Με αφορμή τις διαδηλώσεις
Οι διαδηλώσεις στην Κούβα στις αρχές Ιούλη προκάλεσαν δυσανάλογα μεγάλο ειδησεογραφικό αντίκτυπο διεθνώς σε σχέση με το μέγεθος, την ένταση και τη διάρκειά τους.
Ο πρώτος λόγος αφορά την ίδια την εξέλιξη. Μπορεί να μην ήταν κάποιος παλλαϊκός ξεσηκωμός που να δικαιολογεί τόσο μεγάλο «θόρυβο», αλλά ήταν οι πράγματι οι μαζικότερες μη-κυβερνητικές διαδηλώσεις μετά την προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η έκφραση λαϊκής δυσαρέσκειας στο δρόμο είναι είδηση για αυτή τη χώρα.
Ο δεύτερος αφορά την ισχύ του (σοσιαλ)μιντιακού μηχανισμού που εργάστηκε για τη «διαφήμιση» των διαδηλώσεων. Εδώ, το «χνάρι» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ή των αντικαθεστωτικών κύκλων στην κουβανική παροικία της Φλόριντα, είναι εμφανής -όπως και η πρόθεση να παρουσιάσουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα.
Ωστόσο, αξίζουν μερικές σημειώσεις για την κατάσταση στη χώρα.
Είναι δεδομένο ότι η κουβανική οικονομία αντιμετωπίζει δυσκολίες εδώ και πολύ καιρό. Αυτές προκύπτουν από την αδυναμία του καθεστώτος που προέκυψε από την επανάσταση να μπορέσει να «απελευθερώσει» τη μικρή χώρα μόνη της από τους καταναγκασμούς του παγκόσμιου (καπιταλιστικού) καταμερισμού και της θέσης της Κούβας σε αυτόν. Πέρα από το «ορατό» και πολιτικά υποκινούμενο αμερικανικό εμπάργκο, τα όρια που έθετε αυτή η πιο «αυθόρμητη» και «αόρατη» πραγματικότητα βρίσκονται στη βάση της εξήγησης όλων των αδυναμιών ή αποτυχιών του καθεστώτος.
Η πραγματικότητα της έντασης των οικονομικών δυσκολιών προκύπτει από τις επίμονες προσπάθειες της ηγεσίας της χώρας να πάρει μέτρα αντιμετώπισής της όλα τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμαστε στα διαδοχικά μέτρα «φιλελευθεροποίησης» της οικονομίας, που προωθούνται «κομματιαστά» και σταδιακά. Σε πείσμα των αμερικανικών ΜΜΕ, που αρέσκονται να ισχυρίζονται ότι η φιλευθεροποίηση είναι η πανάκεια, και η «δειλή υλοποίησή» της η πηγή της κακοδαιμονίας, το «άνοιγμα στην αγορά» δεν έχει λύσει τα προβλήματα. Αλλά έχει συμβάλει στη δημιουργία κι αναπαραγωγή (ευρύτερα) «αστικών» στρωμάτων, τα οποία θα διεκδικήσουν με μεγαλύτερη ένταση τον πολιτικό και οικονομικό τους «χώρο».
Σε αυτό το φόντο ήρθε και η πανδημική κρίση. Αυτή προκάλεσε πίεση και στο σύστημα υγείας αλλά και ευρύτερα (πολλές από τις ελλείψεις, πχ σε ρεύμα, συνδέονται και με την «ανακατεύθυνση» πόρων στην αντιμετώπιση της πανδημίας). Αλλά κυρίως έπληξε σημαντικές πηγές εισοδήματος από το εξωτερικό. Με εξαίρεση των τομέα της υγείας (βασική «εξαγωγή» του κουβανικού κράτους, που έχει πετύχει να διαθέτει «πλεόνασμα» σε αυτόν τον κρίσιμο κοινωνικά κλάδο), οι άλλες δύο βασικές πηγές εισοδήματος είναι ο τουρισμός και τα εμβάσματα από το εξωτερικό. Ο τουρισμός «πάγωσε» για ολόκληρους μήνες, η ροή εμβασμάτων μειώθηκε (καθώς η οικονομική κρίση πίεσε και τους μετανάστες σε άλλες χώρες), ενώ η μείωση των ταξιδιών περιόρισε και την παραδοσιακή εισροή αγαθών (κυρίως τροφίμων και φαρμάκων) από φίλους και συγγενείς που επισκέπτονταν τους οικείους τους στην Κούβα.
Η «συμπάθεια» που εξέφρασε η αμερικανική κυβέρνηση στον κουβανικό λαό και τα προβλήματά του είναι εξοργιστικά υποκριτική. Το εμπάργκο δεν είναι η πηγή όλων των δεινών (πχ δεν εμποδίζει το εμπόριο με την Κίνα ή την Ισπανία), αλλά είναι ένα παρατεταμένο «πνίξιμο» της κουβανικής οικονομίας με σωρευτικές συνέπειες (το οποίο παρεμπιπτόντως έχει καταδικάσει αμέτρητες φορές ο ΟΗΕ…). Πέρα από τις σωρευτικές και διαρκείς συνέπειές του, η Κούβα αντιμετωπίζει και τη δρακόντεια κλιμάκωσή του από τη διακυβέρνηση Τραμπ (που παραμένει στη θέση της ως τώρα…). Σύμφωνα με την κουβανική ηγεσία, οι ελλείψεις σε ρεύμα συνδέονται άμεσα με δυσκολίες που προκαλεί ο αποκλεισμός. Ενώ και ο τουρισμός και τα εμβάσματα -πολύ πριν πληγούν από την πανδημία, είχαν υποστεί βάναυσο χτύπημα από τις απαγορεύσεις Τραμπ (με εμβληματική την εντολή του να κλείσουν πολλές δεκάδες αμερικάνικα ανταλλακτήρια στην Κούβα που διευκόλυναν τη ροή εμβασμάτων).
Τόσο η Ουάσινγκτον, όσο και οι «ανησυχούντες για τη χώρα τους» στη Φλόριντα που πλειοδότησαν σε διαδηλώσεις και σε αντικαθεστωτικές κορώνες, θα έπρεπε να ξεκινήσουν από το σπάσιμο του εμπάργκο.
Η αμερικανική κυβέρνηση δημαγωγεί υποκριτικά και παίζει ρόλο στη «διαφήμιση» των διαδηλώσεων. Αλλά είναι αμφίβολο αν τις ενορχηστρώνει. Στις τάξεις όσων εύχονται μια εκ δεξιών ανατροπή του καθεστώτος, μοιάζει περισσότερο με την περίπτωση που «η ουρά» επιχειρεί να «κουνήσει το σκύλο». Στη Φλόριντα υπάρχουν πολλοί που δηλώνουν ανοιχτά ότι «ήρθε η ευκαιρία» -είναι αυτοί που έριξαν από την πρώτη μέρα των διαδηλώσεων το σύνθημα για «άνοιγμα ανθρωπιστικού διαδρόμου»- και ασφαλώς πολιτικά στελέχη όπως ο Τεντ Κρουζ που σπεύδουν να εκπροσωπήσουν αυτό το κοινό. Στην ίδια την Κούβα, η χρήση της αμερικανικής σημαίας και το σύνθημα «Πατρίδα και Ζωή» (από ένα δημοφιλές στο Μαϊάμι δεξιό τραγούδι, που λειτουργεί ως άρνηση του συνθήματος του Τσε «Πατρίδα ή Θάνατος») υποδηλώνει τον προσανατολισμό κάποιων διαδηλωτών. Αλλά δεν προκύπτει προς ώρας κάποια πρόθεση του Μπάιντεν να επιχειρήσει «καθεστωτική αλλαγή» στην Κούβα. Όταν οι ΗΠΑ πάνε σε σύγκρουση, ο πλανήτης το καταλαβαίνει, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών (βλ. πρόσφατα Βενεζουέλα). Μέχρι στιγμής, το αμερικανικό Λιμενικό είναι απασχολημένο να κυνηγά τους «βασιλικότερους του βασιλέως» Αμερικανο-κουβανούς που επιχειρούν να περάσουν με βάρκες «ανθρωπιστική βοήθεια» και… όπλα στο νησί.
Αν μείνει κανείς όμως μόνο σε αυτά, βλέπει τη μισή εικόνα. Οι οικονομικές δυσκολίες που περιγράψαμε παραπάνω είναι υπαρκτές και αποτελούν το λόγο που κατέβηκαν πολλοί εργαζόμενοι και φτωχοί στους δρόμους της Κούβας να διαδηλώσουν.
Άλλωστε ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας, Μιγκέλ Ντίαζ Κανέλ, ανέφερε ότι εκτός από τους «πληρωμένους πράκτορες» και τους «εγκληματίες», υπήρχαν και «άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα και ζητούν εξηγήσεις», καθώς και «παραπλανημένοι επαναστάτες».
Όταν δήλωνε ότι οι «παραπλανημένοι επανάστατες» αντιμετωπίζονται με διάλογο κι επιχειρήματα, κάποιοι από αυτούς που περιέγραφε ως τέτοιους (ο Φρανκ Γκαρσία Χερνάντεζ, ιστορικός και μαρξιστής, μέλος του ΚΚ αλλά και της συλλογικότητας «communistas» που ανήκει στην «κριτική Αριστερά», ο Μάικελ Γκονζάλεζ Βιβέρο, διευθυντής του ριζοσπαστικού ΛΟΑΤΚΙ περιοδικού Tremenda Nota κ.ά.) είχαν προσαχθεί από την αστυνομία. Αφέθηκαν ελεύθεροι όταν αποδείχθηκε ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε βίαια επεισόδια, ενώ είχε προηγηθεί και μια πολύ γρήγορη ανταπόκριση ανθρώπων της διεθνούς αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που συγκέντρωσαν υπογραφές για μια επιστολή προς τις κουβανικές Αρχές.
Τις επόμενες μέρες ο Κανέλ εστίασε περισσότερο στην κοινωνική πτυχή των διαδηλώσεων, κάνοντας λόγο για την «ανάγκη να ζητήσουμε συγνώμη από κάποιους», επισημαίνοντας την ανάγκη αυτοκριτικών συμπερασμάτων και ανακοινώνοντας κάποια πρώτα μέτρα ανταπόκρισης στα λαϊκά προβλήματα (κατάργηση των δασμών κ.ά. περιορισμών στη μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων από μεμονωμένα άτομα που μπαίνουν στη χώρα, έργα αποκατάστασης της ηλεκτροδότησης, δυνατότητα στους υπουργούς να κάνουν μισθολογικές αυξήσεις κλπ).
Η αρχική κατασταλτική αντίδραση και η υπερβολική έμφαση στη «ξένη συνωμοσία» είχε προκαλέσει άλλωστε δημόσιες επικριτικές τοποθετήσεις από μεγάλο μέρος εκείνου του χώρου των καλλιτεχνών και της διανόησης που δεν ταυτίζεται απόλυτα με το καθεστώς, αλλά κινείται και δηλώνει «εντός του πλαισίου της Επανάστασης».
Ξεχωρίζουμε μια ανοιχτή επιστολή του Λεονάρντο Παδούρα. Καταγγέλοντας τη δράση «πληρωμένων πρακτόρων» ή «εγκληματικών στοιχείων» ανάμεσα στο πλήθος, συμπληρώνει: «Αλλά δεν πιστεύω ότι οι αποδείξεις για αυτά τα στοιχεία αφαιρούν το παραμικρό από τις αιτίες για την κραυγή που ακούσαμε. Μια κραυγή που είναι το αποτέλεσμα της απελπισίας μιας κοινωνίας που δεν περνά μόνο μια μακρά οικονομική κρίση και μια δύσκολη υγειονομική κρίση, αλλά και μια κρίση εμπιστοσύνης και απώλειας προσδοκιών… Έχοντας πει αυτά [σσ: έχει προηγηθεί μια αναφορά του ενάντια σε κάθε εκδοχή ξένης επέμβασης], πιστεύω ότι οι Κουβανοί πρέπει να ανακτήσουν την ελπίδα τους και ένα θετικό όραμα για το μέλλον. Αν χαθεί η ελπίδα, χάνεται το νόημα κάθε ανθρωπιστικού κοινωνικού σχεδίου. Και η ελπίδα δεν ανακτάται δια της βίας… Αρνούμαι να πιστέψω ότι στη χώρα μου, σήμερα, μπορεί να υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι γεννημένοι και εκπαιδευμένοι ανάμεσά μας που γίνονται μισθοφόροι ή διαπράττουν εγκλήματα. Γιατί αν ίσχυε αυτό, θα ήταν το αποτέλεσμα της κοινωνίας όπου ανατράφηκαν».
Οι επισημάνσεις έχουν σημασία για το μέλλον της Κούβας. Ο ίδιος ο Παδούρα γράφει με το βλέμμα σε αυτό («Ίσως έρθει η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Ίσως να μην καταφέρουν οι εξτρεμιστές και οι φονταμενταλιστές να επιβάλουν τις εξτρεμιστικές φονταμενταλιστικές λύσεις τους… Αλλά σε κάθε περίπτωση…»), εντοπίζοντας «ένα ανησυχητικό δείγμα της απόστασης που έχει διευρυνθεί ανάμεσα στις άρχουσες πολιτικές σφαίρες και στους δρόμους».
Το σχετικά μικρό μέγεθος των διαδηλώσεων δείχνει ότι η κουβανική κυβέρνηση διατηρεί τη λαϊκή νομιμοποίηση της πλειοψηφίας. Αλλά αυτή η λαϊκή νομιμοποίηση δεν σημαίνει ενθουσιώδη στήριξη. Οι φιλοκυβερνητικές κινητοποιήσεις που υπήρξαν, ήταν επίσης σχετικά μικρές -ανάλογου μεγέθους με τις «αντικυβερνητικές».
Οι σύντροφοι του «Communistas», στον απολογισμό των διαδηλώσεων, περιγράφουν μια πλειοψηφική παρουσία του εργατολαϊκού στοιχείου (σε σύγκριση με τη διανόηση ή τους δεξιούς-αντεπαναστατικούς κύκλους) που αποτυπώνονται αντίστοιχα και με μια πλειοψηφική κυριαρχία των άμεσων υλικών δυσφοριών ως κίνητρο των διαδηλωτών (ούτε οι «πολιτικές ελευθερίες» που αποτελούν το αποκλειστικό επίκεντρο των δυσφοριών της διανόησης, αλλά ούτε και η γενική αντικομμουνιστική τοποθέτηση που χαρακτηρίζει το τμήμα της όποιας «ενδοχώριας» δεξιάς αντιπολίτευσης υπάρχει μετά τη μαζική έξοδο προς τη Φλόριντα). Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, η Δεξιά έπαιξε μεγάλο ρόλο στην «διαφήμιση» των διαδηλώσεων, αλλά όχι στην πυροδότησή τους. Ενώ στις γραμμές των απλών φτωχών που διαδήλωναν, δεν υπήρχε ταύτιση με τις αντιδραστικές απόψεις, αλλά ούτε και κάποια σαφής αριστερόστροφη τοποθέτηση -επικρατούσε η αγανάκτηση για την φτώχεια, «το άγχος της επιβίωσης εις βάρος της ιδεολογίας» και το γεγονός ότι «οι λόγοι που η κουβανική οικονομία είναι σε κρίση δεν απασχολούν την εργατική οικογένεια όταν είναι άδειο το τραπέζι».
Αυτοί οι παράγοντες φθείρουν την κοινωνική βάση της κυβέρνησης. Μαζί με την οικονομική, προκύπτει και μια πολιτική διάσταση: Αφενός, η απόσυρση από το προσκήνιο της ιστορικής ηγεσίας των «μπαρμπουδος», αυτών που έκαναν την επανάσταση κι είχαν γι’ αυτό μια πλατιά λαϊκή νομιμοποίηση. Αφετέρου η εμφάνιση νέων γενιών που τις χωρίζει μεγάλη απόσταση από τα ηρωικά πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Αυτό βαθαίνει το χάσμα μεταξύ κοινωνικής βάσης και κουβανικής ηγεσίας.
Όταν ο Τσε καλούσε σε μια ιδιόμορφη εκδοχή αριστερού «ασκητισμού» τους εργάτες της Κούβας, το έκανε σε ένα φόντο νέων κοινωνικών κατακτήσεων σε κάποιους τομείς, το συνόδευε με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος και αποδείκνυε την εντιμότητα της έκκλησης με το προσωπικό του παράδειγμα. Σήμερα, «η επίσημη πολιτική αφήγηση κινείται σε ένα παράλληλο σύμπαν με αυτό της καθημερινότητας των εργαζομένων. Στη συλλογική φαντασία των ανθρώπων στις οικονομικά ευάλωτες γειτονιές, η ηγεσία της χώρας ταυτίζεται με υψηλά επίπεδα διαβίωσης» (ανακοίνωση των Communistas). Πέρα από το «προσωπικό παράδειγμα», η ανώτερη ηγεσία θεωρείται συνυπεύθυνη για την πολυτέλεια που εμφανίζεται σε κάποιες από τις οικονομικές δραστηριότητες που λειτουργεί ως πρόκληση για όσους υπομένουν στερήσεις. Με τα λόγια ενός διαδηλωτή: «Χτίζονται όλα αυτά τα πολυτελή ξενοδοχεία ενώ δεν έχουμε λυμένο το ζήτημα της στέγης».
Αυτά χρειάζονται σοβαρή εξέταση, πέρα από ευκολίες. Τα γεγονότα της 11ης Ιούλη, σύμφωνα με την ανακοίνωση των «Communistas»: «Δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως σύγκρουση μεταξύ αντεπαναστατών και κομμουνιστών, όπως θέλει να το παρουσιάζει η κυβέρνηση. Ούτε ως ξεσηκωμός ενός καταπιεσμένου λαού ενάντια σε μια δικτατορία, όπως επιμένει η αστική προπαγάνδα. Αλλά ούτε και ως αγώνας μιας επαναστατικής εργατικής τάξης ενάντια στην πολιτικά εκφυλισμένη γραφειοκρατία».
Η περιγραφή έχει την αρετή να αποφύγει τις δύο διαδεδομένες «ευκολίες» στην ανάγνωση των κινητοποιήσεων, αλλά έχει επίσης την αρετή να αποφύγει μια τρίτη «ερμηνεία» που θα περνούσε τις επιθυμίες για πραγματικότητα.
Αυτό θέτει το πρόβλημα του μέλλοντος της Κούβας. Τη δυσκολία να προκύψουν στο ορατό μέλλον οι δυνάμεις που θα δώσουν τη νέα «ελπίδα» που αναζητά ο Παδούρα. Οι κοινωνικές οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι αδύναμες ή γραφειοκρατικές, με ευθύνη της αντίληψης που επικράτησε στην κουβανική ηγεσία (του «σοσιαλισμού από τα πάνω») και επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’70 και την τάση μιμητισμού του «σοβιετικού μοντέλου». Πολιτικά, μια νεαρή «κριτική Αριστερά», που αντιπολιτεύεται την κουβανική ηγεσία από τη σκοπιά του «πραγματικού σοσιαλισμού» ή του «βαθέματος της Επανάστασης», όχι μόνο αποτελεί ένα ετερογενές φάσμα (από σοσιαλδημοκράτες οπαδούς του παλιού σκανδιναυικού μοντέλου μέχρι «συνδικαλιστές» οπαδούς της εργατικής αυτοδιαχείρισης, «Γιουγκοσλάβους», τροτσκίζοντες κλπ) αλλά κυρίως παραμένει εξαιρετικά αδύναμη και περιθωριοποιημένη.
Με τη «στασιμότητα» στην υπάρχουσα κατάσταση να είναι υπονομευμένη από τα χρόνια αδιέξοδα, τα πιο πιθανά σενάρια «αλλαγής» απέχουν πολύ από τις ελπίδες τέτοιων συντρόφων.
Μια βίαιη ανατροπή με τις μεθόδους και το πρόγραμμα που φαντασιώνεται οι σκληροπυρηνικοί εξόριστοι στη Φλόριντα και οι φίλοι τους -κυρίως- στο Ρεπουμπλικανικο Κόμμα ποτέ δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αν και -κατά τη γνώμη μου- το πάνω χέρι παίρνει το τμήμα της αμερικανικής άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού που διαφοροποιείται από τη Ψυχροπολεμική αντιμετώπιση της Κούβας, όχι από δημοκρατική ή ανθρωπιστική ευαισθησία, αλλά κρίνοντάς την «αντιπαραγωγική» (βλ. τα ανοίγματα του Ομπάμα). Σήμερα, η Κλάρα Φερέιρα Μάρκεζ, οπαδός της νεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης στο κουβανικό καθεστώς, καλεί μέσα από τις στήλες του Bloomberg την αμερικανική κυβέρνηση να άρει το εμπάργκο («αφαιρέστε το άλλοθι από το κουβανικό καθεστώς»), να αποφύγει περιπέτειες «αλλαγής καθεστώτος» («η υποτίμηση της ικανότητας της κυβέρνησης να παραμείνει στην εξουσία ακόμη και με τους όρους του σήμερα θα ήταν ασυλλόγιστη») και να άρει τις κυρώσεις ώστε «να ανακουφίσει τον μέσο Κουβανό και να προωθήσει το αμερικανικό όνειρο απευθείας στη μέση οικογένεια της νησιωτικής χώρας».
Είναι ένα από τα σενάρια για το μέλλον της χώρας -μια φιλελευθεροποίηση με κεντρικό το ρόλο των αμερικανικών επενδύσεων και του νεογέννητου κι αναπαραγόμενου εγχώριου ιδιωτικού τομέα, που μπορεί στη διαδρομή να επιχειρήσει να αλλάξει με πιο ήπια μέσα και το πολιτικό τοπίο, μετά το κοινωνικό.
Μια άλλη εναλλακτική είναι η συνέχεια της «ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης», με ώθηση στον ιδιωτικό τομέα να δράσει σε ομαλή συνύπαρξη με το μονοκομματικό κράτος, όπως συμβουλεύουν επίμονα την κουβανική ηγεσία οι Κινέζοι και Βιετναμέζοι «σύντροφοι».
Κανένα από αυτά τα σενάρια δεν θα σημαίνει καλύτερο μέλλον για τους Κουβανούς εργαζόμενους, των οποίων η κοινωνική απελευθέρωση παραμένει «έργο των ίδιων», αλλά και μια υπόθεση που δεν μπορεί να λήξει «σε μια μόνο χώρα».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά