Η εξέγερση στο Σουδάν αντιμετωπίζει προκλήσεις «ζωής ή θανάτου».

Μετά την ανατροπή του δικτάτορα Μπασίρ, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Διακήρυξης Ελευθερίας και Αλλαγής (η ομπρέλα της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, που πήρε το όνομά της από το κοινό κείμενο που υπογράφηκε το Γενάρη του 2019) και του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου (που είχε καταλάβει την εξουσία μετά την αποπομπή του Μπασίρ) βρίσκονταν σε μόνιμο αδιέξοδο. Η στρατιωτική ηγεσία αρνούνταν τη μεταφορά της εξουσίας σε ένα πολιτικό συμβούλιο, ενώ ακόμα κι όταν η αντιπολίτευση υποχώρησε στην άποψη για «μικτή» σύνθεση, ο στρατός αρνούνταν να παραχωρήσει την πλειοψηφία σε αυτό το «μικτό» ανώτατο όργανο.

Εν τω μεταξύ, οι διαδηλωτές παρέμεναν στις κατασκηνώσεις τους σε όλο το Σουδάν, με πιο εμβληματική την καθιστική διαμαρτυρία έξω από την έδρα του στρατού στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, δείχνοντας ετοιμότητα «να υπερασπιστούν την επανάστασή τους μέχρι να πετύχει τους στόχους της». Το κίνημα έκανε βήματα αυτό-οργάνωσης (επαναστατικές επιτροπές γειτονιάς κ.ο.κ.) και κλιμάκωσης (μια 2ήμερη πολιτική απεργία) που προκάλεσαν την δραματική αντεπίθεση του καθεστώτος.

Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη, οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) έσπασαν τα οδοφράγματα στο Χαρτούμ και ανοίγοντας αδιάκριτα πυρ κατάφεραν να διαλύσουν την κατασκήνωση και να σκορπίσουν τους συγκεντρωμένους. Οι νεκροί ήταν από 60 (καθεστωτικές πηγές) ως πάνω από 110 (σύμφωνα με την Επιτροπή των νοσοκομειακών γιατρών). Η αγριότητα ήταν σοκαριστική: Πτώματα ανασύρθηκαν από το Νείλο, έγιναν επιθέσεις σε νοσοκομεία όπου κατέφυγαν τραυματίες, ακολούθησαν επιδρομές σε διάφορα σημεία της πόλης. Οι RSF είναι ένα ελίτ παραστρατιωτικό σώμα που απέκτησε «εμπειρία» διαπράττοντας μαζικά εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ και «τεχνογνωσία» αναλαμβάνοντας το ρόλο του κυνηγόσκυλου της Ευρώπης-Φρούριο στα σύνορα του Σουδάν. Ο καθένας καταλαβαίνει για τι είναι ικανό αυτό το επίλεκτο «σώμα».

Οι ίδιες δυνάμεις επιτέθηκαν σε κατασκηνώσεις και σε άλλες πόλεις της χώρας, ενώ ο στρατός έκλεισε το ίντερνετ και τις περισσότερες τηλεπικοινωνίες, απαγόρευσε σε ξένα δίκτυα (όπως το Αλ Τζαζίρα) να συνεχίσουν να μεταδίδουν και σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες έχουν μετατρέψει το Χαρτούμ σε «ζώνη στρατιωτικής κατοχής», τρομοκρατώντας τον πληθυσμό.

Ελάχιστες μέρες πριν τη σφαγή, η ηγεσία του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου είχε πυκνές επαφές με τους Σαούντ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο του Σίσι. Μια μέρα πριν τη σφαγή, οι Σαούντ και τα Εμιράτα ανακοίνωσαν την αποστολή 3 δισ. δολαρίων οικονομικής «βοήθειας» στο Σουδάν. Είναι παραπάνω από σαφές από ποιες δυνάμεις δόθηκε το «πράσινο φως» για τη σφαγή.

Πάντως η σφαγή στο Χαρτούμ δεν κατόρθωσε να επιβάλει σιγή νεκροταφείου. Οι πρώτες αναφορές μετά τη σφαγή για «νέα οδοφράγματα στις γειτονιές» επιβεβαιώθηκαν τις επόμενες μέρες, από πολλές διαφορετικές πηγές, που περιγράφουν την ίδια εικόνα. Στις εργατικές συνοικίες όπως η Σαμπάτ, το Μπαχάρι κ.ά. κάθε μέρα στήνονται οδοφράγματα, για να διαλυθούν από τις RSF, να ξαναστηθούν την άλλη μέρα κ.ο.κ. Πολλοί μένουν σπίτια τους φοβισμένοι, άλλοι υπερασπίζονται τα οδοφράγματα, άλλοι βγαίνουν για λίγες ώρες να βοηθήσουν να ξαναστηθούν τα οδοφράγματα και ξανακλείνονται σπίτι.

Ακόμα πιο θολές κι ανεπιβεβαίωτες ήταν οι πληροφορίες για τις αντιδράσεις μέσα στο στρατό. Υπήρξαν φήμες για βίαιο αφοπλισμό ολόκληρων μονάδων, «ύποπτων» για φιλικότητα προς τους διαδηλωτές, αλλά και για «κλειδαμπάρωμα» μονάδων στα στρατόπεδά τους, τις μέρες της κλιμάκωσης της καταστολής. Μερικές μέρες μετά έγινε επίσημα γνωστό ένα κύμα συλλήψεων χαμηλόβαθμων αξιωματικών με την κατηγορία για «σχέδιο πραξικοπήματος». Σύμφωνα με κάποια ρεπορτάζ πρόκειται για όσους διαφώνησαν και αντέδρασαν στη σφαγή των διαδηλωτών. Τα «ρήγματα» τα οποία φοβάται η στρατιωτική ηγεσία φαίνεται να υπάρχουν, αλλά δεν ήταν αρκετά βαθιά ή οργανωμένα για να εκφραστούν ενεργά.

Η Σουδανική Επαγγελματική Ένωση (SPA), η συμμαχία επαγγελματικών συλλόγων και εργατικών συνδικάτων που αποτελεί τη φυσική ηγεσία της εξέγερσης και τον «κοινωνικό» κορμό της αντιπολιτευτικής ομπρέλας, φάνηκε εκείνες τις κρίσιμες μέρες να συμπεριφέρεται ως πραγματική ηγεσία: Ανακοίνωσε τη διακοπή κάθε διαπραγμάτευσης, δηλώνοντας ότι το «πραξικοπηματικό συμβούλιο» δεν είναι πλέον συνομιλητής, κάλεσε το λαό  σε γενικευμένη πολιτική ανυπακοή και γενική πολιτική απεργία και τους άνδρες των ένοπλων δυνάμεων σε ανυπακοή κι απειθαρχία στις εντολές της ανώτερης ιεραρχίας.  

Το Στρατιωτικό Συμβούλιο έδειξε να ταλαντεύεται μεταξύ πυγμής και φόβου για τις αντιδράσεις. Αρχικά δήλωνε ότι επρόκειτο για επιχείρηση ενάντια στη συνοικία που λέγεται «Κολομβία» (λόγω της αυξημένης παρουσίας παραβατικών) η οποία «ξέφυγε» προς την κατασκήνωση από επιχειρησιακό λάθος. Αργότερα ανέλαβε επίσημα την ευθύνη για τη διάλυση της κατασκήνωσης, αλλά συμπλήρωνε ότι θα τιμωρηθούν όσοι έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο. Σε πρώτη φάση ανακοίνωσε την ακύρωση κάθε διαπραγμάτευσης και εκλογές σε 9 μήνες (η αντιπολίτευση ζητά 3ετή «μεταβατική περίοδο» για να υπάρξει χρόνος να οργανωθούν και συγκροτηθούν τα κόμματα που μόλις τώρα βγαίνουν από συνθήκες ημι-παρανομίας) και στη συνέχεια δήλωσε πρόθυμο για άμεση επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Είναι εμφανώς σε θέση ισχύος, αλλά φαίνεται ότι δεν αισθάνεται ότι έχει ανακτήσει πλήρως την πρωτοβουλία κινήσεων.

Ότι έχει λόγους να φοβάται αποδείχθηκε από την γενική πολιτική απεργία που αντιμετώπισε. Αυτή ξεκίνησε πιο «ανοργάνωτα» από την επομένη της σφαγής, αλλά οργανώθηκε συστηματικά από τις 9 Ιούνη. Τις μέρες που κράτησε (9-10-11-12 Ιούνη) παρέλυσε το Σουδάν. Οι αναλυτικές αναφορές της SPA για τη συμμετοχή και τα αποτελέσματά της κατά κλάδο σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είναι συγκλονιστικές, ενώ συνάδουν με την γενική αίσθηση που μετέφεραν τα διεθνή ΜΜΕ για «απονέκρωση» της χώρας αλλά και τα μεμονωμένα ρεπορτάζ από λιμάνια, τράπεζες, πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, αεροδρόμια, σχολεία κ.ο.κ. Μια πετυχημένη γενική πολιτική απεργία διαρκείας η οποία μάλιστα έγινε εφικτή σε καθεστώς τρομοκρατίας (με καταγγελίες για εργασία «υπό την απειλή όπλου», για αντίποινα σε όποιον συμμετείχε κ.ο.κ.).

Δυστυχώς, ακριβώς εκείνη τη στιγμή η ηγεσία αναδιπλώθηκε και στις 12 Ιούνη κήρυξε το τέλος της γενικής πολιτικής απεργίας, ως «δείγμα καλής θέλησης» στην προοπτική μιας μελλοντικής επανέναρξης των διαπραγματεύσεων. Είχε προηγηθεί η μεσολάβηση της Αιθιοπίας, που λειτούργησε ως «σανίδα σωτηρίας» και για το Στρατιωτικό Συμβούλιο που αντιμετώπιζε μια σοβαρή πρόκληση αλλά και για την αντιπολίτευση (ή έστω την πλειοψηφία της, μιας και καταγράφονται αποκλίσεις μεταξύ διάφορων δυνάμεων) που είχε προκαλέσει μια σύγκρουση την οποία μάλλον θα προτιμούσε να αποφύγει.

Οι δυνάμεις της Διακήρυξης Ελευθερίας και Αλλαγής παρουσιάζουν κάποιες πρώτες υποχωρήσεις του στρατού (απελευθέρωση των συλληφθέντων, καταρχήν αποδοχή μιας ανεξάρτητης έρευνας για τη σφαγή), δηλώνουν ότι θα επιμείνουν και για άλλες (απόσυρση του στρατού από τους δρόμους) πριν ξαναβρεθούν στο ίδιο τραπέζι με τους στρατηγούς, ενώ μπορούν να ισχυριστούν ότι απέτρεψαν τα χειρότερα σε μια στιγμή που το ζήτημα της αυτοάμυνας απέναντι στο κράτος ήρθε δραματικά στην επιφάνεια και αποδείχθηκε ότι δεν έχει επιλυθεί (ο φόβος της Συρίας ίσως έπαιξε ρόλο).

Όμως αποδείχθηκε η απροθυμία τους να κλιμακώσουν τη σύγκρουση –όχι τυχοδιωκτικά, αλλά σε μια συγκυρία που η γενική πολιτική απεργία ήταν επιτυχημένη. Για την ηγεσία της εξέγερσης, η οργάνωση και δράση των μαζών  αποτελεί περισσότερο «αντίβαρο» στη δύναμη του καθεστώτος και λιγότερο «εναλλακτική» στο ίδιο το καθεστώς. Αλλά η λαϊκή διαθεσιμότητα δεν μπορεί να «αναβοσβήνει με διακόπτη», ανάλογα την πορεία των διαπραγματεύσεων. Η ανάκλησή της απεργίας ήταν ένα δραματικό λάθος. Αυτή τροφοδοτούσε και την αντίσταση στο δρόμο (οι συμμετέχοντες στο παιχνίδι της «γάτας με το ποντίκι» όσον αφορά τα οδοφράγματα στις γειτονιές, δήλωναν ότι είναι η απεργία αυτή που δίνει νόημα στο να συνεχιστεί και αυτή η «σισσύφεια» μορφή πάλης). Αυτή  απειλούσε τους στρατηγούς, θα μπορούσε να βαθύνει τα ρήγματα στο στρατό, αλλά και να επιτρέψει το ρίζωμα του κινήματος στους χώρους δουλειάς, μετά την απώλεια της κατασκήνωσης στο κέντρο της πόλης.

Μετά από όσα έγιναν επιστρέφουμε στο σημείο που σχολίαζε η μαρξίστρια Αν Αλεξάντερ πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση:

«Οι διαπραγματευτικές ομάδες της SPA και της αντιπολιτευτικής “ομπρέλας” Συμμαχία για Ελευθερία και Αλλαγή επιχειρούν να πείσουν το παλιό καθεστώς να αυτό-μεταρρυθμιστεί από τα πάνω… Το πρόβλημα, όταν ζητάς από στρατηγούς να οδηγήσουν μεταρρυθμιστικά τους εαυτούς τους εκτός εξουσίας, είναι ότι συνήθως δεν συμφωνούν».

Στις 14 Ιούνη, η σχετική ηρεμία στους κεντρικούς δρόμους έσπασε από τις πρώτες -μετά τη σφαγή- απόπειρες διαδηλωτών να κινηθούν ξανά προς το κέντρο του Χαρτούμ. Ήταν πιο μικρές διαδηλώσεις, αυθόρμητες και σύμφωνα με τον Guardian, έγιναν από ανθρώπους «οργισμένους από την απόφαση να ανακληθεί η γενική απεργία στην οποία συμμετείχαν πιστεύοντας ότι θα συνεχιστεί ώσπου να διώξουν οριστικά το Στρατιωτικό Συμβούλιο».

Αυτή η διάθεση και το γεγονός ότι πρόκειται για την πιο οργανωμένη εξέγερση από όσες έζησε η ευρύτερη περιοχή μετά το 2011, επιτρέπουν να συνεχίσουμε να ελπίζουμε σε νέες ευκαιρίες για το δικό μας στρατόπεδο. Αλλά η ιστορία της «αραβικής άνοιξης» διδάσκει ότι η πλευρά μας δεν έχει την πολυτέλεια να «πετάει» τις ευκαιρίες που της δίνονται, γιατί αυτές δεν προσφέρονται αέναα: κάποια στιγμή, η αντεπανάσταση αντεπιτίθεται αποφασιστικά και από την εξουθένωση κανείς δεν έχει πλέον τη διάθεση να συνεχίσει να παλεύει...

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες