Οι αριθμοί και κάποιες πρώτες σκέψεις για την κάλπη των βουλευτικών

Οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία επιβεβαίωσαν την πολιτική αστάθεια που έχει εγκατασταθεί στις συνθήκες «τριχοτόμησης» του εκλογικού σώματος. Για πρώτη ίσως φορά, οι εκλογές για την Εθνοσυνέλευση επιβεβαίωσαν τον τίτλο «τρίτος γύρος», καθώς τα αποτελέσματά τους συνέβαλλαν στην αποτύπωση του πολιτικού-κοινωνικού συσχετισμού.

Πένθος στη Μακρονία

Η πιο προφανής είδηση, που απασχολεί δίκαια τη μερίδα του λέοντος της συζήτησης στο διεθνή Τύπο, ήταν το ηχηρό χαστούκι στον Εμμανουέλ Μακρόν. Η φθορά αυτής της ζωντανής ενσάρκωσης του ακραίου κέντρου είχε φανεί από τις προεδρικές. Εκεί όπου φάνηκε ότι ο «μακρονισμός» εγκαθίσταται ως η βασική επιλογή αστικής διακυβέρνησης πάνω στα ερείπια των παραδοσιακών κομμάτων, αλλά όπου επίσης είχε καταγραφεί ότι βγαίνει τραυματισμένος από την πρώτη θητεία στο Μέγαρο Ιλισίων.

Το αποτέλεσμα του συνασπισμού «Ensemble» (το μακρονικό «En Marche» και οι σύμμαχοί του) ήταν μια σκληρή τιμωρία για την αλαζονεία του Γάλλου προέδρου. Είχε επισημανθεί από τις προεδρικές εκλογές ακόμα, ότι ο Μακρόν πρακτικά δεν συμμετείχε στην προεκλογική αντιπαράθεση, αρνούμενος να συζητήσει οποιονδήποτε απολογισμό της θητείας του. Εξίσου «μπλαζέ» μπήκε το κόμμα του και στις βουλευτικές.

Η Le Monde έγραψε δεικτικά ότι το κυβερνητικό στρατόπεδο έχει εγκαταλείψει το καθήκον «να επιχειρηματολογεί, να διευκρινίζει και να συζητά». Ασφαλώς υπάρχει το στοιχείο της αλαζονείας. Σημειώνει η γαλλική εφημερίδα ότι «μάλλον εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στη φυσική τάξη πραγμάτων, και την επιβράβευση του νικητή των προεδρικών… γνωρίζοντας ότι η χαμηλή συμμετοχή είναι καλά νέα για ένα κόμμα που υπολογίζει στη στήριξη των πιο ηλικιωμένων και πιο εύπορων… που συνήθως δεν απέχουν».

Ωστόσο υπάρχει κι ένα πολιτικό στοιχείο: Ο Μακρόν απέχει από το δημόσιο διάλογο γιατί δεν έχει τίποτε (θελκτικό) να πει. Όταν το «κέντρο» συναπαρτίζεται από δύο ανταγωνιστικά κόμματα, η καταθλιπτική συναίνεση μπορεί και να κρυφτεί πίσω από σκυλοκαυγάδες στα δευτερεύοντα. Ο «μακρονισμός», παίζοντας χωρίς αντίπαλο σε αυτό το έδαφος, αποτελεί την πιο κραυγαλέα αποτύπωση της πλήρους απουσίας (θετικού ή έστω ικανού να πείθει και να εμπνέει) οράματος από το πολιτικό «κέντρο». Ο Μακρόν διεκδικεί να κυβερνά, γιατί απλώς αυτή είναι η «φυσική τάξη πραγμάτων».

Η πρώτη ψυχρολουσία ήρθε στον πρώτο γύρο. Όπου το Ensemble κινητοποίησε συνολικά 5.857.000 ψηφοφόρους (25,75%). Ήταν ένα αποτέλεσμα εμφανώς μικρότερο από το σκορ του πρώτου γύρου στις προεδρικές (9.783.000 και 27,85%) και αρκετά κάτω από τις επιδόσεις στις βουλευτικές του 2017, όταν (μαζί με τους σημερινούς συμμάχους) η προεδρική πλειοψηφία είχε ψηφιστεί από περίπου 7.420.000 ανθρώπους (32%) στον πρώτο γύρο.

Το αποτέλεσμα σήμανε συναγερμό και ο «μακρονισμός» ενεργοποιήθηκε. Αλλά το έπραξε με τρόπο που ανέδειξε την αδυναμία του να χτίσει ηγεμονικό ρεύμα. Το France24 σημείωνε μεταξύ των δύο γύρων: «Το γεγονός ότι οι προσπάθειες να επανενεργοποιήσει τη βάση του στηρίζονται στη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης αναδεικνύει μια άλλη αδυναμία του κυβερνητικού στρατοπέδου: τον δισταγμό του να συζητήσει δημόσια το πολιτικό πρόγραμμα του Μακρόν για την επόμενη 5ετία». Όπως έγραψε ο κοινωνιολόγος Μισέλ Βιεβιορκά, «Το στρατόπεδο του Μακρόν δεν έχει να πει πολλά εκτός από το να επιτίθεται στον Μελανσόν».

Πράγματι, όλη η προεκλογική τακτική του Ensemble αναλώθηκε σε έναν παροξυσμό αντι-αριστερών επιθέσεων. Λίγους μήνες πριν, στο «κυνήγι της αριστερής ψήφου», προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει την Λεπέν στο δεύτερο γύρο, κυβερνητικά στελέχη έφταναν στο σημείο να μιλάνε για… «κοινές αξίες» με την Αριστερά. Σήμερα, αντιμέτωπα με μια πρόκληση εξ αριστερών τους, διάφορα στελέχη της προεδρικής πλειοψηφίας έφτασαν να μιλάνε για «υπεράσπιση της Δημοκρατίας» απέναντι στους «ακροαριστερούς». Πρόκειται για μια επικίνδυνη ταύτιση της Αριστεράς με την ακροδεξιά (που συμβάλει ακόμα περισσότερο στο «σμπαράλιασμα» κάθε έννοιας «υγειονομικής ζώνης» απέναντι στους φασίστες), αλλά και για μια απίθανη ταύτιση της «Δημοκρατίας» ουσιαστικά με τις προοπτικές του… Μακρόν.

Η τακτική ήταν η μόνη ικανή να ενεργοποιήσει τον πυρήνα της κοινωνικής βάσης του μακρονισμού. Ο Μακρόν εκφράζει «το κόμμα της σταθερότητας» και ψηφίζεται σε μεγάλο βαθμό από όσους είναι λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιημένοι από το στάτους κβο ή έστω πιο φοβισμένοι/επιφυλακτικοί απέναντι σε μια πιθανή διατάραξή του. Ο Μακρόν μπόρεσε να προσελκύσει την υποστήριξη 8 εκατομμυρίων ψηφοφόρων (38,6%) στο δεύτερο γύρο. Αλλά επιβεβαιώθηκε ότι αυτή η κοινωνική βάση αποτελεί μια μικρή μειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας. Και στις φετινές συνθήκες (σε σύγκριση με τη «γενναιοδωρία» που έδειξε το εκλογικό σώμα απέναντί του το 2017), αποδείχθηκε ότι δεν έχει καν επαρκή στήριξη για να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σπάνιο «επίτευγμα», να μην καταφέρνει ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών 2 μήνες μετά.

Η προεδρική συμμαχία συγκέντρωσε μόνο 245 έδρες, 102 λιγότερες από εκείνες του 2017. Πρόκειται για πτώση που αντιστοιχεί συνήθως σε κόμμα που έχει μόλις χάσει την εκτελεστική εξουσία κι όχι σε κόμμα που μόλις κέρδισε τις προεδρικές. Φάνηκε ότι ο βασιλιάς Μακρόν είναι γυμνός.

Μια σειρά από νυν και πρώην υπουργικά και άλλα κορυφαία στελέχη έχασαν τις έδρες τους. Ανάμεσα στις ταπεινωτικές ήττες, ξεχωρίζουμε: Τον Καστανιέ, υπουργό Εσωτερικών το 2018-20 και «χασάπη» της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων. Τον Εμμανουέλ Βαλς, που διατέλεσε πρωθυπουργός του Ολάντ αν και δηλωμένος θαυμαστής του Σαρκοζί, ένας «μακρονικός» πριν καν υπάρξει ο όρος. Τον Μπλανκέ, τον τραμπικό υπουργό Παιδείας που καθοδήγησε ιδεολογικά τον πόλεμο ενάντια στις «δικαιωματικές σπουδές» και στους «ισλαμοαριστερούς», που λυμαίνονται –λέει– τα γαλλικά πανεπιστήμια. Και την Ροξάνα Μαρατσινεάνου, την πρώην υπουργό Αθλητισμού που επικαλέστηκε το «Ρεπουμπλικανικό Μέτωπο» (ο παραδοσιακός όρος που παραπέμπει σε αντι-Λεπέν), απέναντι στην αντίπαλό της, την… Ρασέλ Κεκέ, την Ιβοριανή μετανάστρια καθαρίστρια  που είχε πρωταγωνιστήσει σε μια μεγάλη απεργία σε ξενοδοχείο του Παρισιού.

Η Ρασέλ τελικά μπαίνει στην Εθνοσυνέλευση. Μια άλλη εμβληματική υποψηφιότητα, υπήρξε ο Στεφάν Ραβακλέι, ο φούρναρης που είχε κάνει απεργία πείνας ενάντια στην απέλαση του μαθητευόμενού του από τη Γουϊνέα και κατόρθωσε να κερδίσει την παραμονή του στη χώρα. Ο Στεφάν ηττήθηκε οριακά στο δεύτερο γύρο. Είναι τέτοιοι άνθρωποι που ανέδειξαν τις πιο θετικές πτυχές της NUPES.

Το στοίχημα του Μελανσόν

Είχαμε σημειώσει εξαρχής ότι η «πρωθυπουργία Μελανσόν» ήταν ένας εξαιρετικά απίθανος στόχος. Ωστόσο η συμμαχία της «πλατιάς Αριστεράς» πέτυχε τους πιο υλοποιήσιμους στόχους της: Συνέβαλε στην απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του Μακρόν, ενώ η NUPES αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη του κοινοβουλίου, καταφέρνοντας ένα πλήγμα στο δίπολο «Μακρόν-Λεπέν» και βγάζοντας την Αριστερά από τη «γωνία». Αυτό φάνηκε και στην προεκλογική περίοδο, όπου κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση η αντιπαράθεση του Μακρόν με την Αριστερά.

Η ενοποίηση των δυνάμεων αποδείχθηκε εκλογικά αποτελεσματική. Η απουσία ανταγωνιστικών ψηφοδελτίων (σε ένα σύστημα μονοεδρικών περιφερειών και δύο γύρων) διευκόλυνε πολλές υποψηφιότητες της NUPES να βρεθούν στο δεύτερο γύρο και αρκετές να εκλεγούν. Η NUPES προσέλκυσε στις κάλπες 5.836.079 ανθρώπους (25,66%). Δεν μπόρεσε να ενεργοποιήσει σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων των προεδρικών (όπου μόνος ο Μελανσόν κέρδισε 7,2 εκατ. ψήφους ενώ αθροιστικά η συνολική «δεξαμενή» των υποψηφίων της «πλατιάς Αριστεράς» έφτανε τα 10 εκατομμύρια) ή να συγκροτήσει ένα ρεύμα ευρύτερο της υποστήριξης που είχαν συγκεντρώσει αθροιστικά το 2017 οι δυνάμεις που την απαρτίζουν σήμερα (στασιμότητα σε ψήφους και σε ποσοστό). Ήταν εξαρχής πολύ δύσκολο το έργο να αντιπαλέψει η NUPES την τάση της αποχής: Αυτή συνήθως είναι πιο ενισχυμένη στους «ηττημένους» των προεδρικών και -κυρίως- αφορά πρώτιστα το κοινωνικό ακροατήριο της Αριστεράς (νεολαία και εργαζόμενοι). Η υπόσχεση για απτά αποτελέσματα που έφερναν οι κοινές υποψηφιότητες μπόρεσε να διατηρήσει σε ένα σημαντικό επίπεδο το ενδιαφέρον της εκλογικής βάσης της πλατιάς Αριστεράς -που μεταφράστηκε στην εντυπωσιακή αύξηση εδρών, αλλά δεν επαρκούσε για να αντιστρέψει τη μεγάλη εικόνα αποχής αυτών των στρωμάτων από την κάλπη.

Η μαζική παρουσία υποψηφίων σε πολλούς δεύτερους γύρους και η παθιασμένη προσπάθεια των δυνάμεων της NUPES ενίσχυσε αυτή τη συσπείρωση του πυρήνα των αριστερών ψηφοφόρων. Στο δεύτερο γύρο, η NUPES κινητοποίησε 6.556.000 ανθρώπους, φτάνοντας στο 31,6%, κι εξέλεξε τελικά 131 έδρες.

Από αυτές, η Ανυπότακτη Γαλλία καταλαμβάνει 72 έδρες, δηλαδή 55 περισσότερες από το 2017, επιβεβαιώνοντας ότι είναι πλέον η ηγεμονική δύναμη στην «πλατιά Αριστερά». Ίσως πιο σημαντική είδηση από το συνολικό εκλογικό σκορ της συμμαχίας είναι αυτή η αλλαγή στο συσχετισμό στο εσωτερικό της. Αυτή η αλλαγή άλλωστε (η δημόσια ταύτιση της NUPES περισσότερο με τον Μελανσόν και λιγότερο με τις πιο δεξιές «συνιστώσες» της) είναι που προκάλεσε το αυξημένο ενδιαφέρον εχθρών και φίλων. 

Μεγάλοι κερδισμένοι αναδεικνύονται και οι Πράσινοι, οι οποίοι εκλέγουν 27 βουλευτές, ενώ στην προηγούμενη Εθνοσυνέλευση διέθεταν μόλις ένα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εκλέγει 12 (δύο περισσότερους από το 2017). Οι μόνοι που δεν κατάφεραν να ενισχυθούν ήταν οι… Σοσιαλιστές, πράγμα ενδεικτικό της καθοδικής τους διαδρομής. Εκλέγουν 26 έδρες, 4 λιγότερες από το 2017. Όμως υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση σε αυτό το αποτέλεσμα. Με βάση την πορεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, η κοινοβουλευτική του επιβίωση (αυτοδύναμα) ήταν ένα ερωτηματικό. Η συμπερίληψή του στη NUPES ήταν ένα «σωσίβιο» που του επέτρεψε να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική του παρουσία -και μάλιστα μια παρουσία δυσανάλογη σε σύγκριση με την επιρροή που είχε καταγράψει στις προεδρικές, όπου είχε βρεθεί πίσω από το ΚΚΓ και πολύ πιο πίσω από τους Πράσινους. Με στενά κοινοβουλευτικούς όρους, η συμφωνία που πέτυχε ο Μελανσόν με τους Σοσιαλιστές αποδείχθηκε «αμοιβαία επωφελής», διευκολύνοντας την εκλογή περισσότερων βουλευτών όλων των εμπλεκόμενων. Με ευρύτερους πολιτικούς όρους, με αυτή τη συμφωνία εξασφάλισε την επιβίωσή του ένας μηχανισμός που δεν θα έλειπε σε κανέναν αν συντριβόταν οριστικά και του οποίου ο αιφνιδιαστικός «προσηλυτισμός» στις απόψεις της Ανυπότακτης Γαλλίας δεν πείθει κανέναν…

Όσον αφορά την επόμενη μέρα, η έκκληση Μελανσόν για συγκρότηση ενιαίας κοινοβουλευτικής ομάδας της NUPES (για να μην καταγραφεί η Λεπέν ως αξιωματική αντιπολίτευση, βλ. παρακάτω), συνάντησε καταρχήν αρνητικές αντιδράσεις από όλους τους συμμάχους. Σοσιαλιστές, Κομμουνιστές και Πράσινοι δηλώνουν ότι η NUPES δεν ήταν «ενοποίηση», αλλά σύμπραξη μπροστά στην κάλπη, που προβλέπει έπειτα τη δημιουργία διακριτών κοινοβουλευτικών ομάδων.

Ενίσχυση και εδραίωση της ακροδεξιάς

Στη «σκιά» της αντιπαράθεσης των προεδρικών με την Αριστερά, καταγράφηκε η έκπληξη που πέτυχε το κόμμα της Μαρίν Λεπέν. Η ακροδεξιά θίχτηκε επίσης από την αποχή -σε σύγκριση με το τί θα μπορούσε να προσδοκεί με βάση το υψηλό σκορ στις προεδρικές. Κατόρθωσε να ενεργοποιήσει 4.200.000 ψηφοφόρους (περίπου τους μισούς της Λεπέν πριν 2 μήνες) που αντιστοιχούν στο 18,68% (23,15% στις προεδρικές). Όμως αυτή η κινητοποίηση υπήρξε σημαντικά μεγαλύτερη του 2017 (2.990.000 και 13,2%) και της εξασφάλισε την παρουσία σε 200 περίπου δεύτερους γύρους (από 120 το 2017).

Στον ανταγωνισμό εντός ακροδεξιάς, η «πρόκληση» Ζεμούρ υπέστη μία ακόμα ήττα από την Λεπέν. Το RN απέρριψε τις εκκλήσεις του Ερίκ Ζεμούρ για κοινές υποψηφιότητες. Σύμφωνα με τον Ερουάν Λεκοάρ, πολιτικό κοινωνικολόγο που ειδικεύεται στην μελέτη της ακροδεξιάς, μια συμμαχία θα της απέδιδε 10-30 έδρες παραπάνω, αλλά: «Ήθελε να βάλει το καρφί στο φέρετρο του Ζεμούρ, ξεκάθαρα. Και το πέτυχε. Η Reconquete συγκεντρώνει 4% της ψήφου πανεθνικά… καμία υποψηφιότητά της δεν πέρασε στο δεύτερο γύρο. Ούτε ο Ζεμούρ… [η Λεπέν] ήθελε πάνω από όλα να σκοτώσει τον Ζεμούρ και δεν της καιγόταν καρφί για το αν θα αποκτήσει κι άλλες έδρες, ειδικά εφόσον αυτές οι έδρες θα ήταν Ζεμουρικές και άρα ανεξέλεγκτες…».

Δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι το μέλλον του Ερίκ Ζεμούρ στην πολιτική σκηνή. Αλλά η πρόσκαιρη εκτίναξή του έπαιξε σημαντικό ρόλο: Ακόμα δεξιότερης μετατόπισης της πολιτικής συζήτησης και κατ’ επέκταση περεταίρω «κανονικοποίησης» της Λεπέν. Παρεμπιπτόντως, η μακροπρόθεσμη-στρατηγική μεθοδολογία που επέδειξε η Λεπέν (να «σκοτώσει» τον ανταγωνισμό χωρίς να της «καίγεται καρφί» για μερικές δεκάδες έδρες παραπάνω) προσφέρεται για διδάγματα και στο αριστερό φάσμα και τη βραχυπρόθεσμη «ρεάλ πολιτίκ» στην οποία στηρίχθηκε η ανάγκη συμφωνίας με τους Σοσιαλιστές.

Μεταξύ των δύο γύρων, οι περισσότερες εκτιμήσεις έδιναν στην ακροδεξιά περίπου 50 έδρες. Ακόμα κι αυτό θα ήταν μια ιστορική επιτυχία για τη γαλλική ακροδεξιά, που δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει ανεξάρτητη κοινοβουλευτική ομάδα (που απαιτεί πάνω από 15 εκλεγμένους), με εξαίρεση τις 35 έδρες που κέρδισε ο πατέρας Λεπέν το 1986, σε ένα βραχύβιο πείραμα εκλογών με αναλογική εκπροσώπηση. Έκτοτε, το εκλογικό σύστημα της Γαλλίας έκανε τις κοινοβουλευτικές εκλογές «εχθρικό έδαφος» για την ακροδεξιά: που είχε να αντιμετωπίσει παντού την «υγειονομική ζώνη» στο δεύτερο γύρο, αλλά και την παντελή έλλειψη τοπικών στελεχών που να μπορούν να διεκδικήσουν τις όποιες πιθανότητές τους, όπως μπορούσαν σε κεντρικό επίπεδο οι Λεπέν. Κάποιοι λένε ότι η σχέση ήταν αμοιβαία: Το FN/RN, ένα κάθετο, συγκεντρωτικό, προσωποκεντρικό κόμμα, «προτιμούσε» τις προεδρικές εκλογές αλλά αδιαφορούσε πλήρως και το ίδιο για την εκλογή βουλευτών.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εκλογή δεκάδων βουλευτών αποτελεί μια μεγάλη τομή στην ιστορία του FN/RN. Ο Ούγκο Παλέτα σημείωνε μετά τον πρώτο γύρο: «Για να κάνεις προεκλογική καμπάνια στις βουλευτικές, χρειάζεσαι στελέχη σε όλη τη χώρα και το RN δεν έχει. Αλλά τα καλά του αποτελέσματα δείχνουν ότι οι πολιτικές και εκλογικές του ρίζες είναι πολύ συμπαγείς σε αρκετές περιοχές, με ικανότητα να πετυχαίνει πολύ μεγάλα σκορ ακόμα κι αν οι υποψήφιοί του δεν είναι επαρκείς». 

Ο ίδιος σημειώνει τη θετική πλευρά ότι «η Λεπέν δεν βρήκε απάντηση στη δυναμική της NUPES και θα υποχρεωθεί να ζήσει με μια Εθνοσυνέλευση που ένα πολύ μεγάλο αριστερό μπλοκ φαίνεται ότι θα παίζει το ρόλο της βασικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση». Πράγματι, η γενική εικόνα παραμένει αυτή της «τριχοτόμησης» (μεταξύ Αριστεράς, Κεντροδεξιάς και Ακροδεξιάς). Ωστόσο η Λεπέν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το κόμμα της ήταν το μόνο που «αυξάνει διαρκώς την επιρροή του» (επικαλούμενη τη στασιμότητα της NUPES σε απόλυτο αριθμό ψήφων σε σύγκριση με το άθροισμα των συνιστωσών της το 2017) και να περιγράφει το RN ως δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή (μιας και η NUPES είναι σύμπραξη 4 κομμάτων).

Η κοινοβουλευτική ομάδα της ακροδεξιάς έφτασε στις 89 έδρες (από 8 το 2017), καθώς στο δεύτερο γύρο κινητοποίησε 3.589.000 ψηφοφόρους (17,3%). Ήταν η μόνη παράταξη (από τις 3 «μεγάλες») που έπεσε σε ψήφους και ποσοστό από τον πρώτο γύρο στο δεύτερο, αλλά φάνηκε ότι είχε την δύναμη να πετύχει πολύ περισσότερες νίκες από όσες προβλέπονταν. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε την εκλογική συμπεριφορά διάφορων κεντρώων και  κεντροδεξιών, όπου υπήρξε αναμέτρηση μεταξύ NUPES και RN: οι περισσότεροι απείχαν ενώ αρκετοί έκλιναν προς τα ακροδεξιά απέναντι στην «κόκκινη απειλή», κάτι που μάλλον έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διάψευση των αρχικών εκτιμήσεων (για 50 έδρες μάξιμουμ) και την απογείωση των λεπενικών στις 89 έδρες. Οι ρωγμές στην «υγειονομική ζώνη» έχουν ανοίξει διάπλατα…

Το ανησυχητικό είναι ότι η επιτυχία του RN/FN να «ριζώσει» εκλογικά, πλέον του δίνει δυνατότητες να «ριζώσει» και πολιτικά-οργανωτικά. Η επιτυχία στις κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία έχει πλούσια υλικά οφέλη. Η γαλλική ακροδεξιά, το πλέον υπερχρεωμένο κόμμα της Γαλλίας, που επιβίωνε οικονομικά με «μηχανική υποστήριξη» από τη Μόσχα και τη Βουδαπέστη, αποκτά πλέον τους πόρους και τις δυνατότητες, όχι μόνο να ξεχρεώσει, αλλά και να χτίσει τις υποδομές του και το στελεχικό του δυναμικό… 

Η παραδοσιακή Δεξιά υποχρεώθηκε στο ρόλο του κομπάρσου. Έχασε 66 έδρες σε σχέση με το 2017 και κατρακύλησε από δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της Βουλής σε τέταρτο, καθώς συνεχίζει να χάνει κεντροδεξιούς προς τον Μακρόν και σκληρούς δεξιούς προς την Λεπέν. Ωστόσο ο μηχανισμός του άντεξε την πίεση για να καταφέρει να διατηρήσει 64 έδρες. Οι Ρεπουμπλικάνοι ανακοίνωσαν ότι θα παραμείνουν σε θέση αντιπολίτευσης και δεν θα προσχωρήσουν στην προεδρική πλειοψηφία, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή του Μακρόν. Αλλά αποτελούν μια χρήσιμη κοινοβουλευτική «εφεδρεία» σε επιλογές στρατηγικής σημασίας για τη γαλλική άρχουσα τάξη (όπως, ενδεχομένως, και οι διάφοροι κεντροαριστεροί που εξελέγησαν ως τμήμα της NUPES).

Αχαρτογράφητα νερά

Με όλες τις στρεβλώσεις του ιδιόμορφου εκλογικού συστήματος, με το «θόλωμα» του πραγματικού συσχετισμού στα αριστερά που προκάλεσαν οι ετεροβαρείς συμφωνίες συγκρότησης της NUPES, με όλες τις «σκιές» που ρίχνει στην οποιαδήποτε εκτίμηση η ιστορικά υψηλή αποχή (όπως το έθεσε χιουμοριστικά Γάλλος δημοσιογράφος: «οι βουλευτικές εκλογές φέτος έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από ποτέ, αλλά δεν ενδιαφέρονται οι Γάλλοι»), η εικόνα της νέας Βουλής αποτυπώνει την ριζική αλλαγή του πολιτικού χάρτη.

Αποτυπώνεται πλέον και εκεί (πιο στρεβλά) η γενική «τριχοτόμηση» της Γαλλίας, η ενίσχυση των παλιών «μικρών» που κάποτε αδυνατούσαν να εκλέξουν βουλευτές (από την ακροδεξιά ως τους Πράσινους και τη ριζοσπαστική Αριστερά), η αποδυνάμωση των παλιών «μεγάλων» ακόμα και στο πλέον προνομιακό για τους μηχανισμούς τους γήπεδο, η μεγάλη φθορά του Μακρόν που αποτελεί τον πιο ηττημένο νικητή στην πρόσφατη γαλλική ιστορία…

Είναι ένα εκρηκτικό τοπίο, καθώς η κάλπη αποτύπωσε (στρεβλά) κοινωνικές δυναμικές: Όπου η αντιδραστικοποίηση και η δεξιά μετατόπιση (που στηρίζουν την εδραίωση της Λεπέν) συνυπάρχουν με ένα ζωηρό κοινωνικό κίνημα και μια ανθεκτική ταξική συνείδηση (που στήριξαν τις προοπτικές του Μελανσόν). Η Γαλλία αναμφίβολα δεν «πλήττει» -είναι ικανή να μας απασχολήσει με τις καλύτερες και τις χειρότερες ειδήσεις τα επόμενα χρόνια…

Ετικέτες