Δέκα χρόνια µετά…

Η ιλαροτραγωδία Στέφανος Κασσελάκης αποδεικνύει για µια ακόµα φορά ότι στη ζωή, και πολύ περισσότερο στην πολιτική ζωή, κανένας «µεγάλος λογαριασµός» δεν µένει τελικά απλήρωτος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο «λογαριασµός» ήταν ιδιαίτερα µεγάλος και σηµαντικός. Αφορούσε την ιστορική στιγµή «2015», δηλαδή το ξεπούληµα από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα µιας ιστορικής ευκαιρίας να ανατραπεί από τη σκοπιά των εργαζοµένων και των λαϊκών τάξεων η νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου στη βάρβαρη µορφή που αυτή πήρε στην Ελλάδα µετά το ξέσπασµα της διεθνούς κρίσης του 2008, µε τις µνηµονιακές πολιτικές.

Η προϊστορία

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ακούσαµε ή διαβάσαµε δεκάδες φορές τον ισχυρισµό ότι ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε η «ηγετική µορφή» που πήρε από το χέρι ένα κόµµα του 3-4% και το οδήγησε στην κυβερνητική εξουσία. Ο ισχυρισµός δεν έχει καµιά σχέση µε την πραγµατικότητα και διαθέτει ελάχιστη πειστικότητα απέναντι σε όλες και όλους που έχουν µια αυθεντική εµπειρία σχετικά µε τις πραγµατικότητες στον ΣΥΡΙΖΑ της προ του 2015 περιόδου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε και σταδιακά ενισχύθηκε πολιτικά µέσω της σύνδεσης µε το διεθνές κίνηµα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσµιοποίηση, ενάντια στον πόλεµο και τον ρατσισµό. Αναπτύχθηκε σαν ένα υβριδικό «κόµµα», περισσότερο σαν ένα ενιαίο µέτωπο στο πολιτικό πεδίο, που προσπαθούσε να εκφράσει συστηµατικά και οργανωµένα στον καθηµερινό πολιτικό αγώνα της εποχής τις δεκάδες χιλιάδες των ανθρώπων που στήριξαν τις επιτυχηµένες δράσεις του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουµ. Η επιλογή δεν ήταν ενιαία: οι οπαδοί της σύγκλισης µε τη σοσιαλδηµοκρατία, οι λάτρεις της απολύτως εκλογοκεντρικής στρατηγικής, οι πρόθυµοι των διαδοχικών «διευρύνσεων» προς το Κέντρο, που από τότε δεν ήταν και λίγοι µέσα στον Συνασπισµό, θεωρούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ένα «ολέθριο αριστερίστικο λάθος» και πάλεψαν µε νύχια και µε δόντια για να τον διαλύσουν. Η ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ, η σταθεροποίησή του και η συγκέντρωση πολιτικής δύναµης που σταδιακά επιτεύχθηκε στα χρόνια του Αλέκου Αλαβάνου, είχαν ως προϋπόθεση την αριστερή στροφή και την απόρριψη της διάχυσης µέσα στη σοσιαλδηµοκρατία. Η υπενθύµιση αυτή έχει ειδική πολιτική σηµασία σήµερα, γιατί το καθεστώς και οι ιδεολογικοπολιτικοί µηχανισµοί στην υπηρεσία του, προσπαθούν να επιβάλουν ως κοινή λογική την άποψη ότι µόνο οι δεξιόστροφες πολιτικές έχουν προοπτικές, ότι µόνο ο συντηρητισµός αποδίδει πολιτική δύναµη.

Η εσωτερική δυναµική στον ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της ανοδικής και ριζοσπαστικής περιόδου έδειχνε ότι ήταν εφικτή µια ουσιαστική αλλαγή στον πολιτικό χάρτη, µε στόχο τη δηµιουργία µιας πλατιάς αντιπολιτευτικής δύναµης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όταν, µετά το Δεκέµβρη του 2008, ο Αλέκος Αλαβάνος άνοιξε για πρώτη φορά τη συζήτηση σχετικά µε το σύνθηµα «κυβέρνηση της Αριστεράς», αντιµετωπίστηκε µε απορριπτικό σκεπτικισµό από πολλές πλευρές (συµπεριλαµβανοµένων των µετέπειτα βασικών «συµβούλων» του Αλέξη Τσίπρα). Σε ό,τι µας αφορά, είχαµε δηλώσει ότι δεν µας ενδιαφέρει µια στροφή προς ένα αριστερό εκλογικίστικο «λαϊκισµό», µε µοντέλο το PT του Λούλα στη Βραζιλία, µιας και αυτή ήταν η µοναδική «οδός» διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας στις, τότε, συγκεκριµένες συνθήκες.

Όλα αυτά άλλαξαν δραµατικά µε την κρίση. Η διεθνής κρίση του ’08 συντάραξε συθέµελα τον ελληνικό καπιταλισµό, ακυρώνοντας όλες τις ως τότε συνταγές ανάπτυξής του. Η απόφαση του Γ. Παπανδρέου να αποδεχθεί το πακέτο δρακόντειας λιτότητας που υπαγόρευσαν οι δανειστές και να κηρύξει από το Καστελόριζο το µνηµόνιο 1, είχε ως συνέπεια την ορµητική είσοδο των εργατικών και λαϊκών µαζών στις πολιτικές εξελίξεις, µε στόχο να ανατρέψουν την αντιδραστική επιλογή που ολοφάνερα πλέον έκανε η ντόπια κυρίαρχη τάξη σε συµφωνία µε την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Οι διαδοχικές µαζικές γενικές απεργίες, τα ογκώδη συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της χώρας, το κίνηµα των πλατειών, η ανθεκτικότητα απέναντι στην κτηνωδία των µηχανισµών καταστολής κ.ά. έδειχναν την αποφασιστικότητα του κόσµου να σπάσει το «τείχος» της µνηµονιακής συµφωνίας µεταξύ των ντόπιων καπιταλιστών και της τρόικας. Σε αυτή τη µακρά περίοδο ανοδικών αγώνων, ο κόσµος συνδύαζε τις µεθόδους του «δρόµου» (µε τις πολύωρες πολιορκίες της Βουλής από εκατοντάδες χιλιάδες αποφασισµένους διαδηλωτές) µε τις µεθόδους της «κάλπης», εξαερώνοντας µε πρωτοφανή ταχύτητα την εκλογική επιρροή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και στρέφοντας τις αναζητήσεις του κυρίως προς τα αριστερά.

Η ποιοτική άνοδος του κινήµατος αντίστασης στην Ελλάδα είχε, ταυτόχρονα, µια κρίσιµη διεθνή διάσταση. Οι αγώνες εδώ έγιναν σηµείο αναφοράς αρχικά σε όλες τις χώρες του κλαµπ των PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Ο Σόιµπλε και η Μέρκελ αποδείχθηκαν πιο οξυδερκείς από τις ντόπιες πολιτικές ηγεσίες (συµπεριλαµβανοµένου του ΣΥΡΙΖΑ) όταν ανακήρυξαν την απόκρουση της «µετάδοσης» (του ελληνικού «µικροβίου» αντίστασης) ως βασικό κριτήριο της πολιτικής τους σε εκείνα τα κρίσιµα χρόνια. Οι ευρωηγεσίες κατανοούσαν ότι αν το κίνηµα και η Αριστερά στην Ελλάδα κατόρθωναν να σπάσουν τη µνηµονιακή επίθεση, τότε αυτή η «ρήξη» δεν θα έµενε αποµονωµένη σε µια µικρή χώρα-µέλος της ΕΕ, αλλά θα απειλούσε άµεσα τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε όλη την Ευρώπη.

Όποιος υποτιµά τη δύναµη του µαζικού κινήµατος της «αντιµνηµονιακής» περιόδου, είναι καταδικασµένος να µην καταλάβει τίποτα από τις εκρηκτικές πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Όµως είναι απαραίτητο να διευκρινίσουµε και το άλλο «όριο» εκείνης της καυτής συγκυρίας. Παρά την ποιοτική άνοδο του κινήµατος, αυτή δεν έφτασε στη δηµιουργία συνθηκών άµεσης επαναστατικής κρίσης. Στην Ελλάδα του 2010-15 δεν εµφανίστηκαν µορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης που θα µπορούσαν να στηρίξουν µια επαναστατική απάντηση στο ζήτηµα της εξουσίας. Δεν εµφανίστηκαν µορφές «εργατικών συµβουλίων», ούτε (προφανώς) ανάλογες µε την κλασσική ιστορική περίοδου του επαναστατικού κινήµατος (σοβιέτ), αλλά ούτε ακόµα συγκρίσιµες µε τις «εµβρυακές» µορφές που αναπτύχθηκαν πχ στη Χιλή του 1970-73 ή στην Πορτογαλία του 1974-75.

Η κατάσταση στην καυτή διετία 2010-12 έµοιαζε λες και ήταν άµεσα βγαλµένη από τα εγχειρίδια και τις συζητήσεις του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς: µια οξύτατη κοινωνική κρίση, µια εν εξελίξει οξύτατη πολιτική κρίση, µε την αδυναµία των καθεστωτικών πολιτικών δυνάµεων να στηρίξουν µια «κοινά αποδεκτή» κυβερνητική σταθερότητα, και την έντονα ανοδική τάση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, που δεν είχαν φτάσει (ή δεν είχαν φτάσει ακόµα…) στο επίπεδο να στηρίξουν µια λύση επαναστατικής σοσιαλιστικής αλλαγής. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κοµιντέρν της εποχής του Λένιν µας κληροδότησε ως απάντηση για ανάλογες συνθήκες την πολιτική που στο κέντρο της έχει το Ενιαίο Μέτωπο, τη µεταβατική πολιτική και την πάλη για µια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Είναι κοινό µυστικό ότι πάνω στα κρίσιµα ερωτήµατα αυτού του προσανατολισµού, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξαρχής οξύτατη πολιτική διαµάχη και σύγκρουση. Το 2010, µε το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (ΜΑΑ) µε επικεφαλής τον Αλ. Αλαβάνο, η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ διαχωρίστηκε ανοιχτά και δηµόσια από την ηγετική πλειοψηφία γύρω από τον Αλ. Τσίπρα. Το 2013, στο πρώτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερή Πλατφόρµα είχε την υποστήριξη περισσότερων από το 30% των συνέδρων.

Όσοι αρέσκονται να κατανοούν την ιστορία «εκ του αποτελέσµατος» θα πρέπει να θυµηθούν ότι τα πολιτικά ερωτήµατα που τελικά απάντησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσµος δεν τα απεύθυνε ούτε πρώτα στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε µόνο στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο πρώτος αποδέκτης του ερωτήµατος της πολιτικής έκφρασης του πλατιού αγωνιστικού ρεύµατος της εποχής ήταν, φυσιολογικά, το ΚΚΕ. Στις περιφερειακές εκλογές του Νοέµβρη του 2010 το ΚΚΕ είχε συγκεντρώσει στην Αττική το 14,44% των ψήφων, σε απόσταση µπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ που αντιµετώπιζε επιπρόσθετα µια ανοιχτή ηγετική κρίση. Στις εθνικές εκλογές του Μάη του 2012, όταν άρχιζε ο πολιτικός σεισµός, το ΚΚΕ πήρε 540.000 ψήφους και 8,48%, το µεγαλύτερο ποσοστό του µετά την κρίση του 1989. Όµως το ΚΚΕ υποτίµησε ξεκάθαρα τη σηµασία των αντιµνηµονιακών αγώνων, αρνήθηκε να αναλάβει το πολιτικό βάρος που του αναλογούσε, αρνήθηκε να επεξεργαστεί µια γραµµή που θα απαντούσε συγκεκριµένα στην απαίτηση του κόσµου για την ανατροπή της µνηµονιακής κυβέρνησης. Στις εκλογές του Ιούνη του ’12, έπεσε στις 272.000 ψήφους και στο 4,5%, χάνοντας τη µισή εκλογική επιρροή του. Στο δηµοψήφισµα του 2015, οι 6 στους 10 ψηφοφόρους του ΚΚΕ ψήφισαν ΟΧΙ, απορρίπτοντας την κοµµατική έκκληση για άκυρο. Σε αυτό το υπόβαθρο, όταν εκδηλώθηκε ανοιχτά η κρίση και η ήττα της κυβέρνησης Τσίπρα, στις εκλογές του 2019, το ΚΚΕ περιορίστηκε στις 299.000 ψήφους και 5,3%, µένοντας πολύ πίσω από τη δύναµη που είχε στην αρχή µιας περιόδου µεγάλων αγώνων και πρωτοφανούς κρίσης. Πρόκειται κυρίως για µια πολιτική και όχι µόνο για µια εκλογική αποτυχία.

Ανάλογα συµπεράσµατα, ασφαλώς σε διαφορετική κλίµακα ευθύνης, προκύπτουν και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μέσα στο κλίµα γενικότερης στροφής προς τα αριστερά, τον Μάη του ’12 κατέγραψε το ιστορικό υψηλό εκλογικής επιρροής της µε 75.428 ψήφους και 1,19%. Όµως δεν άντεξε την πολιτική πίεση. Τον Ιούνη του ’12 συρρικνώθηκε στις 20.000 ψήφους και 0,3%, χάνοντας µέσα σε ένα µήνα τα 2/3 ενός µειοψηφικού και εξ ορισµού «σκληρού» εκλογικού ακροατηρίου, το οποίο δεν ξανακέρδισε ποτέ. Στην στιγµή της ήττας του Τσίπρα, το 2019, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιορίστηκε σε ποσοστό απλής «καταγραφής», µε 23.000 ψήφους και 0,41%.

Τα εκλογικά ποσοστά λένε µόνο ένα µέρος της αλήθειας. Η άρνηση του ΚΚΕ να µπει σε οποιαδήποτε σοβαρή διεργασία για την εναλλακτική λύση απέναντι στην κυβέρνηση Σαµαρά-Βενιζέλου ήταν ένα από τα βασικά «επιχειρήµατα» της ηγετικής οµάδας Τσίπρα για τα τυχοδιωκτικά ανοίγµατά της προς τους ΑΝΕΛ και, ταυτόχρονα, δηµιουργούσε µια από τις βασικές αδυναµίες της αριστερής πτέρυγας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά µε τις πολιτικές συµµαχίες.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2010 απέρριψε, µε συνοπτικές διαδικασίες, την πρόταση του ΜΑΑ (όπου εκτός από µεγάλο τµήµα του Αριστερού Ρεύµατος του Συνασπισµού, συµµετείχαν οι ΚΟΕ, ΔΕΑ, ΚΕΔΑ κ.ά.) για µια νέα ενωτική πρωτοβουλία στο πολιτικό πεδίο. Δεν θα µάθουµε ποτέ τι θα είχε συµβεί αν τις προκλήσεις της περιόδου που ακολούθησε είχε κληθεί να αντιµετωπίσει µια «σύνθεση» της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάµεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Έτσι, η µάχη του 2015 δόθηκε κυρίως στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Κυβέρνηση Αριστεράς ή Εθνικής Σωτηρίας

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε πολιτικά, πριν κερδίσει εκλογικά, το «δικαίωµα» να διαχειριστεί τις ελπίδες του κόσµου για ανατροπή της δρακόντειας µνηµονιακής λιτότητας, αναγνωρίζοντας ως προϋπόθεση την ανατροπή της µνηµονιακής κυβέρνησης Σαµαρά-Βενιζέλου, και υποσχόµενος µια «ρήξη» µε την τρόικα.

Αυτό έγινε εφικτό στη βάση µιας ιδεολογικοπολιτικής «πλατφόρµας» που περιέγραφαν οι αποφάσεις του 1ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και το Πρόγραµµα της Θεσσαλονίκης. Η ΔΕΑ, όπως και η µεγάλη πλειοψηφία της Αριστερής Πλατφόρµας, δεν είχαν υπερψηφίσει τις αποφάσεις του συνεδρίου του 2013, χαρακτηρίζοντάς τις ως ανεπαρκείς, ενώ είχαν δηµόσια χαρακτηρίσει το Πρόγραµµα της Θεσσαλονίκης ως µετριοπαθές και κατώτερο των περιστάσεων. Παρόλα αυτά, η συλλογικά εγκεκριµένη «πλατφόρµα» του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσε να παρέχει µια βάση για πλατιά ενότητα δράσης, για συγκέντρωσης πολιτικής δύναµης που έπαιρνε απειλητικές διαστάσεις προς τις καθεστωτικές δυνάµεις. Χαρακτηριστικά του πανικού που αυγάτιζε µέσα στην «καλή κοινωνία» καθώς προσεγγίζαµε το 2015, ήταν η µαζική δραπέτευση κεφαλαίων προς το εξωτερικό, όπως και οι συχνές δηλώσεις των Σαµαρά, Μεϊµαράκη κ.ά. που υπενθύµιζαν ότι η αστική τάξη διαθέτει και άλλα µέσα για να υπερασπίσει τον εαυτό της, πέρα από αυτά του κοινοβουλευτικού δρόµου. Στο διεθνές πεδίο, ήταν σαφές ότι η ΕΕ και η ΕΚΤ προετοιµάζονταν για να αντιµετωπίσουν µε «πολεµικό τρόπο» µια νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα, εάν και εφόσον αυτή θα επιχειρούσε να κινηθεί µε την πολιτική που είχε προαναγγελθεί από τον «συλλογικό» ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν συνέβη. Γιατί σε αντίθεση µε τα παραµύθια των παπαγάλων του συστηµικού Τύπου, η ηγετική πλειοψηφία του Αλέξη Τσίπρα «δραπέτευσε» από όλες τις δεσµεύσεις, τις συνεδριακές αποφάσεις, το Πρόγραµµα της Θεσσαλονίκης κ.ά., εγκαταλείποντας πανικόβλητη όλη την πολιτική πάνω στην οποία χτίστηκε η δύναµη και η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Το σχέδιο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν δοκιµάστηκε στην πράξη, δεν επιχειρήθηκε καν. Αντικαταστάθηκε εξαρχής µε το σχέδιο «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας» που είχε ως κρυφό πολιτικό όριο την επιδίωξη της συναίνεσης µε την ντόπια κυρίαρχη τάξη, αλλά και µε την Τρόικα. Αυτή η «στροφή», που κυοφορούνταν από νωρίτερα (από το 2013 και πιο φανερά από το 2014…) στηρίχθηκε στις επεξεργασίες ενός περίκλειστου «κόµµατος µέσα στο κόµµα», της ηγετικής πλειοψηφίας που προερχόταν από τον Συνασπισµό και που έντροµη µπροστά στις ευθύνες εγκατέλειπε όλα τα γνωρίσµατα της προηγούµενης «αριστερής στροφής» για να επιστρέψει µε ταχύτητα στις πιο αποτυχηµένες παραδόσεις του Ευρωκοµµουνισµού. Ο Αλ. Τσίπρας και η παρέα του επιχείρησαν να κυβερνήσουν µε βάση την πολιτική του… Φώτη Κουβέλη που, διαθέτοντας µια ιδεολογική συνέπεια πάνω στις «αρχές» του Λ. Κύρκου και της ΕΑΔΕ, είχε νωρίτερα εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ και είχε στραφεί προς τη στήριξη του Μνηµονίου 2, αγκαλιά µε τον Σαµαρά, τον Βενιζέλο και τον Καρατζαφέρη.

Η πολιτική των συµµαχιών είναι αδιάψευστο κριτήριο για κάθε πολιτική κατεύθυνση. Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είχε θέσει µε σαφήνεια τα όρια: «από την Αριστερά της Αριστεράς, ως την αντιµνηµονιακή σοσιαλδηµοκρατία». Ο Τσίπρας σχηµάτισε κυβέρνηση µαζί µε τους ΑΝΕΛ και έκανε Πρόεδρο της Δηµοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο, το στέλεχος της Δεξιάς που είχε κρατήσει «το τιµόνι του κράτους» κατά τη δοκιµασία του Δεκέµβρη του ’08. Η ΔΕΑ είχε δηµόσια προειδοποιήσει για τη σηµασία αυτών των επιλογών, αλλά δεν ήµασταν καθόλου ευτυχείς που σε αυτήν την καταγγελία είχαµε µείνει µόνοι.

Το πρόγραµµα του ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν στην υπόσχεση για «µονοµερείς ενέργειες» ρήξης µε τη λιτότητα (13ος και 14ος µισθός και σύνταξη, επαναφορά Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, δραστική µείωση του ΦΠΑ κ.ά). Η κυβέρνηση Τσίπρα ανέστειλε την εφαρµογή των «µονοµερών ενεργειών» µέχρις ότου (και εάν…) θα  προέκυπτε ευρύτερη συναίνεση επ’ αυτών µε… τους δανειστές! Η απαίτηση για να εκπληρωθούν αυτές οι δεσµεύσεις ήταν ένα ισχυρό σηµείο της Αριστερής Πλατφόρµας και συνέπαιρνε µεγάλο τµήµα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόγραµµα του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώριζε, µεν, την προοπτική µιας κάποιας «διαπραγµάτευσης» µε την Τρόικα, αλλά στο έδαφος της στάσης πληρωµών, της επανεθνικοποίησης των τραπεζών, των µέτρων ελέγχου των «ελευθεριών» δραπέτευσης των κεφαλαίων, και της απαίτησης για δηµόσιο-λογιστικό έλεγχο όλου του χρέους. Αυτά αντικαταστάθηκαν από τις χαζοχαρούµενες προβλέψεις ότι «η Μέρκελ θα δεχτεί και θα ’ναι µέρα-µεσηµέρι», που οδήγησαν στη Συµφωνία της 20ης Φλεβάρη που προέβλεπε τη δέσµευση για πληρωµή όλων των δόσεων χρέους «εγκαίρως και στο ακέραιο». Πέρα από το δηµόσιο διαχωρισµό της Αριστερής Πλατφόρµας, η σκληρή καταγγελία του Μανώλη Γλέζου θα παραµένει κόλαφος για όσους συνέβαλαν σε αυτήν την κατάπτυστη Συµφωνία, ή την ανέχτηκαν.

Το πρόγραµµα του ΣΥΡΙΖΑ περιλάµβανε την οµιχλώδη φόρµουλα «καµιά θυσία για το ευρώ». Όµως αυτή αντικαταστάθηκε, σχεδόν αµέσως, από τη δέσµευση «πάση θυσία στο ευρώ», που δεν είχε την έγκριση κανενός συλλογικού οργάνου. Από τον Απρίλη-Μάη του ’15, είχαµε δηµόσια προειδοποιήσει ότι αυτές οι επιλογές του κυβερνητικού επιτελείου οδηγούν στην ανάληψη της ευθύνης για ένα µνηµόνιο 3, αυτή τη φορά από µια κυβέρνηση που καµώνεται ότι είναι «κυβέρνηση Αριστεράς».

Ο τελευταίος ριζοσπαστικός σπασµός του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε η απόφαση για το δηµοψήφισµα. Είναι κοινό µυστικό ότι ένα σηµαντικό µέρος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, σε συντονισµό µε την Ντόρα Μπακογιάννη και τµήµα της ΝΔ, κινήθηκε πανικόβλητο µπροστά στις απειλές, για την ακύρωσή του. Ήταν κυρίως η στάση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και η παρουσία της Αριστερής Πλατφόρµας που απέτρεψαν µια τέτοια ντροπιαστική αναδίπλωση. Η συγκλονιστική πλειοψηφία του ΟΧΙ ήταν µια τρανταχτή απόδειξη για τις «αντικειµενικές» δυνατότητες της αναγκαίας ρήξης. Η αποτυχία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία µε τις δυνάµεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αναγνώρισαν τη σηµασία του δηµοψηφίσµατος, να περιφρουρήσουν το αποτέλεσµα και να εγγυηθούν το σεβασµό στη λαϊκή θέληση, ήταν µια σηµαντική ήττα, ίσως καθοριστικής σηµασίας. Γιατί ο σεβασµός της ηγετικής οµάδας Τσίπρα στο αποτέλεσµα κράτησε µόλις 2-3 24ωρα.

Το 3ο µνηµόνιο ήταν ήδη εδώ. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι ψηφίστηκε στη Βουλή από τον «προεδρικό» ΣΥΡΙΖΑ, µαζί µε τη ΝΔ και το σοσιαλφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ. Αυτό ήταν, τελικά, το πρόγραµµα της «Εθνικής Σωτηρίας»: η συνέχιση και η κλιµάκωση της βάρβαρης επιθετικότητας του κεφαλαίου, σε βάρος ακόµα και των στοιχειωδών εργατικών και κοινωνικών δικαιωµάτων. Και σε αυτήν την πολιτική συντονίστηκαν τα παλαιοµνηµονιακά αστικά κόµµατα και ο νεοµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα, υπό τις ευλογίες του Σόιµπλε και της Τρόικας.

Στις εκλογές του Σεπτέµβρη του ’15 ήταν καθοριστική η απογοήτευση και η απόσυρση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν ψηφίσει Αριστερά και στράφηκαν τώρα προς την αποχή. Ο Τσίπρας, διαθέτοντας το πλεονέκτηµα της αµφιβολίας για τις προθέσεις και την πολιτική του, ξανακέρδισε την καρέκλα στο Μαξίµου στηριζόµενος στο δεκανίκι του Καµένου. Όµως η πολιτική της δεύτερης κυβέρνησής του, ήταν προδιαγεγραµµένη από το µνηµόνιο 3.

Σήµερα, όταν έχει σηµάνει η ώρα των ουσιαστικών απολογισµών, είναι κυριολεκτικά ντροπή για κάθε αριστερό άνθρωπο η αναφορά σε ένα κάποιο «θετικό έργο» της κυβέρνηση 2015-19. Σε αυτά τα χρόνια, το µερίδιο των µισθών και των συντάξεων ως ποσοστό στο ετήσιο ΑΕΠ έπεσε σε ιστορικά χαµηλό ρεκόρ, δείχνοντας µε το δάχτυλο τη µεγιστοποίηση του ποσοστού εκµετάλλευσης των εργαζοµένων. Το ποσοστό της ελαστικής απασχόλησης έφτασε επίσης σε ιστορικό ρεκόρ, µε τις ελαστικές «συµβάσεις» να επεκτείνονται στα νοσοκοµεία, στα σχολεία, ακόµα και στην Επιθεώρηση Εργασίας! Ο νόµος Κατρούγκαλου µονιµοποίησε το λεπίδι στις συντάξεις, µετατρέποντας τις µνηµονιακές περικοπές (που είχαν επιβληθεί ως «έκτακτες» και «προσωρινές») σε «νέο τρόπο υπολογισµού των συντάξεων», που ενσωµάτωνε τις περικοπές ως νόµιµες και διαχρονικές.

Όµως η ζηµιά δεν περιορίστηκε στο οικονοµικό πεδίο. Σε αυτά τα χρόνια η «φιλική» συνεργασία µε τον Τζέφρι Πάιατ έθεσε τα θεµέλια για την ακόµα πιο βαθιά φιλονατοϊκή «στροφή» του ελληνικού κράτους. Η συνεργασία µε τον Νετανιάχου (που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε χαϊδευτικά «Μπίµπι»…) έθεσε τα θεµέλια για την εµβάθυνση του «άξονα» Ελλάδας-Ισραήλ. Στο Κυπριακό, σε συνεργασία µε τον Αναστασιάδη, έγιναν οι πιο απίθανοι «σαλταδορισµοί» (Κραν Μοντανά!). Οι κατασταλτικοί και δικαστικοί µηχανισµοί παρέµειναν αλώβητοι και συστηµατικά προστατευµένοι.

Το 2018 η συναινετική συµφωνία µε τους δανειστές, που ψευδεπίγραφα παρουσιάστηκε ως «έξοδος από τα µνηµόνια», συνόψισε αυτή την εξέλιξη. Συγκεφαλαιώνοντας τις κατακτήσεις του κεφαλαίου στην τετραετία, «χαλάρωσε» όλες τις µνηµονιακές δεσµεύσεις που αφορούσαν τον κόσµο του «επιχειρείν», τους µεγάλους Οµίλους, τις Α.Ε. και τις τράπεζες. Αντίθετα, για τον κόσµο της εργασίας, οι µνηµονιακές περικοπές επεκτάθηκαν και τέθηκαν σε «αµοιβαία επωφελές» πλαίσιο επιτήρησης µέχρι το… 2060! Έξι χρόνια µετά από τότε που ο Τσίπρας κοκορεύτηκε ότι «έβγαλε τη χώρα από τα µνηµόνια», ο 13ος και ο 14ος µισθός και σύνταξη, οι Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας, η µείωση των (τάχα έκτακτων) µνηµονιακών φόρων κ.ά. παραµένουν ως στόχοι προς διεκδίκηση για το εργατικό κίνηµα και την κοινωνική πλειοψηφία.

Σε αντίθεση µε το τι συνέβη σε άλλες ανάλογες «εµπειρίες» διεθνώς (πχ στη Βραζιλία του Λούλα), η αριστερή πτέρυγα διαχωρίστηκε έγκαιρα από αυτήν την κατρακύλα. Το 2015, µετά τη µάχη του δηµοψηφίσµατος, η Αριστερή Πλατφόρµα αλλά και σηµαντικά στελέχη από άλλες «τάσεις» αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, µαζί µε ένα αξιοσηµείωτα µεγάλο ποσοστό των µελών του κόµµατος της προ του 2015 περιόδου. Παρά τις υπαρκτές διαφωνίες στην τακτική και στην πολιτική γραµµή που προϋπήρχαν ή υπήρξαν µεταξύ µας, χρειάζεται να σηµειώσουµε το σεβασµό µας προς αυτούς τους συντρόφους και συντρόφισσες: την ώρα που το σύστηµα τους έστρωνε κόκκινο χαλί «ένταξης», προτίµησαν το δύσκολο δρόµο, τιµώντας τη σχέση τους µε τον αγωνιζόµενο κόσµο. Η εξέλιξη της ΛΑΕ και η αδυναµία της να οικοδοµήσει ορατή και αποτελεσµατική εναλλακτική, θα αποτελέσουν αντικείµενο άλλου κειµένου στα πλαίσια του παρόντος αφιερώµατος.

Οι συνέπειες

Αυτά τα πεπραγµένα οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα στην πολιτική και εκλογική ήττα του 2019, απέναντι στην ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη φράξια που, υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη, ηγείται στη ΝΔ.

Οι ευθύνες είναι βαριές. Η οικονοµική και κοινωνική πολιτική, ο διεθνής προσανατολισµός, αλλά και το κράτος, παραδόθηκαν σαν «έτοιµα από καιρό» στους µουτζαχεντίν της Δεξιάς για να επιταχύνουν την νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου.

Όσοι πίστεψαν ότι µια αγρανάπαυση στην αντιπολίτευση θα διευκόλυνε τον Τσίπρα για να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχθηκε ότι δεν είχαν καταλάβει τίποτα απ’ όσα είχαν συµβεί.

Μια τετραετής µνηµονιακή κυβερνητική θητεία είχε προκαλέσει βαθιά µετάλλαξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ µπορεί να συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως «ριζοσπαστική Αριστερά», αλλά στην πραγµατικότητα χρειάζεται γενναιοδωρία για να τον περιγράψει κανείς ακόµα και ως σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα στην εποχή του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισµού της διεθνούς σοσιαλδηµοκρατίας. Στην περίοδο 2019-23 αναπτύχθηκαν τα ήθη και τα έθιµα που οδήγησαν τελικά στο φιάσκο Κασσελάκη. Όταν ο Stefanos λέει αυτάρεσκα ότι «σε ένα κανονικό κόµµα, εγώ δεν θα µπορούσα να είµαι υποψήφιος για πρόεδρος» λέει κάποιες αλήθειες.

Οι διαδοχικές διασπάσεις και η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δηµιούργησαν πολιτικές ευκαιρίες στο ΠΑΣΟΚ. Ο «µάγος της τακτικής» Αλέξης Τσίπρας, αφού συνέβαλε καθοριστικά στην ανασύνταξη της Δεξιάς στην Ελλάδα (που επί Μεϊµαράκη είχε φτάσει περίπου στο 17%...) βρίσκεται σήµερα µπροστά στην πιθανότητα να διαπιστώσει την «ανεξάρτητη και αυτοδύναµη» ανασύνταξη της σοσιαλδηµοκρατίας γύρω από τον πόλο του ΠΑΣΟΚ, του κόµµατος που το αντιµνηµονιακό κίνηµα είχε οδηγήσει στη διαλυτική κρίση, που για να περιγραφεί χρειάστηκε να φτιαχτεί ο νέος διεθνής πολιτικός όρος «pasokification» («πασοκοποίηση»).

Η ήττα του 2015 είχε ευρύτερες συνέπειες. Η απογοήτευση και η απόσυρση που παρουσιάστηκε προδροµικά µε την αποχή στις εκλογές του Σεπτέµβρη του ’15, ήταν πιο µόνιµο χαρακτηριστικό. Μεταξύ του Μάη του ’12 και του Σεπτέµβρη του ’15, περισσότεροι από 900.000 άνθρωποι, κυρίως των εργατικών και λαϊκών περιοχών, απέσυραν τις ελπίδες τους από το πολιτικό/εκλογικό παιχνίδι. Μεταξύ του Γενάρη του ’15, όταν κορυφωνόταν το κύµα της ελπίδας για µια κυβέρνηση της Αριστεράς και του δεύτερου γύρου των εκλογών του 2023, όταν ο Αλ. Τσίπρας υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόµµατός του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 1.300.000 ψηφοφόρους, µια απώλεια που ξεπερνά κατά πολύ τους 900.000 ψηφοφόρους που (προσωρινά, όπως απέδειξαν οι ευρωεκλογές του 2024) είχε συγκρατήσει.

Η µνηµονιακή «κωλοτούµπα» του ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε, µε την ήττα του 2015, τον µεγάλο ανοδικό κύκλο των αγώνων της αντιµνηµονιακής περιόδου και έστρωσε κυριολεκτικά το δρόµο στον Μητσοτάκη. Οι πρωταγωνιστές αυτής της πολιτικής τραγωδίας εξακολουθούν να αναζητούν πολιτικούς και εκλογικούς ρόλους. Όµως αυτοί θα είναι, οριστικά πλέον, όπως χαρακτηριστικά έλεγε παλιότερα ο Άγγελος Ελεφάντης: «από τη σκοπιά του σοσιαλισµού και της εργατικής τάξης, παντελώς αδιάφοροι».

ΥΓ: Το παρόν κείµενο είναι η εισαγωγή του αφιερώµατος που σχεδιάζει η Εργατική Αριστερά και το Rproject για την επέτειο των 10 χρόνων από το 2015. Πιστεύουµε ότι αυτή η εµπειρία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείµενο οργανωµένου διαλόγου µεταξύ των δυνάµεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες