Η αστική ταξική κυριαρχία επί ένα σημαντικό ιστορικό διάστημα, από τον σχηματισμό των εθνικών κρατών στη νεότερη ιστορία μέχρι την σημερινή εποχή των υπερεθνικών οικονομικών ολοκληρώσεων (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα), ασκούνταν αποκλειστικά στο εσωτερικό των σαφώς περιχαρακωμένων συνόρων των εθνικών κρατών.

Μ’ αυτή την έννοια το εργατικό και λαϊκό κίνημα στο εσωτερικό του κάθε επιμέρους κοινωνικού σχηματισμού επεδίωκε την ανατροπή και μόνον αυτής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, πράγμα που δεν μπορούσε να επεκταθεί στο εσωτερικό άλλων εθνικά κυρίαρχων κρατών. Αυτός ο σχηματισμός του κράτους έθνους που ολοκληρώθηκε στην περίοδο μέχρι τον 19ο αιώνα συνδυάστηκε με την πραγματοποίηση των αστικών επαναστάσεων και την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσα από την διάλυση των επιμέρους φεουδαρχικών μορφών πολιτειακής συγκρότησης, την καθιέρωση ενιαίας εθνικής νομοθεσίας, κοινής γλώσσας κλπ.

Από την οικονομία του εθνικού κράτους στην υπερεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση

Οι οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των επιμέρους εθνικών κρατών πραγματοποιούνταν μέσα από ένα σταθερά ρυθμισμένο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ η παρέμβαση των επιμέρους εθνικών κυβερνήσεων, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των εθνικών τους προϊόντων, γινόταν με την διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εντούτοις από την πρώτη δεκαετία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η καπιταλιστική ανάπτυξη στο εσωτερικό των επιμέρους εθνικών κρατικών συγκροτήσεων, «ασφυκτιούσε» μέσα στα περιχαρακωμένα εθνικά πλαίσια και έτεινε προς την υπέρβαση των ορίων των εθνικών αγορών. Αυτή η τάση ήταν που οδήγησε στην σταδιακή συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την συνεχή διεύρυνση του αριθμού των εθνικών κρατών που συμμετείχαν σ’ αυτήν, η οποία και διασφάλισε την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και εργατικής δύναμης στο εσωτερικό της.

Επρόκειτο για την υπερεθνική συνένωση των επιμέρους αστικών τάξεων που είχαν κοινό συμφέρον από αυτή την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων κλπ., και που εκ των πραγμάτων δεν έμεινε μόνον σ’ αυτούς τους αρχικούς στόχους, αλλά επεδίωκε ταυτόχρονα την διαμόρφωση ενός ενιαίου κοινωνικού χώρου σ’ ολόκληρο το εύρος της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης. Από εκεί και η διαμόρφωση και έγκριση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της Συνθήκης της Λισαβόνας, του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και όλων των απειράριθμων ρυθμίσεων που καθιέρωναν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Σύνοδοι Κορυφής κ.ά.). Άρα η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το άνοιγμα των επιμέρους αστικών τάξεων στην ευρύτατη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, χωρίς τους φραγμούς των δασμών, διαμόρφωνε μια κοινή αγορά για όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, ενιαίες ρυθμίσεις που αφορούσαν το σύνολο των πλευρών των επιμέρους εθνών κρατών : Επρόκειτο για το πέρασμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διεθνοποίησης σε ένα ανώτερο ιστορικά επίπεδο, από την άποψη πάντοτε των αστικών συμφερόντων.

Μ’ αυτά τα δεδομένα των εξελίξεων στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, επόμενο ήταν να έρθει και η σειρά της καθιέρωσης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος με την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη και την ένταξη σ’ αυτήν ετεροβαρών εθνικών οικονομιών, πράγμα που απέβαινε προς όφελος των πλέον ανεπτυγμένων και με την μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα προϊόντων χωρών (γενικά βόρειες ευρωπαϊκές χώρες) και σαφώς σε βάρος των οικονομιών με μικρότερο βαθμό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας (νότιων ευρωπαϊκών χωρών). Το ζήτημα βέβαια δεν ήταν απλά η υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος στο πλαίσιο μιας ζώνης ετεροβαρών οικονομιών, αλλά ο εξοπλισμός του με ένα ευρύτατο και αυστηρό πλέγμα υποχρεωτικών ρυθμίσεων που αφορούσαν συνολικά τη δημοσιονομική, νομισματική, τραπεζική κλπ. πολιτικές (λ.χ. το ζήτημα των περίφημων μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων κ.ά.). Αυτό το γεγονός δημιουργούσε πλέον σχέσεις επικαθορισμού των επιμέρους εθνικών πολιτικών από τις κοινές ευρωπαϊκές ρυθμίσεις της Ευρωζώνης.

Βέβαια παρόλο που επιμέρους εθνικές οικονομίες υφίσταντο ζημίες από την λειτουργία της νομισματικής ενοποίησης (λόγω του ετεροβαρούς χαρακτήρα τους), εντούτοις οι αστικές τάξεις της μεγάλης πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών παρέμεναν αυστηρά προσηλωμένες στις αρχές και ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών και νομισματικών θεσμών, γιατί ακριβώς επιθυμούσαν την λειτουργία τους χωρίς τους φραγμούς των δασμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, προκειμένου να μπορούν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στο μεγάλο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά τα ευρωπαϊκά διοικητικά όργανα (Κομισιόν, Γιούρογκρουπ, Σύνοδοι Κορυφής κλπ.), μέσα στα πλαίσια της πρόσφατης ισχυρής καπιταλιστικής κρίσης, που δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί, μετατράπηκαν στο «γενικό στρατηγείο» των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων για την συστηματική επιβολή μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης υπερσυσσώρευσης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης. Συνήθως με όχημα την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους επιβάλλονται τα επαχθή μνημόνια, διαφορετικής έντασης σε κάθε χώρα, οδηγώντας συνολικά στο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης της εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας.

 

Η διεξαγωγή της αντικαπιταλιστικής πάλης και στα δύο επίπεδα της αστικής κυριαρχίας

Αυτό το γεγονός αντιπροσωπεύει ένα εντελώς καινούριο χαρακτηριστικό στην άσκηση της ταξικής κυριαρχίας, ότι δηλαδή αυτή δεν ασκείται μόνον πλέον στο εσωτερικό των επιμέρους εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, αλλά ταυτόχρονα ασκείται στο εσωτερικό μιας ευρύτερης υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Αν στην πρώτη περίπτωση το υποκείμενο αυτής της αστικής κυριαρχίας είναι η εθνική αστική τάξη και το κράτος της, στην δεύτερη περίπτωση είναι το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών. Μ’ αυτή την έννοια η επιδίωξη των επιμέρους εργατικών και λαϊκών κινημάτων γίνεται δυσδιάστατη : Αφενός απέναντι στην εθνική αστική κυριαρχία στο εσωτερικό των επιμέρους εθνικών κοινωνιών, και αφετέρου απέναντι στην αστική κυριαρχία στο συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα επιμέρους εργατικά κινήματα δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνον την δική τους εθνική αστική τάξη, αλλά έχουν ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν, σε κάθε περίπτωση που αναδεικνύεται, τον συνασπισμό των αστικών τάξεων στο ευρωπαϊκό οικονομικό, νομισματικό και δημοσιονομικό επίπεδο.

Η αντικαπιταλιστική πάλη δεν μπορεί έτσι παρά να αφορά την ανάπτυξη της αντιπαλότητας απέναντι και στις δύο μορφές αστικής κυριαρχίας, εθνική και ευρωπαϊκή. Μ’ αυτή την έννοια οποιαδήποτε αντίληψη θα επικεντρώνονταν αποκλειστικά στην αλλαγή του νομίσματος χωρίς να συνοδεύεται από μεγάλες οικονομικές αλλαγές στο εσωτερικό της αντίστοιχης χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση, θα μετατρέπονταν σε ένα καινούριο πεδίο εθνικής καπιταλιστικής κυριαρχίας. Κι’ αυτό γιατί οι δύο διαστάσεις της αντικαπιταλιστικής πάλης δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά λειτουργούν ταυτόχρονα. Π.χ. η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η κοινωνικοποίηση στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον είναι μια διαδικασία που παραβιάζει κατάφωρα τους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Άλλωστε χρειάζεται να ειπωθεί καθαρά ότι το δεν είναι μόνον το ευρώ που βρίσκεται στην αφετηρία της σημερινής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, παρά στο βαθμό που συνένωσε νομισματικά ετεροβαρείς οικονομίες δημιουργώντας ελλείμματα για τις μεν (νότιες χώρες ) και πλεονάσματα για τις δε (βόρειες χώρες). Από εκεί και πέρα θεμελιώδης είναι ο ρόλος της σημερινής κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που έβαλε σε κίνηση τις πολιτικές του «ευρωπαϊκού στρατηγείου», μαζί με τις επιμέρους αστικές τάξεις, για το ξεπέρασμά της προς όφελος των επιχειρηματικών δυνάμεων και σε βάρος των εργαζομένων (λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, απορρυθμίσεις κλπ.). Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι μονοδιάστατα η απαλλαγή από την κυριαρχία του ευρώ, αλλά η ταυτόχρονη επιδίωξη αφενός ισχυρών πληγμάτων στο ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο (αναδιανομή εισοδήματος, ισχυρή φορολόγηση, εθνικοποιήσεις και κοινωνικοποιήσεις στρατηγικών τομέων κ.ά.) και αφετέρου η έξοδος από το πλέγμα των ευρωπαϊκών νομισματικών ρυθμίσεων της ευρωζώνης, που έχουν στο επίκεντρό τους την άτεγκτη εφαρμογή των αντιλαϊκών μνημονίων.

Μ’ αυτά τα δεδομένα ουδόλως διαμορφώνονται «φίλια» περιβάλλοντα για τις αριστερές δυνάμεις, τόσο σε εθνικό επίπεδο (προώθηση της ανάπτυξης με όρους διαταξικής συμπαράταξης κεφαλαίου και εργασίας) όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, κατανόηση, δημοκρατικότητα). Έτσι, αυτό που έχει να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς στη σημερινή περίοδο, απέναντι σ’ αυτή την διπλή αστική κυριαρχία είναι αφενός στο εσωτερικό επίπεδο την προαγωγή της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας και προς όφελος των εργαζομένων, η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η δημιουργία των 300 χιλιάδων θέσεων εργασίας κλπ. Αφετέρου η αντιστροφή του εκβιασμού των δανειστών με την παύση πληρωμών, την απομείωση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την κατηγορηματική άρνηση εφαρμογής επαχθών μνημονίων, πράγμα που εφόσον δεν μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, οδηγεί αναγκαστικά στην προβολή μιας εναλλακτικής διεξόδου για το λαϊκό κίνημα πέραν της ευρωζώνης.