Οι 7 πισώπλατοι πυροβολισμοί από αστυνομικούς που έστειλαν τον Τζέισον Μπλέικ στο νοσοκομείο με σοβαρό κίνδυνο παράλυσης ήταν μια ακόμα δραματική υπενθύμιση της καθημερινής αστυνομικής ρατσιστικής βίας.
Στο φόντο πολύμηνων διαδηλώσεων σε όλες τις ΗΠΑ, με το ζήτημα στο επίκεντρο των ΜΜΕ, με τη διεθνή προσοχή πάνω τους, με όλη την πολιτική προεκλογική συζήτηση πάνω σε αυτό το ζήτημα, οι αστυνομικοί στην Κενόσα του Ουϊσκόνσιν αισθάνθηκαν άνετα να συνεχίσουν να λειτουργούν «όπως πάντα».
Η θλιβερή πτυχή είναι η διαπίστωση ότι για άλλη μια φορά «τίποτε δεν έχει αλλάξει» -στο πεδίο της ρατσιστικής αστυνομικής βίας. Η ελπιδοφόρα πτυχή είναι ότι έχουν αλλάξει πολλά -στο επίπεδο της κοινωνίας και των αντιδράσεών της. Οι διαδηλωτές του BlackLivesMatter ξαναβρέθηκαν στους δρόμους πολλών πόλεων. Η ίδια η Κενόσα πήρε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- φωτιά και σύμφωνα με τα λόγια μετριοπαθούς πολιτικά ανταποκριτή «θα συνεχίσει να καίγεται μέχρι να συλληφθούν ή απολυθούν οι δράστες».
Η προκλητικότητα του αστυνομικού εγκλήματος (7 σφαίρες και μάλιστα πισώπλατα) και η χρονική συγκυρία που συνέβη, δοκίμασε όρια και αντοχές. Ήταν απολύτως ενδεικτικό του κλίματος το γεγονός ότι ο αθλητικός αντιρατσιστικός ακτιβισμός (που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια κυρίως στο επίπεδο συμβολισμών) έφτασε φέτος για πρώτη φορά στο επίπεδο της απεργίας. H 26η Αυγούστου θα μείνει στην ιστορία ως η μέρα που -ξεκινώντας από το ΝΒΑ- ένα απεργιακό τσουνάμι ματαίωσε μια σειρά αθλητικών γεγονότων. Η τελική επίτευξη συμβιβασμού για ολοκλήρωση της σεζόν στο ΝΒΑ που βρέθηκε στο επίκεντρο δεν ακυρώνει τη σημασία όσων έγιναν. Ένας χώρος που απολαμβάνει τεράστια δημοφιλία και προβολή, προχώρησε σε αυτό που εύστοχα περιγράφηκε ως «πολιτική απεργία της αγριόγατας»: Παράνομη, απροειδοποίητη, χωρίς έγκριση του σωματείου, για ένα ζήτημα που ξεπερνά τις διεκδικήσεις του κλάδου. Για 2-3 μέρες, η οριστική διακοπή της σεζόν και η «ανατίναξη» μιας κολοσσιαίας μπίζνας (κανάλια, χορηγοί, ιδιοκτήτες ομάδων) έδειχνε πιθανό ενδεχόμενο (η πρόταση των παικτών των Λέικερς και των Κλίπερς στη γενική συνέλευση). Αυτή η δυναμική απάντηση στο «σκάσε και τρίπλαρε» αναμφίβολα συντάραξε συνειδήσεις.
Σχεδόν ταυτόχρονα, στην Κενόσα ένα άλλο έγκλημα υπενθύμισε μια άλλη «σκοτεινή» πτυχή της περιόδου. Ο 17χρονος ΚάιλΡίτενχαουζ, ταξίδεψε από το Ιλινόις στο Ουϊσκόνσιν, για να συμμετέχει στην ένοπλη «περιφρούρηση ιδιοκτησιών» που οργάνωσαν λευκοί αντιδραστικοί κάτοικοι και ανοίγοντας πυρ στην αντιρατσιστική διαδήλωση σκότωσε δύο και τραυμάτισε άλλον ένα. Αναγνωρίστηκε ο Άντονι Χούμπερ, ο 26χρονος που με «όπλο» τη σανίδα του σκέιτμπορντ επιχείρησε να προστατεύσει τη διαδήλωση από τον ένοπλο ακροδεξιό.
Ο νεαρός Ρίτενχαουζ, ως οπαδός του Τραμπ και του φιλο-αστυνομικού ρεύματος «BlueLivesMatter» είναι η κορυφή ενός παγόβουνου. Ακροδεξιές και συντηρητικές ομάδες έχουν πολλαπλασιάσει τις κινητοποιήσεις τους (συχνά ένοπλες), «στο πλευρό της αστυνομίας». Πολλά Α.Τ. ευχαριστούν δημόσια για τη στήριξη, ενώ η ευκολία με την οποία διέφυγε ο Ρίτενχαουζ μετά τις δολοφονίες ήταν επίσης ενδεικτική.
Σε αυτό το φόντο οδεύουν οι ΗΠΑ προς τις εκλογές του Νοέμβρη. Ο Τραμπ έχει επιστρατεύσει πλήρως τη γραμμή «Νόμος και Τάξη». Στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων ήταν επίτιμοι καλεσμένοι το ζευγάρι λευκών που έκανε το γύρο των ΜΜΕ όταν βγήκε με τα όπλα στα χέρια, κραδαίνοντάς τα απέναντι σε διαδήλωση, γιατί «προστάτευαν την περιουσία τους». Η ενεργοποίηση των ακροδεξιών στους δρόμους, οι διαδοχικές ανακοινώσεις Αστυνομικών Τμημάτων για εκλογική στήριξη στον Τραμπ, δείχνει ότι -σε αντίθεση με την εικόνα «κρίσης» τον Ιούνη- ο Τραμπ καταφέρνει να συσπειρώσει την «λευκή αντίδραση».
Αυτό το ρεύμα, είναι πολύ μαζικό, αλλά είναι μειοψηφικό. Οπότε θα έλεγε κανείς ότι η δουλειά του Τζο Μπάιντεν είναι εύκολη. Αρκεί να κινητοποιήσει μια εκλογική πλειοψηφία. Φαινομενικά όλα δουλεύουν υπέρ του. Βγήκε από ένα συνέδριο «ενότητας» όπου επιβεβαιώθηκε ότι ο Σάντερς θα κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει δύσπιστους αριστερούς να συστρατευτούν με τον Μπάιντεν. Υπάρχουν κύκλοι του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που δυσφορούν με τον Τραμπ κι εργάζονται (ανοιχτά ή υπόγεια) για να πείσουν και κεντροδεξιούς να προτιμήσουν τον Μπάιντεν. Εμβληματικές προσωπικότητες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όπως η Άτζελα Ντέιβις «υποκύπτουν» στην πίεση του «μικρότερου κακού». Προβεβλημένες προσωπικότητες της ακροδεξιάς, όπως ο Ρίτσαρντ Σπένσερ, παίρνουν πλέον αποστάσεις από «τον ανίκανο που επιμένει να κλωτσά διαρκώς τη σφηκοφωλιά» (αναφέρεται στον άγαρμπο τρόπο του Τραμπ που προκαλεί/τροφοδοτεί διαρκώς αριστερόστροφες κινητοποιήσεις). Ο Μπάιντεν έχει πλέον ακόμα και τη μεγάλη πλειοψηφία των παικτών του ΝΒΑ να καλεί τον κόσμο «να ψηφίσει το Νοέμβρη» (και είναι σαφές τί τον καλούν να ψηφίσει).
Κι όμως, ο Μπάιντεν μπορεί να χάσει. Δεν αφορά μόνο την έλλειψη χαρίσματος (που είναι ωστόσο εντυπωσιακή). Είναι και το γεγονός ότι κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει ο Τραμπ. Αναπαράγει την πιο άχρωμη και άοσμη εκδοχή «πολυσυλλεκτικού» κέντρου. Η υποψήφια αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις, δίπλα στον «γκρίζο» Τζο, δείχνει «ζωογόνος δύναμη». Αλλά έχει ενδιαφέρον η επιλογή της. Γνωρίζαμε από το Γενάρη -με δήλωση Μπάιντεν- ότι η υποψήφια αντιπρόεδρος θα είναι γυναίκα. Εκτιμούσαμε από τον Ιούνη -όσοι γνωρίζουμε τη δημαγωγική σχέση του Δημοκρατικού Κόμματος με τους συμβολισμούς- ότι θα είναι και μαύρη. Αυτό που δεν περιμέναμε, είναι ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπορούν να στηρίξουν «μέχρι τέλους» ούτε καν έναν συμβολισμό χωρίς καμία πρακτική αξία. Έπρεπε εκτός από «μαύρη», να είναι και «μπλε» (πρώην εισαγγελέας, περήφανη «αρχι-μπάτσος» κατά δήλωσή της). Αυτή το πάντρεμα «μπλε και μαύρου» απευθύνεται σε ένα τμήμα «μετριοπαθούς προοδευτισμού» το οποίο όμως ψηφίζει Δημοκρατικούς βρέξει-χιονίσει. Στην πόλωση που επικρατεί ωστόσο, αμφιβάλουμε αν θα μπορέσει να διεμβολίσει είτε εκείνους που δεν της συγχωρούν ότι είναι μαύρη, είτε εκείνους που δεν της συγχωρούν ότι είναι μπλε.
Η εκλογική δεξαμενή του Μπάιντεν είναι αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του Τραμπ. Αλλά σε όλες τις εκλογές και στις αμερικανικές περισσότερο, είναι πάντα κρίσιμο ποιες κοινωνικές ομάδες θα πειστούν να ενεργοποιηθούν/κινητοποιηθούν εκλογικά. Ο Τραμπ δείχνει να διασφαλίζει την ενεργοποίηση της κοινωνικής του βάσης. Ο Μπάιντεν ακόμα πασχίζει (να πείσει πχ το 55% της μαύρης νεολαίας που δηλώνει ότι δεν έχει καμιά διάθεση να πάει ως την κάλπη -και δίκαια).
Σε άλλα δημοσκοπικά ευρήματα, η ψήφος στον Τραμπ είναι «θετική» (για την ηγεσία του, για τις απόψεις του, για τα πεπραγμένα του κ.ο.κ.). Ο Μπάιντεν καταβαραθρώνεται στις «θετικές» κατηγορίες. Το μεγάλο και σχεδόν μοναδικό του «προτέρημα» (σύμφωνα με το 60% των δυνητικών ψηφοφόρων του) είναι ότι «δεν είναι ο Τραμπ».
Πρόκειται για την επιτομή του «μικρότερου κακού». Αυτή έχει αποδειχθεί διαχρονικά επιτυχημένη στο να εγκλωβίζει κάποια πολιτικοποιημένα στρώματα σε αυτόν τον αδιέξοδο δρόμο. Αλλά έχει αποδειχθεί εξίσου συχνά αποτυχημένη να ενεργοποιήσει ευρύτερα απογοητευμένα κοινωνικά ακροατήρια και να κερδίσει εκλογικές μάχες. Ούτε ο Αλ Γκορ ούτε ο Κέρι έπεισαν με το «να μη βγει ο Μπους», ούτε η Χίλαρι έπεισε με το «να μη βγει ο Τραμπ». Οι μοναδικές νίκες των Δημοκρατικών στον 21ο αιώνα έγιναν εφικτές σε συνθήκες όπου η ψήφος υπήρξε «θετική». Ποιος ασχολήθηκε με το πόσο κακός ήταν ο Μακέιν ή ο Ρόμνεϊ κατά τους εκλογικούς θριάμβους του Ομπάμα;
Εν τω μεταξύ, στα «φιλελεύθερα» ΜΜΕ μια πιο εκλεπτυσσμένη επιχειρηματολογία ισχυρίζεται ότι «η συνέχεια των διαδηλώσεων προκαλεί τραμπική αντισυσπείρωση» ενώ μια πολύ πιο ωμή δηλώνει ότι «η συνέχεια των διαδηλώσεων φέρνει σε δύσκολη θέση τους Δημοκρατικούς». Κοινή συνισταμένη, η πίεση για τερματισμό της «εξωκοινοβουλευτικής» δράσης, προς όφελος της εκλογικής.
Οι επιτυχίες της εξέγερσης του Ιούνη έδειξαν με ποιον τρόπο γίνονται τα προχωρήματα -σε αντίθεση με τον διαδεδομένο μύθο του «εντάξει διαδηλώσατε, τώρα ήρθε η ώρα της υπομονετικής δουλειάς για νομοθετική πρωτοβουλία». Και κυρίως άφησαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη για μετά το Νοέμβρη: όπου ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η πορεία των εξελίξεων θα κριθεί στους δρόμους. Και η «φιλικότητα» στον Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες σε αυτόν το στόχο -ούτε στη σημερινή προεκλογική συγκυρία, ούτε και για τις μετεκλογικές προοπτικές του κινήματος.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά