Πολλοί Χιλιανοί ανάσαναν με ανακούφιση τη νύχτα της 19ης Δεκέμβρη -όχι μόνο στα γραφεία της Χιλιάνης Αριστεράς, αλλά και στα σπίτια τους και στα κοινωνικά δίκτυα- όταν κυκλοφόρησαν τα νέα της εκλογικής ήττας της αντιδραστικής νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς, που νοσταλγεί την παλιά δικτατορία.
Ο Χοσέ Αντόνιο Καστ είχε ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές από τον αριστερό συνασπισμό Abruebo Dignidad υπό την ηγεσία του Γκάμπριελ Μπόριτς, μια συμμαχία του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Frente Amplio (Πλατύ Μέτωπο) και τοπικών πράσινων κομμάτων. Πλήθη πανηγύρισαν στους δρόμους του Σαντιάγκο και σε όλη τη χώρα. Τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων και τα τραγούδια ακούγονταν μέχρι αργά τη νύχτα. Το παλιό εργαστήρι του νεοφιλελευθερισμού είχε στραφεί προς τα αριστερά.
Ωστόσο το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτονόητο, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Στον πρώτο γύρο, το 53% του εκλογικού σώματος δεν ψήφισε, επιβεβαιώνοντας μια τάση που έχει παρατηρηθεί στη Χιλή μετά τη μετάβαση στη δημοκρατία το 1990 και ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής ψηφοφορίας το 2012: τεράστια επίπεδα αποχής και αυξημένη απογοήτευση από μια διαδικασία εκδημοκρατισμού που χαρακτηρίστηκε από αδιάκοπο νεοφιλελευθερισμό και την επιβίωση της κληρονομιάς της δικτατορίας.
Ανάμεσα στους δύο γύρους, η ομάδα του Μπόριτς επιχείρησε να απευθυνθεί πέρα από τη μεσαία τάξη του Σαντιάγκο, τον πυρήνα της υποστήριξής του, σε απομακρυσμένα σημεία της χώρας, στην ύπαιθρο και στις φτωχογειτονιές. Στόχος ήταν να κινητοποιηθεί ο λαός της αποχής και να μειωθεί η απόσταση στις περιοχές όπου ο Καστ είχε ισχυρή υποστήριξη. Ηπροσπάθεια απέδωσε: η συμμετοχή ανέβηκε στο 56% στο δεύτερο γύρο και για πρώτη φορά ψήφισαν πάνω από 8 εκατομμύρια Χιλιανοί. Ο Μπόριτς κέρδισε τον Καστ για πάνω από 10 μονάδες.
Η υπεύθυνη της καμπάνιας του Μπόριτς, η Ίζκια Σίτσες, 35 ετών, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη νικηφόρα στρατηγική, αναζωογονώντας με επιτυχία την καμπάνια. Η Σίτσες, που ήταν πρόεδρος της Colmed, του Χιλιανού Ιατρικού Πανεπιστημίου στη διάρκεια της πανδημίας, είναι γνωστή για την εναντίωσή της στην υγειονομική πολιτική του απερχόμενου προέδρου Σεμπαστιάν Πινιέρα.
Τα πρώτα εκλογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες, η εργατική τάξη και η νεολαία έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην εκλογική νίκη, συμβάλλοντας σημαντικά στο ένα εκατομμύριο επιπλέον ψήφους. Η Αριστερά πήγε ιδιαίτερα καλά στα φτωχά δυτικά προάστια του Σαντιάγκο, κερδίζοντας πάνω από 70% σε κάποια από αυτά. Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 68% των γυναικών κάτω των 30 ψήφισε τον Μπόριτς, ενώ ο Καστ επικράτησε στους ανθρώπους άνω των 70.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου ήταν έκπληξη: Ο Καστ, ένας 55χρονος Καθολικός δικηγόρος, πατέρας 9 παιδιών, ήρθε πρώτος με 28%, ενώ ο Μπόριτς ακολουθούσε με 25,8%. Ωστόσο, η ελπίδα για μια νίκη του Μπόριτς παρέμενε ζωντανή, με δεδομένη την απίστευτη διαδρομή του την τελευταία δεκαετία: ξεκίνησε από τις γραμμές της αυτόνομης Αριστεράς στη δεκαετία του 2000, έπειτα έγινε επικεφαλής της Φοιτητικής Ομοσπονδίας του Πανεπιστημίου της Χιλής το 2011, στη διάρκεια των μεγάλων νεολαιίστικων κινητοποιήσεων για «ελεύθερη, δημόσια, ποιοτική» παιδεία.
