Το zeitgeist: μια ματιά εκεί έξω
Το παρόν σημείωμα για τις εκλογές του 2023 δεν θέτει ως στόχο την επίρριψη ευθυνών στα κόμματα της αριστεράς για αποτυχίες, ήττες, συμβιβασμούς -και αυτό γιατί η ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου είναι πλέον τόσο βαθιά και εξασφαλίζεται μέσα από τόσο συμπαγείς μηχανισμούς ώστε η διεκδίκηση ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου παραγωγής και της συνεπαγόμενης οργάνωσης της κοινωνίας να καθίσταται δυσνόητη έως ανεδαφική για την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Είναι αυτονόητο πως όταν ένα αριστερό κόμμα μετέχει στην κοινοβουλευτική-αστική δημοκρατία, διεκδικώντας το όποιο ποσοστό, είναι ενήμερο αυτής της ηγεμονίας. Υπάρχουν οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς που, ακριβώς εξαιτίας της συγκεκριμένης συνθήκης, δεν εξελίσσονται σε κόμματα –στάση σεβαστή και πολιτικά απαραίτητη. Το έργο που προσφέρουν τέτοιες οργανώσεις είναι καθημερινή πάλη και παραμένει καθοριστικό για τη δυνατότητα διάρρηξης της ασφυκτικής ηγεμονίας. Όμως εν προκειμένω, το θέμα είναι οι εκλογές και, συνεπώς, η κομματική συμμετοχή στον «στραβό γιαλό». Ποιο είναι το προφίλ του εκλογικού σώματος στο οποίο απευθύνονται και τα κόμματα της αριστεράς τον Μάη του 2023;
Πρόσφατη έρευνα του Eteron (6.4.2023) ανέδειξε αντιφάσεις σε όλο το φάσμα των ψηφοφόρων, οι οποίοι ενώ αντιπαθούν, για παράδειγμα, τον «καπιταλισμό» (μόνο 24,1% τον αγκαλιάζει), τάσσονται υπέρ της «οικονομίας της αγοράς» σε ποσοστό 54%. Οι ψηφοφόροι αντιτίθενται μεν στις «ιδιωτικοποιήσεις» (31% τις θέλει), επιθυμούν δε «ξένες επενδύσεις» (68,2%). Αν και η έρευνα κατέδειξε εμφανή κλίση στην καλούμενη «κεντρο-αριστερά», 77% των ψηφοφόρων επικροτούν την «ανταγωνιστικότητα» –συντάσσονται δηλαδή με τον ανταγωνισμό ως θεμελιώδη αξία του κόσμου ανισότητας που πλάθει το κεφάλαιο. Η «απουσία εμπιστοσύνης [σε θεσμούς] είναι ισχυρή και γενικευμένη», διαβάζουμε, αλλά το 83% επιθυμεί το «κοινοβουλευτικό σύστημα» αντί να αναπτύσσει επαναστατική συνείδηση. Σχεδόν 70% θέλουν να είναι στην ΕΕ ενώ -και αυτό είναι το πλέον αποκαρδιωτικό εύρημα- «το 58,3% των πολιτών πιστεύει ότι η διάκριση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή».
Το προφίλ του εκλογικού σώματος το 2023 επαναφέρει στην επικαιρότητα την παλιά ρήση ότι είναι «ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού». Στην Ελλάδα, η ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε ευρεία αποδοχή του ΤΙΝΑ αλλά με δυνατότητα μεταρρυθμίσεων. Είναι οι καλούμενες μεταρρυθμίσεις κάτι απαραίτητα αρνητικό; Όχι βέβαια. Τίποτε δεν αποκλείει οι μεταρρυθμίσεις να οφείλονται σε συγκρούσεις που προκύπτουν από αγώνες της εργασίας, από πάλη ταξική. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το εκλογικό σώμα που περιγράφει η παραπάνω έρευνα, είναι μάλλον απίθανο οι εκάστοτε μεταρρυθμίσεις να κρίνονται με γνώμονα τον επαναστατικό ορίζοντα. Οι πολίτες αυτής της χώρας, όπως και πολλών άλλων, έχουν στερηθεί τα εργαλεία διαχωρισμού των συμφερόντων της εργασίας από εκείνα του κεφαλαίου. Ο μηχανισμός παραγωγής συναίνεσης στην υποτέλεια φροντίζει ανελλιπώς γι’ αυτό τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα ενώ σήμερα η ηγεμονία διασφαλίζεται μέσα από πληθώρα νέων τεχνολογιών και τεχνικών αλλοτρίωσης. Το zeitgeist είναι πρωτίστως η ιδεολογική σύγχυση: μια κατά βάση alt right πολιτική αισθητική διαχέεται στον κοινωνικό ιστό επιτρέποντας αναθεωρητισμό, υπονόμευση της μνήμης της συνέχειας των αγώνων και της συνειδητοποίησης του πώς φτάσαμε ως εδώ, αμφισβητώντας ακόμη και την (προφανή) ταξική σύνθεση της κοινωνίας. Ποια λοιπόν θα μπορούσε να είναι η στρατηγική των αριστερών κομμάτων; Είναι η στρατηγική κάτι που ανήκει στο κάθε αριστερό κόμμα χωριστά ή θα μπορούσε να συσταθεί μια στρατηγική-γέφυρα;
Η φαντασιακή «μεσαία τάξη» και άλλες φαντασίες
Είναι απλό να πούμε ότι μια αριστερή στρατηγική οφείλει να τονίζει το ότι τα συμφέροντα της εργασίας είναι τα αντίθετα από του κεφαλαίου. Στην πράξη, προσκρούουμε στο ότι στην Ελλάδα ένα 74% πιστεύει ότι ανήκει στην «ευρύτερη μεσαία τάξη» (Το Βήμα, 28.2.2023). Γιατί είναι τόσο επιθυμητή η «μεσαία τάξη»; Γιατί δεν είναι τάξη, αλλά το Αμερικάνικο Όνειρο του ατελείωτου καταναλωτισμού, η πεποίθηση που έχει ενστερνιστεί μεγάλο κομμάτι της εργασίας ότι μπορεί να ζήσει «καλά» εντός του καπιταλισμού. Ελάχιστοι όσων διεκδικούν ψήφο τολμούν να εξηγήσουν, με επιστημονικά δεδομένα, ότι η κλιματική καταστροφή υπό εξέλιξη είναι ο εφιάλτης που έφερε αυτό το όνειρο και ότι ο πλανήτης δεν αντέχει άλλη μεσαία τάξη. Το ιδεολόγημα της μεσαίας τάξης μπορεί να αποδομηθεί μέσα από τον κλιματικό ρεαλισμό, αλλά μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να ενέχει μόνο αρνητικότητα. Χρειαζόμαστε στρατηγική που να τοποθετεί την παραγωγή και την κοινωνική αναπαραγωγή στην διαλεκτική τους πραγματικότητα. Η κοινωνική αναπαραγωγή αφορά στο πώς περνάμε από τη μία μέρα στην επόμενη, στην κοινωνικά χρήσιμη εργασία, στη συντήρηση που απαιτεί η ζωή για να υπάρξει. Όλοι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για το αν και πώς θα (επι)ζήσουν τα παιδιά τους. Η έκρηξη διαμαρτυρίας για το κρατικό-ιδιωτικό έγκλημα στα Τέμπη αποτύπωσε ρωγμή ακόμη και εντός της «λαϊκής δεξιάς». Το αν όμως αυτό θα εγγραφεί πολιτικά μένει να το δούμε καθώς ο μηχανισμός των ΜΜΕ ποντάρει στην κοντή συλλογική μνήμη που καλλιεργεί επιμελώς σε κάθε δελτίο ειδήσεων. Το κεφάλαιο ποντάρει στην κόπωση όσων διαμαρτύρονται στο δρόμο, στην έλλειψη χρόνου, στις υποχρεώσεις-φυλακή, και όχι μόνο στους βίαιους μηχανισμούς καταστολής.
Και τα ίδια τα παιδιά; Έχουμε ένα σχολείο χτισμένο στον ανταγωνισμό ως αξία και πρότυπο ζωής μέσα από τις συνεχείς, εξουθενωτικές εξετάσεις που συνιστούν αιχμαλωσία, ένα σχολείο θρησκόληπτο, με απόσταση από την πολιτική παιδεία, εθνοκεντρικό σε σημείο εθνικισμού, και, φυσικά, υποχρηματοδοτούμενο. Όποιοι διαβάζουν αυτό το κείμενο κι ακούν από τα παιδιά τους για τις «ομαδικές» (τα chats) θα γνωρίζουν ότι η πολιτική απουσιάζει. Από τα 438.595 νεαρά άτομα που ψηφίζουν πρώτη φορά τον Μάη, τα 112.097 είναι γεννημένα το 2006 και κάποια είναι ακόμη στη Β’ Λυκείου. Το μάθημα της Ιστορίας σίγουρα δεν τα έχει προετοιμάσει για πολιτική συμμετοχή και ο κοινωνικός τους περίγυρος δεν τα έχει βοηθήσει να δουν ότι η ψήφος, που νοείται ως αυστηρά προσωπική «επιλογή», έχει κοινωνικό αντίκτυπο. Ποια είναι η σχέση αυτών των παιδιών με τη δυνατότητα «επαναστατικής προοπτικής»; Η ερώτηση είναι, δυστυχώς, ρητορική, παρά το ότι τα παιδιά με ψήφο αποκαλούνται «αχαρτογράφητα ύδατα». Δεν έχω ακούσει κανένα αριστερό κόμμα να προτεραιοποιεί ριζοσπαστική αλλαγή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση απευθυνόμενο σε αυτά τα παιδιά. Παράλληλα, επικρατεί μια αβάσιμη, ιδεαλιστική πεποίθηση περί εγγενούς επαναστατικότητας της νεολαίας, η οποία πεποίθηση υποτιμά μονίμως τα σύγχρονο τεχνολογικό-πολιτισμικό συγκείμενο στο οποίο η νεολαία κολυμπάει όπως το ψάρι στο νερό. Μιλώντας για ψάρια, ακόμη και οι οικογένειες που μπορούν να τα αντέξουν οικονομικά, λένε άραγε στα παιδιά τους ότι 60% των ψαριών αυτή τη στιγμή περιέχουν μικροπλαστικά και τι φταίει γι’ αυτό;
Η φασιστική τάση και η σημασία συνολικής αύξησης των αριστερών ψήφων
Η απόρριψη της ιδέας ότι η «αριστερά» είναι μια έννοια-ομπρέλα και ότι περιλαμβάνει το «κέντρο» θα έπρεπε να είναι ο κόμβος της από κοινού επιχειρούμενης ιδεολογικής ανατροπής. Θα έλεγα όμως ότι στο εκλογικό σώμα επικρατεί η εντύπωση ότι η αριστερά είναι ένα φάσμα με πολλές διαφωνίες και έντονη τη διασπαστική τάση παρά τη συσπείρωση. Το πρόταγμα που συνδέει το φάσμα -η απόρριψη του καπιταλισμού λόγω της δομικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης που και προϋποθέτει και διαιωνίζει- τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Χρειαζόμαστε άραγε μια «αριστερή πολυκατοικία» ενάντια στην υπαρκτή «δεξιά πολυκατοικία»; Είναι αργά για να το τονιστεί στους/στις ψηφοφόρους ότι το επίκεντρο της δεξιάς πολυκατοικίας είναι η φασιστική τάση, και ότι κάθε ψήφος για τη δεξιά είναι μία ψήφος για την ακροδεξιά; Ίσως είναι αργά, ίσως όχι. Σίγουρα η φασιστική τάση, από την alt right ως τον εθνικιστικό ρατσισμό ενάντια σε προσφύγισσες και μετανάστες, υποσχόμενη προστασία του πατροπαράδοτου και αυτοπαρουσιαζόμενη ως αντισυστημική, συνιστά το πιο επικίνδυνο όπλο καπηλείας της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ο οργανωμένος φασισμός δεν στρατολογεί μόνο εθνικιστές, αλλά γενικότερα ψηφοφόρους που νιώθουν απροστάτευτοι μπροστά στην δαιδαλώδη, γραφειοκρατική οικονομία και σε ραγδαία εξελισσόμενα κοινωνικο-οικονομικά φαινόμενα. Γι’ αυτό, μετά το 1989, η συνωμοσιολογία είναι το σήμα κατατεθέν του «πνεύματος της εποχής», παρέχοντας τις «εξηγήσεις» που λείπουν.
Ο φόβος απέναντι στην επιτάχυνση των αλλαγών οδηγεί κατευθείαν στην αγκαλιά της ακροδεξιάς. Κόμματα που εξηγούν την περιπλοκότητα της οικονομίας, έχοντας προτάσεις ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, κόμματα που κατονομάζουν ταξικούς εχθρούς, που συντηρούν το δικαίωμα στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, είναι πολύτιμα και είναι απαραίτητο να βρίσκονται στη βουλή. Όταν όλος ο ιδεολογικός μηχανισμός του κεφαλαίου κινητοποιείται ενάντια στο «Δήμητρα», καθίσταται σαφές ότι το ΜέΡΑ25 θα ήταν καλό να είναι στη βουλή –καθώς επίσης κατονόμαζε και το κεφάλαιο, πηγαίνοντας πολύ πέρα από γενικές θέσεις αντίθεσης σε αυτό. Το ΚΚΕ έχει μια σταθερή βάση ως ένα από τα ελάχιστα μάχιμα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης με υπόβαθρο στην ιστορική μνήμη. Δεν κινδυνεύει να μην είναι στη βουλή, αλλά κινδυνεύει μακροπρόθεσμα από την ιδεολογική χειραγώγηση και τα θεσμικά της φερέφωνα. Η ηγεμονία του κεφαλαίου κατανοεί τι εκπροσωπούν αυτά τα δύο κόμματα και τους κάνει κομπλιμέντα: “Τι ζητάει δηλαδή ο Τσίπρας; Ανοχή από δύο κόμματα που θέλουν να γκρεμίσουν το σύστημα.» (ΤΑ ΝΕΑ, 27.4.2023). Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αναφέρεται, αν και κατεβαίνει στις εκλογές –νοείται, δυστυχώς, ως αμελητέα δύναμη, ως μη απειλή. Γιατί; Γιατί το ότι δεν είναι ήδη στη βουλή της στερεί ορατότητα και για τις εκλογές του 2023. Στη βουλή θα είναι πάντως, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η γραφική πλην ατάραχη ακροδεξιά που είχε προτείνει τη «λύση» να σταλούν τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κοινωνική» καταναγκαστική εργασία στα νησιά. Με αυτό το ζοφερό φόντο, το ζήτημα είναι, κυριολεκτικά, πώς μπορούν να αλληλο-υποστηριχτούν –παρά τις διαφορές τους– και τα τρία κόμματα αντί για τη συνεχή ροή επιθετικότητας. Αν υπήρχε κοινός στόχος, θα έπρεπε να ήταν η συνολική αύξηση των αριστερών ψήφων. Καμία τέτοια αύξηση δεν θα υπάρξει όσο διαιωνίζεται η κουλτούρα απόρριψης, απαξίωσης, επιθετικότητας εντός της αριστεράς –έκφραση της απόλυτης ηγεμονίας του ανταγωνισμού.
