Ύστερα και από την επίθεση στο Mall, είναι πλέον φανερό ότι τον τελευταίο καιρό βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ανοδικό κύκλο του φαινομένου της ατομικής τρομοκρατίας, μέσω μιας σειράς επιθέσεων σε συμβολικούς στόχους.

1. Στις μέχρι στιγμής περιπτώσεις οι στόχοι ήταν σύμβολα και πρόσωπα είτε της πολιτικής εξουσίας (γραφεία της ΝΔ, αδερφός Κεδίκογλου) είτε της οικονομικής (Mall) είτε της δημοσιογραφικής ελίτ (επιθέσεις σε σπίτια μεγαλοδημοσιογράφων). Αν και είναι προφανές ότι κερδισμένη από την υπόθεση τρομοκρατία βγαίνει η κυβέρνηση, η εύκολη αναζήτηση απαντήσεων σε «σκοτεινά κέντρα», παρά την υπαρκτή δράση παρακρατικών μηχανισμών, περισσότερο συσκοτίζει τη συζήτηση: όχι μόνο μεταφέρει στο παρασκήνιο τη βία που ασκεί εδώ και τρία χρόνια το σύστημα στα λαϊκά στρώματα, άλλα αποσυσχετίζει την πιθανότητα ομάδες ή οργανώσεις που δρουν εκτός των πλαισίων του οργανωμένου εργατικού και λαϊκού κινήματος να απαντήσουν «εδώ και τώρα» με τρόπο που αυτές θεωρούν «δυναμικό». Η «προβοκατορολογία» μοιραία αποδέχεται την κυρίαρχη αφήγηση, όπου είναι φυσιολογικό να υπάρχει μια πρωτοφανής «ανθρωπιστική καταστροφή», άνθρωποι που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κρύο, δεκάδες χιλιάδες άστεγοι και χιλιάδες αυτοκτονίες, αλλά την ίδια στιγμή δεν υπάρχει κανένα έρεισμα σε αυτή την κατάσταση ώστε κάποια ομάδα να στοχοποιήσει κάποιο σύμβολο της εξουσίας. Εύλογα έτσι η επίθεση μπορεί και παρουσιάζεται είτε σαν «επίθεση στη δημοκρατία» είτε σαν «δράση παρακρατικών». Επιπλέον, η προβοκατορολογία είναι ο πιο εύκολος τρόπος ώστε να μη μπει κανείς στον κόπο να απαντήσει στο γιατί ύστερα από 2,5 χρόνια  που έχουν μεσολαβήσει τεράστιες απεργιακές κινητοποιήσεις, εξεγερσιακά φαινόμενα και η εκθετική άνοδος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο δεν έχουμε καταφέρει να υπερασπιστούμε τα στοιχειώδη, αλλά βιώνουμε μια πρωτόγνωρη κοινωνική εξαθλίωση και έναν ραγδαία αναπτυσσόμενο εκφασισμό.

2. Εννοείται ότι αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τους όποιους αυτόκλητους «Ζορό», που καταφέρνουν το εντελώς ανάποδο από αυτό που υποτίθεται ότι θέλουν να πολεμήσουν. Πέραν της δεδομένης ιστορικής αποτυχίας της ατομικής τρομοκρατίας, που οδήγησε σε τραγικές ήττες ολόκληρα κινήματα στο παρελθόν, είναι φανερό ότι και σήμερα θα αποτελέσει σοβαρό όπλο στη φαρέτρα «του νόμου και της τάξης» της κυβέρνησης ενάντια στο κίνημα. Κρίνοντας μάλιστα από τα αποτελέσματα του κλίματος των τελευταίων ημερών, με εργαλείο τα χτυπήματα των ομάδων ατομικής τρομοκρατίας, η κυβέρνηση επιχειρεί να στριμώξει την Αριστερά, βαθαίνοντας το μετασχηματισμό του κράτους έκτακτης ανάγκης. Η φόρμουλα είναι απλή: η ιδεολογία της μεταπολίτευσης, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις, το άσυλο στα πανεπιστήμια, οι μισθοί, τα επιδόματα και ο συνδικαλισμός θα παρουσιάζονται θολά σαν ένα συνεχές με την ατομική τρομοκρατία, θα δικάζονται νυχθημερόν στα ΜΜΕ γιατί τρόπον τινά οπλίζουν τα χέρια των τρομοκρατών, και θα ενοχοποιούνται όλα συλλήβδην. Το μήνυμα είναι σαφές: η Αριστερά και τα συνδικάτα πρέπει να συμβάλουν στη διατήρηση κλίματος κοινωνικής ειρήνης για να βγει η χώρα από την κρίση, διαφορετικά θα χρεωθούν την έμμεση υποκίνηση τρομοκρατικών πράξεων ή την «πολίτική αυτουργία» σε αυτές.

3. Σε αντίθεση με όσους θεωρούν ότι η ατομική τρομοκρατία μπορεί να απομονωθεί από τις δυνάμεις του  «συνταγματικού τόξου», η ανάπτυξη της ατομικής τρομοκρατίας μάλλον θα είναι συμμετρική της υποχώρησης του εργατικού κινήματος και της οπισθοχώρησης της  Αριστεράς. Όσο το εργατικό κίνημα και η Αριστερά θα χάνουν θέσεις από τον αντίπαλο, και όλο το τελευταίο διάστημα αυτό συμβαίνει, στο έδαφος της απόγνωσης και της απελπισίας και της δομικής καθημερινής βίας, τα φαινόμενα ατομικής βίας και τρομοκρατίας πιθανότατα θα ενταθούν. Με το να θεωρεί κανείς ότι με το να εντάσσεται σε «συνταγματικά τόξα», ίσως έτσι ο αντίπαλος να εξευμενιστεί και να μειώσει την ένταση της επίθεσης, αφού έτσι θα του αποδείξουμε ότι είμαστε στην ίδια πλευρά, καταφέρνει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Όχι μόνο ο αντίπαλος εξαγριώνεται, αφού βλέπει ότι απέναντί του έχει μια Αριστερά εντελώς ευάλωτη στις πιέσεις του, αλλά δυστυχώς αφήνονται εντελώς έκθετα πολιτικά και ιδεολογικά στις επιθέσεις του τα κοινωνικά στρώματα τα οποία δέχονται την πιο ανελέητη ταξική επίθεση. Και εκεί είναι που βρίσκουν έδαφος όλες οι αυταπάτες και η μικροαστική ανυπομονησία για την ανάπτυξη της ατομικής τρομοκρατίας. Η Ιταλία του ιστορικού συμβιβασμού του PCI και των Ερυθρών Ταξιαρχιών είναι το πιο τραγικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης.
 
4. Τις τελευταίες μέρες έχει αποκαλυφθεί πλήρως η υποκρισία και η επικινδυνότητα της θεωρίας των δύο άκρων και για ποιους λόγους όλα τα αστικά κόμματα και ΜΜΕ την έχουν φιλοτεχνήσει και την αναπαράγουν με επιμέλεια τόσους μήνες. Οι φαρισαίοι τηλε-εισαγγελείς που απαιτούν από το ΣΥΡΙΖΑ να καταδικάσει τη βία «απ' όπου κι αν προέρχεται» όταν πρόκειται για την κατάληψη της villa amalias ή για τη φραστική επίθεση στον Καμίνη, τοποθετώντας θεωρητικά στο ένα άκρο την κινηματική βία και στο άλλο τη φασιστική, δεν τόλμησαν στην πράξη να κάνουν το ίδιο από τον Μιχαλολιάκο, όταν βρέθηκαν 50 φυλλάδια της συμμορίας του στο σπίτι ενός φασίστα που έσφαξε ένα μετανάστη γιατί… του έκλεισε το δρόμο με το ποδήλατο. Αντίθετα, από τα κανάλια που έστησαν δεκάδες πάνελ δικάζοντας για μέρες το ΣΥΡΙΖΑ για τη villa amalias, δεν ακούστηκε ποτέ καν το όνομα της Χρυσής Αυγής και της σχέσης των δολοφόνων μαζί της. Δεν καταδίκασαν ποτέ τους υπεύθυνους για τις χιλιάδες αυτοκτονίες απελπισμένων ανθρώπων, για τους δεκάδες χιλιάδες άστεγους, για τα χιλιάδες παγωμένα νοικοκυριά. Για αυτούς η υπεράσπιση της αδικίας βαφτίζεται τάξη και νομιμότητα ενώ η αντίσταση σε αυτήν «άκρο». Στην πραγματικότητα,  η άρχουσα τάξη μέσω της θεωρίας των δύο άκρων έχει ξεκάθαρο στόχο να κρύψει τη σύμπλευση της ατζέντας της κυβέρνησης με εκείνη της Χρυσής Αυγής και να ενοχοποιήσει την Αριστερά και το κίνημα, έχοντας μάλιστα ήδη κερδίσει πόντους σε αυτήν τη μάχη.

Όμως γι' αυτό ευθύνες βρίσκονται και στη δική μας τη μεριά, και μάλιστα πολύ σοβαρές. Πέρα από το κοινότοπο πια για πολλά κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται», η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ σαν «κόμματος των νοικοκυραίων», η κατάθεση διαπιστευτηρίων σε μια κυβέρνηση που παρέχει κάλυψη στη νεοναζιστική συμμορία, όχι μόνο δεν μας βγάζει από κάποια δύσκολη θέση, αλλά μας οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση. Τη στιγμή που η κυβέρνηση και το κράτος οξύνουν την επίθεση σε όλα τα επίπεδα, ο κόσμος της Αριστεράς νιώθει εντελώς ακάλυπτος και ανυπεράσπιστος απέναντι στους κάθε λογής «Μπουμπούκους», οι οποίοι ενώ έχουν καταστρέψει τα λαϊκά στρώματα, ενώ είναι βουτηγμένοι στα σκάνδαλα, ενώ δεν έχουν καμία προοπτική να προσφέρουν στην κοινωνία, έχουν το θράσος να κουνάνε το δάκτυλο στην Αριστερά, και οι εκπρόσωποί μας να βρίσκονται σε θέση μόνιμης άμυνας και απολογίας.

5. Είναι επιτακτικό να αντιστρέψουμε αυτήν την κατάσταση χθες, και αυτό είναι απολύτως εφικτό, δεδομένης της κατάστασης και των «από πάνω» και των «από κάτω». Προϋπόθεση γι' αυτό όμως είναι η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια γραμμή ρήξης, αφού εκεί βρίσκεται η ρίζα της υποχώρησης - και όχι σε κάποια επικοινωνιακή λάθη, που προφανώς και αυτά προκύπτουν κάτω από τη λυσσαλέα επίθεση της κυβέρνησης. Η αμφισημία της κεντρικής γραμμής για τα μνημόνια, η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ε.Ε. και όλη η πολιτική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές και ύστερα σε μία «ηπιότερη» γραμμή – όλα αυτά συνδέονται άρρηκτα με τις απαντήσεις που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και στα θέματα της νομιμότητας, της βίας, του κινήματος, και ούτω καθεξής. Από εκεί και πέρα, χρειάζεται διαρκώς να αντιστρέφουμε και να αναπλαισιώνουμε την ατζέντα που διαμορφώνει η άρχουσα τάξη, βάζοντας επιθετικά στο επίκεντρο το κοινωνικό ζήτημα: τη βία της φτώχειας, της ανεργίας, του εργασιακού μεσαίωνα που διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση. Εκεί δηλαδή που δε μπορούν να απαντήσουν, ούτε να «καταδικάσουν» οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Χρειάζεται να διαθέσουμε τις δυνάμεις μας στην ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στηριγμένου σε μορφές αυτοοργάνωσης στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές, αφού μόνο έτσι θα διαμορφωθούν οι αναγκαίοι κοινωνικοί όροι ανάσχεσης της επίθεσης.

Όμως και πάλι, αυτά μόνα τους θα συνιστούσαν υπεκφυγή, αφού εκτός του ότι τα μέτωπα δεν μπορούμε να τα επιλέγουμε κατά το δοκούν, η ατζέντα «του νόμου και της τάξης» έχει καταστεί κεντρική από την ίδια την άρχουσα τάξη με στόχο τη συντριβή του κινήματος και της Αριστεράς. Σε αυτόν τον «πόλεμο» η Δεξιά συσπειρώνει με εμφυλιοπολεμικούς όρους το δικό της στρατόπεδο (αστική τάξη, τρομαγμένα μικροαστικά στρώματα, «λούμπεν» εργατική τάξη) απέναντι στους πιο αδύναμους της κοινωνίας με τους πλέον εθνικιστικούς και ρατσιστικούς όρους, διεκδικώντας την ηγεμονία πλέον σε αυτά τα στρώματα από τη Χρυσή Αυγή. Αντίστροφα, εμείς πρέπει με πλήρη ταξική αδιαλλαξία να συσπειρώσουμε, να κινητοποιήσουμε και να δώσουμε πολιτική έκφραση στο «δικό μας κόσμο»: τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους φτωχούς αγρότες, τη νεολαία. Όπως υπάρχει μία νοητή μαύρη γραμμή που συνδέει το αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο και υπαγορεύει την επίθεσή στους αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους, έτσι και για το δικό μας ταξικό στρατόπεδο πρέπει να διαμορφωθεί μια νοητή κόκκινη γραμμή που να μπορεί να αναγνωρίζει την επίθεση σε αυτούς τους χώρους ως τμήμα των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών στα νοσοκομεία, στις συντάξεις, ώστε μέσα εκεί να μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους «οι από κάτω» και χωρίς καμία συμφιλιωτική διάθεση να τους υπερασπιστούμε ως τμήμα μιας συνολικότερης ταξικής σύγκρουσης.

Ετικέτες