Το τελευταίο διάστημα, η υπόθεση των 8 Τούρκων πραξικοπηματιών έχει επανέλθει στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Η προνομιακή υπερ-προβολή της υπόθεσής τους από τα ίδια ΜΜΕ που αφιερώνουν μονόστηλα στους χιλιάδες «ανώνυμους» και «ταπεινούς» πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, η διάχυτη «ευαισθησία» σε αστικούς κύκλους που χαιρέτισαν με ευκολία την απαράδεκτη αντιμετώπιση των 9 Κούρδων και Τούρκων αγωνιστών ως «στυγνούς τρομοκράτες», είναι η ισχυρότερη ένδειξη ότι αυτή η υπόθεση δεν συντηρείται στο επίκεντρο της επικαιρότητας ως υπόθεση που αφορά γενικώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ενταγμένη στο γεωπολιτικό παιχνίδι και παζάρι.
Σε αυτό το φόντο, μια ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΛΑΕ (δήλωση Π.Λαφαζάνη, 5/1), δηλώνει ότι «ο Στ. Κοντονής μετατρέπει την χώρα σε στρατοδικείο του Ερντογάν» και κάνει λόγο για «παραχώρηση υποτελούς κράτους προς τον εφέντη Ερντογάν». Πρόκειται για σοβαρή αστοχία σε τρόπο και περιεχόμενο.
Καταρχήν, δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητη η μεταχείριση των 8 στρατιωτικών, οι οποίοι 1,5 χρόνο μετά την απόπειρα ανατροπής του Ερντογάν από αμερικανοκίνητο πραξικόπημα, ουσιαστικά απολαμβάνουν καταφύγιο-άσυλο στη χώρα μας (όπως συμβαίνει και με άλλους συμμέτοχους στην απόπειρα πραξικοπήματος, σε άλλες νατοϊκές χώρες) και έχουν αποφύγει την έκδοσή τους στην Τουρκία. Είναι μια «πολυτέλεια» που δεν απολαμβάνουν πολλοί αιτούντες άσυλο. Μια πρώτη κριτική που μπορούμε να κάνουμε ως Αριστεράς για το ζήτημα, είναι να αναδείξουμε τα δύο μέτρα και σταθμά: όταν πρόκειται για συμμέτοχους σε νατοϊκό πραξικόπημα, η υπόθεση γίνεται σίριαλ, ενώ όταν πρόκειται για πρόσφυγες, Κούρδους και αριστερούς Τούρκους, η κυβέρνηση κινείται άμεσα και τους φυλακίζει, απελαύνει, ή παραδίδει στις τουρκικές αρχές.
Υπάρχουν κρισιμότερα σημεία κριτικής του Τσίπρα και της σχέσης του με τον Ερντογάν, όπως η συνεργασία τους στην εξόντωση των προσφύγων. Η κυβέρνηση προωθεί συνεχώς νέα μέτρα για να διευκολύνονται η απόρριψη αιτημάτων ασύλου και οι απελάσεις, σε αγαστή σύμπλευση με Ερντογάν, Μέρκελ και άλλους ευρωπαίους ηγέτες, ενώ η υπόθεση των 9 Κούρδων και Τούρκων αγωνιστών, προσθέτει με τον πιο βαρύγδουπο τρόπο το «αντιτρομοκρατικό» στην ατζέντα των θεμάτων καλής συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας, δείχνοντας σε ποια ζητήματα οι δύο άρχουσες τάξεις βρίσκουν «κοινό τόπο», παρά τον ανταγωνισμό τους.
Αλλά κυρίως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Ελλάδα αποτελεί «υποτελή» χώρα στην Τουρκία. Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα ΜΑΚΡΑΝ τον πιο προνομιακό σύμμαχο των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή: Υλοποιεί μνημόνια και «απελευθερώνει» τις αγορές της στα αρπακτικά του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αγοράζει όπλα από τις ΗΠΑ, πουλάει όπλα στη Σαουδική Αραβία. Διευκολύνει στρατιωτικά τις ΗΠΑ και διεκδικεί την εγκατάσταση νέων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, ενώ οι σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δοκιμάζονται σοβαρά και κάποτε έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση (πχ Ιράκ, Συρία, Παλαιστινιακό). Η Ελλάδα είναι η χώρα μετά τις ΗΠΑ που συνεργάζεται στενότερα στρατιωτικά με το παραδοσιακό ιμπεριαλιστικό μαντρόσκυλο και κράτος-απαρτχάιντ, το Ισραήλ, που σήμερα καταστέλλει και σφαγιάζει εκ νέου την παλαιστινιακή αντίσταση. Επιτρέπει στα πλοία του ΝΑΤΟ να σουλατσάρουν στο Αιγαίο σαν να είναι τσιφλίκι τους. Η Ελλάδα του Τσίπρα-Καμμένου διεκδικεί σε συμμαχία με ΕΕ-ΗΠΑ-Ισραήλ-Κύπρο ενιαία ΑΟΖ, αποκλείοντας από την ΑΟΖ την Τουρκία. Πριν έναν χρόνο ο Τσίπρας συναινούσε στην ανάπτυξη νατοϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Ευρώπη για την περικύκλωση της Ρωσίας (ενώ ο Ερντογάν σήμερα βρίσκεται σε συμμαχία με τον Πούτιν), ενώ διεκδικούσε ρόλο σε πιθανή κλιμάκωση της νατοϊκής επιθετικότητας στη Λιβύη. Αποτελεί ερωτηματικό το πώς η πιο πρόθυμη σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, σε μια χρονική συγκυρία που αυτές «βάζουν στη γωνία» την Τουρκία, μπορεί ταυτόχρονα να είναι «υποτελής» στον Ερντογάν.
Οι διατυπώσεις περί «υποτέλειας» δημιουργούν μια σοβαρή παρεξήγηση: Υπονοούν την απαίτηση για πιο αποφασιστική «εθνικά υπερήφανη» στάση της κυβέρνησης απέναντι στον Ερντογάν. Είναι μια άποψη τελείως προβληματική, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η ελληνική άρχουσα τάξη ξεσαλώνει στο Αιγαίο και στο ζήτημα των ΑΟΖ κατά της Τουρκίας (μαζί με τις δημοκρατικές-φιλειρηνικές κυβερνήσεις Αιγύπτου και… Ισραήλ), όπως αυτό εκφράζεται με τις επιθετικές κινήσεις Κοτζιά-Καμμένου. Που πλειοδοτούν σε αντιτουρκική στάση για τα συμφέροντα των ντόπιων «πετρελαιάδων» και απολαμβάνουν ιδιαίτερης δημοφιλίας στους «πατριωτικούς» κύκλους. Ζούμε σε μια περίοδο κρίσης, αστάθειας και ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, όπου η ελληνική κυβέρνηση ρίχνει λάδι στη φωτιά. Τέτοιες κριτικές από την Αριστερά προς την κυβέρνηση δεν αποθαρρύνουν τον ελληνικό εθνικισμό αλλά τον ενισχύουν. Σε μια περίοδο που οι εθνικισμοί διεθνώς αναζωπυρώνονται, οι κούρσες των εξοπλισμών επιταχύνονται και η αστάθεια στη Μ.Ανατολή εξαπλώνεται (Ιράν, Κατάρ, Υεμένη, Παλαιστίνη …) οφείλουμε να προωθούμε την ειρήνη και τους κοινούς αγώνες των εργατών και της νεολαίας απέναντι στους καταπιεστές τους. Ενώ στην παρούσα συγκυρία, όπου η επιθετική πολιτική έναντι της Τουρκίας γίνεται με τις πλάτες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, καθίσταται ακόμα πιο σαφές ότι η αντι-ιμπεριαλιστική πάλη στην περιοχή μας συνδέεται άρρηκτα με τη σύγκρουση με τον ελληνικό εθνικισμό. Για μια ολόκληρη περίοδο, η κριτική τμημάτων της Αριστεράς για «υποτέλεια απέναντι στην Τουρκία» συνδεόταν με την κριτική για «υποτέλεια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό». Ήταν και τότε λάθος, αλλά σήμερα αυτό το σχήμα έρχεται σε οφθαλμοφανή σύγκρουση με την ίδια την πραγματικότητα.
Αυτή η δήλωση του επικεφαλής της ΛΑΕ είναι άστοχη και χρονικά, σε μια στιγμή που τα «εθνικά θέματα» αποτελούν πεδίο ανασυγκρότησης του ελληνικού εθνικισμού και της Δεξιάς, ή μπορεί και να αποτελέσουν ευνοϊκό πεδίο για απόπειρες συγκρότησης «εθνικών συναινέσεων» ως απάντηση στην πολιτική κρίση. Το Μακεδονικό και το πώς αξιοποιείται είναι ένα ακόμα ενδεικτικό παράδειγμα και των δύο εκδοχών αυτών των προσπαθειών (και την απόπειρα «εθνικής ενότητας» πάνω στο «Βουκουρέστι» του Καραμανλή, και τα σενάρια για μια ελληνική «Λίγκα του Βορρά»).
