Ο μακρύτερος πόλεμος των ΗΠΑ στην ιστορία -εκτεινόμενος σε διαδοχικές θητείες 4 διαφορετικών προέδρων, δύο Ρεπουμπλικάνων και δύο Δημοκρατικών- επιτέλους έλαβε τέλος στις 30 Αυγούστου.

Τελείωσε μην έχοντας επιτύχει κανέναν από τους στόχους του και έχοντας αφήσει τον πληθυσμό του Αφγανιστάν - σχεδόν 40 εκατομμύρια ανθρώπους- αν μη τι άλλο, σε χειρότερη κατάσταση απ` αυτήν που βρισκόταν στην αρχή του πολέμου. Οι ΗΠΑ ξόδεψαν δύο τρισεκατομμύρια δολάρια για την εισβολή και την κατοχή του Αφγανιστάν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με χρηματοδότηση που προέρχονταν από τα λεφτά των φορολογουμένων. Περισσότεροι από 164.000 Αφγανοί, 2.448 Αμερικανοί στρατιώτες και 1.846 στρατιώτες άλλων χωρών του ΝΑΤΟ πλήρωσαν με τη ζωή τους. Εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί και δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες του ΝΑΤΟ ακρωτηριάστηκαν ή τραυματίστηκαν.

Παρόλα αυτά, τα συστημικά ΜΜΕ παπαγάλισαν την επίσημη αφήγηση των ΗΠΑ ότι ο τερματισμός της κατοχής τους στο Αφγανιστάν «βάζει τέλος σε μια 20ετία προόδου προς την ελευθερία και την ισότητα», χωρίς να εστιάζουν στην ευθύνη τους για την επιστροφή των Ταλιμπάν -της ίδιας αντιδραστικής κυβέρνησης που είχαν ανατρέψει πριν από 20 χρόνια.

Τα περισσότερα ΜΜΕ επίσης δεν αμφισβητούν τον ισχυρισμό των ΗΠΑ ότι η εισβολή τους στο Αφγανιστάν είχε ως κίνητρο μόνο τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ως απάντηση στις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις 11 Σεπτέμβρη. Ο ισχυρισμός ότι οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν επειδή η χώρα «φιλοξενούσε τρομοκράτες», αγνοεί το γεγονός ότι ο αφγανικός λαός δεν είχε καμία σχέση με τις επιθέσεις στις 11 Σεπτέμβρη. Είχαν μόνο τη φοβερή ατυχία να κυβερνώνται από τη δολοφονική και μισογυνιστική δικτατορία των Ταλιμπάν.

Η έξοδος των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αποκάλυψε την αλήθεια για την κατοχή του, για όσους ενδιαφέρονται να την αντικρύσουν. Οι ΗΠΑ δεν σκόπευαν ποτέ να φέρουν τη δημοκρατία στο Αφγανιστάν. Όπως ισχύει για όλους τους ιμπεριαλιστές, η γεωπολιτική στρατηγική των ΗΠΑ δεν βασίστηκε ποτέ στις ανάγκες των λαών -και σίγουρα όχι εκείνων που ζουν στις χώρες στις οποίες εισβάλλουν και καταλαμβάνουν.

Αφγανιστάν: Ένα πιόνι στο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Αφγανιστάν, η θέση του στην Κεντρική Ασία το έχει καταστήσει στόχο για έλεγχο από τις παγκόσμιες δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η μοίρα του Αφγανικού λαού είναι συνυφασμένη με το διαρκώς μεταλλασσόμενο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε ανταγωνιστικές δυνάμεις -πολύ περισσότερο στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Αφγανιστάν έγινε πιόνι στους πολέμους δι’ αντιπροσώπων που διεξήχθησαν μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου -καθώς οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις του πλανήτη μάχονταν για στρατιωτική υπεροχή.

Το 1979, τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και παρέμειναν εκεί μέχρι την ήττα τους το 1989, αν και η κυβέρνηση-μαριονέτα που είχαν εγκαταστήσει επιβίωσε μέχρι το 1992. Αλλά τότε, όπως και τώρα, το τέλος της στρατιωτικής κατοχής δεν έφερε κάτι που να μοιάζει έστω και ελάχιστα με «ειρήνη». Ενώ η απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν άφησε ένα πολιτικό κενό, οι ΗΠΑ μοιράζονται την ευθύνη για τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε μεταξύ των στρατών ισλαμιστών φονταμενταλιστών που πολέμησαν μεταξύ τους για τον έλεγχο του Αφγανιστάν.

Ακόμη και πριν από τη σοβιετική εισβολή, η CIA είχε αρχίσει να εξοπλίζει και να εκπαιδεύει ισλαμιστές φονταμενταλιστές που θα συγκροτούσαν το στρατό των Μουτζαχεντίν και συνέχισε αυτό το εγχείρημα καθ’ όλη τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής. Μεταξύ των μαχητών που εκπαίδευσε η CIA ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Ο Ρόναλντ Ρίγκαν αποκαλούσε τους Μουτζαχεντίν «μαχητές της ελευθερίας» επειδή ήταν μια ένοπλη αντιπολιτευτική δύναμη που προσπαθούσε να εκδιώξει τη Σοβιετική Ένωση από το Αφγανιστάν, αλλά το έκαναν σε συνεννόηση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Μόλις όμως η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τα στρατεύματά της το 1989, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονταν πλέον τους Μουτζαχεντίν, οπότε γύρισαν την πλάτη τους στο Αφγανιστάν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις συνέπειες -συμπεριλαμβανομένου του εμφυλίου πολέμου που διέλυσε το Αφγανιστάν μεταξύ του 1992 και του 1995.

Μια ασταθής κυβέρνηση συνασπισμού, που αυτοαποκαλούνταν Ισλαμικό Κράτος του Αφγανιστάν, ήρθε στην εξουσία το 1992. Η κυβέρνηση απαρτιζόταν από 7 διαφορετικά πολιτικά κόμματα των Μουτζαχεντίν, το καθένα από τα οποία εκπροσωπούσε το «τσιφλίκι» κάποιου διεφθαρμένου πολέμαρχου. Ο συνασπισμός αυτών των πολέμαρχων που υποστήριζαν το Ισλαμικό Κράτος, γνωστός ως Εθνικό Ισλαμικό Ενιαίο Μέτωπο για τη Σωτηρία του Αφγανιστάν, επέβαλε ένα βασίλειο του τρόμου στον ήδη πληγέντα από τον πόλεμο πληθυσμό. Ο κατάλογος των φρικαλεοτήτων κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από αυτούς τους πολέμαρχους συμπεριλάμβανε δολοφονίες αμάχων, αδιάκριτους βομβαρδισμούς και καταστροφές, άμεσες επιθέσεις εναντίον αμάχων, συνοπτικές εκτελέσεις, βιασμούς, διώξεις βάσει θρησκείας ή εθνότητας, στρατολόγηση και χρήση παιδιών ως στρατιωτών και χρήση ναρκών στο έδαφος. Οι γυναίκες απαγάγονταν, ξυλοκοπούνταν και βιάζονταν ή πουλιούνταν με σκοπό την πορνεία σε τακτική βάση.  

Σύμφωνα με την εμπειρογνώμονα επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Πατρίτσια Γκρόσμαν, «Μεταξύ των ετών 1992 και 1995 οι διαμάχες μεταξύ των φατριών της συμμαχίας μετέτρεψαν το ένα τρίτο της Καμπούλ σε ερείπια και φόνευσαν περισσότερους από 50.000 πολίτες. Οι κορυφαίοι διοικητές διέταξαν σφαγές αντίπαλων εθνοτικών ομάδων και τα στρατεύματά τους διέπραξαν μαζικούς βιασμούς».

Οι Ταλιμπάν, που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 1994, κατέλαβαν την εξουσία το 1995, κερδίζοντας την υποστήριξη πολλών Αφγανών, επειδή υποσχέθηκαν ότι θα τερματίσουν την εκτεταμένη ανομία και τη βία των πολέμαρχων του Ενωμένου Μετώπου. Όπως είναι πλέον γνωστό ωστόσο, οι Ταλιμπάν αντικατέστησαν το χάος με τη δική τους εκδοχή βαρβαρότητας.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη έδωσαν στις ΗΠΑ μια δικαιολογία για να εισβάλουν στο Αφγανιστάν. Το 2001, το Ενιαίο Μέτωπο είχε πλέον μετονομαστεί σε «Βόρεια Συμμαχία» και παρουσιάστηκε από τις ΗΠΑ ως η «νέα» κυβέρνηση σε αναμονή -παρόλο που αποτελούταν από τους ίδιους διεφθαρμένους πολέμαρχους που τρομοκράτησαν τη χώρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη δεκαετία του 1990.

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας»

Το έτος 1989 σηματοδότησε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Στα τέλη του 1991, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, φέρνοντας το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Πριν ακόμα επισυμβεί η οριστική διάλυση, καθώς η Σοβιετική Ένωση κατέρρεε το 1990, οι ΗΠΑ άρχισαν να αποκομίζουν τα οφέλη από το νέο τους στάτους ως η ασυναγώνιστη υπερδύναμη του πλανήτη. Αυτές ήταν οι μέρες δόξας για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, στις οποίες οι υποστηρικτές του έδωσαν το όνομα «μονοπολική στιγμή».

Τον Σεπτέμβριο του 1990, ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακήρυξε μια «νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Μόλις μερικούς μήνες αργότερα, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, σημειώνοντας μια αστραπιαία νίκη τον Φεβρουάριο του 1991, αξιοποιώντας τη συντριπτική στρατιωτική τους ισχύ. Στον τελευταίο αεροπορικό βομβαρδισμό τους στο Ιράκ, σφαγίασαν δεκάδες χιλιάδες Ιρακινούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να υποχωρήσουν -μία κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου-. Ένας αξιωματικός του στρατού το χαρακτήρισε ως «κυνήγι γαλοπούλας» [ΣτΜ: η εύκολη σκοποβολή εναντίον υποδεέστερου στόχου] και οι παρατηρητές το αποκαλούσαν «λεωφόρο του θανάτου».

Μετά από αυτό το μακελειό, ο Μπους προειδοποίησε τον υπόλοιπο πλανήτη «Αυτό που λέμε εμείς γίνεται!». Το Μάρτιο, ο Μπους δήλωσε: «Μα το Θεό, απαλλαγήκαμε από το σύνδρομο του Βιετνάμ μια για πάντα». Ο Μπους περιέγραφε ποιος ήταν ο κύριος σκοπός των νέων πολέμων του: να ξεπεραστεί η κολοσσιαία ήττα των ΗΠΑ από το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στο Βιετνάμ το 1975 και να αποκατασταθεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ως μία στρατιωτική δύναμη η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από όλους.

Όταν ο γιος του Μπους, Τζορτζ Μπους ο Νεότερος, εξελέγη πρόεδρος το 2000, ο νεοφιλελεύθερος Δημοκρατικός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε ήδη ανοίξει το δρόμο για νέες και μεγαλύτερες στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ -βομβαρδίζοντας τακτικά τη «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» του Ιράκ για μια περίοδο οκτώ χρόνων, σκοτώνοντας πολλές εκατοντάδες Ιρακινούς αμάχους και επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις οι οποίες σκότωσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Ιρακινούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται μισό εκατομμύριο παιδιά στα χρόνια μετά τη νίκη των ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ.

Τον Αύγουστο του 1998, η κυβέρνηση Κλίντον διέταξε επίσης τον βομβαρδισμό ενός εργοστασίου φαρμάκων στο Σουδάν και μιας φάρμας στο Αφγανιστάν την οποία ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποιούσε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ως στρατόπεδο εκπαίδευσης, ανοίγοντας το δρόμο για περαιτέρω στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον παρόμοιων στόχων.

Ήδη από τον Ιανουάριο του 1998, ο οργανισμός «Σχέδιο για έναν Νέο Αμερικανικό Αιώνα» [Project for a New American Century (PNAC)] -που συγκροτήθηκε από τους Ντικ Τσέινι, Σκούτερ Λίμπυ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, Τζεμπ Μπους, Πωλ Γούλφοβιτς και άλλους κορυφαίους νεοσυντηρητικούς- απαιτούσε να αναλάβει ο Πρόεδρος Κλίντον την «απομάκρυνση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν». Στα τέλη Οκτωβρίου του 1998, ο Κλίντον υπέγραψε τον Νόμο για την Απελευθέρωση του Ιράκ, καθιστώντας την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ, επίσημη αμερικανική πολιτική .

Το περιοδικό «Mother Jones» ανέφερε στις 20 Ιανουαρίου του 2001 ότι: «Η απομάκρυνση του Σαντάμ είναι το κορυφαίο θέμα της πρώτης σύσκεψης εθνικής ασφαλείας υπό τον Τζορτζ Μπους (το νεότερο). Ο υπουργός Οικονομικών Πωλ Ο`Νιλ θυμάται αργότερα, “Όλο το θέμα ήταν να βρούμε έναν τρόπο για να το κάνουμε. Ο πρόεδρος έλεγε βρείτε μου έναν τρόπο να το κάνω”».

Ο Βοηθός Γραμματέας Άμυνας του Μπους, Πολ Γούλφοβιτς, είχε ήδη ζητήσει από τις ΗΠΑ να χτυπήσουν τη Βαγδάτη αμέσως μόλις «βρούμε τον σωστό τρόπο για να το κάνουμε». Στη συνέχεια, δήλωσε: «Έχω την εύλογη βεβαιότητα ότι θα μας υποδεχτούν ως απελευθερωτές... Η εντύπωση [ότι θα χρειαστούμε] εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες είναι τρομερά εσφαλμένη».

Ο Μπους ο Νεότερος και η νεοσυντηρητική συμμορία του ξεκίνησαν τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας με την πρώτη ευκαιρία, η οποία δόθηκε με τις επιθέσεις στις 11 Σεπτέμβρη. Αλλά ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποτελούσε το πρώτο σκαλοπάτι για την εισβολή στο Ιράκ το 2003.

Η κατοχή του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ τελικά γύρισε μπούμερανγκ, με αποκορύφωμα την κατάληξη σε εσπευσμένη αποχώρηση τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου. Η σύγκριση μεταξύ της ταπεινωτικής ήττας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν και αυτής του Πολέμου του Βιετνάμ είναι προφανής, όπως είναι και η μειωμένη ικανότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να εισβάλλει σε άλλες χώρες κατά βούληση.

Αν ο δηλωμένος στόχος των ΗΠΑ πριν από 20 χρόνια ήταν να κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο, απέτυχε οικτρά. Η Κίνα και η Ρωσία, όπως και άλλες περιφερειακές δυνάμεις, ήδη περικυκλώνουν το κουφάρι της καταστροφικής αμερικανικής κατοχής.

Οι ΗΠΑ έχτισαν μια κυβέρνηση διαφθοράς, όχι δημοκρατία

Οι ΗΠΑ εγκατέστησαν τον Χαμίντ Καρζάι ως τον πρώτο «προσωρινό» πρόεδρο, ο οποίος ξεκίνησε τη θητεία του το 2001 και παρέμεινε ως το 2014. Όταν ο Καρζάι άρχισε να εκφράζει ολοένα και περισσότερες διαφωνίες, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να εργάζονται για την αντικατάστασή του, ξεκινώντας από το 2009. Ο σπουδαγμένος στις ΗΠΑ και εκπαιδευμένος από την Παγκόσμια Τράπεζα, Άσραφ Γκάνι, εξελέγη ως ο δεύτερος (και τελευταίος) πρόεδρος το 2014. Αλλά ο Γκάνι επέκρινε ανοιχτά τη σπατάλη της διεθνούς βοήθειας στο Αφγανιστάν και η κυβέρνηση Τραμπ παρέκαμψε εντελώς την κυβέρνησή του όταν διαπραγματεύτηκε με τους Ταλιμπάν το Φεβρουάριο του 2020 -αν και ο Γκάνι αναμενόταν να φέρει εις πέρας την αποχώρηση των ΗΠΑ τον Μάιο του 2021. Προκαλεί λοιπόν καμία απορία το γεγονός ότι η αφγανική κυβέρνηση δεν είχε κίνητρο να πολεμήσει για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό;

Οι ΗΠΑ επίσης υποχρηματοδότησαν τον αφγανικό στρατό, στο βαθμό που οι στρατιώτες του έβγαζαν λιγότερα από όσα θα έβγαζαν πολεμώντας για τους Ταλιμπάν. Η αμερικανοκίνητη αφγανική κυβέρνηση δεν προσέφερε οικονομική στήριξη στις οικογένειες των στρατιωτών που έχαναν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Όπως ανέφερε το ραδιοφωνικό δίκτυο NPR, αδίστακτοι Αφγανοί στρατηγοί γέμιζαν τακτικά τις τσέπες τους με χρήματα που προορίζονταν για την αμοιβή των στρατιωτών. Πουλώντας τα καυσόξυλα που προορίζονταν για να ζεστάνουν τα στρατεύματά τους. Ή παραγγέλνοντας ρύζι χαμηλής ποιότητας για τα γεύματα των στρατιωτών και τσεπώνοντας τα υπόλοιπα χρήματα. Καθώς οι Ταλιμπάν προέλαυναν τους τελευταίους μήνες, πλήρωναν τα Αφγανικά στρατεύματα αν αρνούνταν να πολεμήσουν και οι αξιωματικοί λάμβαναν τα μεγαλύτερα ποσά. Οι Αμερικανοί επικυρίαρχοι ποτέ δεν έδωσαν στον Αφγανικό στρατό ένα μερίδιο στο ιμπεριαλιστικό τους σχέδιο.

Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι ΗΠΑ διαμόρφωσαν και συντήρησαν το πλήρως διεφθαρμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα στο Αφγανιστάν, το οποίο ωφέλησε μια πολύ μικρή ελίτ και άφησε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να ζει σε συνθήκες φτώχειας. Τη στιγμή της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, το ποσοστό φτώχειας στο Αφγανιστάν ήταν 55% -δεν διέφερε από αυτό του Οκτωβρίου του 2001, όταν εισέβαλαν οι ΗΠΑ. Η αμερικανική κατοχή επέβλεψε επίσης τη νεκρανάσταση του εμπορίου ναρκωτικών, του οποίου οι Ταλιμπάν είχαν προηγουμένως διακόψει τη λειτουργία, παρά τα πολλά άλλα εγκλήματά τους κατά του Αφγανικού πληθυσμού.

Όπως υποστήριξε ο Τζαγουίντ Ναγουάμπι στο περιοδικό «Truthout»:

«Ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ οργάνωσαν το σύστημα αναπτυξιακής βοήθειας της χώρας φαίνεται να έχει θρέψει την τεράστια διαφθορά των πολέμαρχων και να έχει ενισχύσει τους Ταλιμπάν χρηματοδοτώντας τους έμμεσα μέσω συμβάσεων μεταφορών και κατασκευαστικών έργων. Επιπλέον, ο “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” που διεξάγουν οι ΗΠΑ και η Βρετανία τροφοδότησε επίσης αυτή τη διαφθορά: Η χώρα έχει παράξει περίπου το 90% της παγκόσμιας προμήθειας οπίου από την αρχή της κατοχής των ΗΠΑ, από την οποία οι Ταλιμπάν έξασφάλιζαν  περίπου το 50-60% της χρηματοδότησής τους».

Σε αυτό προστέθηκαν οι βάρβαρες πολιτικές των ΗΠΑ στην αντιμετώπιση αντάρτικων στρατών, που περιλάμβαναν βομβαρδισμούς χωριών και νυχτερινές επιδρομές σε αγροτικές περιοχές με ανύπαρκτες υποδομές. Αυτά αποξένωσαν ακόμη περισσότερο έναν αγροτικό Αφγανικό πληθυσμό που ήδη βίωνε υψηλή ανεργία και υπανάπτυξη εξαιτίας των πολέμων που είχαν διαρκέσει δεκαετίες.

Δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν στρατολογούσαν σε μεγάλο βαθμό από τις αγροτικές περιοχές, οι οποίες δεν λάμβαναν καμία οικονομική υποστήριξη από τους αμερικανικούς και διεθνείς οργανισμούς βοήθειας. Το Αφγανιστάν, του οποίου η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζει σε αγροτικές περιοχές, έχει πληγεί από ποσοστό ανεργίας 40% ως αποτέλεσμα των παραπάνω, με το 70% του πληθυσμού του να είναι κάτω των 30 ετών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εναλλακτική επιλογή της καλλιέργειας παπαρούνας [για όπιο] θα ήταν σίγουρα η πιο προσοδοφόρα επιλογή για τους αγρότες.

Επιπλέον, η αμερικανική οικονομική βοήθεια ανασυγκρότησης απαιτούσε από τους Αφγανούς παραλήπτες της να αγοράζουν τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από Αμερικανούς εργολάβους, πλουτίζοντας ακόμη περισσότερο τις αμερικανικές εταιρείες. Ο Ναγουάμπι εκτίμησε ότι το 90% της αμερικανικής βοήθειας κατέληξε στις τσέπες των αμερικανικών επιχειρήσεων, ενώ μόνο το 2% πήγε σε προγράμματα υποδομών και καταπολέμησης της φτώχειας, καθιερώνοντας έτσι την αχαλίνωτη διαφθορά που χαρακτήριζε την αφγανική κυβέρνηση καθ` όλη τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής.

Η CIA τροφοδότησε άμεσα τη διαφθορά, παραδίδοντας βαλίτσες (και μερικές φορές πλαστικές σακούλες) γεμάτες μετρητά συνολικού ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων στην αφγανική κυβέρνηση για να εξαγοράζει την υποστήριξη στις επιχειρήσεις της και για να πληρώνει τους πολέμαρχους που πολεμούσαν για λογαριασμό της σε όλη τη χώρα. «Τα αποκαλούσαμε “λεφτά φάντασμα”», δήλωσε ο Χαλίλ Ρομάν, αναπληρωτής επιτελάρχης του Καρζάι από το 2002 έως το 2005, στους New York Times το 2013. «Έρχονταν στα κρυφά και έφευγαν στα κρυφά». Ανώνυμος Αμερικανός αξιωματούχος παραδέχτηκε στους Times, «Η μεγαλύτερη πηγή διαφθοράς στο Αφγανιστάν ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες».

Κατηγορώντας τα θύματα

Παρόλο που ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συνεχάρη τον εαυτό του για την «εξωπραγματική επιτυχία» των Δυτικών προσπαθειών εκκένωσης κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου, η στρατιωτική αποχώρηση των ΗΠΑ ήταν μια συνεχής σκηνή χάους, ανικανότητας και βιαιότητας απέναντι στους Αφγανούς που ήθελαν απελπισμένα να διαφύγουν από την επιστροφή των Ταλιμπάν.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν αιφνιδιάστηκε πλήρως όταν ο Αφγανός πρόεδρος εγκατέλειψε τη χώρα και ο αφγανικός στρατός αρνήθηκε να πολεμήσει, οδηγώντας στην ταχεία κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στις 15 Αυγούστου. Για το λόγο αυτό, το σχέδιο εκκένωσης φτιάχτηκε πρόχειρα την τελευταία στιγμή, καθώς οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους επιδίωκαν πανικόβλητοι να απομακρύνουν τους πολίτες τους και τους Αφγανούς συνεργάτες τους -πετυχαίνοντας την εκκένωση λίγο περισσότερων από 120.000, αλλά και εγκαταλείποντας επίσης πολλούς περισσότερους χιλιάδες μεταφραστές, οδηγούς, ακτιβίστριες για τα δικαιώματα των γυναικών και άλλους Αφγανούς που απειλούνταν περισσότερο από τα αντίποινα των Ταλιμπάν.

Η ιμπεριαλιστική αλαζονεία προφανώς δεν έχει όρια. Στις 8 Ιουλίου, ο Μπάιντεν χλεύασε την πιθανότητα γρήγορης επιστροφής των Ταλιμπάν στην εξουσία ως «σχεδόν απίθανη», επαινώντας ταυτόχρονα την ανωτερότητα του αφγανικού στρατού. Μόλις 11 ημέρες πριν την είσοδο των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, ο ανώτατος στρατηγός του Πενταγώνου, Μαρκ Μίλεϊ, προέβλεπε ότι οι Ταλιμπάν δεν θα ήταν σε θέση να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης για «εβδομάδες έως μήνες, ακόμη και χρόνια, μετά την αποχώρησή μας».

Παρά τις προφανείς αποτυχίες των κατακτητών που είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, ο Πρόεδρος Μπάιντεν το παρουσίασε λες και ο πόλεμος των δύο δεκαετιών απέτυχε επειδή το Αφγανιστάν είναι ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί, κατά την κλασσική αποικιοκρατική αντίληψη που κατηγορεί τα θύματα: «Τα γεγονότα που βλέπουμε σήμερα είναι η θλιβερή απόδειξη ότι κανένα μέγεθος στρατιωτικής δύναμης δεν θα κατάφερνε ποτέ να δώσει ένα σταθερό, ενωμένο, ασφαλές Αφγανιστάν», δήλωσε ο Μπάιντεν με πικρία. Πρόσθεσε, «Τα στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα έπρεπε να διεξάγουν έναν πόλεμο τον οποίο οι αφγανικές δυνάμεις δεν είναι διατεθειμένες να διεξάγουν για τον εαυτό τους. Τους δώσαμε κάθε ευκαιρία να καθορίσουν το δικό τους μέλλον. Αυτό που δεν μπορούσαμε να τους προσφέρουμε ήταν η θέληση να παλέψουν για το μέλλον τους».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η CIA κατάφερε να απομακρύνει τους περισσότερους από τους χιλιάδες υπαλλήλους της και τις οικογένειές τους πριν από το τέλος της εκκένωσης, παρόλο που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποκάλυψε ότι η πλειοψηφία των Αφγανών που εργάστηκαν για τις ΗΠΑ κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν κατάφεραν να βγουν από τη χώρα.

Η Αφγανική προσφυγική κρίση σήμερα

Το Αφγανιστάν βρίσκεται σε προσφυγική κρίση ήδη εδώ και δεκαετίες -με εκατομμύρια Αφγανούς μετανάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν σε γειτονικές χώρες ή παραμένουν εντός της επικράτειας του Αφγανιστάν αλλά εκτοπισμένοι από τις εστίες τους.

Τώρα υπάρχει ένα νέο κύμα Αφγανών προσφύγων που προσπαθούν να διαφύγουν από τους Ταλιμπάν που επέστρεψαν. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να επιτρέψει μόνο σε 50.000 Αφγανούς πρόσφυγες να μετεγκατασταθούν στις ΗΠΑ -αριθμός που φαίνεται πολύ μικρός μετά από την κατοχή δύο δεκαετιών.

Κι όμως, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ -η κυβέρνηση του οποίου διαπραγματεύτηκε την απόσυρση των στρατευμάτων, η οποία υλοποιήθηκε τελικά από τον Μπάιντεν- κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι μεταφέρει «χιλιάδες τρομοκράτες» σε «γειτονιές σε όλο τον κόσμο». Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, λειτούργησε ως αντίλαλος της άποψης του Τραμπ, δηλώνοντας ότι δεν θα δεχτεί καθόλου Αφγανούς πρόσφυγες επειδή μαχητές θα μπορούσαν να τρυπώσουν στη χώρα.

Οι περισσότερες πλούσιες χώρες δεν υπήρξαν πιο φιλόξενες απέναντι στους Αυστραλούς πρόσφυγες. Η Αυστραλία συμφώνησε να δεχτεί μόλις 3.000 Αφγανούς, αλλά η Κάρεν Άντριους, υπουργός Εσωτερικών της Αυστραλίας, προειδοποίησε επίσης: «Οι ισχυρές πολιτικές προστασίας των συνόρων της Αυστραλίας δεν έχουν αλλάξει και δεν πρόκειται να αλλάξουν». Και πρόσθεσε: «Κανείς από αυτούς που φτάνουν παράνομα με πλοίο στην Αυστραλία δεν θα εγκατασταθεί ποτέ εδώ. Μην επιχειρήσετε να ταξιδέψετε παράνομα με πλοίο στην Αυστραλία. Έχετε μηδενικές πιθανότητες επιτυχίας».

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι η Ευρώπη πρέπει να «προστατεύσει τον εαυτό της» από έναν μεγάλο αριθμό Αφγανών προσφύγων. Η ελβετική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα δεχθεί μεγάλους αριθμούς μεταναστών, ενώ η Αυστρία ανακοίνωσε ότι δεν θα δεχτεί κανένα.