Μεταρρυθμιστής και μετα-νεοφιλελεύθερος
Εξελέγη στο κοινοβούλιο το 2013 ως ανένταχτος, χωρίς καμιά κομματική υποστήριξη -ένα σημαντικό επίτευγμα στο Χιλιανό εκλογικό σύστημα που ευνοεί τους συνασπισμούς των κεντρώων κομμάτων απέναντι στους ανεξάρτητους. Έπειτα επανεξελέγη μαζί με άλλες προσωπικότητες του φοιτητικού κινήματος όπως η Καμίλα Βαγιέχο του ΚΚ και ο Τζόρτζιο Τζάκσον, που έγινε το δεξί του χέρι. Ο Μπόριτς και ο Τζάκσον ίδρυσαν μαζί το Frente Amplio το 2017, τοποθετώντας το στρατηγικά ανάμεσα στην ιστορική Κομμουνιστική Αριστερά που αναφέρεται στον Κάστρο και τον Μπολιβάρ, και τα παραδοσιακά κόμματα της παλιάς κεντροαριστερής Κονσερτασιόν, τη συμμαχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Χριστιανοδημοκρατών που κυβέρνησε από το 1990 ως το 2010 και προκαλούσε αποστροφή για την αφοσίωσή της στο νεοφιλελευθερισμό.
Αυτή η θεσμική, πλατιά, «νέα Αριστερά», η οποία στόχευε να είναι μεταρρυθμιστική και μετα-νεοφιλελεύθερη, απείχε πολύ από το να είναι «ριζοσπαστική Αριστερά», όπως τη χαρακτήρισαν ρουτινιάρικα τα διεθνή ΜΜΕ, και από τον κομμουνισμό για την οποία την κατηγορούσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ της Χιλής. Κερδίζοντας στις προκριματικές εκλογές ενάντια στον πολύ δημοφιλή (και πιο αριστερό) κομμουνιστή δήμαρχο της Ρεκολέτα, Ντανιέλ Τζαντουέ, ο Μπόριτς και το Frente Amplio είδαν την τακτική τους να αποδίδει.
Το προεκλογικό πρόγραμμα του Μπόριτς περιλάμβανε μια νέα δημοσιονομική πολιτική που θα στοχεύει να φορολογήσει τους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση, την επιστροφή του ασφαλιστικού συστήματος (ιδιωτικοποιημένο από το στρατηγό Πινοσέτ) υπό τον έλεγχο του κράτους, τη νομιμοποίηση της άμβλωσης και την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων, την επιδίωξη μιας πιο πράσινης οικονομίας και τη διαπραγμάτευση νέων θεμελιωδών δικαιωμάτων για το λαό των Μαπούτσε.
Υψηλή συμμετοχή ενάντια στην ακροδεξιά
Αυτό το πρόγραμμα κατάφερε να συγκεντρώσει την υποστήριξη ανθρώπων πολύ πέρα από τις δυνάμεις του Abruebo Dignidad. Αλλά η εντυπωσιακή αύξηση της συμμετοχής στο δεύτερο γύρο -ιδιαίτερα στις πόλεις και σε περιοχές που ήταν εχθρικές προς την Αριστερά στον πρώτο γύρο- ήταν πάνω από όλα μια αντίδραση στην άνοδο της ακροδεξιάς, στις συγκεντρώσεις της οποίας ακούγονταν συχνά συνθήματα υπέρ του Πινοσέτ. Έτσι, κάποιοι Χιλιανοί ψήφισαν υπέρ του Μπόριτς και άλλοι ενάντια στον Καστ, όπως αποδεικνύεται από πολλές ανακοινώσεις που έβγαλαν κοινωνικές και φεμινιστικές συλλογικότητες και οργανώσεις, όπως η Λαϊκή Συνέλευση της Λα Γκράνια στο Σαντιάγκο, που δάνεισε την υποστήριξή της στον Μπόριτς προκειμένου «να αντισταθούμε στο φασισμό», χωρίς να του δίνει «λευκή επιταγή».
Στην πρώτη του ομιλία ως εκλεγμένος πρόεδρος, ο Μπόριτς υπογράμμισε ότι θα είναι πρόεδρος όλων των Χιλιανών και αναφέρθηκε στον Σαλβαδόρ Αλιέντε, το σοσιαλιστή πρόεδρο που σκοτώθηκε στο πραξικόπημα του 1973. Επίσης επανέλαβε την υποστήριξή του στη συντακτική διαδικασία, «λόγο διεθνούς περηφάνιας»: «Για πρώτη φορά στην ιστορία μας γράφουμε ένα σύνταγμα με όρους δημοκρατίας και ισότητας… Ας υπερασπιστούμε όλοι αυτή τη διαδικασία ώστε να αποκτήσουμε μια Magna Carta που θα αποτελεί σημείο συνάντησης και όχι αιτία διχασμού».
Μετά το δημοψήφισμα του Οκτώβρη του 2020 και την εκλογή μιας Συντακτικής Συνέλευσης με καθολική ψηφοφορία τον περασμένο Μάη, η Χιλή ετοιμάζεται να αντικαταστήσει το σύνταγμα του 1980 που κληρονόμησε από τον Πινοσέτ. Τα παραδοσιακά κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς αποτελούν μια μειοψηφία σε αυτό το σώμα, στο οποίο κυριαρχούν οι ανένταχτοι (αρκετοί από τα κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα από φεμινιστικές και ιθαγενικές οργανώσεις) και οι αντιπρόσωποι της Αριστεράς από το ΚΚ και το FA. Ο Καστ, αντίθετα, διατύπωνε επίμονα την πρόθεσή του να ανατρέψει τη συντακτική διαδικασία.
Ο Μπόριτς έχει ισχυριστεί ότι σχεδιάζει να υλοποιήσει «δομικές αλλαγές χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω, μετατρέποντας αυτά που σήμερα είναι καταναλωτικά αγαθά για κάποιους, σε κοινωνικά δικαιώματα ανεξάρτητα από το εισόδημα του καθενός». Αλλά έχει επίσης επιδιώξει να καθησυχάσει τους αντιπάλους του, υποσχόμενος να είναι «υπεύθυνος». Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους δύο γύρους των εκλογών, αναπροσανατόλισε το πρόγραμμά του προς το κέντρο, προκαλώντας τον θυμό των Κομμουνιστών.
Ο Μπόριτς άρχισε να μοιάζει περισσότερο στα κόμματα της παλιάς Κονσερτασιόν, φτάνοντας να προσθέσει κάποιους από τους πιο διάσημους οικονομολόγους της στο επιτελείο του -όπως ο πρώην επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, Ρομπέρτο Ζάχλερ και ο ούλτρα φιλελεύθερος Ρικάρντο Φρεντς Ντέβις- προκειμένου να «καθησυχάσει τις αγορές». Εκτός από την επιδίωξη της υποστήριξης πρώην σοσιαλφιλελεύθερων προέδρων όπως ο Ρικάρντο Λάγος και η Μισέλ Μπασελέ, ο Μπόριτς απευθύνθηκε στους επιχειρηματίες κατά το συνέδριό τους το 2021.
Κρίση στον νεοφιλελεύθερο παράδεισο
Έχοντας δεσμευτεί να σεβαστεί τον προϋπολογισμό λιτότητας που έχει ψηφίσει το Κογκρέσο για το 2022, αναθεώρησε τις δημοσιονομικές του φιλοδοξίες προς τα κάτω: Τα σχέδια για αύξηση της φορολογίας έχουν σταδιακά μετατοπιστεί από ένα ποσό ίσο με το 8% του ΑΕΠ στον πιο μετριοπαθή στόχο του 5% μέσα σε 4 ή 5 χρόνια, ανάλογα και τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτή η αλλαγή παρουσιάστηκε ως δείγμα της δημοσιονομικής «υπευθυνότητας» και της αποφασιστικότητας να ελεγχθεί ο πληθωρισμός. Αλλά το ζήτημα της ανισότητας (το πλουσιότερο 1% αποσπά περίπου το 30% του εισοδήματος της Χιλής), η επισφάλεια και το χρέος βρίσκονται στις ρίζες της κρίσης στο «νεοφιλελεύθερο παράδεισο». Επίσης, στις ομιλίες του Μπόριτς εμφανίστηκε η θεματολογία της εγκληματικότητας και του εμπορίου ναρκωτικών, ως απάντηση στην επιτυχημένη αξιοποίηση της ρητορικής περί ασφάλειας από τον Καστ.
Σύμφωναμε τον δημοσιογράφο των NewYorkTimes, Μπίνιαμιν Άπελμπάουμε, αυτό που προωθεί ο Γκάμπριελ Μπόριτς είναι απλώς «σοσιαλδημοκρατία». Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το σχέδιό του να χαρακτηριστεί «κομμουνιστικό». Παρά τον -συχνά ψεύτικο- συναγερμό μεταξύ των οπαδών του Καστ, ο Μπόριτς ποτέ δεν αναφέρθηκε στην πιθανότητα ούτε καν μερικής εθνικοποίησης των τεράστιων φυσικών πόρων της χώρας, που σήμερα βρίσκονται στα χέρια των πολυεθνικών και του εξαγωγικού τμήματος της αστικής τάξης. Η Χιλή διαθέτει τεράστια αποθέματα λιθίου και χαλκού, αλλά ο Μπόριτς έχει κάνει λόγο μόνο για αύξηση των ποσών που πληρώνουν οι ιδιώτες για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης. Ο Αλιέντε είχε εθνικοποιήσει τον χαλκό, τον οποίο αποκαλούσε «μισθοδοσία της Χιλής», αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο πρόγραμμα της «νέας Αριστεράς», ενώ οι Κομμουνιστές σύμμαχοί της δεν πιστεύουν ότι έχει έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή για να θέσουν το ζήτημα των εθνικοποιήσεων.
Παρά την μετριοπάθεια του νικηφόρου συνασπισμού, ένα τμήμα της ελίτ εξακολουθεί να τον βλέπει με καχυποψία. Τα χρηματιστήρια και η αξία του εθνικού νομίσματος βυθίστηκαν και τα δύο με την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Τη μέρα μετά τις εκλογές, ο Ιγνάσιο Γουόκερ, πρώην υπουργός της Χριστιανοδημοκρατίας και ισχυρός παράγοντας του νεοφιλελευθερισμού «Χιλιανού τύπου», εξέφρασε τις ανησυχίες του για το αν ο «σοσιαλδημοκρατικός» και «μεταρρυθμιστικός» προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης -τον οποίο καλωσόριζε- θα αποδειχθεί ένα προσωπείο για τον «“επανιδρυτικό” ζήλο που χαρακτήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τις συνιστώσες του Πλατιού Μετώπου».
Η συμμετοχή των Κομμουνιστών στην κυβέρνηση αποτελεί αιτία ανησυχίας σε κάποια υψηλά κλιμάκια και για κάποιους επαναφέρει το φάντασμα μιας επιστροφής στο «Χιλιανό δρόμος για το σοσιαλισμό» και στη Λαϊκή Ενότητα, το συνασπισμό που στήριξε τον Αλιέντε. Ωστόσο, το ΚΚ έχει επιμείνει ότι θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις του Μπόριτς, όπως είχε επιδείξει μετριοπάθεια όταν συμμετείχε στη «Νέα Πλειοψηφία» κατά τη δεύτερη θητεία της Μισέλ Μπασελέ (2014-2018).