Στο ίδιο το Μακεδονικό, οι προβληματικές απόψεις σε σοβαρό τμήμα της Αριστεράς αποτέλεσαν μέρος του προβλήματος κατά τον εθνικιστικό παροξυσμό της δεκαετίας του ’90 και η στάση που θα κρατήσει σήμερα απέναντι στο ζήτημα θα είναι μια ακόμα «δοκιμασία». Βεβαίως και πρέπει να γίνει κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης: αλλά η κριτική της Αριστεράς οφείλει να γίνεται απέναντι σε λογικές εθνικών ανταγωνισμών και απέναντι στις διάφορες εκδοχές αστικής διπλωματίας, απαιτώντας σεβασμό στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του λαού της (Πρώην Γιουγκοσλαβικής) Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Δεν θα πρέπει η Αριστερά να πάρει μέρος στο απίθανο γαϊτανάκι «ονοματολογίας» στο οποίο επιδίδεται η αστική πολιτική στην Ελλάδα, αποδεχόμενη έτσι τη βούληση της ντόπιας άρχουσας τάξης να βαφτίσει κατά το δοκούν τον λαό μιας γειτονικής χώρας.
Η απαίτηση για πιο «πατριωτική» κυβερνητική στάση ντύνεται συχνά με το πρόσχημα του αντι-ερντογανισμού που παρουσιάζεται ως αντιδικτατορικός αγώνας ή με το πρόσχημα της πάλης ενάντια «στους άλλους εθνικισμούς» (πχ τον «αλυτρωτισμό» στην περίπτωση του Μακεδονικού). Την πάλη ενάντια στον αυταρχισμό του Ερντογάν την διεξάγουν οι σύντροφοί μας στην Τουρκία, και με αυτούς οφείλουμε να είμαστε αλληλέγγυοι. Την πάλη ενάντια στον εθνικισμό στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, την δίνουν άνθρωποι με τους οποίους διαδηλώσαμε μαζί στο πρόσφατο παρελθόν, στην πόλη των Σκοπίων, καταγγέλοντας εμείς τον «δικό μας» εθνικισμό κι αυτοί τον «δικό τους». Αντίθετα, η απαίτηση από την ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό κράτος να «πάρει σθεναρή θέση» απέναντι στους εθνικισμούς ή τις άρχουσες τάξεις «των άλλων», οδηγεί σε συμφιλιωτισμό με παραδόσεις του ντόπιου αντιδραστικού στρατοπέδου, και στη σημερινή συγκυρία, διακινδυνεύει ξεκινώντας από ειλικρινείς αντι-ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, να οδηγήσει την Αριστερά στην ουρά και του ελληνικού εθνικισμού, αλλά πλέον και των σχεδιασμών ΕΕ-ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Το Αιγαίο και η ΝΑ Μεσόγειος μυρίζουν μπαρούτι. Σε Ελλάδα και Τουρκία είναι επείγον να συγκροτήσουμε μαζικά διεθνιστικά μπλοκ και ταξικά πολιτικά εργαλεία, που θα λένε σε κάθε χώρα «δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση τους, δεν θα πολεμήσουμε για τα δικά τους συμφέροντα». Η Αριστερά πρέπει να μιλάει στο λαό της για την ειρήνη και τη φιλία των λαών, να δίνει μάχες από ταξική σκοπιά ενάντια στη δική της κυβέρνηση και όχι από εθνική σκοπιά ενάντια στις κυβερνήσεις των άλλων χωρών. Δίνοντας τις μάχες μας εδώ νικηφόρα, μόνο τότε θα μπορέσουμε να δείξουμε τον δρόμο στον τουρκικό λαό για να γκρεμίσει τον Ερντογάν από τα αριστερά. Ως τότε οφείλουμε η στάση μας στα ελληνοτουρκικά να συγκρούεται με τα εθνικιστικά επιχειρήματα από τη δική μας αστική τάξη (κύριος εχθρός μας ο ελληνικός εθνικισμός και αυταρχισμός, όχι ο κάθε γειτονικός) , επιδιώκοντας και χτίζοντας δεσμούς με τις γειτονικές εργατικές τάξεις , στηρίζοντας τους υπαρκτούς αγώνες τους ενάντια στις δικές τους κυβερνήσεις (όπως σήμερα στο Ιράν), στερώντας από τα εθνικιστικά επιχειρήματα των αστικών τάξεων των γειτονικών χωρών (Δ.Μακεδονίας, Τουρκία) τη δυνατότητα να πείσουν τους δικούς τους λαούς εναντίον μας. Και σίγουρα όχι υποστηρίζοντας πραξικοπηματίες.