Η υποκρισία που διέκριναν πολλοί στην παρουσία των ηγετών της Δύσης κατά το πανδημοκρατικό συλλαλητήριο του Παρισιού δεν περιορίζεται σ’ αυτούς τους εκπροσώπους κρατών. Αφορά και όσους προβάλλουν την ελευθερία της έκφρασης ως όχημα για τη διάδοση του αντιισλαμικού και αντιμεταναστευτικού μίσους.

Τελικά βρέθηκε πού συμφωνούν όλοι οι πολιτικοί μας αλλά κι εμείς οι δημοσιογράφοι και οι πολίτες κάθε λογής: είμαστε όλοι Charlie! Αλλά τι σημαίνει αυτό;

Η υποκρισία που διέκριναν πολλοί στην παρουσία των ηγετών της Δύσης κατά το πανδημοκρατικό συλλαλητήριο του Παρισιού δεν περιορίζεται σ’ αυτούς τους εκπροσώπους κρατών. Αφορά και όσους προβάλλουν την ελευθερία της έκφρασης ως όχημα για τη διάδοση του αντιισλαμικού και αντιμεταναστευτικού μίσους.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς για όσα συνέβησαν στο Παρίσι και συντάραξαν όλη την Ευρώπη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και καιρό το «Charlie Hebdo» βρισκόταν στο επίκεντρο μιας βάσιμης κριτικής για τον τρόπο που παρουσίαζε το Ισλάμ, τον οποίο πολλοί (ακόμα και πρώην στελέχη του περιοδικού) δεν δίστασαν να επικρίνουν ως «ισλαμοφοβικό» και «ρατσιστικό». Για την ακρίβεια, το «Charlie Hebdo» είναι πλέον μια μετάλλαξη του αρχικού ελευθεριακού προτύπου του. Και ναι μεν εξακολουθεί να έχει στο στόχαστρό του κυρίως τον Σαρκοζί, τους Λεπέν και τα πρόσωπα της δημοσιότητας, αλλά εδώ και αρκετό καιρό δεν παύει να απεικονίζει με κάθε ευκαιρία τον Μωάμεθ με τη γαμψή «σημιτική» μύτη, αναπαράγοντας μια πρόκληση που ξεκίνησε εδώ και δέκα χρόνια.

Το όπλο της σάτιρας

Είναι βέβαια φυσικό για ένα έντυπο που εξαρχής δημιουργήθηκε με στρατηγική την πρόκληση και τη γελοιοποίηση των ταμπού και του καθωσπρεπισμού της γαλλικής κοινωνίας να σχοινοβατεί μονίμως στα όρια. Το χιούμορ bête et méchant (ανόητο και κακό), που υπήρξε το σήμα κατατεθέν της ομάδας των ταλαντούχων δημιουργών του περιοδικού από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε ως «Hara-Kiri» (1969), απαιτεί μάλιστα να ξεπερνιούνται συνειδητά κάθε τόσο αυτά τα όρια. Κανένα πρόβλημα, αν αυτό συμβαίνει με στόχο τους ισχυρούς και τους εξουσιαστές κάθε είδους. Τα πράγματα αλλάζουν αν συμβαίνει το αντίθετο, αν δηλαδή στο στόχαστρο της γελοιοποίησης και του διασυρμού βρίσκονται οι αδύναμοι, οι ήδη στοχοποιημένοι απόβλητοι. Τότε το γέλιο σταματά και αρχίζει η τραγωδία.

Υπάρχει εδώ μια σκόπιμη παρανόηση. Τόσο η ελευθερία της έκφρασης όσο και το ίδιο το χιούμορ κρίνονται από τον βαθμό της ανεξαρτησίας τους από την άσκηση της εξουσίας στο επίπεδο των ιδεών. Η αντίσταση στη λογοκρισία δεν έχει νόημα παρά μόνο ως υπεράσπιση μιας διωκόμενης, μειοψηφικής και «αιρετικής» άποψης. Και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση κρίνεται από την εξουσία που επιχειρεί να το καταπνίξει. Μπορεί όλα αυτά να μην είχαν τόση σημασία το 1969 -την επαύριο της έκρηξης του 1968- αλλά το 2015 της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης οι κοινωνίες δεν είναι πια απομονωμένες ούτε λειτουργούν με όρους εσωτερικού διαλόγου. Οσα λέγονται και γράφονται «εδώ», απευθύνονται «παντού».

Το χιούμορ μπορεί να γίνει αποδεκτό ακόμα και σε ακραίες μορφές όταν διακινείται στο εσωτερικό μιας κοινότητας. Είναι γνωστό ότι ο αυτοσαρκασμός είναι στοιχείο συνοχής πολλών μειονοτικών ομάδων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εβραϊκές κοινότητες που αναπαράγουν ανέκδοτα για τα αρνητικά στερεότυπα που συνοδεύουν τον εβραϊσμό. Ομως τα ίδια αυτά ανέκδοτα στο στόμα «άλλων» παίρνουν αμέσως αντισημιτική χροιά.

Μ’ άλλα λόγια, το χιούμορ στο στόμα του (όποιου) αντιπάλου δεν προκαλεί κανένα γέλιο στον στόχο του. Η γελοιοποίηση του εχθρού είναι κλασικό όπλο της πολιτικής προπαγάνδας σε πολεμικές περιόδους. Ακόμα τραγουδάμε κοροϊδευτικά στις εθνικές επετείους τον «φουκαρά» και «μακαρονά» Ντούτσε. Και η αντίσταση την περίοδο της δικτατορίας στηρίχτηκε ιδιαίτερα στη διάδοση ανεκδότων για τον Παπαδόπουλο και τον Παττακό.

Θυμίζουμε ότι η εμπλοκή του «Charlie Hebdo» με τη γελοιογραφική απεικόνιση του Μωάμεθ ξεκίνησε από τις αρχές του 2006, όταν το γαλλικό σατιρικό περιοδικό, μαζί με άλλα φιλελεύθερα έντυπα του δυτικού κόσμου, τόλμησαν να φιλοξενήσουν τα σκίτσα του Μωάμεθ που είχε δημοσιεύσει μια εφημερίδα της Δανίας στα τέλη του 2005. Αυτή η κίνηση, που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις μουσουλμανικών κοινοτήτων σε πολλές χώρες του κόσμου, είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση του Σαλμάν Ρουσντί και την επικήρυξή του από τους Αγιατολάδες. Οταν το 1988 δημοσίευε τους «Σατανικούς Στίχους» ο Ρουσντί δεν είχε βέβαια κατά νου το ενδεχόμενο να προκύψει ο ιρανικός φετφάς εναντίον του και να υποχρεωθεί να ζει από τότε υπό την απειλή της εκτέλεσής του από φανατικούς μουσουλμάνους.

Ομως η δανέζικη εφημερίδα «Γίλαντ Πόστεν», που έκανε την αρχική δημοσίευση των σκίτσων του Μωάμεθ το 2005, είχε πλήρη συνείδηση για τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε. Η «Γίλαντ Πόστεν» δεν ασχολιόταν βέβαια με το χιούμορ ούτε είχε πρόθεση να υπερασπιστεί κάποια ελευθερία έκφρασης. Ο ομολογημένος και ευθύς στόχος της υπερσυντηρητικής αυτής εφημερίδας ήταν η μουσουλμανική κοινότητα που ζει στη Δανία. Η δημοσίευση έγινε στο πλαίσιο μιας ρατσιστικής καμπάνιας που διεξήχθη καθ’ όλη τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα εκείνης της χρονιάς στη χώρα και καθοδηγήθηκε από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό Αντερς Ράσμουσεν, ο οποίος έμεινε στο πόστο αυτό για δέκα χρόνια (2001-2009) για να μεταπηδήσει αμέσως μετά στη θέση του γ.γ. του ΝΑΤΟ (μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014). Η Δανία ήδη τότε ήταν σκιά της ανεκτικής φιλελεύθερης κοινωνίας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Ο Ράσμουσεν είχε όλα αυτά τα χρόνια βασικό του προπαγανδιστικό όπλο τον περιορισμό της μετανάστευσης και την άρνηση των δικαιωμάτων στους μουσουλμάνους κατοίκους της χώρας, που έφταναν τότε τις 200.000. Λίγους μήνες πριν από τη δημοσίευση των σκίτσων, η Εκθεση του International Helsinki Federation for Human Rights επισήμαινε τη δυσανεξία του πλειονοτικού πληθυσμού της Δανίας απέναντι στους σχετικά ολιγάριθμους μουσουλμάνους, αποκαλύπτοντας ότι «τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται ενισχυόμενη πολιτική αντίθεση στην ανέγερση τζαμιών, με την αιτιολογία ότι οι μιναρέδες δεν είναι συμβατοί με τη δανέζικη αρχιτεκτονική». Την ίδια περίοδο αντιμετωπιζόταν αρνητικά και το ενδεχόμενο δημιουργίας νεκροταφείου για τους μουσουλμάνους.

Η ίδια η «Γίλαντ Πόστεν» ένα χρόνο νωρίτερα φιλοξενούσε ακραίες αντιισλαμικές δηλώσεις του «ειδικού» ισλαμολόγου ιστορικού Λαρς Χέντεγκααρντ: «Το Ισλάμ είναι ακόμα πιο ολοκληρωτικό από τον ναζισμό. Οι ναζί δεν απαιτούσαν από τον λαό να αφήνει μουστάκι τύπου Χίτλερ. Αλλά το Ισλάμ επεμβαίνει σε κάθε πτυχή της ζωής, από το ντύσιμο μέχρι το φαγητό» (1.8.2004).

Η δημοσίευση λοιπόν αυτών των σκίτσων ήταν μια καθαρή πρόκληση. Και, όπως ήταν φυσικό, εισπράχτηκε από τον μουσουλμανικό κόσμο ως μια συνολική επίθεση από τη Δύση. Ηταν άλλωστε εν μέσω των μεγάλων πολεμικών εκστρατειών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Φυσικά από τη δική τους πλευρά εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία αυτή οι φονταμενταλιστές των απολυταρχικών μουσουλμανικών καθεστώτων και οι σκοτεινές οργανώσεις τύπου Αλ Κάιντα. Βρήκαν όμως και το έκαναν.

Κριτική στη σεξουαλική υπερδραστηριότητα του προέδρου, στην υψηλή χοληστερόλη του Ντεπαρντιέ και μόνιμη αντίθεση στους Λεπέν, μπαμπά και κόρη. Η πολιτική του «Charlie Hebdo» | 

Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα; Ασφαλώς όχι με νόμους απαγόρευσης ή λογοκρισίες ούτε με ιδιώνυμα για την υπερπροστασία των θρησκειών. Το αντίθετο, μάλιστα. Η στήλη έχει από χρόνια υποστηρίξει ότι πρέπει να καταργηθεί και στη χώρα μας η ποινικοποίηση της βλασφημίας. Αλλά αυτό είναι άλλο και άλλο η προσβολή μιας μειονότητας, που ήδη αποτελείται από πολίτες δεύτερης σειράς.

Μετά τη διεθνή κατακραυγή, ο ίδιος ο αρχισυντάκτης της «Γίλαντ Πόστεν», που έφερε την ευθύνη για τη δημοσίευση των σκίτσων, ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσουν αντιχριστιανικά και αντισημιτικά σκίτσα, έτσι ώστε να αποδείξει ότι η εφημερίδα δεν έτρεφε ειδικά αντιμουσουλμανικά αισθήματα. Τα σκίτσα αυτά ουδέποτε δημοσιεύτηκαν, ενώ ο ίδιος τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τη διεύθυνση της εφημερίδας. Κάτι ανάλογο συνέβη με το «Charlie Hebdo». Οι ίδιοι οι συντελεστές του αναγνώριζαν ότι η σάτιρα πρέπει να έχει όρια όταν βάζει στο στόχαστρό της ομάδες του πληθυσμού. Μάλιστα επικαλούνταν πολλές φορές προς υπεράσπισή τους το πραγματικό γεγονός ότι από τη γελοιογραφική τους πένα δεν ξεφεύγει καμιά θρησκεία, ενώ συχνή είναι και η ταυτόχρονη γελοιοποίηση των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών στο εξώφυλλο του περιοδικού. Ομως εδώ υπάρχουν μερικοί πιο ίσοι από τους ίσους. Είναι γνωστή η περίπτωση του διάσημου γελοιογράφου Σινέ, ο οποίος απολύθηκε από το περιοδικό το 2008, αμέσως μόλις υπήρξε διαμαρτυρία ότι κάποιο υπονοούμενο που περιλαμβανόταν σε κείμενό του είχε αντισημιτική χροιά. Η ευαισθησία, λοιπόν, του «Charlie Hebdo» δεν υπήρξε καθόλου ισομερής. Ας σημειωθεί ότι μετά από χρόνια ο Σινέ δικαιώθηκε δικαστικά για την απόλυσή του και το περιοδικό υποχρεώθηκε να του καταβάλει μεγάλη αποζημίωση.

Η Αθήνα δεν είναι Παρίσι

Ο πρώτος Ελληνας πολιτικός αρχηγός που αντέδρασε μετά το μακελειό στο Παρίσι ήταν ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος κατήγγειλε την «τρομοκρατική επίθεση» ως αποτέλεσμα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και ζήτησε να λάβει τέλος ο «ψευτοανθρωπισμός». Εκλεισε λέγοντας: «Για να μη γίνει και η Αθήνα Παρίσι απαιτείται εθνική πολιτική στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης και αυτήν την πολιτική εγγυάται μόνο η Χρυσή Αυγή».

Ετσι λοιπόν. Για να μη γίνει η Αθήνα Παρίσι! Πέρα από τη γελοιότητα της «ευχής», τέτοιος φόβος στο ζήτημα που μας απασχολεί δεν υπάρχει. Γιατί στη Γαλλία χρησιμοποιείται ως όχημα της ισλαμοφοβίας και ως πρόσχημα της εχθρικής αντιμετώπισης των μουσουλμάνων ο εμπεδωμένος και παραδοσιακός κοσμικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας και των κοινωνικών θεσμών. Η ρεπουμπλικανική γαλλική παράδοση έχει ήδη δηλητηριαστεί από την αντιμεταναστευτική και κυρίως ισλαμοφοβική ρητορεία. Το παράδοξο από πρώτη ματιά είναι ότι η Μαρίν Λεπέν, ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο ακριβώς την τακτική του πατέρα της, δεν εκμεταλλεύεται αυτήν την κατάκτηση της Γαλλικής Επανάστασης προκειμένου να διαχωρίσει τους μουσουλμάνους κατοίκους της χώρας. Για παράδειγμα, στον γνωστό «πόλεμο της μαντίλας» το Εθνικό Μέτωπο συντάχθηκε εναντίον της απαγόρευσης στις μουσουλμάνες μαθήτριες να καλύπτουν το κεφάλι τους, θεωρώντας ότι μπορεί να κινδυνεύσει και η επίδειξη χριστιανικών συμβόλων.

Στην Ελλάδα του άτυπου ορθόδοξου φονταμενταλισμού τα πράγματα είναι ακριβώς αντίθετα. Η άρνηση της ανέγερσης τεμένους, η ανυπαρξία νεκροταφείων, η παρενόχληση κάθε λατρευτικής δραστηριότητας των μουσουλμάνων συμπολιτών μας δεν στηρίζεται στη θεσμική απροθυμία έναντι όλων των θρησκειών, αλλά γίνεται στο όνομα μιας άλλης λατρείας, της συνταγματικά κατοχυρωμένης «επικρατούσας» θρησκείας. Πριν από λίγες μέρες ο απερχόμενος πρωθυπουργός -συντασσόμενος εδώ με τις φοβίες των Λεπέν- κήρυξε μάλιστα σταυροφορία υπέρ της παραμονής των εικόνων στα δημόσια κτίρια, παρά το γεγονός ότι από πουθενά δεν διατυπώθηκε πρόθεση αποκαθήλωσής τους. Το μήνυμα προς τους μη ορθόδοξους πολίτες της χώρας ήταν σαφές: Εσείς είστε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Το ελληνικό κράτος, τα μέσα ενημέρωσης, τα περισσότερα κόμματα είναι ανοιχτά εχθρικά προς το Ισλάμ και βέβαια θεωρούν κάθε μουσουλμάνο πολίτη δυνάμει τζιχαντιστή πολύ πριν δημιουργηθεί η μαζική ισλαμοφοβική ψύχωση της Δύσης. Η επίσημη πολιτική και η διοίκηση με κάθε τρόπο προκαλούν τη μετάλλαξη των απλών μουσουλμάνων σε φανατικούς, στερώντας τους τα στοιχειώδη και χλευάζοντας δημόσια τον στενό πυρήνα της πίστης τους. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές κινήσεις αυθαιρεσίας, ένας αστυνομικός έσκισε το Κοράνι το 2009 κατά τη διάρκεια ελέγχου νόμιμου πρόσφυγα από τη Συρία, με αποτέλεσμα να προκληθεί αναστάτωση στις κοινότητες των μουσουλμάνων. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γιγαντώθηκε η Χρυσή Αυγή, η οποία –μην το ξεχνάμε– άρχισε τη δράση της με εμπρησμούς σε αυτοσχέδια τζαμιά, τα οποία βρίσκονταν σε υπόγεια πολυκατοικιών στον Αγιο Παντελεήμονα.

Διαθέτουμε, μάλιστα, μια εξαιρετικά οδυνηρή παράδοση του τρόπου διαχείρισης (εργαλειοποίησης θα ήταν ο καταλληλότερος όρος) του Ισλάμ στη χώρα μας. Επί δεκαετίες το επίσημο κράτος σε όλες τις εκφάνσεις του ενίσχυε την τουρκική διάσταση της μειονότητας στη Δυτική Θράκη, μόνο και μόνο για να συγκροτήσει έναν δυνάμει σύμμαχο στα σύνορά μας για να πολεμήσει τον από βορρά «κομμουνιστικό κίνδυνο». Σ' αυτή την ανάγκη υπήχθη και ο γλωσσικός εκτουρκισμός των Πομάκων, προκειμένου να αποδυναμωθεί η σλαβική τους γλώσσα. Αλλά μόλις οξύνθηκαν οι σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία και η απειλή μετατοπίστηκε στα ανατολικά σύνορα, άρχισε να ενισχύεται με κάθε τρόπο ο μουσουλμανικός χαρακτήρας της μειονότητας και να υποβοηθούνται ακόμα και οι σχέσεις της με τα αντιδραστικά ισλαμικά καθεστώτα, όπως της Σαουδικής Αραβίας. Στο τέλος το ελληνικό κράτος ανακάλυψε και τη γλώσσα των Πομάκων. Αλλά βέβαια ήταν αργά, με δυο γενιές καθυστέρηση.

Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και θέλοντας να αποφύγει -κατόπιν εορτής- τις συνέπειες αυτής της πολιτικής, το υπουργείο Εξωτερικών, που εξακολουθεί να διαφεντεύει στην περιοχή, αποδέχτηκε κάποιες θετικές διακρίσεις για μέλη της μειονότητας. Αλλά σήμερα βάλλονται και κινδυνεύουν να ανατραπούν εκείνες ακριβώς οι θεσμικές ρυθμίσεις που υποβοήθησαν την ομαλή ενσωμάτωση μελών της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία (ποσοστώσεις για την είσοδο στα ΑΕΙ, αναβάθμιση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης κ.λπ.).

Και μια τελευταία κρίσιμη παρατήρηση, σχετικά με το ότι η Αθήνα δεν είναι Παρίσι. Ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα ακροδεξιά κόμματα μετατόπισαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες τη ρητορική τους από τον παραδοσιακό αντισημιτισμό στην ισλαμοφοβία, προσαρμόζοντας τα ίδια αντιεβραϊκά στερεότυπα στον νέο εσωτερικό εχθρό, δηλαδή τους μετανάστες, εδώ στην Ελλάδα η Ακροδεξιά και ειδικά η Χρυσή Αυγή παραμένει αυστηρά αντισημιτική, ενώ δεν διστάζει να περιγράψει ως μοναδικό σύμμαχό της τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, ακριβώς επειδή κι εκείνος έχει στόχο τους Εβραίους. Δυστυχώς σ' αυτή της την ιδιαιτερότητα η ελληνική Ακροδεξιά βρίσκει εύφορο έδαφος στην ελληνική κοινωνία.

Αναρωτιόμαστε πόσοι από τους Ελληνες που δέχτηκαν τόσο εύκολα το μήνυμα του «Je suis Charlie» θυμούνται ότι ο δεύτερος στόχος των φονταμενταλιστών δολοφόνων υπήρξε το σούπερ μάρκετ (και όχι βέβαια παντοπωλείο) της αλυσίδας Hypercasher, που επιλέχθηκε ως τυφλό αντιεβραϊκό χτύπημα.

Διαβάστε

► Jane Weston, «Bête et méchant: Politics, Editorial Cartoons and Bande dessinée in the French Satirical Newspaper Charlie Hebdo».

(«European Comic Art», τ. 2,1 2009).

Η διαδρομή του «Charlie Hebdo» από το 1969 και ανάλυση του ειδικού χιούμορ του.

► Bashy Quraishy, Jean o’Connor, «ENAR Shadowreport 2004, Denmark»

Εκθεση του ENAR (European Network Against Racism) για την ανάπτυξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη Δανία τις παραμονές της δημοσίευσης των περιβόητων σκίτσων του Μωάμεθ.

Δείτε

► «Ενας προφήτης μα τι προφήτης»

(«The life of Brian» του Τέρι Τζόουνς, 1979)

Η πιο σπαρταριστή σάτιρα της Καινής Διαθήκης από την ομάδα των Μόντι Πάιθονς, καταφέρνει χάρη στο κεντρικό της εύρημα να αποφύγει κάθε άμεση σχέση με τα πρόσωπα που θεωρούνται ιερά από τους χριστιανούς, αν και είναι η πιο βλάσφημη κινηματογραφική μεταφορά του ιερού βιβλίου τους. Μια από τις πιο ξεκαρδιστικές σκηνές της ταινίας είναι ο λιθοβολισμός του καταδικασμένου για βλασφημία.

Ετικέτες