Η βρετανική κυβέρνηση συμφώνησε να δεχτεί 5.000 πρόσφυγες φέτος και 20.000 τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμαζόταν να τερματίσει όλες τις επιχειρήσεις εκκένωσης του Αφγανιστάν, συμφώνησε να επιτρέψει στο βρετανικό στρατό να βγάλει έξω από τη χώρα 200 γάτες και σκύλους από ένα ίδρυμα βρετανού υπηκόου -ενώ άφησε πίσω ολόκληρο το προσωπικό του ιδρύματος αποτελούμενο από 1.000 άτομα.

Αποχωρώντας με κρότο

Το τελευταίο αμερικανικό στρατιωτικό αεροπλάνο πέταξε από την Καμπούλ στις 30 Αυγούστου, αφήνοντας τον τραυματισμένο πληθυσμό του Αφγανιστάν να αντιμετωπίσει τα συντρίμμια των δύο δεκαετιών αποτυχημένου πολέμου και κατοχής. Αλλά οι ΗΠΑ κατάφεραν να συνεχίσουν να προκαλούν καταστροφές μέχρι την τελευταία στιγμή.  

Η τελευταία επίθεση των αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Αφγανιστάν στις 29 Αυγούστου -στην οποία πιστώθηκε τη αποτροπή μιας νέας επίθεσης του ISIS-K- σκότωσε επίσης μια μεγάλη οικογένεια δέκα ατόμων στην Καμπούλ, τέσσερις ενήλικες και έξι παιδιά: Μαλίκα, δύο ετών. Σουμάγια, δύο ετών. Μπίνιαμιν, τριών ετών. Άρμιν, τεσσάρων ετών. Φαρζά, εννέα ετών. Φαϊζάλ, δέκα ετών. Κανένας από τους ενήλικες δεν ήταν άνω των 40 ετών. Αυτό ήταν μια ακόμα υπενθύμιση όλων Αφγανών αμάχων που οι βόμβες των ΗΠΑ σκότωσαν τα τελευταία 20 χρόνια, τους οποίους ο στρατός υποτιμούσε ως «παράπλευρες απώλειες».

Η αμερικανική εκκένωση δεν άφησε μόνο πολλές χιλιάδες Αφγανούς πίσω. Τοποθέτησε επίσης έναν στόχο στις πλάτες τους. Όταν οι Ταλιμπάν έστησαν σημεία ελέγχου, τα οποία απέτρεπαν πολλούς απελπισμένους αμάχους να φτάσουν στο αεροδρόμιο, οι ΗΠΑ έδωσαν στους Ταλιμπάν λίστες ατόμων που είχαν εγκρίνει για εκκένωση. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Politico ανέφερε: «Αξιωματούχοι των ΗΠΑ στην Καμπούλ έδωσαν στους Ταλιμπάν μια λίστα με ονόματα Αμερικανών πολιτών, κατόχων πράσινης κάρτας και Αφγανών συμμάχων για να τους επιτραπεί η είσοδος στην στρατιωτικά ελεγχόμενη εξωτερική περίμετρο του αεροδρομίου της πόλης, μια επιλογή που παρασκηνιακά προκάλεσε οργή σε νομοθέτες και στρατιωτικούς αξιωματούχους». Όταν ρωτήθηκε, ο Μπάιντεν ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για τέτοιου είδους λίστες, αλλά δήλωσε ότι κάτι τέτοιο μπορεί και να είχε συμβεί. «Βασικά, απλώς έβαλαν όλους αυτούς τους Αφγανούς σε μια λίστα προς εκτέλεση», δήλωσε στο Politico ένας ανώνυμος αξιωματούχος του υπουργείου Άμυνας.

Η αμερικανική κατοχή μπορεί να τέλειωσε, αλλά οι συνέπειές της θα παραμένουν αισθητές στο λαό του Αφγανιστάν για πολλά χρόνια ακόμα. Οι δύο βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ στις 26 Αυγούστου, σκοτώνοντας 13 Αμερικανούς στρατιώτες και 170 Αφγανούς πολίτες, μας έδωσαν ένα δείγμα της βίας και της αστάθειας που αντιμετωπίζει το μέλλον του Αφγανιστάν. Το ISIS-K, το τοπικό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους και εχθρός των Ταλιμπάν, ανέλαβε την ευθύνη. Τραγικά, η ειρήνη -με οποιαδήποτε έννοια της λέξης- δεν είναι στον ορίζοντα για τον Αφγανικό λαό.

Ετικέτες