Απέναντι στο γυμνό συμφέρον του χρήματος, που τώρα θριαμβεύει παντού χωρίς προσχήματα και ιδεολογικά ενδύματα, η ελληνική κυβέρνηση αντιπαράθεσε την ιδεολογία την οποία άλλοτε αυτό το ίδιο το γυμνό χρήμα, το κεφάλαιο, ήταν αναγκασμένο να ενδύεται για να γίνεται ανεκτή η ύπαρξή του από τις κοινωνικές υποτελείς τάξεις - μια ιδεολογία που τώρα αυτό έχει εγκαταλείψει ως ξεπερασμένο εργαλείο της εξουσίας του.
Ο Κέινς κλείνει το μεγάλο βιβλίο του «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος» με την παρατήρηση ότι αυτό που πρέπει να θεωρείται σημαντικό για την πορεία της ιστορίας δεν είναι ο κοινωνικός ανταγωνισμός αλλά οι εσφαλμένες ιδέες. Αυτή η αντίληψη της ταξικής συμφιλίωσης με εργαλείο τον ορθολογισμό, ήταν το φάντασμα που πλανιόταν πάνω από τη διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δήθεν εταίρους από την αρχή. Η επίκληση της λογικής και της συνεργασίας με τον αντίπαλο, σε συνθήκες άκρως ανταγωνιστικές, καταδίκασε την ελληνική πλευρά σε διαρκή, σε απόλυτη άμυνα, σε μια στάση χωρίς νόημα. «Η απόλυτη άμυνα αντιφάσκει ολοκληρωτικά στην έννοια του πολέμου», λέει ο Κλάουζεβιτς, και το ίδιο ισχύει για τον πολιτικό ανταγωνισμό σε όλες του τις παραλλαγές.
Ακόμη και αν ο σκοπός της αντιπαράθεσης είναι η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, η απλή απόκρουση των χτυπημάτων αντίκειται στη φύση του ανταγωνισμού, και όποιος δεν κάνει προσπάθειες για να ανταποδώσει τα χτυπήματα ρισκάρει την ήττα και τη συνθηκολόγηση.
Στρατηγικό λάθος
Ακολουθώντας τη στρατηγική της απόλυτης άμυνας, η ελληνική κυβέρνηση αντί να ανταποδώσει κάποια πλήγματα, κάνοντας χρήση του όπλου της απειλής, καλούσε ασταμάτητα τους «εταίρους» στο δρόμο της λογικής, που είναι ο δρόμος της οικονομικής μεγέθυνσης, των επενδύσεων, της πλήρους απασχόλησης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των υποτελών κοινωνικών τάξεων, και αναζητούσε το αδύνατο, δηλαδή λύσεις βασισμένες στον ορθό λόγο, λύσεις «συμφέρουσες σε όλους». Απέναντι στο γυμνό συμφέρον του χρήματος, που τώρα θριαμβεύει παντού χωρίς προσχήματα και ιδεολογικά ενδύματα, η ελληνική κυβέρνηση αντιπαράθεσε την ιδεολογία την οποία άλλοτε αυτό το ίδιο το γυμνό χρήμα, το κεφάλαιο, ήταν αναγκασμένο να ενδύεται για να γίνεται ανεκτή η ύπαρξή του από τις κοινωνικές υποτελείς τάξεις - μια ιδεολογία που τώρα αυτό έχει εγκαταλείψει ως ξεπερασμένο εργαλείο της εξουσίας του. Εκεί όπου αποφασίζει η ισχύς των απειλών, η ελληνική κυβέρνηση θυμήθηκε τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα υποτιθέμενα ιδανικά που θα έπρεπε αυτή να ενσαρκώνει και τα επικαλέστηκε μπροστά σε εμβρόντητους πολέμαρχους του κεφαλαίου που δικαιολογημένα θα νόμιζαν ότι ακούν τις φωνές των προγόνων τους.
Το στρατηγικό λάθος της απόλυτης άμυνας και η πλάνη πως ο αντίπαλος είναι εταίρος, ανάγεται στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πλευρά ευθύς εξαρχής κατανόησε τη φύση της αντίθεσης και της διαπραγμάτευσης: σαν μια διαπραγμάτευση υπεράνω ταξικών αντιθέσεων, σαν ένα παιχνίδι επιχειρημάτων όπου θα θριάμβευε η λογική. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών όδευε ταχύτατα προς το ανώτατο σημείο της, ο Γιάνης Βαρουφάκης θεώρησε καλό να κάνει δήλωση ταξικής συμφιλίωσης στο εσωτερικό της χώρας και ταύτισης των συμφερόντων εργασίας και κεφαλαίου στην παρούσα συγκυρία (https://www.youtube.com/watch?v=nWZqeli4KfQ). Η δήλωση καθεαυτή είναι μεν ασήμαντης πολιτικής αξίας, πλην όμως αποτελεί σύμπτωμα μιας πολύ σοβαρής ανεπάρκειας: της θεωρητικής ανεπάρκειας της στενής ηγετικής ομάδας να κατανοήσει την ταξική φύση της ίδιας της Ευρωζώνης, επομένως την ταξική φύση της διαπραγμάτευσης, επομένως τη φύση του «πολέμου».
Η Ευρωζώνη είναι μια ατελής νομισματική ένωση, χωρίς τα χαρακτηριστικά μιας ομοσπονδιακής ολοκλήρωσης που θα είχε ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά του ενιαίου κράτους. Αυτή η ατελής ολοκλήρωση της Ευρωζώνης δίνει τη δυνατότητα στις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις να μεταφέρουν στις εθνικές αγορές εργασίας ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού και να ασκούν στις εργαζόμενες τάξεις το εκβιαστικό δίλημμα «χαμηλότεροι μισθοί, λιγότερα δικαιώματα και μικρότερο κοινωνικό κράτος ή ανεργία». Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκβιασμό βασισμένο σε μια μπλόφα, αφού στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες η μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν ωθείται από τις μειώσεις, αλλά από τις αυξήσεις των μισθών. Αυτό το παιχνίδι του εκβιασμού, της επιβολής της λιτότητας, των εισοδηματικών ανισοτήτων και της ανεργίας δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί σε μια τέλεια νομισματική ένωση, σαν και αυτές που υπάρχουν στο εσωτερικό εθνικών ομοσπονδιακών κρατών. Ο εκβιασμός έχει ισχύ μόνο σε μια ατελή, μισοτελειωμένη, νομισματική ένωση σαν και αυτή της Ευρωζώνης. Δεν είναι δύσκολο, μάλιστα, να αποδείξουμε ότι αυτή η νομισματική ένωση είναι σχεδιασμένη εξαρχής ώστε να επιτρέπει την μπλόφα και τον εκβιασμό.
Εγγενής αστάθεια
Αυτό όμως το μαχαίρι κόβει και από τις δυο μεριές. Η ατελής ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, ακριβώς επειδή είναι ατελής, ακριβώς επειδή δεν είναι μια αυθεντική οικονομική και νομισματική ένωση, κρίνεται διαρκώς από τις χρηματοπιστωτικές αγορές ως προς τη συνοχή της και τη σταθερότητά της. Κρίνεται διαρκώς η ικανότητά της να δένει σε ένα και μοναδικό άρμα εθνικούς καπιταλισμούς με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά χωρίς να δημιουργεί τριβές μεταξύ τους. Κρίνεται επίσης για την ικανότητά της να τιθασεύσει τις εργατικές τάξεις που παραμένουν διαιρεμένες στα στενά σύνορα κάθε ξεχωριστής χώρας μέλους, να μπλοφάρει και να ασκεί αποτελεσματικά τον εκβιασμό «χαμηλότεροι μισθοί, λιγότερα δικαιώματα και μικρότερο κοινωνικό κράτος ή ανεργία». Πρόκειται επομένως για νομισματική ένωση που φέρει την εγγενή δυνατότητα των επαναλαμβανόμενων κρίσεων αξιοπιστίας ως προς τη συνοχή της και την ταξική της αξία, δηλαδή την πολιτική της ισχύ έναντι των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αποτελεί απειλή πρώτου μεγέθους για την ενότητα και τη νομιμοποίηση της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης με τα σημερινά της χαρακτηριστικά.
Αυτή η εγγενής αστάθεια της ατελούς νομισματικής ένωσης και η δυνατότητα επαναλαμβανόμενων κρίσεων αξιοπιστίας που απορρέει από την ανολοκλήρωτη ένωση, υπονομεύουν την ισχύ των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων έναντι των όποιων «αντάρτικων» δυνάμεων, και ορίζουν το πεδίο μιας διαπραγμάτευσης, όπως αυτή που διεξάχθηκε με την ελληνική κυβέρνηση. Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση, το σχετικό βάρος που πρέπει να ρίχνουν στη ζυγαριά του συσχετισμού δυνάμεων οι δύο πλευρές εξαρτάται από τις πραγματικές ή υποτιθέμενες αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών -αντιδράσεις που μπορούν να επιφέρουν μεγάλες ζημιές στη μια είτε στην άλλη πλευρά. Αυτό όμως δεν έγινε από τη δική μας πλευρά, που εγκλωβίστηκε στη στρατηγική της απόλυτης άμυνας, αλλά μόνον από τους αντιπάλους μας - με τα γνωστά αποτελέσματα, της βαθμιαίας εξάντλησης των εφεδρικών δυνάμεων που διέθετε η ελληνική κυβέρνηση.
Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε πια είναι πως η αδιαλλαξία του ίδιου του αντιπάλου θα προσγειώσει την ελληνική κυβέρνηση στο έδαφος των πραγματικών αντιθέσεων, στο πεδίο της ισχύος, των απειλών και των πληγμάτων, θα την απαλλάξει έστω την τελευταία στιγμή από τις αυταπάτες της σχετικά με τη φύση της διαπραγμάτευσης, θα εγκαταλείψει τη γραμμή της απόλυτης άμυνας και θα αναγκαστεί να προχωρήσει στην πρώτη επιθετική κίνηση, αφήνοντας απλήρωτο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 5 Ιουνίου.