Πλήρης ημερών, στα εκατό του χρόνια, έφυγε ο Πιέτρο Ινγκράο, κορυφαία προσωπικότητα της Αριστεράς και του ΙΚΚ στην Ιταλία. Μόλις λίγα χρόνια πριν είχε εκδοθεί στην Ελλάδα το βιβλίο «Η αγανάκτηση δεν αρκεί», μια de profuntis εξομολόγηση του πάνω σε γενικότερα πολιτικά ζητήματα προς δυο πανεπιστημιακούς, τη Μαρία Λουίζα Μπότσια και τον Αλμπέρτο Ολιβέτι.

Μου είχε ζητηθεί τότε να κάνω μια κριτική επάνω σε αυτό το βιβλίο και με το ηθικό πλεονέκτημα της ζωντανής τότε παρουσίας του Πιέτρο Ινγκράο, συνέταξα το παρακάτω σημείωμα. Κι επειδή λέγεται κατά παράδοση ότι ο αποθανών δεδικαίωται, είναι οπωσδήποτε λίγο άβολο σήμερα να δημοσιεύεις κείμενο που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον πρόσφατα εκλιπώντα.

 Στην πραγματικότητα όμως αυτό ποτέ δεν ίσχυσε στην πολιτική. Η ιδεολογική αντιπαράθεση δεν εξαϋλώνεται μαζί με τα φυσικά πρόσωπα που την εξέφραζαν. Ειδικότερα σήμερα που βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά σε μια  ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση της Αριστεράς μέσα από την απότομη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, η ιδεολογική αντιπαράθεση καθίσταται περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ.

Σήμερα που ο Ινγκράο δεν βρίσκεται μαζί μας, δεν είμαι βέβαιος ότι θα περιποιούσε σεβασμό προς τη μνήμη του να αλλάξω κάτι από τα τότε γραφόμενα ή σε τελευταία ανάλυση να μην τα δημοσιεύσω καθόλου. Θα έλεγα αντίθετα ότι η πλειονότητα των πολιτικών προσωπικοτήτων παραμένει συνήθως ζωντανή στην ιστορική μνήμη εξ’ αιτίας ακριβώς της αντιπαράθεσης που προκάλεσε με τις απόψεις της και όχι κατ’ ανάγκη μέσα από την γενικότερη αποδοχή των ιδεών της.

Η επαναστατική ηθική σε αντίθεση με τη θρησκευτική-χριστιανική, δεν αποτρέπει την πολιτική αντιπαράθεση απόντος του φυσικού προσώπου, το αντίθετο -πόσες φορές ο Λένιν δεν έκανε πολεμική στον Κάουτσκι και σε άλλους ακόμη και μετά τον θάνατο τους!-. Κάτι τέτοιο δεν μειώνει επίσης τον θαυμασμό και το σεβασμό σε έναν άξιο ιδεολογικό αντίπαλο.Ας μου επιτραπεί  λοιπόν από τη μεριά μου να κατευοδόσω με αυτόν τον ιδιαίτερο ή κατ’ άλλους ανορθόδοξο τρόπο  την ισχυρή αυτή πολιτική προσωπικότητα, η οποία έβαλε καθοριστικά τη σφραγίδα της σε όλη τη διαδρομή της ιταλικής και ευρωπαίκής Αριστεράς!

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ ¨Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ¨

Του Ηλία Μυλωνά

Ακούγοντας διάφορα θετικά σχόλια για τον Ινγκράο, ο οποίος ομολογουμένως  μου ήταν παντελώς άγνωστος μιας και δεν έτυχε  να ¨συναντηθούμε¨ ποτέ πολιτικά ούτε να διαβάσω  κάποια εργασία του και με αφορμή το γεγονός ότι ο εκδότης του βιβλίου ήταν προσωπικός φίλος, άνοιξα το συγκεκριμένο βιβλίο με ιδιαίτερα καλή πρόθεση.

Το σίγουρο που βγήκε από αυτή την ανάγνωση είναι ότι ο Ινγκράο στα 96 του χαρακτηρίζεται από μια εκπληκτική πνευματική διαύγεια και στη συζήτηση που γίνεται με τους δύο πανεπιστημιακούς Μαρία Λουίζα Μπότσια και Αλμπέρτο Ολιβέτι, καταθέτει με σαφήνεια θεωρώ, παρά την ηλικία του, όλο το απαύγασμα της πολιτικής  «σοφίας» που αναδείχτηκε από τη μακρά  του πορεία, σε άμεση σχέση με την πολιτική και φιλοσοφική του σκέψη.

Γεννημένος το 1915 και οργανωμένος στον αντιφασιστικό αγώνα από το 1936, παίρνει ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των ναζί και γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αναλαμβάνοντας υψηλόβαθμα πόστα (διευθυντής της εφημερίδας του κόμματος Ουνιτά από το 1947 έως το 1957, βουλευτής από το 1948 έως το 1992, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΙΚΚ το 1968, πρόεδρος της ιταλικής Βουλής από το 1976 έως το 1979, διευθυντής του Κέντρου Μελετών και Πρωτοβουλιών για τη Μεταρρύθμιση του Κράτους από το 1975 έως το 1992). Σε κάποια φάση του βίου του ασχολείται με την ποίηση και εκδίδει πολλές συλλογές.

Από μια τέτοια πολυσχιδή προσωπικότητα λοιπόν και με τόσο πλούσιο ιστορικό δράσης σε υψηλά κομματικά και κοινοβουλευτικά πόστα, θα περίμενε κανείς μια βαθύτερη κατά τη γνώμη μου ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν τα πολιτικά πράγματα στη σημερινή μορφή τους και όχι απλώς ένα γενικόλογο γνωμικό και μια προτροπή του στυλ  ¨οργανωθείτε,η αγανάκτηση δεν αρκεί¨.

Ο Ιγκράο σε αυτές τις συζητήσεις εκφράζεται περισσότερο σαν ποιητής παρά σαν πολιτικός. Δεν είναι κακό να είναι κάποιος ποιητής, το αντίθετο. Η τέχνη είναι το αλάτι της ζωής. Το κακό είναι να θεωρείς ότι μπορείς να αλλάξεις την κοινωνία μόνο με ποιητικές εκφράσεις και φιλοσοφικά αποφθέγματα. Στην πολιτική αλλά και στη ζωντανή πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ πιο πεζά και πολύ πιο περίπλοκα.

Φαίνεται  να μιλάει  εντελώς αποστασιοποιημένα και εκ του μακρόθεν για τη σημερινή αντιδραστική πολιτική πραγματικότητα, χωρίς καμιά αυτοκριτική διάθεση, σαν να μην έχει μερίδιο ευθύνης κι αυτός μέσα από τις ηγετικές κομματικές θέσεις που κατείχε, μια πραγματικότητα που κύρια χαρακτηρίστηκε όλο το προηγούμενο διάστημα από την μαζική αμφισβήτηση των εργατικών  κομμάτων και οργανώσεων αλλά και της ίδιας της Αριστεράς.

Μιλάει  με τη σιωπή του και «χωρίς να κάνει θόρυβο», όπως λέει αναφερόμενος στην ποίηση του, κι έτσι εκφράζεται για την ήττα της Αριστεράς. Όμως οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ποτέ δεν συντελέστηκαν με «διαστήματα σιωπής», ούτε από  ποιητές και  διανοούμενους που δεν ήταν παράλληλα και πρωτίστως επαναστάτες και μάλιστα πολύ «θορυβώδεις». Σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτόν ο Μαγιακόφσκι, ο κατ’ εξοχήν ποιητής αλλά και κύριος προπαγανδιστής της Οκτωβριανής Επανάστασης, παρ’ ότι ποτέ δεν απαίτησε κομματικό πόστο από τους Μπολσεβίκους κατανοώντας απόλυτα το ρόλο του διανοούμενου-συνοδοιπόρου της επανάστασης, ήταν ιδιαιτέρως θορυβώδης, θεωρώντας ότι ακόμη και η ποίηση «πρέπει να σπάει κόκκαλα».

Οι αυθεντικοί επαναστάτες σε όλες τις ιστορικές περιόδους ανήκαν σε μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που διακρίνονταν από το ιδιαίτερο πάθος τους στην πάλη  για την κοινωνική αλλαγή και την ικανότητα μεταφοράς των ιδεών τους στα πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Όπως όμως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν όλοι οι νομικοί Ροβεσπιέροι και όλοι οι γιατροί Τσε Γκεβάρα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν και όλοι οι ποιητές επαναστάτες.

Από ένα ποιητή δεν μπορείς να ζητήσεις ευθύνες, από ένα κομμουνιστή πολιτικό όμως μπορείς. Στην περίπτωση του Ινγκράο τα πράγματα μπερδεύονται λιγάκι. Στις απαντήσεις που δίνει στη συνέντευξη αναδύεται η ποιητική του πλευρά παρ’ ότι αναφέρεται, με ένα γενικό τρόπο είναι αλήθεια, στην αναγκαιότητα του ¨υποκειμενικού παράγοντα¨ και στη μετουσίωση της αγανάκτησης σε δράση, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο μια καθαρά πολιτική άποψη.

Ο Μαρξ έλεγε ότι: ¨Οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Εμείς θέλουμε να τον αλλάξουμε¨.

Ο Ινγκράο εδώ παρουσιάζεται περισσότερο σαν φιλόσοφος παρά σαν πολιτικός. Ρίχνει μια ελιτίστικη ματιά στα πράγματα και προτρέπει την κοινωνία που αγανακτεί, με ένα θολό και νεφελώδη τρόπο, να οργανωθεί πολιτικά. Το πως και το που όμως το αφήνει στην ατομική κρίση του καθενός ή αναθέτει τη «δουλειά» αυτή σε κάποιους άλλους. Έχει όμως κανένας άλλος, σύμφωνα με τα εύσημα που κουβαλάει, τη δική του πολιτική και κομματική  εμπειρία;

Μήπως, λέμε εμείς απ’ την πλευρά μας,  τέτοιου είδους συμπεριφορές κρύβουν από πίσω τις πραγματικές αιτίες και τη ρίζα της κακοδαιμονίας που μαστίζει την σημερινή Αριστερά; Ο Ινγκράο δεν θέλει να μιλήσει με λεπτομέρειες για την ήττα. «Αρνήθηκα ρητά», ομολογεί, ¨να ταυτιστώ με μια επαναστατική διαδικασία υπό την έννοια ενός αγώνα που κορυφώνεται σε μια άμεση σύγκρουση και στην κατάληψη της εξουσίας, της επίθεσης ενάντια στα Χειμερινά Ανάκτορα¨. ¨Αυτό αποτέλεσε και το πρώτο σημείο καμπής για εμένα¨, αναφέρει.

Σε ένα άλλο σημείο μιλάει για ήττα του Λενινισμού, τον οποίο, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω λεγόμενα του, στην πραγματικότητα ποτέ δεν αποδέχτηκε και ούτε επιδίωξε να τον εφαρμόσει. Συνειδητή ειρωνεία ή ασυνείδητη πολιτική σύγχιση; Δεν μπορώ να το πω. Ο Ινγκράο είτε δεν αντιλήφθηκε πραγματικά είτε δεν ήθελε να το κάνει γιατί αυτό θα αποτελούσε ίσως μια επώδυνη πραγματικά ομολογία, ότι η ιδεολογική ήττα είχε ήδη επέλθει από τη στιγμή που αυτός και το κόμμα του απέρριψαν τη σύγκρουση με το αστικό κράτος  και ότι σε όλη τη διάρκεια του πολιτικού του βίου, απλά διαχειριζόταν τη συγκεκριμένη  ήττα συμμετέχοντας στη διαστρέβλωση, μέσα από τις ευρωκομμουνιστικές επινοήσεις της ιταλικής Αριστεράς και τον λεγόμενο ιστορικό (στην ουσία ταξικό) συμβιβασμό, της ίδιας της ουσίας της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας.

Ο Ινγκράο βρέθηκε να εκφράζει την Αριστερή Τάση του ΙΚΚ στην περίοδο μιας μακράς και ιδιότυπης δυαρχίας που λάμβανε χώρα στην Ιταλία. Η δύναμη του κινήματος και η αδιαμφισβήτητη ισχύς του κόμματος, -του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο-, είχαν επιβάλλει προχωρημένες δημοκρατικές διαδικασίες και είχαν επιτρέψει να δημιουργηθούν πραγματικές σοσιαλιστικές νησίδες στην καρδιά ενός αναπτυγμένου αστικού κράτους. Όποιος έχει μελετήσει στοιχειωδώς το μαρξισμό όμως γνωρίζει ότι τέτοιες καταστάσεις δεν μπορούν να διαρκούν αιώνια, έχουν ημερομηνία λήξης με την επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς.

Οι Ιταλοί κομμουνιστές επέλεξαν το δρόμο του ιστορικού συμβιβασμού και όχι το δρόμο της κατάληψης της εξουσίας, θεωρώντας ότι η αστική τάξη θα αποδέχονταν για πάντα τη συγκεκριμένη δυαρχική τάξη κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε, μετά και την υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, στη κατοπινή κατά κράτος επικράτηση του μπερλοσκουνισμού και στη μετάλλαξη του ΙΚΚ σε μια σοσιαλδημοκρατική καρικατούρα.

Δεν είναι ξεκάθαρο  πως ακριβώς αντιμετώπισε τα πράγματα από τη θέση που κατείχε ο Ινγκράο. ¨Στάθηκε¨, όπως αναφέρει ο Μιχάλης Ψημίτης στον πρόλογο που έγραψε για το βιβλίο, ¨σημείο αναφοράς ενός εσωκομματικού ρεύματος που απέδιδε εξαιρετική σημασία στη δημιουργική προσέγγιση του μαρξισμού και στα κοινωνικά κινήματα. Στάθηκε όμως ταυτόχρονα και ένα στέλεχος των κομματικών μηχανισμών, υπό την έννοια ότι λειτούργησε σε μια συντεταγμένη πορεία, ακόμα κι όταν χρειάστηκε να απομονωθούν από το κόμμα ορισμένες «αριστερές αποκλίσεις¨. Θύματα μεταξύ άλλων αυτής της πολιτικής  στάσης η οποία οδήγησε στη θετική ψήφο του για διαγραφή από τις τάξεις του ΙΚΚ, ήταν ο πρόσφατα αδικοχαμένος Λούτσιο Μάγκρι, εξέχουσα προσωπικότητα της ιταλικής Αριστεράς καθώς και η ομάδα «Μανιφέστο».

 Αυτή τη στιγμή κάποιοι από την ηγεσία του πάλαι ποτέ ισχυρότερου κομμουνιστικού κόμματος στην Ευρώπη ακολουθούν το σύγχρονο ρεύμα, μετατρεπόμενοι στους πιο φανατικούς στυλοβάτες του αστικού συστήματος και κάποιοι άλλοι σαν τον Ινγκράο «μιλούν με τη σιωπή τους».

Η επιστήμη της Διαλεκτικής διδάσκει ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή και με αυτόν τον τρόπο οι επίσημες ηγεσίες της Αριστεράς δεν γίνεται να είναι άμοιρες ευθυνών για την πορεία των πολιτικών πραγμάτων, για τους κακούς χειρισμούς και τις υποχωρήσεις.

Αν θέλουμε να ξαναπιάσουμε το επαναστατικό νήμα που κάποτε κόπηκε και να το ξαναενώσουμε, αλλάζοντας τη σημερινή αντιδραστική πραγματικότητα και δημιουργώντας ένα νέο πολιτικό εργαλείο της Αριστεράς απαλλαγμένο από στρεβλώσεις και παραμορφωτικές  επιδράσεις, καλό θα ήταν να κάτσουμε πρώτα να δούμε τι πήγε στραβά, να ανατρέξουμε στα λάθη, να τα αποδεχτούμε και να διδαχτούμε από αυτά. Μόνο έτσι μπορούν να τεθούν στέρεες βάσεις για το επόμενο εγχείρημα και τη δημιουργία ενός  νέου, θωρακισμένου στο μέτρο του δυνατού πολιτικά, οργανωτικά και ηθικά υποκειμενικού παράγοντα.

Γιατί πραγματικά «η αγανάκτηση δεν αρκεί». Ούτε όμως και οι γενικόλογες, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, προτροπές και διαπιστώσεις.

Ετικέτες