«Κοινωνική ειρήνη και νέο σύνταγμα»
Κάποια από τα κοινωνικά κινήματα της Αριστεράς έχουν ασκήσει κριτικές στον Μπόριτς, καθώς δεν έχουν τη δική του έγνοια για συναινέσεις. Ως αποτέλεσμα, μερικές φορές τον συνοδεύει ο χαρακτηρισμός amarillo [ΣτΜ: «Κίτρινος», με την ιστορική έννοια του συγκεκριμένου χρώματος ως συμβόλου των πολιτικών ταξικής συνεργασίας].
Πράγματι έχει παραμείνει πολύ θολός στο ζήτημα των Μαπούτσε (ειδικά όσον αφορά το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την αποκατάσταση των προγονικών εδαφών τους) και στο ζήτημα της εργατικής νομοθεσίας. Επέλεξε να μην υποστηρίξει την πρόταση για γενική αμνηστία σε αυτούς που τα κοινωνικά κινήματα ονομάζουν «πολιτικούς κρατούμενους της εξέγερσης» (του Οκτώβρη του 2019), αρκετοί εκ των οποίων βρίσκονται στη φυλακή ή σε κατ’ οίκον περιορισμό εδώ και 2 χρόνια χωρίς να έχουν δικαστεί.
Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα στον αμφιλεγόμενο ρόλο του εκλεγμένου προέδρου στις διαδηλώσεις του Οκτώβρη του 2019, μια έκρηξη οργής ενάντια στο «νεοφιλελεύθερο μοντέλο» που παραλίγο να ανατρέψει την κυβέρνηση Πινιέρα και αντιμετώπισε κρατική καταστολή που δεν είχε προηγούμενο μετά το 1990.
Ο Μπόριτς είναι ένας από τους βουλευτές που το Νοέμβρη του 2019 συνέβαλε στη διαμόρφωση της συμφωνίας «για κοινωνική ειρήνη και νέο σύνταγμα», η οποία υπεγράφη από τη Δεξιά και τους κεντρώους αλλά απορρίφθηκε από το ΚΚ και ένα τμήμα του Frente Amplio, που την καταδίκασαν ως συρραφή που αγνοεί τη θέληση των διαδηλωτών. Κάποιοι ακτιβιστές αντιμετωπίζουν αυτή τη συμφωνία, η οποία διευκόλυνε την δημιουργία της Συντακτικής Συνέλευσης, ως σανίδα σωτηρίας για τον Πινιέρα και ως προσπάθεια να καναλιζαριστούν οι διαδηλώσεις σε θεσμική κατεύθυνση την ώρα που η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ένα μήνα αργότερα, ο Μπόριτς ψήφισε επίσης τον ακόμα πιο αμφιλεγόμενο «νόμο κατά των οδοφραγμάτων», η οποίος έδινε νομική κάλυψη στην κρατική καταστολή σε μια συγκυρία που οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αστυνομία δέχονταν ισχυρές κριτικές στο εσωτερικό και διεθνώς. Ο Μπόριτς και οι συνάδελφοί του στο Frente Amplio αργότερα απολογήθηκαν που ψήφισαν μαζί με τη Δεξιά. Τέλος, σε μια περιοχή όπου η Αριστερά διατηρεί μια στάση άνευ όρων υποστήριξης στην κουβανική επανάσταση, κάποιοι θεώρησαν προδοσία την υποστήριξη του Μπόριτς στις κουβανικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2021.
Το πνεύμα της εξέγερσης του Οκτώβρη του 2019 παραμένει πολύ ζωντανό στη Χιλιανή κοινωνία. Ήταν εμφανές στα συνθήματα που φώναζε το πλήθος καθώς πανηγύριζε την νίκη της Αριστεράς στους δρόμους και στην μετονομασμένη σε Πλατεία Αξιοπρέπειας στο Σαντιάγκο στις 19 Δεκέμβρη. Αν και οι εδαφικές/τοπικές συνελεύσεις έχουν χάσει το δυναμισμό τους μετά από μήνες πανδημίας και οικονομικής κρίσης, τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη παραμένουν και η φωτιά της εξέγερσης σιγοκαίει.
Ο νέος πρόεδρος, καθώς ήταν πρώην ακτιβιστής και εξαιρετικό οργανωτικό στέλεχος, το γνωρίζει καλά αυτό. Έχει υποσχεθεί μια «πιο δίκαιη Χιλή» και «την διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων», ενώ παραδέχεται ότι «οι μέρες μπροστά μας δεν θα είναι εύκολες»… Ήδη η χώρα αντιμετωπίζει μια σημαντική φυγή κεφαλαίων, που θα περιορίσει τον χώρο που διαθέτει ο Μπόριτς για ελιγμούς. Θα έχει να αντιμετωπίσει ένα νομοθετικό σώμα που θα είναι σε μεγάλο βαθμό εχθρικό, γιατί αν και τα παλιά κόμματα αποκλείστηκαν από το δεύτερο γύρο των προεδρικών, τερματίζοντας χαμηλά στον πρώτο γύρο, διατηρούν την παρουσία τους σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο, όπως και στο Κογκρέσο.
Η Δεξιά κέρδισε την πλειοψηφία της Γερουσίας στις κοινοβουλευτικές του Νοέμβρη. Η Βουλή είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε Αριστερά/Κεντροαριστερά και Δεξιά/Ακροδεξιά. Η κοινοβουλευτική Αριστερά ισχυροποιήθηκε, ειδικά οι Κομμουνιστές (με 12 έδρες) και το Abruebo Dignidad συνολικά με 37 (σε ένα σώμα 155 εδρών). Παράλληλα κατοχύρωσε τις τοπικές της βάσεις σε κρίσιμες πόλεις όπως το κεντρικό Σαντιάγκο, το Βαλπαραΐσο, η Βίνια Ντελ Μαρ και η Βαλντίβια. Αλλά για κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση, οι προοδευτικοί θα αντιμετωπίσουν σκληρές διαπραγματεύσεις με τους κεντρώους και τα κόμματα της παλιάς Κονσερτασιόν, την οποία ο Μπόριτς περιφρονούσε από καιρό και η οποία παραμένει εχθρική σε μεγάλες αλλαγές.
Και παρότι ο Καστ μόλις έχασε τη μάχη, δεν έχει ηττηθεί πλήρως. Η άνοδός του ίσως να βρίσκεται μόνο στην αρχή της. Τουλάχιστον αυτό ήταν το μήνυμά του προς τους οπαδούς του τη νύχτα της ήττας. Ο «Χιλιανός Μπολσονάρο» θέλει να συνεχίσει την προέλασή του: Ως αδελφός του υπουργού Οικονομικών στη δικτατορία και γιος ενός Γερμανού Ναζί, μοιάζει βγαλμένος από τον παλιό αυταρχισμό της δεκαετίας του ’80.
Αλλά κάτι τέτοιο θα υποτιμούσε ένα φαινόμενο που εξελίσσεται σε όλη τη Λατινική Αμερική: η ανάδυση μιας ριζοσπαστικής Δεξιάς, που κινητοποιεί την ηθικολογία, τις Ευαγγελικές εκκλησίες και τους σκληροπυρηνικούς Καθολικούς, την ξενοφοβία ενάντια στους μετανάστες και τον φόβο απέναντι στις φεμινιστικές κατακτήσεις και το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Ο Καστ συνεχάρη τον εαυτό του που μπήκε δυναμικά στη Βουλή με 15 βουλευτές (και ένα γερουσιαστή), σε μια συγκυρία που η παραδοσιακή Δεξιά διατηρεί την ηγεμονία της στο συντηρητικό χώρο, ακόμα κι αν έπεσε από τους 72 στους 53 βουλευτές.
Αναμφίβολα, ο Χιλιανός λαός πέτυχε μια σημαντική νίκη, κάτι που εξηγεί τον αντίκτυπο που είχαν αυτές οι εκλογές στην περιοχή και διεθνώς. Αλλά τώρα αρχίζουν τα πραγματικά επίδικα.
*Ο Φρανκ Γκοντισό είναι καθηγητής λατινοαμερικάνικης ιστορίας, μέλος της συντακτικής του rebellion.org και του περιοδικού Contretemps.