύ­ντο­μο δι­ή­γη­μα ενός με­γά­λου, όσο και πρό­ω­ρα χα­μέ­νου ανα­τό­μου της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, του Μά­ριου Χάκκα. Είναι μια τα­κτι­κή «άσκη­ση ετοι­μό­τη­τας» και αντα­να­κλα­στι­κών μνή­μης. Τον Χάκκα, και το συ­γκε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, τον ανα­κά­λυ­ψα στο Λύ­κειο, στο πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο σχο­λι­κό βι­βλίο των Κει­μέ­νων Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας της δε­κα­ε­τί­ας του 1990. Ήταν ένα ευ­χά­ρι­στο σοκ - λίγο καιρό αρ­γό­τε­ρα, ο «Κέ­δρος» φρό­ντι­σε να εκ­δώ­σει και τα Άπα­ντά του - και εκεί έπεσα πάνω στον Μπι­ντέ, ένα άλλο κο­ρυ­φαίο, όσο και άγνω­στο, σκο­νι­σμέ­νο δι­ή­γη­μα ει­ρω­νι­κής ανα­το­μί­ας του ελ­λα­δι­κού μας μι­κρο­α­στι­σμού και της φθο­ρο­ποιού δύ­να­μής του στην Αρι­στε­ρά. Δεν ξέρω αν δι­δά­σκο­νται στα λύ­κεια της χώρας, έχω χάσει την επαφή μου με τις αί­θου­σες, ελ­πί­ζω να υπάρ­χουν ακόμη βι­βλία και κυ­ρί­ως κα­θη­γη­τές που φρο­ντί­ζουν όχι απλώς να...δι­δά­σκε­ται, αλλά να αφου­γκρά­ζε­ται και να κα­τα­νο­εί ο μα­θη­τής γρα­φιά­δες όπως ο Χάκ­κας. Ίσως έτσι εκλεί­ψουν στο μέλ­λον, πολλά ψα­ρά­κια της γυά­λας που αρ­κού­νται στην ελά­χι­στη τροφή τους, το φι­λή­συ­χον του βίου τους και τη μνήμη με­ρι­κών δευ­τε­ρο­λέ­πτων ή την αλ­λα­γή του νερού τους. Α, ξέ­χα­σα, όπου να ‘ναι θα πέ­σουν και τα μνη­μό­νια... Έτσι, από μόνα τους (κλεί­σα­νε ήδη τη δική τους επτα­ε­τία)...

Μά­ριος Χάκ­κας: Το ψα­ρά­κι της γυά­λας

Ο άν­θρω­πος, με τη φρα­τζό­λα υπο­μά­λης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρό­νια πε­ρί­που κρα­τού­σε καρ­πού­ζι. Τότε ήταν Ιού­λιος και φυ­σι­κά υπήρ­χαν καρ­πού­ζια, ενώ τώρα Απρί­λης και πήρε φρα­τζό­λα. Βέ­βαια και καρ­πού­ζια να υπήρ­χα­νε, πράγ­μα αφύ­σι­κο για μήνα Απρί­λη, αυτός πάλι για φρα­τζό­λα στο φούρ­νο θα πή­γαι­νε, όπως άλ­λω­στε όλος ο κό­σμος.

Μέσα στο γε­νι­κό πα­νι­κό, πέσαν όλοι στα τρό­φι­μα. Πε­ρί­με­νε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέ­θη­κε με μια ζε­μα­τι­στή φρα­τζό­λα στο χέρι. Άλλοι παίρ­να­νε τρεις και τέσ­σε­ρες, αυτός, μόνο μία. Για τη δου­λειά που την ήθελε και μία αρ­κού­σε. Την έβαλε κάτω από τη μα­σχά­λη και πήρε τους δρό­μους.

Το σωστό είναι, όταν κά­ποιος κρα­τά­ει μία φρα­τζό­λα, να πη­γαί­νει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπο­ρού­σε να πάει. Στη συ­νοι­κία που έμενε, από τα χα­ρά­μα­τα είχαν αρ­χί­σει συλ­λή­ψεις και μόλις πρό­λα­βε να ντυ­θεί βια­στι­κά, πε­τά­χτη­κε έξω και ξε­μά­κρυ­νε γρή­γο­ρα, ανα­ζη­τώ­ντας το πιο κα­τάλ­λη­λο αντι­κεί­με­νο για κα­μου­φλάζ στις κι­νή­σεις του.

Σ' όλους τους αν­θρώ­πους, ακόμα και στους πρω­τό­γο­νους, είναι γνω­στή η αξία χρή­σης των αντι­κει­μέ­νων. Στις προηγ­μέ­νες εμπο­ρευ­μα­τι­κές κοι­νω­νί­ες τα πράγ­μα­τα φυ­σι­κά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλ­λα­κτι­κή, όπως συ­νή­θως τη λένε. Στην Ελ­λά­δα εκτός απ' αυτές τις δυο γνω­στές και πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νες αξίες έχει ανα­κα­λυ­φθεί και μια τρίτη: Η πα­ραλ­λα­κτι­κή, που παί­ζει ση­μα­ντι­κό ρόλο στις έκτα­κτες πε­ρι­στά­σεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η πα­ραλ­λα­κτι­κή αξία ενός πράγ­μα­τος απευ­θεί­ας ανά­λο­γη της εφευ­ρε­τι­κό­τη­τας του πα­ραλ­λά­κτη και της αντί­λη­ψης του αστυ­νο­μι­κού ορ­γά­νου που επι­χει­ρεί να πα­ρα­πλα­νή­σει. Δη­λα­δή, όσο πιο ατσί­δας είναι ο αστυ­νο­μι­κός, τόσο πιο πει­στι­κό πρέ­πει να είναι το αντι­κεί­με­νο που κρα­τά­ει ο πα­ραλ­λά­κτης στα χέρια του, για να λει­τουρ­γή­σει ο νόμος της πα­ραλ­λα­γής.

Στα Ιου­λια­νά, πη­γαί­νο­ντας ο άν­θρω­πος μας στις συ­γκε­ντρώ­σεις, είναι αλή­θεια πάντα στα άκρα, κρα­τού­σε κι ένα καρ­πού­ζι. (Αξία πα­ραλ­λα­γής). Αν γι­νό­ταν καμιά φα­σα­ρία, γλι­στρού­σε, δεί­χνο­ντας στους αστυ­νο­μι­κούς το καρ­πού­ζι: "Είμαι ένας φι­λή­συ­χος άν­θρω­πος και πάω στο σπίτι μου."

Πραγ­μα­τι­κά, πή­γαι­νε σπίτι, φο­ρού­σε πι­ζά­μες, πα­ντό­φλες, κι εκεί στη βε­ρά­ντα, έκοβε το καρ­πού­ζι και το 'τρω­γε, (αξία χρή­σης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλού­δες του πά­πυ­ρο. Αυτό ήταν και το βρα­δι­νό του. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, σα­βου­ρώ­νο­ντας ό,τι του λά­χαι­νε, είχε πα­ρα­βα­ρύ­νει από σάλ­τσες κι απο­φά­σι­σε να κάνει πια δί­αι­τα. Όμως η κοι­λιά κρέ­μο­νταν πάντα εκεί μπρο­στά του μα­κρου­λό καρ­πού­ζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρ­χί­σει την επο­μέ­νη ασκή­σεις, αυτές ποτέ δε γι­νό­ντα­νε. Βα­ριό­ντα­νε. Βα­ριό­ντα­νε ν' ασχο­λη­θεί ακόμα και με τα φερ - φορζέ, στο­λί­δι της βε­ρά­ντας του, γιατί το θέ­λα­νε πια ένα πέ­ρα­σμα λευκή λα­δο­μπο­γιά. Ήταν και το χρυ­σό­ψα­ρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρε­πε ν' αλ­λά­ζει το νερό, μια ασχο­λία κι αυτή που του φαί­νο­νταν βα­ρε­τή.

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια είχε κι αυτός την Κα­πούη του: Ένα σπι­τά­κι με βε­ρά­ντα που έβλε­πε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θα­λά­μους φυ­λα­κής και σε τσα­ντή­ρια εξο­ρί­ας, μετά από τόσες στε­ρή­σεις, όταν κά­πο­τε βρέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος, μπλέ­χτη­κε με κάτι οι­κό­πε­δα, κέρ­δι­σε ξαφ­νι­κά με­ρι­κά λε­φτου­δά­κια κι αγό­ρα­σε αυτό το σπι­τά­κι όπου και ζούσε μο­νά­χος.

Για πα­ντρειά δεν απο­φά­σι­ζε. "Δεν ξέ­ρεις τι γί­νε­ται πάλι", έλεγε κάθε φορά που του φέρ­ναν εκεί την κου­βέ­ντα. "Ο γάμος σε δένει με τού­τον τον κόσμο, ευ­θύ­νες, παι­διά. Εγώ έχω ένα πα­ρελ­θόν κι ένα αβέ­βαιο μέλ­λον."

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δη­μιουρ­γού­σε γερό δέ­σι­μο με τού­τον τον κόσμο κι αγε­φύ­ρω­το χάσμα με το πα­ρελ­θόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσ­σε­ρες τοί­χοι στο­λι­σμέ­νοι με κάδρα, πα­ρά­θυ­ρα δίχως κά­γκε­λα και μια πόρτα που την άνοι­γε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυ­σι­κά αι­τί­ες να ξε­κό­ψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σα­λο­νά­κι δα­νέ­ζι­κο. Ήταν κι ένα κρε­βά­τι μ' ανα­παυ­τι­κό στρω­μα­τέξ. Σόμπα στα χει­μω­νιά­τι­κο βρά­δια, ψυ­γείο για τα καυτά κα­λο­καί­ρια, πα­γά­κια, και μια σειρά άλλα ψι­λο-πράγ­μα­τα εκ πρώ­της όψεως που δεν είχε συ­να­ντή­σει στους ηρω­ι­κούς αλλά τόσο σκλη­ρούς χώ­ρους της νιό­της του.

Είναι αλή­θεια, καλά καλά δεν είχε ξε­κό­ψει με το πα­ρελ­θόν. Όσο μπο­ρού­σε συ­νέ­χι­ζε, πη­γαί­νο­ντας στις συ­γκε­ντρώ­σεις, πα­ραγ­γελ­τι­κά φυ­σι­κά, δί­νο­ντας τα­κτι­κά τη συν­δρο­μή του κι ακού­γο­ντας στο πικάπ δί­σκους που απο­κλει­στι­κά ανα­φέ­ρο­νταν σε κείνα τα δύ­σκο­λα χρό­νια.

'Ηταν ωραία ν' ακούς στους δί­σκους για καη­μούς και στε­ρή­σεις, για μια υπε­ράν­θρω­πη προ­σπά­θεια, άσχε­τα αν δεν κα­τά­λη­ξε κάπου, για μια στάση ηρω­ι­κή που με­τεί­χε κι ο ίδιος. 'Ηταν πολύ ωραία να κά­θε­σαι στη σαιζ λόγκ και ν' ανα­πο­λείς ακόμη και τους πε­ρα­σμέ­νους πό­νους σου, απα­λό­τε­ροι τώρα, τυ­λιγ­μέ­νοι στο μύθο, σα να μη συ­νέ­βη­καν σε σένα τον ίδιο. "Ε, πάει πε­ρά­σα­νε όλα. Δύ­σκο­λα χρό­νια, αλλά είχε μια ομορ­φιά αυτή η ιστο­ρία." 'Ηταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις ανα­μνή­σεις και το πι­κά­π' ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρ­χί­σα­νε πάλι να πάρει ο διά­βο­λος, τι φταί­ει να παίρ­νει πάλι μπάλα τους δρό­μους;

Ήταν μια χαρά βο­λε­μέ­νος και τώρα το κυ­νη­γη­τό και πού να πάει; Ποια δύ­σπι­στη πόρτα να χτυ­πή­σει, που όλοι, συγ­γε­νείς, γνω­στοί, φίλοι, θα εί­χα­νε την ίδια αιτία; Πολ­λοί απ' αυ­τούς τώρα θα 'ταν κιό­λας πια­σμέ­νοι κι άλλοι ίσως τρι­γυ­ρί­ζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρα­τζό­λα στο χέρι.

'Ε­κα­νε ένα με­γά­λο κύκλο μα­κριά απ' το κέ­ντρο. Πέ­ρα­σε Βύ­ρω­να, Δάφνη κι έπεσε στην Καλ­λι­θέα. 'Ηταν μια καλή άσκη­ση. Είχε καιρό να περ­πα­τή­σει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φω­τει­νό πρω­ι­νό, λες επι­τού­του φτιαγ­μέ­νο για ένα με­γά­λο πε­ρί­πα­το. Ασυ­ναί­σθη­τα άρ­χι­σε να τσι­μπά­ει τη γωνιά, της φρα­τζό­λας, ενώ ταυ­τό­χρο­να του 'ρ­θα­νε αι­σιό­δο­ξες σκέ­ψεις: "Μπα, δεν κρα­τά­ει για πολύ αυτή η κα­τά­στα­ση. 'Οπου να­'ναι θα πέ­σουν."

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψι­λο­κο­σκι­νί­σει αυτό το από­φθεγ­μα θα πα­ρα­τη­ρού­σε ότι η αο­ρι­στία της πρώ­της πρό­τα­σης συ­νε­χί­ζε­ται μέσα στη δεύ­τε­ρη κι αυτό οφεί­λε­ται στη χρη­σι­μο­ποί­η­ση τρί­του προ­σώ­που. Βέ­βαια, η χρήση πρώ­του προ­σώ­που και μά­λι­στα ενι­κού αριθ­μού στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, θέλει καρ­διά και προ­σω­πι­κή προ­πα­ρα­σκευή για τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο. "Πώς θα πέ­σουν;" άκου­σε μια φωνή μέσα του, "όπως τα ώριμα φρού­τα από μόνα τους ή τι­νά­ζο­ντας το δέ­ντρο γερά;" "θα τους ρίξει ο λαός", διόρ­θω­σε πι­κρα­μέ­νος λι­γά­κι, γιατί ήτανε δε­δο­μέ­νο ότι θε­ω­ρού­σε τον εαυ­τόν του ένα μ' αυτόν το λαό κι επο­μέ­νως δεν έβγα­ζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρε­πε να κι­νη­θεί προς το κέ­ντρο εκεί που μπο­ρού­σε να δια­δρα­μα­τι­στούν γε­γο­νό­τα να συμ­με­τά­σχει σ' αυτά ή μήπως πί­στευε στη θε­ω­ρία της πρω­το­πο­ρί­ας (τα στε­λέ­χη χρειά­ζο­νται) κι έπρε­πε να φυ­λα­χτεί;

"Δεν μπορώ", σκέ­φτη­κε, "προς το κέ­ντρο δεν πάνε τα πόδια μου. 'Οσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύ­να­το. Ας ενερ­γή­σουν οι άλλοι, ας κα­τε­βού­νε στο κέ­ντρο οι νέοι."

Είχε φτά­σει σε μια πε­ριο­χή που κα­τοι­κού­σε μια μα­κρι­νή εξα­δέλ­φη του. Δί­στα­σε να πάει προς το σπίτι της. 'Ομως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσι­γά­ρα και του χρεια­ζό­ντα­νε ένας καφές. Τε­λι­κά τ' απο­φά­σι­σε.

Τι γί­νε­ται; ρω­τού­σε της ξα­δέρ­φης ο άντρας, γερό πα­λι­κά­ρι και γερό με­ρο­κά­μα­το.

- Τι γί­νε­ται; ρώ­τη­σε κι ο ίδιος μην ξέ­ρο­ντας τι ν' απα­ντή­σει.

- Θα­'χει την Κυ­ρια­κή πο­δό­σφαι­ρο άραγε;

- Πού να ξέρω; είπε εκεί­νος που έρ­χο­νταν απ' έξω.

- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελ­πι­σμέ­νος ο άλλος κι έπια­σε το μέ­τω­πο του. 'Ε­χεις και το ρα­διό­φω­νο, μόνο εμ­βα­τή­ρια παί­ζει. Για τα γή­πε­δα

τί­πο­τε.

Ο δικός μας ρού­φη­ξε καυτό τον καφέ του, προ­σπα­θώ­ντας να γλι­τώ­σει το γρη­γο­ρό­τε­ρο από της εξα­δέρ­φης τον άντρα κι από τα άσμα­τα του ρα­διο­φώ­νου, και πε­τά­χτη­κε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευ­ρι­κό, σβέλ­το βήμα. Πρώτη φορά περ­πα­τού­σε μ' αυτό τον τρόπο κι απο­ρού­σε κι ο ίδιος όταν τσά­κω­σε τον εαυ­τόν του να δου­λεύ­ει μέσα του το εμ­βα­τή­ριο, θα μπο­ρού­σε να πει πως το σι­γο­μουρ­μού­ρι­ζε κιό­λας:

Το πυ­ρο­βο­λι­κό, το πυ­ρο­βο­λι­κό,

το πυ­ρο­βο­λι­κό, πολύ το αγαπώ.

Πα­ρα­τή­ρη­σε ότι κι ένας άλλος άν­θρω­πος που βά­δι­ζε μπρος του πή­γαι­νε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βη­μα­τι­σμό, λες και μι­κρο­σκο­πι­κά με­γά­φω­να κολ­λη­μέ­να εκεί δίπλα στ' αυτιά του με­τέ­δι­δαν το γνω­στό εμ­βα­τή­ριο. 'Ηταν φορ­τω­μέ­νος μια τσά­ντα φίσκα με τρό­φι­μα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. 'Ομως αμέ­σως ένα πη­δη­μα­τά­κι κου­τσό, και το έβρι­σκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τε­τρά­γω­να πα­ρα­πέ­ρα τον ρού­φη­ξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον πε­ρί­με­νε ίσως μια γυ­ναί­κα με τα νυ­χτι­κά, ο απέ­να­ντι γεί­το­νας για κα­νέ­να ου­ζά­κι, ο μπα­τζα­νά­κης μ' έτοι­μο στρω­μέ­νο το τάβλι. Τί­πο­τε δεν άλ­λα­ζε γι' αυτόν. Μόνο ένα κου­τσό βη­μα­τά­κι κι αμέ­σως ήτανε με το ρυθμό της ημέ­ρας κι αυτό του επέ­τρε­πε να κοι­μά­ται στο σπίτι του.

Γιατί λοι­πόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προ­σαρ­μο­γή, πάντα θα περ­πα­τού­σε πα­ρά­ται­ρα: 'Ενα τί­πο­τε είναι η απο­δο­χή της κα­τά­στα­σης κι έπει­τα γυ­ρί­ζεις στο σπίτι σου. Βέ­βαια μπο­ρεί εκεί να μην τον πε­ρί­με­νε μια γυ­ναί­κα με το νυ­χτι­κό, ένας μπα­τζα­νά­κης, οι γεί­το­νες να κά­νουν παρέα, όμως είχε εκεί­νο το ψα­ρά­κι στη γυάλα, και ποιος θα του αλ­λά­ζει το νερό; Είναι μια ζω­ού­λα κι αυτό, έχει ευ­θύ­νη. Το φα­ντά­ζο­νταν να κόβει βόλ­τες στο στενό χώρο της γυά­λας. 'Ε­κα­νε όλο χάρη κι­νή­σεις, δεί­χνο­ντας τη χρυσή του κοι­λιά, πότε τα πλαϊ­νά του πτε­ρύ­για. Το στόμα του ανοι­γό­κλει­νε ρυθ­μι­κά. Και ξαφ­νι­κά η ανα­πνοή του γι­νό­ντα­νε γρή­γο­ρη, ασφυ­κτιού­σε. Τώρα σπαρ­τα­ρά­νε, πνί­γο­νταν, έπε­φτε μο­λύ­βι το σώμα του στον πάτο της γυά­λας.

Έβγα­λε το μα­ντί­λι απ' την κω­λό­τσε­πη και σφούγ­γι­σε το ιδρω­μέ­νο του . μέ­τω­πο. "Δε γί­νε­ται" σκέ­φτη­κε, "πρέ­πει να πάω." Έπρε­πε να νοια­στεί το ψα­ρά­κι. Το μόνο που μπο­ρού­σε να κάνει αυτή την κρί­σι­μη μέρα ήταν ν' αλ­λά­ξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα, τα σο­βα­ρά και με­γά­λα, δεν είχε δύ­να­μη.

Επέ­στρε­φε μέσα στο απρι­λιά­τι­κο από­γευ­μα σπίτι του κι ήταν παρ­μέ­νη η από­φα­ση. Εκεί θα κλει­δώ­νο­νταν κι ας έρ­χο­νταν από εκεί να τον πά­ρουν.

Σου­ρου­πώ­νο­ντας έμπαι­νε στην Και­σα­ρια­νή.

Ετικέτες