Η Μικρασιατική Εκστρατεία, μέρος Δ’

Την άνοι­ξη του 1921, η κυ­βέρ­νη­ση των μο­ναρ­χι­κών και των συμ­μά­χων τους -πα­ρό­τι είχε εκλε­γεί από τον Νο­έμ­βριο του 1920 με σύν­θη­μα τον τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου- απο­φά­σι­σε τον προ­έ­λα­ση προς την Άγκυ­ρα, εγκα­τα­λεί­πο­ντας ορι­στι­κά και τα τε­λευ­ταία προ­σχή­μα­τα ότι επρό­κει­το για εκ­στρα­τεία «απε­λευ­θέ­ρω­σης των αλύ­τρω­των αδελ­φών»: ήταν πια μια απρο­σχη­μά­τι­στη ιμπε­ρια­λι­στι­κή εκ­στρα­τεία για την κα­τά­λη­ψη ξένων εδα­φών και την υπο­δού­λω­ση ξένων πλη­θυ­σμών και κυ­ρί­ως για την κα­τα­στρο­φή του επα­να­στα­τι­κού στρα­τού του Κεμάλ.

Ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός κα­τέ­λα­βε καί­ρια στρα­τη­γι­κά ση­μεία (Εσκί-Σε­χίρ και Αφιόν-Κα­ρα­χι­σάρ). Ταυ­τό­χρο­να Γάλ­λοι και Ιτα­λοί εγκα­τέ­λει­παν τις θέ­σεις τους στη Μ. Ασία και πολ­λές από τις πε­ριο­χές αυτές κα­τα­λή­φθη­καν από τον ελ­λη­νι­κό στρα­τό (π.χ. Έφε­σος που εγκα­τέ­λει­ψαν οι Ιτα­λοί). Ωστό­σο η προ­έ­λα­ση του ελ­λη­νι­κού στρα­τού τερ­μα­τί­στη­κε με τη Μάχη στο Σαγ­γά­ριο τον Αύ­γου­στο του 1921. Από εκεί κι έπει­τα και επί ένα χρόνο υπήρ­ξε στα­σι­μό­τη­τα. Διε­ξα­γό­ταν ένας μα­κρό­συρ­τος πό­λε­μος χα­ρα­κω­μά­των, ο οποί­ος κό­στι­ζε κα­θη­με­ρι­νά στον ελ­λη­νι­κό λαό 8 εκατ. δραχ­μές, ένα ποσό ιλιγ­γιώ­δες για την εποχή.

Κρίση και κα­τάρ­ρευ­ση

Υπό το βάρος των εξε­λί­ξε­ων και των αυ­ξα­νό­με­νων αντι­πο­λε­μι­κών δια­θέ­σε­ων του λαού (βλ. μέρος Γ’ της σει­ράς) τον Μάιο του 1922 πα­ραι­τή­θη­κε η κυ­βέρ­νη­ση Γού­να­ρη και ανέ­λα­βε ο Ν. Στρά­τος. Για να αντι­με­τω­πι­στεί η οι­κο­νο­μι­κή κα­τα­στρο­φή που δια­γρα­φό­ταν ο υπουρ­γός Οι­κο­νο­μι­κών -και με­τέ­πει­τα πρω­θυ­πουρ­γός- Π. Πρω­το­πα­πα­δά­κης δι­χο­τό­μη­σε το νό­μι­σμα και επέ­βα­λε ανα­γκα­στι­κό δά­νειο στον πλη­θυ­σμό (ίσο με τη μισή αξία του κάθε χαρ­το­νο­μί­σμα­τος) διο­γκώ­νο­ντας πε­ραι­τέ­ρω τη λαϊκή δυ­σα­ρέ­σκεια. Μπρο­στά σε αυτή τη λαϊκή δυ­σα­ρέ­σκεια, τις μα­ζι­κές λι­πο­τα­ξί­ες, τις στρα­τιω­τι­κές δυ­σκο­λί­ες και την ενί­σχυ­ση του Κεμάλ (είχε ήδη έρθει σε συ­νεν­νό­η­ση με τον γαλ­λι­κό και τον ιτα­λι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό), η νέα κυ­βέρ­νη­ση θέ­λη­σε να πα­ρου­σιά­σει μια επι­τυ­χία: ζητά από τους συμ­μά­χους το «πρά­σι­νο φως» για να επι­τε­θεί στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, αλλά αυτοί αρ­νού­νται.

Σε όλη αυτή την πε­ρί­ο­δο εκτός από ήττες και πα­ραι­τή­σεις κυ­βερ­νή­σε­ων, ση­μειώ­νο­νται και δια­δο­χι­κές αλ­λα­γές της στρα­τιω­τι­κής ηγε­σί­ας της μι­κρα­σια­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας έπει­τα από πα­ραι­τή­σεις ή αρ­νή­σεις να ανα­λά­βουν την ηγε­σία (Πα­ρα­σκευό­που­λος, Πα­πού­λας, Χα­τζα­νέ­στης, Με­τα­ξάς).

Στα μέσα Αυ­γού­στου 1922 επήλ­θε η κα­τάρ­ρευ­ση του με­τώ­που καθώς ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός δια­σπά­στη­κε από το στρα­τό του Κεμάλ. Κυ­ρί­ως στο νότιο τμήμα οι ήττες ήταν συ­ντρι­πτι­κές καθώς ολό­κλη­ρες με­ραρ­χί­ες κυ­κλώ­θη­καν και πα­ρα­δό­θη­καν, όπως το σώμα στρα­τού υπό τον Νικ. Τρι­κού­πη. Στο βορρά η υπο­χώ­ρη­ση έγινε πιο συ­ντε­ταγ­μέ­να, ωστό­σο ο στό­χος του στρα­τού ήταν πάντα να φθά­σει στη θά­λασ­σα, εγκα­τα­λεί­πο­ντας όπως όπως τους πριν από λί­γους μήνες «απε­λευ­θε­ρω­μέ­νους αδελ­φούς».

Σφα­γές

Στην Ελ­λά­δα είναι γνω­στές οι πε­ρισ­σό­τε­ρες σφα­γές που διέ­πρα­ξε ο στρα­τός του Κεμάλ καθώς και τα αντάρ­τι­κα τουρ­κι­κά σώ­μα­τα σε βάρος των Ελ­λή­νων και άλλων εθνι­κών ή θρη­σκευ­τι­κών ομά­δων. Όμως είναι σχε­δόν άγνω­στες οι ελ­λη­νι­κές θη­ριω­δί­ες. Ο Βρε­τα­νός ιστο­ρι­κός Άρ­νολντ Τόιν­μπι έγρα­ψε ότι υπήρ­ξαν ορ­γα­νω­μέ­νες σφα­γές κατά τη διάρ­κεια της ελ­λη­νι­κής κα­το­χής της Σμύρ­νης. Ανέ­φε­ρε ότι ο ίδιος και η γυ­ναί­κα του ήταν αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες των ελ­λη­νι­κών κτη­νω­διών -όπως τις πε­ρι­γρά­φει- στις πε­ριο­χές Γιά­λο­βαςΚίου (Gemlik) και Νι­κο­μή­δειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρή­καν αδιαμ­φι­σβή­τη­τες απο­δεί­ξεις στη μορφή «κα­μέ­νων και λε­η­λα­τη­μέ­νων σπι­τιών, πτω­μά­των που είχαν σφα­χτεί πρό­σφα­τα και τρο­μο­κρα­τη­μέ­νων επι­ζώ­ντων», αλλά είδαν επί­σης Έλ­λη­νες πο­λί­τες να λη­στεύ­ουν και στρα­τιω­τι­κούς να προ­βαί­νουν σε εμπρη­σμούς. Σύμ­φω­να με τον Τόιν­μπι με την άφιξη των ελ­λη­νι­κών δυ­νά­με­ων εκ­διώ­χθη­κε ο άμα­χος τουρ­κι­κός πλη­θυ­σμός, και εξα­να­γκά­στη­καν χι­λιά­δες άστε­γοι πλέον να φύ­γουν από τις κα­τε­χό­με­νες πε­ριο­χές.

Όμως ήταν στην υπο­χώ­ρη­ση που ξε­κί­νη­σε τον Αύ­γου­στο-Σε­πτέμ­βριο του 1922 που ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός διέ­πρα­ξε τα με­γα­λύ­τε­ρα εγκλή­μα­τα, καί­γο­ντας, λε­η­λα­τώ­ντας και σκο­τώ­νο­ντας τους ντό­πιους πλη­θυ­σμούς. Στο χωριό Κα­ρα­τε­πέ, π.χ., ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός μά­ζε­ψε και τους 400 κα­τοί­κους στο τζαμί του χω­ριού και του έβαλε φωτιά -όσοι διέ­φυ­γαν από τη φωτιά του­φε­κί­στη­καν. Αντί­στοι­χα εγκλή­μα­τα διέ­πρα­ξε και στο Σα­λι­χλί. Η πόλη Αλα­σε­χίρ πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες και σκο­τώ­θη­καν 3.000 Τούρ­κοι κά­τοι­κοί της.

Στις 6-7 Σε­πτεμ­βρί­ου το έγκλη­μα συ­νε­χί­στη­κε στην πόλη Μα­νι­σά όπου σκο­τώ­θη­καν σχε­δόν 4.500 Τούρ­κοι και η πόλη πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες. Ο Αμε­ρι­κα­νός υπο­πρό­ξε­νος στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη Τζέιμς Λό­ου­ντερ Παρκ, που επι­σκέ­φτη­κε την πε­ριο­χή μετά την εκ­κέ­νω­σή της από τον ελ­λη­νι­κό στρα­τό, έγρα­ψε: «Η Μα­νι­σά… σχε­δόν εξα­φα­νι­σμέ­νη από τη φωτιά: [κα­τα­στρά­φη­καν] 10.300 σπί­τια, 15 τζα­μιά, 2 δη­μό­σια λου­τρά, 2.278 μα­γα­ζιά, 19 ξε­νο­δο­χεία, 26 μέ­γα­ρα».

Το πιο τρα­γι­κό χωριό ήταν ο Κα­σα­μπάς (σή­με­ρα Τουρ­γκου­τλού), όπου ο υπο­χω­ρών ελ­λη­νι­κός στρα­τός κα­τέ­στρε­ψε το 90% των κτι­ρί­ων και σκό­τω­σε του­λά­χι­στον 1.000 κα­τοί­κους (η τουρ­κι­κή πλευ­ρά μιλά για πολ­λα­πλά­σιους νε­κρούς). Λίγες ημέ­ρες μετά, κι ενώ στην πόλη είχαν φτά­σει Έλ­λη­νες πρό­σφυ­γες από άλλες πε­ριο­χές, μπήκε ο τουρ­κι­κός στρα­τός και τους εξό­ντω­σε όλους, δηλ. πε­ρί­που 4.000 αν­θρώ­πους.

Τα εκα­τέ­ρω­θεν τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα ολο­κλη­ρώ­θη­καν στη Σμύρ­νη, όπου βρή­καν το θά­να­το δε­κά­δες χι­λιά­δες Έλ­λη­νες, Αρ­μέ­νιοι και άν­θρω­ποι από άλλες εθνό­τη­τες, όταν η πόλη πα­ρα­δό­θη­κε στις φλό­γες, προ­φα­νώς από Τούρ­κους εθνι­κι­στές.

Ήττα

Με την ήττα και την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, εντα­φιά­στη­κε ορι­στι­κά και η «Με­γά­λη Ιδέα», βα­σι­κή συ­νε­κτι­κή ουσία της συ­γκρό­τη­σης του ελ­λη­νι­κού εθνι­σμού –και εθνι­κι­σμού– για δε­κα­ε­τί­ες και ο κύ­ριος στό­χος της ελ­λη­νι­κής εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής για σχε­δόν 100 χρό­νια. Εφαρ­μο­σμέ­νη αυτή πο­λι­τι­κή –που όσο ήταν απλώς ιδε­ο­λο­γία φά­ντα­ζε σαν ρο­μα­ντι­κό όραμα επι­στρο­φής στα υπαρ­κτά ή ανύ­παρ­κτα με­γα­λεία του πα­ρελ­θό­ντος– δο­κι­μά­στη­κε στην πράξη πάνω στα κορ­μιά εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων: άλλοι από αυ­τούς σκο­τώ­θη­καν ή ακρω­τη­ριά­στη­καν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ξε­ρι­ζώ­θη­καν χά­νο­ντας τα πάντα. Και μά­λι­στα οι μισοί πε­ρί­που από αυ­τούς ήταν τα «σκλα­βω­μέ­να αδέλ­φια» που δήθεν θα απε­λευ­θε­ρώ­νο­νταν.

Δι­πλω­μα­τι­κά η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία τε­λεί­ω­σε με την υπο­γρα­φή της ανα­κω­χής των Μου­δα­νιών την 13 Οκτω­βρί­ου 1922 και την Συν­θή­κη της Λο­ζά­νης στις 24 Ιου­λί­ου 1923.

Η ήττα οδή­γη­σε σε κα­τα­κλυ­σμιαί­ες εξε­λί­ξεις και στην ελ­λη­νι­κή κε­ντρι­κή πο­λι­τι­κή σκηνή: Βε­νι­ζε­λι­κοί αξιω­μα­τι­κοί έκα­ναν μίνι πρα­ξι­κό­πη­μα στις 11/9/1922 και απαί­τη­σαν την πα­ραί­τη­ση του βα­σι­λιά Κων­στα­ντί­νου και τη σύ­στα­ση νέας κυ­βέρ­νη­σης που να έχει την εμπι­στο­σύ­νη της Αντάντ (των Αγ­γλο­γάλ­λων). Ο βα­σι­λιάς έφυγε για μία ακόμη φορά στο εξω­τε­ρι­κό, η κυ­βέρ­νη­ση πα­ραι­τή­θη­κε και συ­στά­θη­κε έκτα­κτο στρα­το­δι­κείο, όπου πα­ρα­πέμ­φθη­καν υψη­λό­βαθ­μα στε­λέ­χη της κυ­βέρ­νη­σης Γού­να­ρη, με την κα­τη­γο­ρία της εσχά­της προ­δο­σί­ας.

Η δίκη έγινε με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες: Από την εποχή της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας ήταν γνω­στό στις αστι­κές τά­ξεις ότι οι με­γά­λες στρα­τιω­τι­κές ήττες μπο­ρεί να οδη­γή­σουν σε τέ­τοιου με­γέ­θους λαϊ­κές εκρή­ξεις που να θέ­τουν σε κίν­δυ­νο συ­νο­λι­κά το σύ­στη­μα. Προ­κει­μέ­νου λοι­πόν να σωθεί συ­νο­λι­κά το αστι­κό κα­θε­στώς οι έξι (Δ. Γού­να­ρης, Ν. Θε­ο­τό­κης, Γ. Χα­τζα­νέ­στης, Π. Πρω­το­πα­πα­δά­κης, Γ. Μπαλ­τα­τζής και Ν. Στρά­τος) κα­τα­δι­κά­στη­καν και εκτε­λέ­στη­καν ώστε να εκτο­νω­θεί η λαϊκή οργή.

Η ητ­τη­μέ­νη Ελ­λά­δα υπέ­γρα­ψε τε­λι­κά (διά χει­ρός Βε­νι­ζέ­λου) τη Συν­θή­κη της Λο­ζά­νης, η οποία αντι­κα­τέ­στη­σε τη Συν­θή­κη των Σε­βρών.

Παρά την ήττα η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη πα­ρέ­μει­νε μέχρι σή­με­ρα προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη στον μι­λι­τα­ρι­σμό που σε συν­δυα­σμό με τις συμ­μα­χί­ες με τις με­γά­λες ιμπε­ρια­λι­στι­κές χώρες, θε­ω­ρού­σε ότι της δίνει πλε­ο­νε­κτή­μα­τα για τις οι­κο­νο­μι­κές και πο­λι­τι­κές εξορ­μή­σεις της στην πε­ριο­χή. Η νίκη επί των δυ­νά­με­ων του Άξονα το 1940, μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση μέχρι το 1943, ήταν εν­δει­κτι­κή της ποιό­τη­τας του ελ­λη­νι­κού στρα­τού. Αλλά φυ­σι­κά τον ίδιο δρόμο επέ­λε­ξε και η άλλη πλευ­ρά σε ένα ατέ­λειω­το γαϊ­τα­νά­κι εξο­πλι­σμών, κρί­σε­ων και, όπως απέ­δει­ξε η Κύ­προς, και πο­λέ­μων, από το οποίο απο­λύ­τως τί­πο­τε δεν κέρ­δι­σε ο λαός.

Τα αίτια της ήττας

Η κλα­σι­κή εξή­γη­ση της ήττας του ελ­λη­νι­κού στρα­τού επι­κε­ντρώ­νε­ται στον «εθνι­κό δι­χα­σμό», δηλ. στη σύ­γκρου­ση βε­νι­ζε­λι­κών-αντι­βε­νι­ζε­λι­κών. Αν υπήρ­χε «ομό­νοια» η έκ­βα­ση της εκ­στρα­τεί­ας θα ήταν δια­φο­ρε­τι­κή, λένε πολ­λοί, σε μια βα­ρε­τή επα­νά­λη­ψη των ανι­στο­ρι­κών και ανι­στό­ρη­των σχη­μά­των του τύπου «οι Έλ­λη­νες μο­νια­σμέ­νοι μπο­ρούν να κά­νουν θαύ­μα­τα».

Η κρι­τι­κή επι­κε­ντρώ­νε­ται στο αντι­βε­νι­ζε­λι­κό στρα­τό­πε­δο επει­δή μετά τον Νο­έμ­βριο του 1920, όταν πήρε την κυ­βέρ­νη­ση, αντι­κα­τέ­στη­σε τους πα­λιούς και έμπει­ρους αξιω­μα­τι­κούς με άπει­ρους και ανί­κα­νους. Ασφα­λώς η εξέ­λι­ξη αυτή έπαι­ξε κά­ποιο ρόλο, ωστό­σο δεν ήταν κα­θο­ρι­στι­κός. Εξάλ­λου οι εκ­κα­θα­ρί­σεις ήταν αμοι­βαί­ες και μά­λι­στα όταν είχε έρθει στην κυ­βέρ­νη­ση ο Βε­νι­ζέ­λος το 1917 είχε απο­πέμ­ψει πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρους στρα­τιω­τι­κούς ηγέ­τες που ήταν έμπει­ροι από τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους: απο­μά­κρυ­νε πε­ρί­που 1.500 ανώ­τα­τους αξιω­μα­τι­κούς ενώ οι αντι­βε­νι­ζε­λι­κοί (όταν πήραν την κυ­βέρ­νη­ση) μόνο 500.

Οι κάθε λογής επί­γο­νοι του βε­νι­ζε­λι­σμού υπο­στη­ρί­ζουν ότι η πρώτη φάση της εκ­στρα­τεί­ας (δηλ. αυτή του Βε­νι­ζέ­λου) ήταν σωστή και ότι το εγκλη­μα­τι­κό λάθος ήταν η προ­έ­λα­ση προς την Άγκυ­ρα που έκα­ναν οι αντι­βε­νι­ζε­λι­κοί. Όμως η πο­ρεία του πο­λέ­μου ήταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη από τη στιγ­μή που ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός πά­τη­σε το πόδι του στη Σμύρ­νη. Ο με­τέ­πει­τα δι­κτά­το­ρας Ιω­άν­νης Με­τα­ξάς αρ­νή­θη­κε να ανα­λά­βει, ως στρα­τιω­τι­κός που ήταν, την ηγε­σία της εκ­στρα­τεί­ας καθώς είχε πά­ντο­τε την άποψη ότι ο πει­θα­να­γκα­σμός του Κεμάλ να υπο­γρά­ψει ει­ρή­νη με τους όρους της Συν­θή­κης των Σε­βρών ήταν αδύ­να­τος «διότι η τουρ­κι­κή αντί­στα­σις θα με­τε­τί­θε­το πε­ραι­τέ­ρω εις το εσω­τε­ρι­κόν». Έτσι «θα έπρε­πε να κα­τα­λη­φθεί ολό­κλη­ρος η Μικρά Ασία δια να πει­σθούν οι Νε­ό­τουρ­κοι να συν­θη­κο­λο­γή­σουν». Μά­λι­στα ο ίδιος θε­ω­ρού­σε «ανε­παρ­κή την Ελ­λά­δα δια την κα­τά­λη­ψη ολο­κλή­ρου του νέου τουρ­κι­κού κρά­τους» και πά­ντως δεν έβλε­πε το τέρμα του διε­ξα­γο­μέ­νου πο­λέ­μου.

Η άλλη αιτία που προ­βάλ­λε­ται είναι η στάση των συμ­μά­χων. Όμως γιατί θα έπρε­πε πάντα οι σύμ­μα­χοι να υπο­στη­ρί­ζουν τις ελ­λη­νι­κές ιμπε­ρια­λι­στι­κές βλέ­ψεις; Το ότι η Αντάντ ήταν μια λυ­κο­συμ­μα­χία στο εσω­τε­ρι­κό της οποί­ας η κα­θε­μία ιμπε­ρια­λι­στι­κή δύ­να­μη προ­σπα­θού­σε να «ρίξει» διαρ­κώς τις συμ­μά­χους της και να απο­σπά­σει για την ίδια τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή λεία, ήταν γνω­στό από την αρχή. Το κρυ­φτού­λι με την Ιτα­λία ήταν παρόν σε όλη την διάρ­κεια της Μι­κρα­σια­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας και ακόμη πριν από αυτή: για να μην κα­τα­λά­βει πε­ρισ­σό­τε­ρα εδάφη η Ρώμη ανα­γκά­στη­κε το Πα­ρί­σι να απο­δε­χτεί την άποψη του Λον­δί­νου ότι η Αθήνα έπρε­πε να κα­τα­λά­βει τη Σμύρ­νη (βλ. μέρος Α’ και Β’).

Όταν και η Γαλ­λία και η Αγ­γλία απέ­κτη­σαν αυτά που πο­θού­σαν, όταν δηλ. έγινε η μοι­ρα­σιά της Μ. Ανα­το­λής και των πε­τρε­λαί­ων της, και όταν δια­πι­στώ­θη­κε ότι ο Κεμάλ δεν είχε «μπολ­σε­βί­κι­κες προ­θέ­σεις», οι ιμπε­ρια­λι­στι­κές αυτές δυ­νά­μεις δεν είχαν λόγο να συ­νε­χί­σουν τον πό­λε­μο. Ει­δι­κά όταν στον ελ­λη­νι­κό θρόνο είχε πα­λι­νορ­θω­θεί ένας σύμ­μα­χος των Γερ­μα­νών.

Ο ρόλος του Κεμάλ

Το κί­νη­μα του Κεμάλ ήταν ο δί­δυ­μος αδελ­φός του κι­νή­μα­τος στο Γουδή στην Ελ­λά­δα, εκ­προ­σω­πού­σε δηλ. τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης που ήθελε ένα σύγ­χρο­νο δικό της κρά­τος για να προ­ω­θεί τα συμ­φέ­ρο­ντά της τόσο στο εσω­τε­ρι­κό όσο και στο εξω­τε­ρι­κό.

Ο Κεμάλ αντι­τά­χθη­κε στον σουλ­τά­νο και διε­ξά­γο­ντας για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα ταυ­τό­χρο­να εμ­φύ­λιο πό­λε­μο και αντάρ­τι­κο κατά των ει­σβο­λέ­ων (Ελ­λή­νων και λοι­πών), μπό­ρε­σε να συ­σπει­ρώ­σει πίσω του την ανερ­χό­με­νη αστι­κή τάξη. Αλλά κυ­ρί­ως μπό­ρε­σε να ξε­ση­κώ­σει τους τουρ­κι­κούς και άλ­λους μου­σουλ­μα­νι­κούς πλη­θυ­σμούς τόσο κατά του σουλ­τά­νου όσο και κατά της ιμπε­ρια­λι­στι­κής επέμ­βα­σης.

Επί­σης ο στρα­τός του Κεμάλ, όπως όλοι οι επα­να­στα­τι­κοί στρα­τοί σε μια σειρά εξε­γέρ­σεις, μπό­ρε­σε να απο­κτή­σει και άλλα όπλα, καθώς τα εγκα­τέ­λει­παν μετά τις ήττες ή τις υπο­χω­ρή­σεις τους άλλοι στρα­τοί, κυ­ρί­ως ο γαλ­λι­κός και ο ιτα­λι­κός. Ταυ­τό­χρο­να ο Κεμάλ είχε την ευ­φυ­ΐα να κλεί­σει τα άλλα μέ­τω­πα συ­νά­πτο­ντας συν­θή­κες ει­ρή­νης με Αρ­με­νία, Γε­ωρ­γία και Αζερ­μπαϊ­τζάν τον Οκτώ­βριο 1921.

Είναι αλή­θεια ότι σε στρα­τιω­τι­κό επί­πε­δο ο Κεμάλ πήρε βο­ή­θεια από την επα­να­στα­τη­μέ­νη Ρωσία (οι μπολ­σε­βί­κοι υπο­στή­ρι­ζαν όλα τα εθνι­κο­α­πα­λευ­θε­ρω­τι­κά κι­νή­μα­τα που υπο­νό­μευαν το ιμπε­ρια­λι­στι­κό στά­τους κβο), ενώ το ελ­λη­νι­κό κρά­τος υπό τον Βε­νι­ζέ­λο είχε προ­σπα­θή­σει, σε συ­νερ­γα­σία με τους ιμπε­ρια­λι­στές, να κα­τα­πνί­ξει τη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση με την εκ­στρα­τεία στην Κρι­μαία (βλ. Μέρος Α’). Κι όμως οι μπολ­σε­βί­κοι προ­σπά­θη­σαν να φέ­ρουν τα δύο μέρη σε συ­νεν­νό­η­ση για να τερ­μα­τι­στεί ο πό­λε­μος, ακόμη και με αυ­το­νό­μη­ση της πε­ριο­χής της Σμύρ­νης με ελ­λη­νι­κή διοί­κη­ση (φυ­σι­κά δεν ει­σα­κού­στη­καν). Όταν ωστό­σο μπό­ρε­σαν να παί­ξουν κά­ποιο ρόλο στην πράξη, τα πράγ­μα­τα είχαν ως εξής: Ο ίδιος ο μη­τρο­πο­λί­της Τρα­πε­ζού­ντας και αρ­γό­τε­ρα αρ­χιε­πί­σκο­πος Αθη­νών Χρύ­σαν­θος γρά­φει ότι το νε­ο­συ­στα­θέν σο­βιέτ των Ρώσων στρα­τιω­τών της Τρα­πε­ζού­ντας βο­ή­θη­σε και εξό­πλι­σε τις ομά­δες αυ­το­ά­μυ­νας της «Εθνι­κής Ένω­σης Νέων» οι οποί­ες αντι­στά­θη­καν στους επε­λαύ­νο­ντες τσέ­τες [σ.σ. αντάρ­τι­κά σώ­μα­τα Τούρ­κων εθνι­κι­στών] και με αυτό τον τρόπο, όπως λέει πάντα ο Χρύ­σαν­θος, δια­σώ­θη­κε ο μισός ελ­λη­νι­κός πλη­θυ­σμός της πόλης.

Όμως, σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, ο πα­ρά­γο­ντας ήττας της ελ­λη­νι­κής εκ­στρα­τεί­ας που απο­σιω­πά­ται συ­στη­μα­τι­κά από την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά ήταν οι μα­ζι­κές λι­πο­τα­ξί­ες και ανυ­πο­τα­ξί­ες των Ελ­λή­νων (τόσο από την Ελ­λά­δα όσο και από τις κα­τα­κτη­μέ­νες πε­ριο­χές της Μ. Ασίας), η αντι­πο­λε­μι­κή δράση του ΣΕΚΕ και οι αντι­πο­λε­μι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις της ερ­γα­τι­κής τάξης στο εσω­τε­ρι­κό της Ελ­λά­δας (βλ. μέρος Γ’).

Η ανταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών

Μετά το τέλος των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων η Ελ­λά­δα είχε σχε­δόν δι­πλα­σιά­σει την επι­κρά­τεια και τον πλη­θυ­σμό της. Ωστό­σο οι μειο­νό­τη­τες έφτα­ναν πλέον το 13% του πλη­θυ­σμού και μετά τον τέλος του Α’ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου το 20%! Το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος του πλη­θυ­σμού αυτού ήταν μου­σουλ­μά­νοι.

Αντί­στοι­χα «προ­βλή­μα­τα» είχε και το νεαρό τουρ­κι­κό κρά­τος, κυ­ρί­ως με τους Έλ­λη­νες. Βε­νι­ζέ­λος και Κεμάλ σκέ­φτη­καν (και συ­να­πο­φά­σι­σαν) ότι μπο­ρού­σε να συ­νε­χι­στεί με άλλα μέσα η εθνο­κά­θαρ­ση που έγινε στους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους και στη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία: να ανταλ­λα­γούν οι «λάθος» πλη­θυ­σμοί. Η σύμ­βα­ση περί ανταλ­λα­γής πλη­θυ­σμών με­τα­ξύ Ελ­λά­δας και Τουρ­κί­ας υπο­γρά­φτη­κε στη Λο­ζά­νη στις 30 Ια­νουα­ρί­ου του 1923, έξι μήνες πριν υπο­γρα­φεί η ομώ­νυ­μη Συν­θή­κη. Επρό­κει­το για υπο­χρε­ω­τι­κή ανταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών με­γά­λης κλί­μα­κας, ή αλ­λιώς, συμ­φω­νη­μέ­νη αμοι­βαία εκτό­πι­ση. Ήταν η μο­να­δι­κή στην πα­γκό­σμια ιστο­ρία που υπα­γο­ρευό­ταν από δια­κρα­τι­κή σύμ­βα­ση.

Σχε­δόν 1.500.000 Έλ­λη­νες ή χρι­στια­νοί ήρθαν στην Ελ­λά­δα (οι πε­ρισ­σό­τε­ροι είχαν ήδη φύγει από την Τουρ­κία καθώς υπο­χω­ρού­σε ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός). Από την άλλη 500.000 άν­θρω­ποι απε­λά­θη­καν από την Ελ­λά­δα: Τούρ­κοι, ελλη­νό­φω­νοι μου­σουλ­μά­νοι, μου­σουλ­μά­νοι Ρομά, Πο­μά­κοι, Τσά­μη­δες, Βλα­χο­μο­γλε­νί­τες και Ντον­μέ.

Κατά εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες απε­λά­θη­καν μου­σουλ­μά­νοι από τη Λά­ρι­σα, τον Λα­γκα­δά, τη Δράμα, την Έδεσ­σα, τις Σέρ­ρες, τη Φλώ­ρι­να, το Κιλ­κίς, την Κα­βά­λα και τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Η πλη­θυ­σμια­κή σύν­θε­ση της Κρή­της άλ­λα­ξε επί­σης δρα­μα­τι­κά, καθώς ελ­λη­νό­φω­νοι και τουρ­κό­φω­νοι μου­σουλ­μά­νοι κά­τοι­κοι του νη­σιού εκτο­πί­στη­καν επί­σης.

Πολ­λοί από αυ­τούς απε­λά­θη­καν ενώ δεν ήταν και δεν αι­σθά­νο­νταν Τούρ­κοι. Π.χ. οι Αλ­βα­νοί της Τσα­μου­ριάς απε­λά­θη­καν κατά χι­λιά­δες παρά τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες των αντι­προ­σώ­πων τους στη Λο­ζά­νη. Συ­νο­λι­κά πολ­λές άλλες εθνι­κές ομά­δες αντι­τά­χθη­καν κοι­νω­νι­κά και νο­μι­κά ενα­ντί­ον των όρων της συν­θή­κης, επί δε­κα­ε­τί­ες μετά την υπο­γρα­φή της.

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση η Ελ­λά­δα μπό­ρε­σε να «ελ­λη­νο­ποι­ή­σει» τη Μα­κε­δο­νία, λύ­νο­ντας το «πρό­βλη­μα» που της κλη­ρο­δό­τη­σαν οι κα­τα­κτή­σεις της, ενώ σε μι­κρό­τε­ρο βαθμό μπό­ρε­σε να λύσει τα μειο­νο­τι­κά ζη­τή­μα­τα και η Τουρ­κία. Κα­νείς βέ­βαια δεν ρώ­τη­σε τη γνώμη των θυ­μά­των αυτών των μα­ζι­κών ξε­ρι­ζω­μών.

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από "Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά" φ.393 (11/10/17)