Τα κινήματα χειραφέτησης, η ταξική εκμετάλλευση και ο επαναστατικός ορίζοντας
Επιπλέον, η αριστερά είναι ασταθής ως προς τα κινήματα της καλούμενης χειραφέτησης. Η συνέντευξη του κ. Κουτσούμπα για τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα (Antivirus, 12.4.2023) που απασχολούν μεγάλο μέρος των αριστερών ψηφοφόρων υπήρξε μεν διαφωτιστική, αλλά, για να το πω απλά, όταν έχεις κάνει προσωπικά χρήση του δικαιώματος στο γάμο ως straight πολίτης, το να λες όχι στο γάμο των άλλων επειδή ο θεσμός είναι αντι-προοδευτικός δεν ευσταθεί. Πρόκειται για ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα; Ναι. Γιατί και όσες κάναμε παιδιά εκτός γάμου από επιλογή, για ιδεολογικούς λόγους, μπορούμε να στηρίξουμε την γενίκευση της επιλογής σε όλον τον πληθυσμό. Γενικά, σε τμήματα της αριστεράς υπάρχει ένα έλλειμμα σύνδεσης με κινήματα τα οποία υπονομεύουν τους πυλώνες της δεξιάς κυριαρχίας, που εν τέλει είναι η κυριαρχία του κεφαλαίου. Η ταξική εκμετάλλευση δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή χωρίς τον λόγο του μαρξιστικού φεμινισμού, χωρίς την ανάδειξη εναλλακτικών μοντέλων οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής (όπως έγινε στη νεαρή, επαναστατική Σοβιετική Ένωση), χωρίς τη ρήξη με το πατροπαράδοτο. Ο αντικαπιταλιστικός φεμινισμός και τα αντικαπιταλιστικά ΛΟΑΤΚΙ κινήματα είναι κομμάτια της πάλης της αριστεράς, όχι δούρειοι ίπποι του κεφαλαίου. Δεν θα περιμένουμε την επανάσταση για να ζήσουμε ως φεμινίστριες εργάτριες και ως λεσβίες μητέρες, αλλά ζώντας έτσι ανοίγουμε δρόμο και καταθέτουμε οπτική για τον επαναστατικό ορίζοντα. Έχουν κατανοήσει τα κόμματα της αριστεράς τι έχει επιφέρει ο Νόμος Τσιάρα; Έχουν μιλήσει με μητέρες που ζουν παιδιά με επιδόματα ενώ κυνηγούν τη διατροφή στα αστικά, πατριαρχικά δικαστήρια που τις εξουθενώνουν, τις εξευτελίζουν και τις αδικούν; Έχουν κατανοήσει την οικονομική βία που υπόκεινται οι γυναίκες και ότι η έμφυλη οικονομική βία είναι συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού και όχι τυχαίο «απομεινάρι» παλαιότερων εποχών; Το ότι το κεφάλαιο έχει καπηλευτεί (και γελοιοποιήσει) τον φεμινισμό είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά ας σκεφτούμε τι συνιστά αντίσταση σε αυτό.
Πώς χτίζεται ο αντι-ιμπεριαλισμός;
Η εναντίωση στην επιλογή στρατοπέδου στην παρούσα ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση είναι επίσης απαραίτητο να εκπροσωπείται στη βουλή. Γνωρίζουμε πολύ καλά τι δεσμεύσεις απαιτεί το απεχθές πλην επεκτεινόμενο πλέον ΝΑΤΟ για την «προστασία» που παρέχει στα κράτη-μέλη του: οικονομία της αγοράς. Η συνθήκη αυτή και η πυρηνική απειλή είναι η Ώρα Μηδέν που πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα. Συνδέεται δε με μία τραγική πολιτική εξέλιξη: μεγάλο μέρος της αριστεράς της ανατολικής Ευρώπης (και όχι μόνο) συντάσσεται, εξαιτίας του κραταιού αντι-σοβιετισμού, με τα ιδεολογήματα της δυτικής δεξιάς. Η σύγκρουση στην Ουκρανία γκρέμισε όσες αριστερές γέφυρες είχαν χτιστεί κινηματικά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου ο πόλεμος μπορεί να συζητιέται με βάση τη λογική ως προς την γεωπολιτική πραγματικότητα, αν μη τι άλλο. Αυτό όμως δεν έχει αναδειχτεί αρκετά στην αριστερά σε σχέση με την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, παρά το ότι θα ζήσουμε ακόμη περισσότερο τις επιπτώσεις της αναδυόμενης «σύγχρονης» φάσης ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού. Οι συμμαχίες που διαμορφώνονται με βάση τον αντι-ιμπεριαλισμό στην παρούσα εκλογική συγκυρία εκφράζουν συνήθως ένα σφοδρό «κατηγορώ» απέναντι σε άλλες συμμαχίες (βλ. ανακοίνωση Αριστερής Συσπείρωσης, neolaia.gr, 26.4.2023) ενώ πάντα γίνεται λόγος για ανάγκη μαζικοποίησης των αγώνων. Η μαζικοποίηση είναι αδύνατον να επιτευχθεί ενόσω προβάλλονται λόγοι απόρριψης και διάστασης παρά σύγκλισης.
Ενάντια στον δικομματισμό. Γίνεται;
Ας αναρωτηθούμε: πόσοι, πόσες στη χώρα μπορούν να αντέξουν μία ακόμη τετραετία απροκάλυπτα μαφιόζικου καπιταλισμού; Πώς διαμορφώνεται το δίλημμα που αντιμετωπίζει η μέση ψηφοφόρος της αριστερού φάσματος; Πώς μπορούμε να απονομιμοποιήσουμε το δίλημμα που οδηγεί γραμμή στη μόνιμη δικτατορία του κεφαλαίου διά του άγρια προωθούμενου δικομματισμού; Θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα της αστικής ηγεμονίας το να γίνει η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία βορά στο δικομματισμό. Και όμως, όσοι δεν κινούμαστε αποκλειστικά σε κάποιο comfort zone συναγωνιστριών ακούμε: «Μα δεν θα ψηφίσεις Σύριζα; Θα μας πάρεις στο λαιμό σου;» Ο δικομματισμός χτίζεται πάνω στην αμεσότητα της απόγνωσης. Όσοι διαβάζουν αυτές τις γραμμές κρίνουν, βεβαίως, ότι δεν τους αφορά ο δικομματισμός. Αφορά όμως σε ένα τεράστιο τμήμα των ψηφοφόρων, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι, και το ζήτημα είναι πώς μπορεί να αποφευχθεί. Οι ΗΠΑ και το (μετά-Corbyn) Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η ψήφος μοιράζεται αποκλειστικά κι επαναλαμβανόμενα ανάμεσα σε δύο δεξιά κόμματα, σε δύο πολύ κοντινές εκδοχές του ΤΙΝΑ, είναι παραδείγματα προς αποφυγή. Δεν χρειάζεται ίσως να τονιστεί ότι ο δικομματισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικά σχετίζεται με όλες τις διαστάσεις και εκφάνσεις της αμερικανικής κυριαρχίας.
Στις παρούσες συνθήκες, φωνές που προβάλλουν μια αγνή και αμόλυντη αριστερά εκτός βουλής συνιστούν επαναστατικό ελιτισμό – αντίφαση που δεν μπορεί να αντέξει ούτε η κοινωνία ούτε ο πλανήτης Γη. Αλλά ούτε θα επιτευχθεί πολυφωνική εκπροσώπηση της αριστεράς στο ελληνικό κοινοβούλιο αν συνεχιστεί η επιθετικότητα μεταξύ αριστερών σχημάτων. Οι πολίτες που βιώνουν και κατανοούν την καταστροφικότητα του καπιταλισμού στη ζωή τους δεν θα βγάλουν, για να ψηφίσουν, το αριστερόμετρο. Η σύνταξη μιας αριστερής οργάνωσης με ένα αριστερό κόμμα δεν χρειάζεται να γίνεται με όρους εξευτελισμού της επιλογής άλλης αριστερής οργάνωσης για άλλο αριστερό κόμμα. Η αλληλο-δαιμονοποίηση εντός της αριστεράς είναι απωθητική για τις/τους ψηφοφόρους του χώρου και συμβάλει μόνο στη διεύρυνση της αριστερής μελαγχολίας.
Η ψήφος δεν είναι ατομική ιδιοκτησία. Ανήκει στην κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε ως αριστερά παρά τις (ναι, ουσιαστικές) διαφορές μας. Συνιστά όπλο πάλης στην κρίσιμη συγκυρία. Ας μην το παραδώσουμε γιατί αυτό ακριβώς επιθυμούν οι ηγεμόνες της υπό εξέλιξη καταστροφής. Και ας μην δικαιολογούμε την κοινωνική μας ψήφο με βάση την αποστροφή μας για την κοινωνική ψήφο των υπολοίπων. Η κοινωνική ψήφος είναι όπλο ενάντια στον καπιταλισμό, όχι για να τραυματιζόμαστε μεταξύ μας, συχνά θανάσιμα.
*H Άντζελα Δημητρακάκη είναι συγγραφέας.