Η πολιτική συμμαχιών δεν είναι δυνατόν να αλλάζει στο πάρα πέντε μιας κρίσιμης αναμέτρησης
Ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος κινούνται με μια τακτική που ξεδιπλώνεται σε δύο φάσεις. Αφενός επιχειρούν να νικήσουν, να πάρουν παράταση κυβερνητικής «ζωής», ώς το 2016, ή τουλάχιστον ώς το τέλος του 2015. Το σενάριο αυτό υπηρετείται από την εκστρατεία εκφοβισμού (Grexit, bank run κ.λπ.), αλλά και από την πρωτοφανή παρέμβαση του διευθυντηρίου της ΕΕ (Γιούνκερ, Μοσκοβισί, Σόιμπλε κ.ά.) στις εσωτερικές εξελίξεις μιας χώρας-μέλους της, που ισοπεδώνει κάθε πρόσχημα δημοκρατίας. Αν πετύχουν τον στόχο της πολιτικής επιβίωσης της συγκυβέρνησης, θα αποκτήσουν τη δυνατότητα να επιβάλουν το νέο πακέτο σκληρών μέτρων, ουσιαστικά το Μνημόνιο 3, που η τρόικα θεωρεί ως προϋπόθεση για τη συνέχεια της χρηματοδότησης.
Οι βάρβαρες κοινωνικές συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι ορατές για τον κόσμο και η λαϊκή κατακραυγή είναι ο βασικός παράγοντας που εμποδίζει τον Σαμαρά να συσπειρώσει τους απαραίτητους 180 βουλευτές, που χρειάζονται για να διατηρηθεί στην εξουσία και να περάσει τα μέτρα.
Αφετέρου όμως –και εάν και όταν η αποτυχία τους καταγραφεί– επιχειρούν να μεταφέρουν μια απασφαλισμένη βόμβα (την στα σκαριά συμφωνία με την τρόικα) στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκοντας έτσι να τον αναγκάσουν να υποχωρήσει άτακτα, ως κυβέρνηση πλέον της Αριστεράς, από τις βασικές πολιτικο-ιδεολογικές δεσμεύσεις του, με κόστος τη διάλυση του εργατικού-λαϊκού ρεύματος που σήμερα ανθεκτικά στηρίζει τις ελπίδες του στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αλλιώς, ελπίζουν, μια σύγκρουση του ΣΥΡΙΖΑ με την ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της θα επιφέρει τη σύντομη κατάρρευση της κυβέρνησης της Αριστεράς. Αυτή η διπλή απειλή είναι το νόημα της θεωρίας της «αριστερής παρένθεσης».
Αυτή η πολιτική πρέπει να απαντηθεί με σταθερότητα και επιμονή από τον ΣΥΡΙΖΑ και όλη την Αριστερά.
Το νόημα μιας πολιτικής ανατροπής, που θα περιλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία, ταυτίζεται με την απόπειρα ανατροπής της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής της λιτότητας. Οι βασικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, η δέσμευση για κατάργηση των μνημονιακών συμφωνιών και για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους σε συγκεκριμένη κατεύθυνση (διαγραφή μεγαλύτερου μέρους, διακοπή πληρωμής τόκων και χρεολυσίων κ.ο.κ.) αποτελούν τα πρώτα βήματα σε αυτή την πορεία.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, επιδιώκοντας και προκαλώντας την ενεργοποίηση του εργατικού και λαϊκού παράγοντα, θα πρέπει και θα μπορεί να προχωρήσει, αλλάζοντας συνολικότερα το τοπίο που δημιούργησαν οι αντιμεταρρυθμίσεις του νεοφιλελευθερισμού: ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικότητα, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, ανεργία κ.ο.κ.
Μόνο η επιμονή σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να οικοδομήσει «αντίπαλο δέος» στο συνδυασμό τεχνητού πανικού, εσωτερικών και διεθνών παρεμβάσεων, που θα ζήσουμε στις επόμενες εβδομάδες.
Οι δηλώσεις ορισμένων κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ανέδειξαν τάσεις συμφιλιωτισμού με τις διαδικασίες «εθνικής συνεννόησης», τάσεις αποκήρυξης των πιθανότατα αναγκαίων μονομερών ενεργειών έναντι των δανειστών, τάσεις υποτίμησης της δέσμευσης για ανατροπή των μνημονίων, είναι υποχωρήσεις που οδηγούν σε πολιτική ήττα μεγάλης κλίμακας. Δεν αντιστοιχούν ούτε στις προθέσεις των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στους συσχετισμούς μέσα στη συντεταγμένη ηγεσία του. Δεν επιταχύνουν στο δρόμο προς την πολιτική νίκη, αλλά, αντίθετα, δημιουργούν σύγχυση και περιορισμό των πιθανοτήτων για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Οι απόψεις αυτές θα πρέπει να απαντηθούν με σαφήνεια από τον ΣΥΡΙΖΑ, ως προϋπόθεση για την ανθεκτικότητα και τη συνοχή του κοινωνικού ρεύματος που τον στηρίζει.
Με το ίδιο κριτήριο θα πρέπει να απαντηθούν και κάποια σοβαρά ζητήματα τακτικής. Η πολιτική συμμαχιών δεν είναι δυνατόν να αλλάζει στο πάρα πέντε μιας κρίσιμης αναμέτρησης. Οι συνεδριακές αποφάσεις (που απέκλειαν όσους-ες ανέλαβαν κυβερνητικές μνημονιακές ευθύνες) δεν ήταν μια «στενή» πολιτική, αντίθετα στήριξαν τη δημιουργία ενός πλατιού λαϊκού ρεύματος. Η συνεργασία με βουλευτές που αντιστέκονται στη σαμαρική πίεση για τους 180 είναι θεμιτή, όμως δεν υπάρχει λόγος να συνδέεται με τη συμμετοχή τους στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί η αυριανή κοινοβουλετική ομάδα της Αριστεράς θα έχει να αντιμετωπίσει ευρύτερες προκλήσεις και σκληρότερα διλήμματα, όπου δεν θα συγχωρούνται ταλαντεύσεις και στρατηγικές που θα ξεκινούν από άλλα πολιτικά σχέδια.
Αντίθετα, στη συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αναβαθμιστεί το ζήτημα των σχέσεων με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με τους οργανωμένους φορείς της «άλλης Αριστεράς» που άντεξε στην κρίση (σε αντίθεση π.χ. με τη ΔΗΜΑΡ), που διατηρεί σοβαρές δυνάμεις μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και –κατά συνέπεια– θα βρίσκεται διαρκώς σε μεγαλύτερη συνάφεια με την εξέλιξη του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η τακτική για να υλοποιηθεί πρέπει να στηριχθεί άμεσα στο «κόμμα»-ΣΥΡΙΖΑ, στις Οργανώσεις των μελών του και στα συντεταγμένα όργανά του (ΠΓ, ΚΕ κ.ο.κ.). Στην ώρα μιας κρίσιμης μάχης η εμπιστοσύνη στον οργανωμένο κόσμο της Αριστεράς αποδεικνύει την πρόθεση για μεγάλες αλλαγές με πρωταγωνιστή τον λαϊκό παράγοντα.
*Μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