Η επιζωοτία της ευλογιάς, που παίρνει πια ανεξέλεγκτες διαστάσεις, αποκαλύπτει την οριακή κατάσταση που βρίσκεται εδώ και χρόνια η αιγοπροβατοτροφία στην Ελλάδα, αντιµετωπίζοντας δοµικά προβλήµατα που παραµένουν ανεπίλυτα.

Οι κτηνιατρικές υπηρεσίες, µε το προσωπικό και τα µέσα που διαθέτουν, προσπαθούν να ελέγξουν τις εστίες που εµφανίζονται, αλλά για κάθε εστία που ελέγχεται εµφανίζονται πολλαπλάσιες καινούριες. Η περσινή “επιτυχία” στον έλεγχο της επιζωοτίας της πανώλης, δηµιούργησε την εντύπωση στους  διοικούντες του ΥπΑΑΤ ότι τέτοιες καταστάσεις θα µπορούσαν κάθε φορά να αντιµετωπίζονται µε επιτυχία από έναν περιφερόµενο θίασο κτηνιάτρων. Στο κρίσιµο σηµείο που φτάσαµε, πλέον όλοι περιµένουν µια µαγική λύση για το πρόβληµα. Δεν θα υπεισέλθουµε στο καθαρά επιστηµονικό κοµµάτι της συζήτησης, αν ο εµβολιασµός κατά της ευλογιάς µπορεί να φέρει τη λύση ή αν θα δηµιουργήσει µεγαλύτερο πρόβληµα. Άλλωστε η εφαρµογή του εµβολιασµού είναι ένα εργαλείο για την πρόληψη / αντιµετώπιση των ζωονόσων και όχι ένα µαγικό ραβδάκι που δίνει λύσεις. Θα προσπαθήσουµε να δούµε τους παράγοντες που εµποδίζουν την επιτυχία οποιασδήποτε εναλλακτικής και αν επιλεχθεί.

Πρώτα απ’ όλα κάνει εντύπωση ότι η όλη συζήτηση, τόσο από τους φορείς του ΥπΑΑΤ, όσο και από τις δύο Κτηνιατρικές Σχολές, επικεντρώνεται στις εξαγωγές φέτας. Σα να προσπαθούµε να κάνουµε έναν σχεδιασµό έχοντας στο οπτικό µας πεδίο µόνο το πώς θα διατηρηθούν οι ροές των εξαγωγών, πώς, δηλαδή, οι µεγάλες γαλακτοβιοµηχανίες θα µπορέσουν να εξασφαλίσουν τις ποσότητες γάλακτος που χρειάζονται, χωρίς να βλέπουµε το πώς θα προστατεύσουµε την ίδια την αιγοπροβατοτροφία ή χωρίς να µας ενδιαφέρει αν θα δηµιουργηθούν συνθήκες έλλειψης στην εγχώρια αγορά.

Κατά δεύτερο, παραβλέπουµε τους παράγοντες που δηµιούργησαν το πρόβληµα. Ανεξέλεγκτες µετακινήσεις ζώων τόσο από το εξωτερικό προς τη χώρα µας, όσο και εντός της επικράτειας και διακίνηση ζωοτροφών που δεν µπορούν να ελεγχθούν λόγω της υποστελέχωσης των κτηνιατρικών υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιών του αγροτικού τοµέα. Τόσο η αυστηρή τήρηση µέτρων βιοασφάλειας, όσο και ο µαζικός εµβολιασµός, για να έχουν αποτελέσµατα απαιτούν µια άλλη οργάνωση που δεν υπάρχει, όσο δεν υπάρχει το απαιτούµενο επιστηµονικό προσωπικό που θα τα εφαρµόσει. Η απλή επίκληση σε µαζικούς διορισµούς δεν επαρκεί, όσο µένουν κενές θέσεις δηµοσίων κτηνιάτρων, ο µισθός του νεοδιοριζόµενου κτηνιάτρου είναι στα σηµερινά επίπεδα και οι συνθήκες εργασίας δεν βελτιώνονται, ούτε οι χρόνιες παθογένειες µπορούν να επιλυθούν µε την υπερεργασία του ελάχιστου επιστηµονικού προσωπικού.

