Δύο σχόλια για τη μαύρη επέτειο της απριλιανής δικτατορίας.
Ξημέρωσε 21 του Απρίλη, κάθεσαι μπροστά στον υπολογιστή και λες «τι να γράψω σήμερα για τη μαύρη επέτειο, τι δεν έχει ειπωθεί, τι δεν έχει περιγραφτεί, τι δεν έχουν πει άλλοι, καλύτερα, εναργέστερα, όπως πχ ο Χάκκας στο διήγημα του το Ψαράκι της Γυάλας, άραγε θυμάται κανείς ποιος ήταν ο Παναγιώτης Ελής» και άλλα ανάλογα της ημέρας.
Αλλά, τελικά, το ξανασκέφτεσαι, γιατί ορισμένοι αποκαλύπτονται γνήσια τέκνα της Χούντας και του διαχρονικότερου εγκλήματός της σε αυτή τη χώρα.
Η Χούντα επέβαλε ή καλύτερα αποθέωσε την αμορφωσιά και την αγραμματοσύνη και διέπραξε την πισώπλατη μαχαιριά στην πνευματική άνοιξη της δεκαετίας του ‘60, η οποία, ναι, όσο και αν πονάει αφάνταστα ορισμένους υπήρξε κτήμα που καλλιέργησαν κυρίως άνθρωποι ταγμένοι στην υπόθεση, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις της Αριστεράς.
Η Χούντα καπηλεύτηκε, διαστρέβλωσε, ξεφτίλισε τον λαϊκό, πνευματικό πλούτο του δημοτικού τραγουδιού και της δημοτικής, προεπαναστατικής παράδοσης, για να μην μιλήσουμε βέβαια για το όργιο κιτσαριού και γελοιότητας στις «εθνικοπατριωτικές» παρελάσεις στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τις... μάχες μεταμφιεσμένων από το πανέρι και τις στρατιωτικές αποθήκες, κάτι καρικατούρες Αλεξάνδρων και Βουλγαροκτόνων ψευτομαχητών κόντρα στους... εχθρούς της φυλής.
Εκεί, όμως, που το πολιτιστικό έγκλημα γνώρισε κακουργηματικού χαρακτήρα επιπτώσεις υπήρξε το πεδίο της ιστορίας, του πολιτισμού και της δημόσιας, κοινής εγγραμματοσύνης για την αρχαιότητα. Ακολουθώντας το μοτίβο και το κακέκτυπο του ιδεολογικού τους προπάτορα, στον αντικοινοβουλευτισμό και τον αντικομμουνισμό (αυτά πήγαιναν πακέτο...) δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά,οι απριλιανοί χουνταίοι (σχεδόν όλοι απόφοιτοι της Ευελπίδων πάνω - κάτω στα χρόνια της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας) ήθελαν τη χώρα ένα απέραντο στρατόπεδο στα πρότυπα της «σπαρτιατικής αγωγής», των παιδονόμων και του διαχωρισμού καθαρών, φυλετικά ανώτερων Σπαρτιατών και μολυσμένων, φυλετικά κατώτερων ειλώτων.
Στους πρώτους, συγκαταλεγόταν όλος εκείνος ο εσμός ένστολων ή μη ρουφιάνων, ρασοφόρων, χωροφυλάκων, δημοδιδασκάλων και κοινοταρχών, ΤΕΑτζήδων, δοσιλόγων καριέρας, πιστοποιημένων κεφαλοκυνηγών Χιτών, βασιλοφρόνων παρτ τάημ και παρακρατικών φουλ τάημ που ψωμίζονταν προνομιακά από φανερά και κρυφά κρατικά και επιχειρηματικά ταμεία, αποτελούσαν τον κορμό της εθνικοφροσύνης και ήταν ο σκληρός, ενίοτε ένοπλος βραχίονας-άλλοθι της καλής, κολωνακιώτικης, αστικής κοινωνίας, που από τη μία έψαχνε πχ έναν λοχία για να την απαλλάξει πχ από τους Παπανδρέου και μετά έκλεινε δήθεν φρίττουσα μπροστά στις εξελίξεις, τις εφημερίδες της...
Στην άλλη πλευρά, στους είλωτες, ήταν όσοι είχαν τυλιχθεί σε μια κόλλα χαρτί ακόμη και αγέννητοι ή βρέφη, ωσάν επικίνδυνοι και κονσερβοκουτοφέροντες ΕΑΜοβούλγαροι, βενιζελοκομμουνιστές και κοινωνικώς απροσάρμοστα «παιδιά της γαλαρίας», με ένα φάκελο στο τμήμα χωροφυλακής ή την ασφάλεια που κάλυπτε δυο-τρία στρέμματα γης, αν άπλωνες τα χαρτιά το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτοί ούτε θυρωροί ή καθαρίστριες δεν γίνονταν, ούτε άδεια ποδηλάτου δεν έπαιρναν, αν δεν είχαν πιστοποιητικό «υγιών» κοινωνικών φρονημάτων ή δεν είχαν φιλήσει κατουρημένες ποδιές, στον ΤΕΑτζή, τον χωροφύλακα, τον δοσίλογο καριέρας και πάει λέγοντας. Και κάπως έτσι γέμιζαν τα βαπόρια και τα βαγόνια «για τον σταθμό του Μονάχου» και «του Βελγίου τις στοές» και άδειαζαν ορεινές περιοχές όπως η Ευρυτανία, η Δυτική Μακεδονία, η Ήπειρος, διόλου τυχαία τα βασικά θέατρα ένοπλης αντιπαράθεσης στο πρώτο και το δεύτερο αντάρτικο - για να μιλήσουμε τη γλώσσα με τις ρίζες στις τοπικές κοινωνίες και την προφορική παράδοση.
Συγγνώμη, ξέφυγα, το θέμα μου είναι άλλο, κάπως δύσκολο, κάπως δυσκοίλιο, ίσως και κάπως ταμπού και για την Αριστερά μας - η αρχαιογνωσία. Αφόδευσαν η Χούντα και η καθεστηκυία εθνικοφροσύνη πάνω στην αρχαιότητα και οι οσμές, η σαπίλα και ο βόθρος έγιναν η αρχαιότητα που μέσες - άκρες, με μπόλικο πασάλειμμα, ακόμη πιο μπόλικη βαρεμάρα και χασμουρητά σε καταθλιπτικές, σχολικές αίθουσες και μια τυποποιημένη διδασκαλία χωρίς εμβάθυνση στο νόημα ή τα κρυφά χαρίσματα, έμαθε ο νεοέλληνας μαθητής και φέρελπις εργαζόμενος - γρανάζι του συστήματος -όχι βέβαια ότι πριν τα πράγματα ήταν καλύτερα...
Λίγο Μεγαλέκος, λίγο Λεωνίδας, Θερμοπύλες, Σαλαμίνες και Σικελίες, κάτι τρέλες πούλαγε στην αθηναϊκή αγορά ο Σωκράτης, που τον έφαγαν μετά στα δικαστήρια, λίγο Αριστοφάνης, κάτι μάρμαρα στον Παρθενώνα, τους Δελφούς και την Επίδαυρο, βέβαια, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ολυμπιακός Πειραιώς και Ολυμπιακοί της Κόκα-Κόλα, κάτι ψιλά από φιλοσοφία - κυρίως σκόρπια ονόματα «επιφανών» της εποχής, και φυσικά Τρωϊκός Πόλεμος, Ωραία Ελένη, ωραίοι θάνατοι, μυθικοί ήρωες, σεξουαλικά σκάνδαλα με τον Οιδίποδα και τη μάνα του ή με τον Δία και τις ερωμένες του, Τζέισον και Αργοναύτες, ταλαίπωρος Οδυσσέας, κολύμπαγε και δεν έφτανε, Σπάρτη, το στρατόπεδο, το... ανίκητο και χαλύβδινο πεζικό, κάτι λέγανε και για σεισάχθεια, αλλά αυτό μπορεί να είναι και νεωτερισμός της ΛΑΕ και τα λοιπά και τα λοιπά.
Ποιος να ξέρει ότι πχ για κάθε Αριστοτέλη που επιχειρηματολογούσε τσάτρα - πάτρα για τους φύσει ανθρώπους δούλους, υπήρχε ένας Αντιφών που διακήρυττε αιώνες πριν τη Γαλλική Επανάσταση και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, χρώματος και καταγωγής, γενιούνται και πρέπει να μεγαλώνουν ίσοι, επειδή έχουν την ίδια σωματική διάπλαση, τις ίδιες δυνατότητες νόησης και από τις ίδιες οπές απολαμβάνουν και αντιλαμβάνονται τη ζωή τους;
Ποιος γνωρίζει ότι πχ για κάθε στρατόπεδο της πρώιμης, ολιγαρχικής και στρατοκρατικής Σπάρτης υπήρχε μια μαζική πολιτογράφηση ειλώτων στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Βρασιδείς και οι Λυσανδρείς, με ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους Ομοίους (Σπαρτιάτες) και μια θεαματική, σχεδόν κομμουνιστική, αγροτική μεταρρύθμιση δύο φωτισμένων βασιλιάδων, του Αγιδος και του Κλεομένη, που έδωσαν γη και ελευθερία στους είλωτες για να τους δολοφονήσει η συντηρητική συμμαχία του ιερατείου, των εφόρων και των εύπορων Σπαρτιατών;
Ποιος ανατρέχει στον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων κάθε φορά που ένας σύγχρονος ιμπεριαλιστής, αμερικανός, ρώσος, γάλλος, βρετανός, ευρωπαίος ή «πολιτισμένος», θέλει να λαφυραγωγήσει, να υποδουλώσει, να κλέψει ή απλώς να καταστρέψει για το κέφι του, έναν ανυπότακτο ή απείθαρχο «μικρό» που σήκωσε κεφάλι ελευθερίας, αξιοπρέπειας και αυθυπαρξίας;
Ποιος έχει διαβάσει πχ την ίδια την Οδύσσεια και τη ραψωδία μ, για να διαπιστώσει ότι αυτός που έφθασε ως εμάς ως δημιουργός της, δηλαδή ο Όμηρος, ποιητής ων, ποιητική αδεία διαθέτων, έβαλε τις Συμπληγάδες Πέτρες στον δρόμο και του Οδυσσέα, χωρίς να υπακούσει στους... κανόνες της μυθολογίας και της Αργοναυτικής Εκστρατείας; Και επομένως πχ ο Τσίπρας έχει κάνει άλλα, τεράστια, μεγάλα, αντικοινωνικά και αντεργατικά λάθη και εγκλήματα - για τα οποία οι ίδιοι που έσπευσαν να τον μεμφθούν για τη δήθεν «αμορφωσιά» του στην αρχαιοελληνική μυθολογία κάνουν τακτικά τις πάπιες και σιωπούν-, αλλά την Οδύσσεια, ίσως και κατά λάθος, την ξέρει καλύτερα από τους ίδιους διάφορους γελοίους, πραγματικά αστοιχείωτους και αμόρφωτους δημοσιογράφους, αρθρογράφους, δημοσιολόγους και κριτικούς του κώνωπα, που καταπίνουν την κάμηλο των μνημονίων.
Αλλά, είπαμε, η Χούντα - και πιο πριν η καθεστηκυία εθνικοφροσύνη - άρπαξε την αρχαιότητα, τη σοδόμισε, την έκανε σαν τα μούτρα της και κληροδότησε την διαχρονική αγραμματοσύνη και την κρυπτοφασιστική διαστρέβλωση της, ειδικά των δήθεν «μορφωμένων» και «αρίστων», μόνιμη, αόρατη και αδυσώπητη τυραννία του τόπου.
ΥΓ : Χθες το απόγευμα, έκπληκτος, σε συνδρομητική, τηλεοπτική πλατφόρμα, έπεσα πάνω σε ένα για μένα άγνωστο διαμάντι του ελληνικού κινηματογράφου, την ταινία του 1965 (προσοχή στο έτος, ε;) «Η μοίρα του Αθώου», με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Φυσσούν, τον Παντελή Ζερβό, την Νίκη Τριανταφυλλίδη, τον Βαγγέλη Καζάν, τον Χριστόφορο Νέζερ, τον Ανέστη Βλάχο, τον Γιάννη Αργύρη κ.α. Το σενάριο της; Ένας μορφωμένος νέος προσπαθεί να συνενώσει τους συγχωριανούς του σε έναν αγροτικό συνεταιρισμό, προκειμένου να απαλλαγούν από την επικυριαρχία του τοπικού προύχοντα που δημεύει σταδιακά τη γη τους και τους κρατά δεσμευμένους για γενιές ολόκληρες σε τόκους και χρέη. Το τέλος είναι εξίσου περιπετειώδες, αιματηρό αλλά και ελπιδοφόρο. Κανονικά, και με αφορμή την μαύρη επέτειο της απριλιανής Χούντας θα έπρεπε να βρεθεί και κάποιο, ελεύθερης λήψης, κανάλι να την μεταδώσει - αν και το εμφανώς αντιστασιακό ου μη και επαναστατικό μήνυμα της ταινίας δεν ανήκει στα «θεμιτά» μηνύματα της εποχής μας...
Για όλα τα ψαράκια της γυάλας,κάθε εποχής...
Πενήντα χρόνια από το απριλιανό πραξικόπημα των συνταγματαρχών (και πόσα άλλα χρόνια από την κάθε, μαύρη και αντιδραστική ,«επέτειο» αυτού του τόπου).
Γιάννης Νικολόπουλος
Κάθε τέτοια μέρα, ανατρέχω σε αυτό το σύντομο διήγημα ενός μεγάλου, όσο και πρόωρα χαμένου ανατόμου της ελληνικής κοινωνίας, του Μάριου Χάκκα. Είναι μια τακτική «άσκηση ετοιμότητας» και αντανακλαστικών μνήμης. Τον Χάκκα, και το συγκεκριμένο διήγημα, τον ανακάλυψα στο Λύκειο, στο παραγνωρισμένο σχολικό βιβλίο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της δεκαετίας του 1990. Ήταν ένα ευχάριστο σοκ - λίγο καιρό αργότερα, ο «Κέδρος» φρόντισε να εκδώσει και τα Άπαντά του - και εκεί έπεσα πάνω στον Μπιντέ, ένα άλλο κορυφαίο, όσο και άγνωστο, σκονισμένο διήγημα ειρωνικής ανατομίας του ελλαδικού μας μικροαστισμού και της φθοροποιού δύναμής του στην Αριστερά. Δεν ξέρω αν διδάσκονται στα λύκεια της χώρας, έχω χάσει την επαφή μου με τις αίθουσες, ελπίζω να υπάρχουν ακόμη βιβλία και κυρίως καθηγητές που φροντίζουν όχι απλώς να...διδάσκεται, αλλά να αφουγκράζεται και να κατανοεί ο μαθητής γραφιάδες όπως ο Χάκκας. Ίσως έτσι εκλείψουν στο μέλλον, πολλά ψαράκια της γυάλας που αρκούνται στην ελάχιστη τροφή τους, το φιλήσυχον του βίου τους και τη μνήμη μερικών δευτερολέπτων ή την αλλαγή του νερού τους. Α, ξέχασα, όπου να ‘ναι θα πέσουν και τα μνημόνια... Έτσι, από μόνα τους (κλείσανε ήδη τη δική τους επταετία)...
Μάριος Χάκκας: Το ψαράκι της γυάλας
Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπος μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: "Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου."
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ - φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. "Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι", έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. "Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον."
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικο βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλο-πράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
'Ηταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. 'Ηταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λόγκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. "Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία." 'Ηταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ' ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
'Εκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. 'Ηταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επιτούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά, της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: "Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. 'Οπου να'ναι θα πέσουν."
Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. "Πώς θα πέσουν;" άκουσε μια φωνή μέσα του, "όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;" "θα τους ρίξει ο λαός", διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτόν το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
"Δεν μπορώ", σκέφτηκε, "προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. 'Οσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι."
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. 'Ομως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.
Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
- Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.
- Θα'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
- Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.
- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπο του. 'Εχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα
τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. 'Ηταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. 'Ομως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα: 'Ενα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. 'Εκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρταράνε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του . μέτωπο. "Δε γίνεται" σκέφτηκε, "πρέπει να πάω." Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.
Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.