Μέρες που είναι, μου μπαίνει η ιδέα να σκεφτώ τι θα συνέβαινε άραγε αν στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, στο μέγαρο Μονέδα του Σαντιάγκο, βρισκόταν αντί για την Unidad Popular ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Οπως είναι γνωστό, τη μέρα εκείνη ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, κυριολεκτικά «με το όπλο στο χέρι», έμεινε στο προεδρικό μέγαρο προκειμένου να αντισταθεί και σωματικά απέναντι στις φασιστοφιλελεύθερες ορδές του Πινοσέτ. Και σκοτώθηκε εκεί.

Το παράδειγμα της Χιλής απέκτησε έναν μοναδικό συμβολισμό στη συνέχεια και έγινε η αφορμή για μια μεγάλη στρατηγική συζήτηση στο πλαίσιο της παγκόσμιας Αριστεράς. Πράγμα που προφανώς δεν θα συνέβαινε αν ο Αλιέντε, μετά από μια «πολύωρη διαπραγμάτευση» με την ΙΤΤ, τον Νίξον, τον Μίλτον Φρίντμαν και τον Πινοσέτ αυτοπροσώπως, «μπροστά στην καταστροφή της χώρας», επέλεγε να συμφωνήσει στην υλοποίηση του προγράμματος των «εταίρων-συνομιλητών» μέχρι κεραίας. Εστω με την υπόσχεση πως θα βάλει σε κίνηση κι ένα παράλληλο πρόγραμμα που θα επουλώνει κάποιες από τις πληγές που ο εφαρμοσμένος -από τον ίδιο τον Αλιέντε- πινοσετισμός/νεοφιλελευθερισμός θα άνοιγε.

Οσο κι αν φαίνεται παράδοξη σε κάποιους η χρήση της παραπάνω «υπόθεσης», οι κοινωνικοί θεωρητικοί -και όχι μόνον αυτοί- ξέρουν πολύ καλά πόσο ένα ορισμένο είδος αποστασιοποίησης, ακόμη κι αν φαίνεται γκροτέσκο -που δεν είναι η περίπτωσή μας- αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για να κατανοήσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Ο Μπρεχτ δεν ήταν που μιλούσε για τα καλά της ανοικείωσης;

Θεωρώ, λοιπόν, πως έχει αξία ακόμη και για όσους βρίσκονται εντός της κυβέρνησης να αναμετριούνται με αναλογίες σαν τις παραπάνω και να μη βιάζονται να πουν πως τα δύο, εκείνο τότε, στη Χιλή, και αυτό τώρα, στην Ελλάδα, δεν έχουν καμιά σχέση. Αν το κάνουν, θα διαπιστώσουν πως έχουν και παραέχουν σχέση.

Πράγμα που εύκολα τεκμηριώνεται μέσω μιας δεύτερης αναλογίας-ερώτησης, λιγότερο ηρωικής:

Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν στην Ισλανδία, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, βρίσκονταν στην εξουσία ο νέος ΣΥΡΙΖΑ και η παρούσα κυβέρνηση;

Πολύ φοβάμαι πως, «μπροστά στην καταστροφή της χώρας», θα βρισκόταν μια ρεαλιστική λύση αποπληρωμής των απαιτήσεων των αγγλικών και των ολλανδικών τραπεζών, οι οποίες ανέρχονταν σε πολλές φορές το ΑΕΠ της Ισλανδίας.

Η Ισλανδία, λοιπόν, αποφάσισε πως δεν θα πληρώσει τίποτε, βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν ασύλληπτο εις βάρος της «συσχετισμό δυνάμεων» και, παραδόξως από τη «ρεαλιστική σκοπιά» των πραγμάτων, δεν καταστράφηκε. Και, μάλιστα, το έκανε χωρίς να χρειαστεί καμιά «ριζοσπαστική Αριστερά», «με πολύχρονη παράδοση αγώνων», ούτε γενναίες διαβεβαιώσεις περί ζουρνάδων, σκισιμάτων, ρήξεων και Βlitzkrieg δράσεων «με έναν νόμο κι ένα άρθρο».

Απλώς, το αποφάσισε και έντιμα το τήρησε: δεν πληρώνουμε τα άθλια κοράκια, δεν καταστρέφουμε τα παιδιά μας και δυο γενιές ακόμη τουλάχιστον.

Και ας επαναληφθεί για να αφομοιωθεί καλύτερα: δεν καταστράφηκε. Οσοι δεν επέλεξαν τη «ρήξη» πριν από δύο χρόνια έχει μια σημασία να αναλογιστούν γιατί η Ισλανδία δεν καταστράφηκε. Οχι μόνο ιστορική ή ηθική, αλλά και στρατηγική σημασία.

Επιπλέον, μ’ αυτά και μ’ αυτά, μας δίνεται η δυνατότητα να προβληματιστούμε γενικότερα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του «ρεαλισμού».

Η ριζοσπαστική Αριστερά, στις καλύτερες στιγμές της, ελάχιστα τον υποληπτόταν. Οχι γιατί ήταν η ίδια αιθεροβάμων ηλιθία, αλλά γιατί είχε πάντοτε ως δεδομένο πως η ακριβής αποτίμηση του υπάρχοντος συσχετισμού των δυνάμεων μας χρειάζεται για να τον ανατρέψουμε – όχι για να τον ενδυναμώσουμε και να τον σταθεροποιήσουμε, νομιμοποιώντας τον στο διηνεκές.

Αν θεωρούμε πως η συνεισφορά μας συνίσταται στο να εφαρμόζουμε το πρόγραμμα του εχθρού γιατί οι «άλλοι» θα το εφάρμοζαν χειρότερα (!), είναι προφανές πως γρήγορα ο «ρεαλισμός» γίνεται κυνισμός.

Οπως έχει γράψει παλιότερα ο Ζίζεκ, «το κυνικό υποκείμενο έχει σαφή επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. […] Ο κυνικός λόγος δεν είναι πλέον αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης».

Δείγματα κυνισμού έχουμε από καιρό. Τι κορδέλες κόβονται, τι «επενδύσεις» επευφημούνται, τι «νεοφυείς» χειροκροτούνται, τι πολυεθνικές θαυμάζονται!

Πόσα εγκώμια εκφωνούνται προς την υγιή επιχειρηματικότητα! Η οποία είναι υγιής μόνο όταν η κερδοφορία της είναι επαρκής, που σημαίνει όταν, μεταξύ άλλων, ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι όσο μεγάλος απαιτείται. Στοιχειώδη του μαρξισμού, που λένε.

Για να το πούμε αλλιώς, δεν χρειάζεται να εγκωμιάζεις τους καπιταλιστές ακόμη κι αν δεν είσαι σε θέση να τους «εκθρονίσεις» κοινωνικά. Δεν σου το ζητάει, άλλωστε, κανείς. Από την «κυβερνώσα Αριστερά» αυτοί άλλα θέλουν και τα παίρνουν στο ακέραιο.

Βάσει του Ζίζεκ -ακόμη καλύτερα, του Αλτουσέρ- η κυβέρνηση, θέλει-δεν θέλει, είναι νεοφιλελεύθερη.

Γιατί δεν είσαι αυτό που λες. Είσαι αυτό που κάνεις, παρ' όλα όσα λες.

*εκπαιδευτικός

Ετικέτες