Τα µέτρα βιοασφάλειας για να εφαρµοστούν αποτελεσµατικά, χρειάζονται και αυτούς που θα τα εφαρµόσουν σωστά. Και αυτό δεν περιλαµβάνει µόνο το κτηνιατρικό προσωπικό που θα ελέγξει την εφαρµογή τους, αλλά και τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, που πολλές φορές αδυνατούν να ακολουθήσουν τα µέτρα. Σε σταβλικές εγκαταστάσεις πρόχειρες, µη ορθολογικές, µε προσωρινές άδειες ή και καθόλου άδειες λόγω του αυστηρού και άκαµπτου νοµικού πλαισίου, προφανώς δεν είναι δυνατό να εφαρµοστούν οποιαδήποτε µέτρα. Η απλή µεταφορά της νοµοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά την αδειοδότηση των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων χωρίς καµία προσπάθεια προσαρµογής στις ελληνικές συνθήκες ειδικά των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών, χωρίς καµία ουσιαστική επιστηµονική καθοδήγηση των κτηνοτρόφων, έχει οδηγήσει σε µονιµοποίηση του φαινοµένου του τσίγκου και των ξύλινων παλετών, όπου κανένα µέτρο δεν µπορεί να εφαρµοστεί αποτελεσµατικά. Από την άλλη, η κρατική έρευνα έχει εγκαταλειφθεί. Ουσιαστικά δεν λειτουργούν κέντρα γενετικής βελτίωσης και δεν υπάρχει πρωτότυπη έρευνα προσαρµοσµένη στην εγχώρια αιγοπροβατοτροφία.

Η αντιµετώπιση της κατάστασης αυτή τη στιγµή απαιτεί έναν κεντρικό σχεδιασµό που το ΥπΑΑΤ αδυνατεί να παράσχει µέσω των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του. Δεν είναι δυνατό να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά το πρόβληµα των επιζωοτιών µε επιστρατεύσεις στρατιωτικών κτηνιάτρων, ιδιωτών κτηνιάτρων και µε µετακινήσεις επιστηµονικού προσωπικού από περιοχή σε περιοχή, όπως προβλέπει το νέο ν/σ του ΥπΑΑΤ για την αντιµετώπιση της ευλογιάς, που βγήκε πρόσφατα στο φως της δηµοσιότητας. Ένα ν/σ που προβλέπει ένα νέο µοίρασµα χρηµάτων σε ιδιωτικούς φορείς, “χωρίς προηγούµενη δηµοσίευση” των συµβάσεων και χωρίς να τίθεται στο στόχαστρο η ρίζα του προβλήµατος.

Αυτό που χρειάζεται είναι µια άλλη οργάνωση που θα βάλει στο επίκεντρο την ίδια την αιγοπροβατοτροφία, ειδικά στις ορεινές και µειονεκτικές περιοχές, την εξασφάλιση της επιβίωσής της και της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων για την κάλυψη των αναγκών της χώρας. Μια οργάνωση που αναγκαστικά θα περνάει µέσα από τη στελέχωση των κτηνιατρικών υπηρεσιών και εργαστηρίων µε επαρκές κτηνιατρικό και βοηθητικό προσωπικό που θα αµείβεται όσο πραγµατικά αντιστοιχεί στην προσφορά του. Από κρατικές δοµές που θα παράγουν πρωτότυπη έρευνα για τις ανάγκες της εγχώριας παραγωγής και όχι για την αύξηση των κερδών των µεγάλων βιοµηχανιών. Και σίγουρα από τον προσανατολισµό της εθνικής αγροτικής πολιτικής στη στήριξη της εγχώριας ζωικής παραγωγής και όχι απλά στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

*Ο Γ. Ελευθεριάδης είναι κτηνίατρος ΟΠΕΚΕΠΕ, ο Γ. Μπίλιας είναι κτηνίατρος ΔΑΟΚ Εύβοιας 

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες