Το συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) σε λίγες βδομάδες στη Μαδρίτη και οι ερχόμενες ευρωεκλογές (Μάης 2014) θα πυροδοτήσουν τη συζήτηση για την Ευρώπη μέσα στην Αριστερά.

Η συ­ζή­τη­ση είναι έτσι κι αλ­λιώς ση­μα­ντι­κή. Η Κο­μι­σιόν και οι λοι­πές ευ­ρω­η­γε­σί­ες έχουν ανα­δει­χθεί ως το Διευ­θυ­ντή­ριο της ανε­λέ­η­της τα­ξι­κής επί­θε­σης του κε­φα­λαί­ου ενά­ντια στα ερ­γα­τι­κά και κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα σε πα­νευ­ρω­παϊ­κή κλί­μα­κα. Όχι τυ­χαία, σε όλες τις χώ­ρες-μέ­λη αυ­ξά­νει το ερ­γα­τι­κό-λαϊ­κό μίσος ενά­ντια «στις γρα­φειο­κρα­τί­ες των Βρυ­ξελ­λών».

Ευ­ρω­κε­ντρι­σμός

Ο εγκλω­βι­σμός με­γά­λων τμη­μά­των της Αρι­στε­ράς σε μια τυφλή ευ­ρω­κε­ντρι­κή πο­λι­τι­κή έχει ως συ­νέ­πεια να αφή­νε­ται ελεύ­θε­ρο το πεδίο στον «ευ­ρω­σκε­πτι­κι­σμό» των κομ­μά­των της Δε­ξιάς ή, χει­ρό­τε­ρα, στον οι­κο­νο­μι­κό εθνι­κι­σμό και τον προ­τε­ξιο­νι­σμό («προ­στα­τευ­τι­σμό») των κομ­μά­των της ακρο­δε­ξιάς.

Η από­φα­ση του ΚΕΑ να θέσει τον Αλ. Τσί­πρα επι­κε­φα­λής της κα­μπά­νιας του για τις ευ­ρω­ε­κλο­γές προ­σθέ­τει πο­λι­τι­κό βάρος σε αυτή τη συ­ζή­τη­ση. Κάθε αράδα των απο­φά­σε­ων του ΚΕΑ θα γίνει τμήμα της πο­λι­τι­κής μάχης στην Ελ­λά­δα με­τα­ξύ, κυ­ρί­ως, της ΝΔ και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. 

Οι μέχρι σή­με­ρα γνω­στές κα­τευ­θύν­σεις του ΚΕΑ «παί­ζουν» γύρω από την κε­ντρι­κή ιδέα μιας «επα­νί­δρυ­σης» της ΕΕ. Προ­τεί­νο­νται κά­ποιες με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κές αλ­λα­γές («άλλη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή») με τον ισχυ­ρι­σμό ότι αυτές θα επι­φέ­ρουν, τάχα, μιαν ου­σια­στι­κή αλ­λα­γή στη λει­τουρ­γία της ΕΕ, προς όφε­λος των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων. Οι αλ­λα­γές αυτές σε με­γά­λο βαθμό είναι συ­νέ­χεια της πριν 20 χρό­νια σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής στρα­τη­γι­κής (ιδέες Ντε­λόρ) με­τάλ­λα­ξης της ΕΕ: αυ­ξη­μέ­νος προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός, δη­μο­σιο­νο­μι­κές «με­τα­βι­βά­σεις», κοι­νο­τι­κο­ποί­η­ση των χρεών, αυ­ξη­μέ­να προ­γράμ­μα­τα δη­μο­σί­ων επεν­δύ­σε­ων, «εκ­δη­μο­κρα­τι­σμός» της Ευ­ρω­παϊ­κής Κε­ντρι­κής Τρά­πε­ζας κλπ. 

Κα­νείς, όμως, στο ΚΕΑ δεν μπαί­νει στον κόπο να εξη­γή­σει γιατί ακόμα και οι «πα­τέ­ρες» αυτής της πο­λι­τι­κής (π.χ. το γαλ­λι­κό ΣΚ) την έχουν σή­με­ρα εγκα­τα­λεί­ψει. Ο πυ­ρή­νας της απά­ντη­σης βρί­σκε­ται στη δια­πί­στω­ση ότι, στις συν­θή­κες της κρί­σης και στο από­γειο της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης επί­θε­σης, δεν υπάρ­χει κα­νέ­να ση­μα­ντι­κό τμήμα των ευ­ρω­παϊ­κών κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων που να σκέ­φτε­ται στα σο­βα­ρά να υιο­θε­τή­σει ένα «κεϊν­σια­νό» πρό­γραμ­μα.

Κυ­ρί­αρ­χη επι­λο­γή

Ο «μερ­κε­λι­σμός» δεν απο­τε­λεί μια ιδιο­τρο­πία του κυ­βερ­νη­τι­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού: είναι επι­λο­γή των τρα­πε­ζι­τών και των βιο­μη­χά­νων όλης της Ευ­ρώ­πης. Κατά συ­νέ­πεια κάθε ει­λι­κρι­νής πο­λι­τι­κή που επι­διώ­κει φι­λερ­γα­τι­κές και φι­λο­λαϊ­κές «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» στην ΕΕ πιέ­ζε­ται από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να ανα­με­τρη­θεί με τα κα­θή­κο­ντα πλή­ρους ρήξης και ανα­τρο­πής σε ευ­ρω­παϊ­κή κλί­μα­κα.

Η πίεση αυτή με­τα­φρά­ζε­ται σε τρεις κα­τευ­θύν­σεις: α) την ανα­τρο­πή σε εθνι­κή κλί­μα­κα, β) τη διε­θνι­στι­κή πο­λι­τι­κή και γ) τη σο­σια­λι­στι­κή στρα­τη­γι­κή, ως «οδηγό» για τις ανα­τρο­πές σε εθνι­κή και ευ­ρω­παϊ­κή κλί­μα­κα.

Η από­στα­ση του ΚΕΑ απ’ αυτό τον προ­βλη­μα­τι­σμό καλ­λιερ­γεί το έδα­φος για την επι­στρο­φή των κομ­μά­των-με­λών του στην κε­ντρο­α­ρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή. Το βλέ­που­με στη Γαλ­λία, με την από­φα­ση του ΚΚΓ να ανα­θερ­μά­νει την «πλη­θυ­ντι­κή» Αρι­στε­ρά, μέσω της διευ­ρυ­μέ­νης συ­νερ­γα­σί­ας με τους Σο­σια­λι­στές του Ολάντ στις δη­μο­τι­κές εκλο­γές. Το εί­δα­με στην Ιτα­λία με το δια­λυ­τι­κό «τα­ξί­δι» της Κο­μου­νι­στι­κής Επα­νί­δρυ­σης στις δια­δο­χι­κές εκλο­γι­κές συμ­μα­χί­ες υπο­τα­γής στην κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά. Φαί­νε­ται ήδη στην Πορ­το­γα­λία με τη συ­ντη­ρη­τι­κή με­τα­τό­πι­ση του Μπλό­κο.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πρέ­πει να βρει τη δύ­να­μη να απο­φύ­γει αυτή την πα­γί­δα. Και αυτό δεν γί­νε­ται με ημί­με­τρα, όπως οι προ­τά­σεις για «αρι­στε­ρή επα­νί­δρυ­ση της ΕΕ». Προ­τά­σεις που συ­μπλη­ρώ­νουν την πο­λι­τι­κή του ΚΕΑ (πε­ρι­φε­ρεια­κές πο­λι­τι­κές ανά­πτυ­ξης, υπο­στή­ρι­ξη συ­νε­ται­ρι­στι­κών-αυ­το­δια­χει­ρι­στι­κών προ­γραμ­μά­των, έμ­φα­ση στη διεκ­δί­κη­ση δη­μο­κρα­τί­ας), χωρίς, όμως, να αλ­λά­ζουν τον αδιέ­ξο­δο χα­ρα­κτή­ρα της. Γιατί το κε­ντρι­κό ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει: Ποιος συ­σχε­τι­σμός τα­ξι­κών και πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων μπο­ρεί να επι­βά­λει στο κε­φά­λαιο –σε ευ­ρω­παϊ­κή κλί­μα­κα– αυτές τις αλ­λα­γές; Και, αν η Αρι­στε­ρά συ­γκε­ντρώ­σει τη δύ­να­μη για μια τέ­τοια επι­βο­λή, τότε για ποιο λόγο θα αυ­το­πε­ριο­ρι­στεί σε μια κεϊν­σια­νή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή;

Ανα­τρο­πές

Όπως έλεγε και η αρ­χι­κή δια­κή­ρυ­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, οφεί­λου­με να αντι­με­τω­πί­σου­με την ΕΕ ως πεδίο τα­ξι­κής πάλης, ακρι­βώς ανά­λο­γο και με τη χώρα στην οποία ζούμε. Όπου τα κα­θή­κο­ντα δεν είναι πλέον «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» διεκ­δί­κη­σης μιας «άλλης πο­λι­τι­κής», αλλά οι βα­θιές τα­ξι­κές και πο­λι­τι­κές ανα­τρο­πές στην κα­τεύ­θυν­ση της συ­νο­λι­κό­τε­ρης σο­σια­λι­στι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Μόνο μια τέ­τοια τα­ξι­κή και διε­θνι­στι­κή πο­λι­τι­κή οι­κο­δο­μεί εναλ­λα­κτι­κή λύση τόσο απέ­να­ντι στη σήψη του υπαρ­κτού ευ­ρω­παϊ­σμού, όσο και απέ­να­ντι στην επι­στρο­φή στον οι­κο­νο­μι­κό, πο­λι­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό εθνι­κι­σμό.