Πριν από τρεις εβδομάδες συνεδρίασε η Πολιτική Γραμματεία της Λαϊκής Ενότητας, για πρώτη φορά ύστερα από μήνες απραξίας, τόσο για την ίδια ως πολιτικό όργανο όσο και για το σύνολο των λειτουργιών του πολιτικού σχηματισμού της ΛΑΕ. Η απόφασή της δημοσιεύτηκε πρόσφατα.
Στη συνεδρίαση έγινε ανοιχτή, συντροφική και ειλικρινής συζήτηση, στην οποία αποτυπώθηκαν οι υπαρκτές διαφωνίες και οι αποκλίνουσες απόψεις για την πορεία από εδώ και πέρα. Στο πλαίσιο αυτό, από κοινού με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της ΔΕΑ, διαφωνήσαμε με την εισήγηση που έθετε το πλαίσιο συνέχισης και ανασυγκρότησης της ΛΑΕ ως προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα και μάλιστα, κατά τη γνώμη μας, χωρίς κοινό ουσιαστικό απολογισμό τής έως τώρα πορείας της. Με την παρούσα ανακοίνωση δηλώνουμε την τυπική παύση της συλλογικής συμμετοχής μας στη ΛΑΕ και την παραίτηση των μελών μας από όλα τα όργανα και τις πολιτικές επιτροπές της.
Στις εκλογές του Ιούλη αποτυπώθηκε και εκλογικά η υπαρκτή ήττα του λαϊκού κινήματος και της αριστεράς, που είχε επισυμβεί από το καλοκαίρι της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Μια ήττα που οι δυνάμεις του κινήματος και της ριζοσπαστικής αριστεράς, απ’ όποιο μετερίζι κι αν βρέθηκαν, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν επιβάλλοντας μια άλλη πορεία για τους εργαζόμενους και τον λαό της χώρας.
Η συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας το 2015 υπήρξε μια προσπάθεια μετωπικής συνεύρεσης των δυνάμεων που αντιστάθηκαν σε αυτή την πορεία, των δυνάμεων που συνέχισαν να επιμένουν στον αγώνα για έναν άλλον δρόμο για την ελληνική κοινωνία, χωρίς μνημόνια, λιτότητα και ευρωμονόδρομους. Μια προσπάθεια συγκράτησης και συγκρότησης δυνάμεων για μια νέα αντεπίθεση του λαϊκού κινήματος κόντρα στο προχώρημα των μνημονιακών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Γνωρίζαμε εξαρχής ότι η προσπάθεια αυτή δεν θα περιείχε το σύνολο των μαχόμενων δυνάμεων εξαιτίας της άρνησης ορισμένων για μια ενωτική μετωπική συνεύρεση. Όμως αυτό το εγχείρημα είχε τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ένας μαζικός ενωτικός πόλος της ριζοσπαστικής αριστεράς, με σημαντική απήχηση σε δυναμικό των κοινωνικών κινημάτων, με κρίσιμες προγραμματικές οριοθετήσεις και μεταβατική λογική σύνδεσης των άμεσων τακτικών στόχων της αντιμνημονιακής ανατροπής με τη στρατηγική προοπτική του σοσιαλισμού. Και αναμφισβήτητα η ΛΑΕ είχε και σημαντικά θετικά στη δράση και τον πολιτικό λόγο της, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Οι δυνάμεις της ήταν παρούσες στα κινήματα με δημιουργικό ρόλο και ειλικρινή διάθεση αγώνα και κοινής δράσης. Οι προγραμματικές επεξεργασίες της προχώρησαν σε κάποιον βαθμό, αποτυπώνοντας μέρος του πλούτου των αγωνιών και των συνεισφορών των δυνάμεων που τη συγκρότησαν αρχικά. Το στίγμα μιας αριστεράς που θα είναι ταυτόχρονα μαζική, ενωτική στη μορφή και ριζοσπαστική στο περιεχόμενο ήταν και είναι σημαντική παρακαταθήκη και σήμερα, είναι μια ανάγκη που πρέπει να εκπληρωθεί στην ελληνική κοινωνία για να υπάρξει ανατροπή της πορείας εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων.
Η ΛΑΕ απέτυχε τελικά γιατί ακριβώς δεν μπόρεσε να εκπληρώσει αυτή τη δυνατότητα και ο κύκλος της έχει κλείσει πλέον με όρους κοινωνίας. Αυτό είναι ένα σημείο που διακηρυκτικά ομονοήσαμε στη συζήτηση της τελευταίας Πολιτικής Γραμματείας. Από την πλευρά μας όμως, επιμείναμε ότι ακριβώς γι’ αυτό δεν έχει νόημα πλέον και η διατήρηση της οργανωτικής μορφής της που πια δεν είναι παρά ένας μακρινός απόηχος αυτού που υπήρξε. Όταν ένας κύκλος κλείνει πολιτικά, το κοινωνικά χρήσιμο είναι να υπάρχουν υπερβάσεις και πολιτικά αλλά και στο επίπεδο των οργανωτικών μορφών. Εκτιμούμε ότι η διατήρηση των υπαρκτών αδρανειών περισσότερο θα επιβραδύνει την πορεία προς ό,τι είναι αναγκαίο να γίνει παρά βοηθά.
Η κατάσταση συνολικά στην αριστερά επιδεινώθηκε συνολικά μετά τα άσχημα εκλογικά αποτελέσματα του Ιούλη. Αυτό διαπερνά όλα τα μετωπικά πολιτικά σχήματα και τις οργανώσεις. Μπροστά μας έχουμε το καθήκον να υπηρετήσουμε μια πορεία δύσκολης ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης για να αναταχθούν όψεις της σημαντικής ήττας που υπήρξε για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά. Για κάτι τέτοιο δεν αρκεί απλώς η διαπίστωση του τι δεν έγινε την τελευταία δεκαετία στο λαϊκό κίνημα και ποιες ήταν οι ευθύνες των αστικών μνημονιακών δυνάμεων. Βασική προϋπόθεση είναι να ανοίξει και να βαθύνει μια τολμηρή απολογιστική συζήτηση για το τι πήγε λάθος και στον δικό μας πολιτικό χώρο. Γιατί αναμφίβολα πολλά πήγαν λάθος στην κοινωνική απεύθυνση και δράση του, στην πολιτική τακτική, την προγραμματική, ιδεολογική και στρατηγική συγκρότηση και προετοιμασία του, στη δυνατότητα να κατανοεί έγκαιρα τις ανάγκες και την κατάσταση στο λαϊκό κίνημα και να ιεραρχεί αναλόγως τις όποιες επιλογές του. Και αυτό αφορά αυτοκριτικά το σύνολο των δυνάμεων, κι εμάς φυσικά.
Κεντρικοί άξονες όσον αφορά τη ΛΑΕ, κατά τη γνώµη µας, σε αυτή τη συζήτηση θα έπρεπε να είναι:
α) Η διαρκής επίκληση έλευσης εκλογών και η αντίστοιχη διάταξη της λειτουργίας και των πρωτοβουλιών της ΛΑΕ, αντί για μια επιλογή πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης και κινηματικής διάταξης στο νέο δύσκολο τοπίο μετά το 2015.
β) Η αποτυχία στοχευμένης απεύθυνσης με στίγμα ριζοσπαστικής αριστεράς στον κόσμο που αποτελεί το προνομιακό κοινό απεύθυνσης, τον κόσμο της εργασίας, της ανεργίας και της νεολαίας και ειδικότερα στον κόσμο που αγωνίστηκε και ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
γ) Η θολή απεύθυνση σε έναν «πατριωτικό» χώρο, με αποκορύφωμα την εξαιρετικά προβληματική στάση στο Μακεδονικό. Επιλογή που υποτίμησε τον κίνδυνο της ακροδεξιάς κι απέκοψε τη ΛΑΕ από το αριστερό και προοδευτικό δυναμικό της κοινωνίας.
δ) Η αντικατάσταση ενός πιο συγκεκριμένου προγραμματικού λόγου, βασισμένου στον πλούτο των εμπειριών των μελών της, με μια γενική καταγγελιολογία που είχε συχνά και γραφικά χαρακτηριστικά. Η αδυναμία περαιτέρω εμβάθυνσης και επεξεργασίας του προγραμματικού πλαισίου για να είναι πιο τεκμηριωμένο και πειστικό.
ε) Η ⎼ίσως και καθοριστική τελικά⎼ αδυναμία να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει ως ένα ανοιχτό, πολυτασικό, δημοκρατικό μέτωπο με εσωτερική ζωή, συλλογικότητα και όχι αρχηγισμό και γραφειοκρατία, με εμπιστοσύνη στη δράση και τις πρωτοβουλίες των μελών του. Το συγκεντρωτικό µοντέλο λειτουργίας δεν αντιστοιχούσε ούτε σε µονολιθικό κόµµα ούτε φυσικά σ’ ένα µέτωπο όπως η ΛΑΕ. Αυτό το µοντέλο εµπόδισε τη διόρθωση των παρεµβάσεων και της πολιτικής γραµµής, ακόµα και όταν τα προβλήµατα πήραν διαστάσεις.
Σίγουρα υπάρχουν και πολλές άλλες απόψεις, σκέψεις και αποτιμήσεις για όλα αυτά από το σύνολο του δυναμικού που βρέθηκε στη ΛΑΕ. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να συρρικνώνεται και τελικά να υποβαθμίζεται η αυτοκριτική για τους υποκειµενικούς παράγοντες που αφορούν την ίδια τη ΛΑΕ.
Τα παραπάνω είναι ζητήματα που αναδεικνύαμε και παλέψαμε ανεπαρκώς εντός της ΛΑΕ, μαζί με πολλές συντρόφισσες και συντρόφους με γνήσιες αριστερές ανησυχίες και μαχητική-κινηματική δράση. Και φέρουμε κι εμείς ευθύνη για την αδυναμία να υπάρξει εδώ και καιρό μια άλλη πορεία τόσο στη ΛΑΕ όσο και στον χώρο των δυνάμεων της αριστεράς που ακόμη επιμένουν ενωτικά, μετωπικά και ριζοσπαστικά. Μετά την αποτυχία της εισόδου στη βουλή τον Σεπτέμβρη του 2015, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για την οργάνωση, τη συγκράτηση και τη συγκρότηση του δυναμικού που αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη όμως από την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 2016 τα αρνητικά φαινόμενα είχαν αρχίσει να φαίνονται. Παρά τα όποια σημαντικά προγραμματικά προχωρήματα έγιναν στη διαδικασία της συνδιάσκεψης, αυτό δεν αποτυπώθηκε στον δημόσιο εξώστρεφο λόγο της, που συνέχισε να είναι απλοϊκά αντιμνημονιακός και χωρίς τον πλούτο των επεξεργασιών και των συνεισφορών του συνόλου των μελών της.
Ταυτόχρονα, η ΛΑΕ δεν κατόρθωσε να συμφωνήσει σ’ ένα πλαίσιο οργανωτικής λειτουργίας, σε σημαντικό βαθμό με ευθύνη της κύριας συνιστώσας της. Η αίσθηση ότι δεν αποπνέει πλέον ανοιχτή και δημοκρατική μετωπική λειτουργία είχε αρχίσει να δημιουργείται σε ολοένα και περισσότερο δυναμικό από όσους/ες την πλαισίωσαν αρχικά. Κι όλα αυτά σ’ ένα πλαίσιο υποχώρησης των εσωτερικών λειτουργιών της και με εμφανή την απομαζικοποίησή της πλέον και στο επίπεδο του δρόμου παρά τις ειλικρινείς και έντιμες κινηματικές προσπάθειες σημαντικού μέρους του δυναμικού της.
Η πολιτική και οργανωτική υποχώρηση επιταχύνθηκε αισθητά με την καταστροφική πολιτική που επιλέχθηκε από την ηγεσία της στην περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών και των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό. Μια πολιτική που με τη βούληση απεύθυνσης σε κάποιο υποτιθέμενο «εθνικό ακροατήριο» και στον «πατριωτικό χώρο» κατάφερε να εντείνει τις απώλειες προς κάθε πλευρά, και ειδικά στο κοινό των κινημάτων και της αριστεράς, στο κοινό που είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και άλλα αριστερά κόμματα, στο κοινό που ήταν και παραμένει το κοινό της προνομιακής απεύθυνσής της, εφόσον έστω και πληγωμένο συνέχιζε να αναζητά μια άλλη ριζοσπαστική πορεία για την κοινωνία. Η στάση της ηγεσίας της ΛΑΕ στο Μακεδονικό όρισε τελικά την οριστική αδυναμία για μια άλλη πορεία ανασυγκρότησής της.
Είναι σαφές πλέον ότι η ΛΑΕ δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο πυρήνα μιας οποιασδήποτε ενωτικής κίνησης.
Από την πλευρά μας, επιχειρήσαμε να λειτουργήσουμε βοηθητικά και καταλυτικά στο επίπεδο των προγραμματικών επεξεργασιών, καθώς και στη συγκρότηση μιας άλλης φυσιογνωμίας, πιο φρέσκιας, νεανικής και κινηματικής. Αποπειραθήκαμε να συσπειρώσουμε δυνάμεις με παρόμοιες ανησυχίες στην πορεία προς την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 2016 και να εκφράσουμε έναν υπαρκτό συσχετισμό που αναζητούσε μια διαφορετική πορεία. Προσπαθήσαμε να διορθώσουμε κινήσεις που θεωρούσαμε λανθασμένες. Από τις αρχές του 2018 επιχειρήσαμε πλέον το συντονισμό των δυνάμεων που διαφωνούσαν ανοιχτά στην κατεύθυνση που εκφωνούσε ο γραμματέας του πολιτικού συμβουλίου δεσμεύοντας και την πλειοψηφία της ηγεσίας της ΛΑΕ. Όλες αυτές οι κινήσεις είχαν κάποια δευτερεύοντα αποτελέσματα χωρίς όμως να τροποποιούν τελικά το κύριο, την κεντρική κατεύθυνση και φυσιογνωμία. Και γι’ αυτό αποτύχαμε κι εμείς σε αυτή την πορεία μαζί με τη συνολική αποτυχία της ΛΑΕ.
Γι’ αυτό, εκτιμήσαμε το καλοκαίρι ότι η όποια αυτοκριτική αναγνώριση των λαθών της ΛΑΕ έγινε αφενός απαιτεί μεγαλύτερη εμβάθυνση, αφετέρου μπορεί να ολοκληρωθεί έμπρακτα μόνο σε μια κίνηση αυτοϋπέρβασης και σύγκλισης των δυνάμεών της με όσες δυνάμεις και αγωνιστές/τριες επιδιώκουν να αναμετρηθούν τολμηρά με τα καθήκοντα της περιόδου στο πλαίσιο μιας νέας πρωτοβουλίας μετωπικού χαρακτήρα για έναν χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Καταθέσαμε ειλικρινά αυτή την εκτίμησή μας στις τότε συζητήσεις και ζητήσαμε να γίνουν άμεσα διαδικασίες πανελλαδικής συνδιάσκεψης ώστε να απολογίσουμε από κοινού την πορεία μας και να δούμε τα επόμενα βήματα. Αυτό, άλλωστε, αποφασίστηκε και στο πολιτικό συμβούλιο που έγινε τον Ιούλιο, όπου αποφασίστηκε να γίνει το φθινόπωρο διαδικασία συνδιάσκεψης. Από τις εκλογές του Ιούλη όμως έχουν περάσει 7 µήνες πλέον. Στο µεταξύ, δεν υπήρξε καµία εσωτερική συλλογική δραστηριότητα της ΛΑΕ και φυσικά δεν υλοποιήθηκε ούτε η απόφαση του πολιτικού συμβουλίου για συνδιάσκεψη. Σεβαστήκαμε εσωτερικές διαδικασίες άλλων χώρων, όμως ο χρόνος δεν είναι ουδέτερο μέγεθος.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρήσαμε εντελώς ανεπαρκή την εισήγηση στην πολιτική γραμματεία και την κατεύθυνση για μια «ανασυγκρότηση» της ΛΑΕ. Θεωρούμε βέβαια θετική την υιοθέτηση της πρότασής μας, στο πλαίσιο της απόφασης, για «συγκρότηση ενός νέου πολύ ευρύτερου πολιτικού σχήματος – χώρου – μετώπου της αριστεράς, ώστε να καλυφθεί το πολιτικό κενό, που υπάρχει στον χώρο της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, ύστερα μάλιστα από την ακόμα μεγαλύτερη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά. Αυτό μπορεί να γίνει με τη συσπείρωση, με βάση κοινό μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα, όλων των δυνάμεων οργανωμένων ή ανένταχτων που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ κάνοντάς του κριτική από τα αριστερά και δεν εκπροσωπούνται σε κοινοβουλευτικά κόμματα, άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αγωνιστών από τα κινήματα, την τέχνη, τον πολιτισμό και τη διανόηση. Η δημιουργία ενός μόνιμου χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της αριστεράς, καθώς και ανοιχτές διαδικασίες-συζητήσεις σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο θα συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση». Όμως δεν εκτιμούμε ότι η διατήρηση και ανασυγκρότηση της ΛΑΕ είναι ο τρόπος που θα συμβάλει σε μια τέτοια πορεία. Φυσικά, θεωρούμε το δυναμικό που παραμένει στη ΛΑΕ, όπως κι εκείνο που συμμετείχε παλιότερα, σημαντικό και αναγκαίο σε μια τέτοια πορεία.
Τις ήττες που αναδεικνύουν τα υπαρκτά όρια ενός πολιτικού χώρου τις ακολουθεί πάντα κάποιος μετασχηματισμός, το παλιό δεν παραμένει ποτέ όπως ήταν παρά ως καρικατούρα και μακρινός απόηχος του τι υπήρξε κάποτε. Τέτοιου βάθους ήττα για την υπάρχουσα ριζοσπαστική αριστερά ήταν και η αδυναμία να συγκροτήσει μια ανατρεπτική διέξοδο για τη μεγάλη λαϊκή δυναμική των χρόνων 2010-15, ακόμα και για να κατακτήσει έστω κάποιες καλύτερες θέσεις μετά τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας τέτοιος κύκλος κλείνει και σήμερα για τον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς με την υπάρχουσα μορφή και συγκρότησή του.
Κοινωνικά χρήσιμες θα είναι όποιες δυνάμεις ξεκινούν από αυτή την αφετηρία αναζητώντας νέα μεθοδολογία, νέα περιεχόμενα και πρακτικές για την πολιτική, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζουν μια νέα πραγματικότητα στα ερωτήματα της οποίας οι παλιές στρατηγικές αδυνατούν να απαντήσουν επαρκώς. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει τη θεωρητική αναζήτηση, την επεξεργασία και τη συμπύκνωση συμπερασμάτων πάνω στις προκλήσεις που τέθηκαν το προηγούμενο διάστημα, και δεν μπορεί παρά να γίνει με δράση μέσα στα κοινωνικά μέτωπα και τις πολιτικές προκλήσεις της περιόδου.
Γι’ αυτό σήμερα, η όποια πορεία ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς θα αποτελεί μια εξόχως ανασυνθετική διαδικασία. Ανασύνθεση όχι ως συγκόλληση αντιφατικών και διαρκώς αποκλινουσών κατευθύνσεων που θα επαναλάβουν την κρίσιμη στιγμή έτοιμες χρεοκοπημένες συνταγές του παρελθόντος. Ανασύνθεση με όρους αυτοϋπέρβασης και μετασχηματισμού. Η επανεμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο μιας σύγχρονης, μαζικής ριζοσπαστικής αριστεράς είναι αναγκαίος και εφικτός στόχος, ακόμα κι αν πάρει χρόνο. Για εμάς αποτελεί τον γενικό πολιτικό στόχο της περιόδου.
Στη σημερινή φάση της υποχώρησης και όσον αφορά τα μετωπικά καθήκοντα, αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στο επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος στη φάση της ανάταξης εκτιμούμε ότι είναι μια πρωτοβουλία ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης με πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις. Η μορφή αυτή μπορεί και πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και πειραματική επειδή χρειάζονται και σοβαρές τομές στο επίπεδο της πολιτικής δομής, της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας ενός νέου, σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστικού μορφώματος. Εμείς προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με στοιχειώδη κεντρική πολιτική συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα, δεσμεύσεις στην κοινή δράση και παρέμβαση σε κοινωνικούς χώρους.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες, η περίοδος είναι και περίοδος απελευθέρωσης δυνάμεων στη ριζοσπαστική αριστερά και υπάρχουν κάποιες σημαντικές πολιτικές και φυσιογνωμικές συγκλίσεις μεταξύ αρκετών δυνάμεων και αγωνιστών/τριων τα τελευταία χρόνια (ενιαιομετωπική λογική και υγιής αντίληψη κοινής δράσης, αντίληψη μεταβατικού προγράμματος και γόνιμης σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής, λογική γραμμής μαζών στην παρέμβαση, ειλικρινής αναστοχαστική και ανασυνθετική διάθεση κ.λπ.). Μια τέτοια διεργασία μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, αλλά με ό,τι είναι ώριμο να γίνει σε κάθε στιγμή, ώστε να περιλάβει τελικά το μέγιστο εύρος των δυνάμεων και αγωνιστών/τριων που αναζητούν μια τέτοια πορεία.
Με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους όπου αυτό είναι εφικτό. Από αυτή τη σκοπιά και με αυτόν τον στόχο συμμετέχουμε στην πρωτοβουλία για την έναρξη μιας πορείας προς έναν τέτοιον χώρο διαλόγου μαζί με τις οργανώσεις Αναμέτρηση, ΔΕΑ, Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά, γνωρίζοντας ότι το εύρος της δεν εξαντλεί φυσικά κάτι τέτοιο.
Ταυτόχρονα, έχουμε διακηρύξει επανειλημμένα ότι ραχοκοκαλιά των κινήσεών μας θα πρέπει να είναι η υπόθεση της ανασύνθεσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος, και της θεωρητικής, προγραμματικής και οργανωτικής προετοιμασίας για κάτι τέτοιο. Από αυτή τη σκοπιά συμμετέχουμε στον Συντονισμό Κομμουνιστικών Δυνάμεων, θεωρώντας ότι γι’ αυτή την υπόθεση είναι κρίσιμα κάποια πολιτικά-προγραμματικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά:
-η προσπάθεια σύγχρονης κομμουνιστικής αναζήτησης, που αφενός να εμπνέεται από τη ζώσα πραγματικότητα των κοινωνικών κινημάτων στη χώρα και διεθνώς και αφετέρου να βαθαίνει τη στρατηγική αναζήτηση, αξιοποιώντας τη σύγχρονη μαρξιστική συζήτηση και με βάση την εμπειρία των χρόνων της κρίσης, με αναγκαίες πολιτικοθεωρητικές τομές·
-η ανασυνθετική φυσιογνωμία και λογική, με επίγνωση της ήττας και των ορίων των ρευμάτων μας, με διάθεση ώσμωσης, υπέρβασης και ποιοτικού βαθέματος για τη συνένωση δυνάμεων και όχι απλά ποσοτική-οργανωτική συνένωση ρηχού χαρακτήρα πολιτικά και προγραμματικά·
-η συγκρότηση κοινών πρακτικών, και προοπτικά διάταξης και λειτουργίας των δυνάμεων που προχωρούν σε μια τέτοια διαδικασία, στον βαθμό που χωρίς αυτή τη βάση οποιαδήποτε συμφωνία κορυφής δεν θα επαρκεί για τη συγκρότηση κριτηρίων συζήτησης, δράσης και απολογισμού από κοινού, αλλά και συντροφικών δεσμών και αίσθησης πραγματικών συγκλίσεων·
-η ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία, με άνοιγμα της συζήτησης (ακόμα και με την αναγκαία όξυνση αντιθέσεων για να βαθύνει η συζήτηση) και συνθετική κουλτούρα διαλόγου και αποφάσεων στη βάση.
Όσο μας αφορά, θα συμβάλουμε σε μια κατεύθυνση συγκλίσεων και αναγκαίων υπερβάσεων τόσο στο επίπεδο της μετωπικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο της στρατηγικής και προγραμματικής συγκρότησης με όσους/ες είναι διαθέσιμοι/ες γι’ αυτό στον χώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς ευρύτερα.
10.2.2020