Προς το τέλος του χρόνου, η ένταση στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας αποκλιμακώθηκε και μάλιστα με τον πιο «επίσημο» τρόπο από τους πλέον αρμόδιους: Σε μια 2ωρη τηλεδιάσκεψη Πούτιν-Μπάιντεν, τέθηκε ως στόχος να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν οι «ανησυχίες και των δύο πλευρών».

Προς το τέλος του χρόνου, η ένταση στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας αποκλιμακώθηκε και μάλιστα με τον πιο «επίσημο» τρόπο από τους πλέον αρμόδιους: Σε μια 2ωρη τηλεδιάσκεψη Πούτιν-Μπάιντεν, τέθηκε ως στόχος να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν οι «ανησυχίες και των δύο πλευρών». 

Ωστόσο αξίζει να θυμόμαστε ότι ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο που επικράτησε ένα πανομοιότυπο σκηνικό. Την άνοιξη του 2021, είχαμε και πάλι γιγαντιαία στρατιωτικά γυμνάσια της Ρωσίας, νατοϊκή άσκηση στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, πιέσεις των ΗΠΑ στη Γερμανία για τον Nord Stream 2 και απειλές για διευρυμένες κυρώσεις στη Ρωσία, ρωσικές προειδοποιήσεις για «δυναμική» απάντηση, προτού μια επαφή Πούτιν-Μπάιντεν οδηγήσει σε αποκλιμάκωση. 

Όταν δύο φορές μέσα σε μερικούς μήνες, απαιτείται απευθείας επαφή σε κορυφαίο επίπεδο για να σταματήσει η απότομη αύξηση της «θερμοκρασίας» της έντασης, γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για στιγμιαίες «παρεξηγήσεις» ή συγκυριακές αφορμές.   

Η «αισιόδοξη» περιγραφή της 2ωρης τηλεδιάσκεψης συνοψίζεται στο ότι «συμφώνησαν να συμφωνήσουν», σε αντιπαραβολή με εκείνες τις συναντήσεις που καταλήγουν στο «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Είναι και αυτό ενδεικτικό της κατάστασης. Να θεωρείται πρόοδος η καταρχήν συμφωνία στη διάθεση να διερευνηθεί μια κάποια συμφωνία. 

Πράγματι οι δύο ηγέτες έδειξαν ένα διαλλακτικό πρόσωπο και μια διάθεση «κατανόησης» των ζητημάτων που εγείρει η κάθε πλευρά. Ωστόσο, αυτή η συνεννόηση γινόταν στο φόντο μιας θηριώδους κινητοποίησης του ρωσικού στρατού, ενώ στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης εξελισσόταν η μεγαλύτερη απόβαση αμερικανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια. Ταιριάζει γάντι σε αυτή την περίπτωση η φράση που περιγράφει την ιμπεριαλιστική τακτική «να μιλάς ευγενικά, κρατώντας ένα μεγάλο ρόπαλο». Βέβαια, όταν πρόκειται για μεγάλες δυνάμεις κι όχι για νταηλίκι σε κάποιον «μικρό», η ευγένεια επιβάλλεται και από το «σεβασμό» στο ρόπαλο… του άλλου. Αλλά τα μεγάλα ρόπαλα, μπορεί να σημαίνουν και επικίνδυνες ζημιές, αν «ξεφύγει» ο καυγάς.   

Προς το παρόν, αυτή η δυναμική της «αμοιβαίας αποτροπής» λειτουργεί στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις γύρω από το ουκρανικό ζήτημα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό θα διαρκέσει επ’ άπειρον: Η Ουκρανία έχει αναδειχθεί πλέον ως ένα μια από τις πιο επικίνδυνες «εστίες» στον πλανήτη, πλάι στην Ταϊβάν. Αυτές οι δύο χώρες, έχουν τη δυστυχία να αποτελούν «σημεία δοκιμασίας» για τον ρωσο-αμερικανικό και τον κινεζο-αμερικανικό ανταγωνισμό αντίστοιχα.

Ισορροπία τρόμου

Η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το ουκρανικό ζήτημα υπενθυμίζει το σημείο στο οποίο βρίσκονται οι ανταγωνισμοί σήμερα και τον χαρακτήρα που τείνουν να πάρουν. Στις δυτικές πρωτεύουσες, η συζήτηση αφορά μια πιθανή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το πώς αυτή θα αποτραπεί (εντάσσοντας τη χώρα στο ΝΑΤΟ;). Στη Μόσχα, η συζήτηση αφορά μια πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και το πώς αυτή θα αποτραπεί (με μια έγκαιρη στρατιωτική εισβολή;).

Και οι δύο πλευρές εγγυούνται δημόσια ότι δεν έχουν τέτοια πρόθεση (ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ οι μεν, εισβολής οι δε), αλλά και οι δύο προετοιμάζουν τις «απαντήσεις» τους, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αυτά τα οποία αντιμετωπίζει ως «απειλή» η άλλη πλευρά.

Πέρα από το γεγονός ότι είναι πάντα πολύ λεπτή (ουσιαστικά ανύπαρκτη) η γραμμή μεταξύ «άμυνας» και «επίθεσης» στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, η ένταση γύρω από την Ουκρανία αφορά και την πρόσφατη προϊστορία. 

Έχει προηγηθεί η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και η μεταφορά των «γραμμών» του από το Βερολίνο, κοντά στα ρωσικά σύνορα. Αυτή συνέβη σε πείσμα των συμφωνιών και των αμερικανικών εγγυήσεων και παρότι την ίδια περίοδο ο ρωσικός καπιταλισμός δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για τα δυτικά συμφέροντα. Σε μια περίοδο όξυνσης των ανταγωνισμών και καθώς η Ρωσία διεκδικεί «τη θέση της στον ήλιο», είναι προφανές ότι η στρατιωτική περικύκλωση είναι μια πολύ πιο σοβαρή απειλή. Το άγχος της Ρωσίας να εξασφαλίσει την «ουδετερότητα» της Ουκρανίας, της Γεωργίας και της Λευκορωσίας (οι 3 χώρες που παραμένουν εκτός ΝΑΤΟ) προκύπτει από αυτό το ιστορικό.

Έχει επίσης προηγηθεί ο πόλεμος της Γεωργίας. Όταν η επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων στην ημιαυτόνομη Νότια Οσετία, προκάλεσε μια ρωσική εισβολή που μέσα σε ελάχιστες μέρες έφτασε να απειλεί και να βομβαρδίζει την ίδια την Τιφλίδα. Μερικά χρόνια μετά, ο τότε πρόεδρος Μεντβέντεφ, απευθυνόμενος σε Ρώσους αξιωματικούς δήλωνε ότι «αν είχατε διστάσει τότε, το γεωπολιτικό τοπίο σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετικό». Πράγματι, αυτή η στρατιωτική επίδειξη δύναμης ακύρωσε την φιλοδυτική πορεία της Γεωργίας (και την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ), ενώ έβαλε τέλος στην (εγχώρια) πολιτική καριέρα του Σαακασβίλι, που είχε σύρει τη χώρα του σε πόλεμο, υπολογίζοντας στις «μεγάλες πλάτες» των ΗΠΑ (τον ξανασυναντάμε χρόνια μετά στην Ουκρανία…). 

Αυτό είναι που προκαλεί τα αντίστοιχα «άγχη» και στην Ουάσινγκτον αλλά και στο Κίεβο, που από το 2014 και μετά, έχει τη δική του «Οσετία», με την αυτονόμηση των ανατολικών επαρχιών, όπου υπάρχει ρωσόφωνη πλειοψηφία και πλέον υπάρχουν και κάτοχοι ρωσικών διαβατηρίων, των οποίων «η υπεράσπιση είναι προτεραιότητα της Ρωσίας, όπου κι αν βρίσκονται» (δόγμα Μεντβέντεφ, στο φόντο της εισβολής στη Γεωργία). 

Δυναμικές

Η αναστήλωση της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης συνδέεται προφανώς με την πιο δυναμική διεκδίκηση μιας δικής της «σφαίρα επιρροής». Αυτή η προσπάθεια προκαλεί δύο ειδών αντανακλαστικά. Αφενός, εκείνα των χωρών των οποίων οι αστικές τάξεις είτε έχουν κάνει τη «δυτική» επιλογή, είτε διατηρούν ιστορική καχυποψία απέναντι στην ασφυκτική «αγκαλιά της αρκούδας» (είτε -συνήθως- και τα δύο). Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτά τα κράτη συναντά κανείς κυβερνήσεις «νατοϊκότερες του ΝΑΤΟ». Αφετέρου, τα αντανακλαστικά των ΗΠΑ ή των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, που εκτιμούν ότι η Ρωσία δεν θα περιοριστεί στην «αυλή της», αν καταφέρει (ή αφεθεί) να την επανακτήσει: Πέρα από τις υπερβολές της ρωσοφοβικής υστερίας, είναι μια διαπίστωση που ισχύει, όχι γιατί ο Πούτιν είναι ο σκοτεινός κακός χαρακτήρας ταινίας που θέλει να κατακτήσει τον κόσμο, αλλά γιατί αυτή είναι η δυναμική των καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. 

Σαν τα κεφάλαια, που δεν μπορούν ποτέ να «επαναπαυτούν» αλλά πρέπει διαρκώς να ενισχύονται για να επιβιώνουν στον αδυσώπητο ανταγωνισμό, έτσι και τα καπιταλιστικά κράτη δεν μπορούν να «βολευτούν» με τη «γωνιά» τους -γι’ αυτό δεν είναι -συνήθως- εύκολες και -ποτέ- τελεσίδικες οι όποιες «εγκάρδιες συνεννοήσεις» μεταξύ κυβερνήσεων, για μοιρασιά σφαιρών επιρροής κλπ. Το «εθνικό συμφέρον» ενός καπιταλιστικού κράτους ποτέ δεν σταματά στα σύνορα: Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αποτελούν ασφαλώς οι ΗΠΑ, ως παγκόσμια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, που δηλώνει ότι υπερασπίζεται τα «αμερικανικά συμφέροντα»… στα σύνορα της Ρωσίας. Αλλά αυτή η δυναμική ισχύει για όλες τις δυνάμεις που ανήκουν στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στη διαρκή τους πάλη να «σκαρφαλώσουν» σε καλύτερη θέση. Αυτή η δυναμική μεταφράζεται στην τακτική «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». 

Είναι αυτοί οι παράγοντες που μετατρέπουν ένα φαινομενικά «δευτερεύον» θέμα (αξίζει ο έλεγχος της Ουκρανίας ένα φλερτ με πόλεμο;) σε «πυριτιδαποθήκη». Και σε μια εποχή αναδιάταξης και αμφισβήτησης των παλιών συσχετισμών, πολλαπλασιάζονται διαρκώς τέτοιες «εστίες». Ζούμε σε μια εποχή που το ερώτημα «μα θα πάνε σε πόλεμο για…» δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα με εμπιστοσύνη στη «λογική» των αστικών ηγεσιών. 

Η ουκρανική κρίση (και ευρύτερα στην ανατολική Ευρώπη) μπορεί να αναθερμανθεί ανά πάσα στιγμή λόγω κάποιων ισχυρών «συνδρόμων». Το πρώτο, πιο «τοπικό», αφορά το ρόλο του εθνικισμού και του πιθανού λάθος διαβάσματος των συσχετισμών: Ο ουκρανικός εθνικισμός έχει ιστορικά «αντιρωσικά» χαρακτηριστικά, έχει υποστεί την ήττα της ημιεπίσημης απώλειας των ανατολικών επαρχιών και της επίσημης απώλειας της Κριμαίας. Η άρνηση να εφαρμοστούν οι συμφωνίες του Μινσκ, η διαρκής πολεμική ετοιμότητα για επανακατάληψη των ανατολικών επαρχιών, οι ρητορικοί λεονταρισμοί για ανάκτηση της Κριμαίας αποτυπώνουν την κατάσταση πνευμάτων στο Κίεβο. Η ουκρανική ηγεσία μπορεί να εκτιμήσει ότι μπορεί να αποκαταστήσει τις απώλειες, με δυτική συνδρομή σε περίπτωση που προκληθεί εμπόλεμη κρίση. Το (αποτυχημένο) «τζογάρισμα» του Σαακασβίλι το 2008 υπενθυμίζει ότι τέτοιες αποκοτιές δεν αποκλείονται.       

Το δεύτερο «σύνδρομο», που αφορά τις μεγάλες δυνάμεις, είναι ο φόβος του ντόμινο. Αυτός υπάρχει γιατί τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν καλά, από πρώτο χέρι, τις δυναμικές που περιγράψαμε παραπάνω και κατανοούν ότι το «ντόμινο» είναι μια υπαρκτή προοπτική. Η σκέψη ότι «αν υποχωρήσουμε στην Ουκρανία, γιατί να μην ακολουθήσει η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία κ.ο.κ.» αποτελεί το καλύτερο επιχείρημα για τα «γεράκια» που πιέζουν για πιο σκληρή γραμμή στην Ουάσινγκτον. 

Η εκτόνωση των δύο προηγούμενων συνθηκών κλιμάκωσης της έντασης έχει αναδείξει τις «αντίρροπες πιέσεις». Για τον Πούτιν, σε αυτή τη φάση, δεν προκύπτει λόγος κλιμάκωσης: Έχει προσαρτήσει την Κριμαία, ελέγχει ντεφάκτο την ανατολική Ουκρανία (την οποία μπορεί να χρησιμοποιεί ως «μοχλό» κατά το δοκούν) και τα στρατιωτικά γυμνάσια «στέλνουν το μήνυμά τους» πειστικά. Ο Μπάιντεν γνωρίζει ότι στην ανατολική Ευρώπη το ρωσικό στρατιωτικό πλεονέκτημα δεν αντιστρέφεται καθόλου εύκολα, ενώ έχουν σχεδόν εξαντληθεί οι διαθέσιμες κυρώσεις -πέρα από τις πλέον «δυναμικές» που θα σηματοδοτούν έναν «εξοστρακισμό» της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ταυτόχρονα, έχει να συνυπολογίσει το «δόγμα Κίσιγκερ» -και συγκεκριμένα την ανεστραμμένη εκδοχή του: Η αλεπού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής υπενθυμίζει πάντα ότι η μεγαλύτερη ψυχροπολεμική επιτυχία των ΗΠΑ ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με την Κίνα και η απομάκρυνσή της από την ΕΣΣΔ. Σήμερα, που ο μεγάλος ανταγωνιστής που απειλεί σοβαρά την αμερικανική πρωτοκαθεδρία είναι η Κίνα, το «ανεστραμμένο» δόγμα απαιτεί μια εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία.   

Αυτά αποτελούν την βάση της ερμηνείας των προηγούμενων εκτονώσεων. Αλλά στην περίοδο που ζούμε, δεν μπορεί κανείς να επαφίεται σε αυτά για να εφησυχάσει. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει μπει στη φάση των «αυτοκρατοριών» όπου η «υπερ-έκταση» από απόδειξη δύναμης γίνεται πρόβλημα, και καλείται να ιεραρχήσει προτεραιότητες. Όμως αυτό δεν σημαίνει «ειρηνική» και πλήρης αποχώρηση. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που θέτει η διαχείριση της «υπερ-έκτασης» είναι ότι η υποχώρηση σε μια γωνιά του πλανήτη μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβητήσεις σε άλλο. Αν οι ΗΠΑ δεν «τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους» στην Ουκρανία, τι σκέψεις θα κάνουν οι «σύμμαχοι» στην υπόλοιπη Ευρώπη, ή στην ανατολική Ασία και στη Μέση Ανατολή; 

Αριστερά

Για την Αριστερά, η κατανόηση της φύσης και της δυναμικής των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, γίνεται κρίσιμη σε αυτή την εποχή όξυνσής τους. Αυτό αφορά και τα πιο στενά «καθ’ ημάς»: Η τάση των «εθνικών συμφερόντων» να ξεφεύγουν από τα σύνορα και η απουσία της διαχωριστικής «άμυνα/επίθεση» σε αυτούς τους ανταγωνισμούς αφορά και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, με την «εξαγωγή» του στη Λιβύη (εκατέρωθεν) να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Επιπλέον, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου «στενά καθ’ ημάς». Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται «εν κενώ» αλλά σε απόλυτη σύνδεση και συνάρτηση με το «μεγάλο παιχνίδι» σε μια περιοχή που ξεκινά από τη Μέση Ανατολή και φτάνει στα ρωσικά σύνορα. Δεν υπάρχει «γύρω-γύρω ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, και στη μέση εθνικά δίκαια».  

Αφορά όμως και την τοποθέτηση απέναντι στις διεθνείς εξελίξεις. Η δράση μας εδώ οφείλει να στρέφεται εύλογα ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν πρόκειται μόνο για την προτεραιότητα που έχει η στόχευση των συμμαχιών που επιλέγει η ελληνική αστική τάξη. Η αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας και ιδιαίτερα η μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε «ορμητήριο» προς τη Μαύρη Θάλασσα δημιουργεί πολύ συγκεκριμένα καθήκοντα στην πάλη για την αποτροπή ενός μεγάλου πολέμου. Αυτά που «περνάνε από το χέρι μας» αφορούν την πάλη για κλείσιμο των βάσεων, για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, ενάντια στην παρουσία-πρόκληση «συμμάχων» όπως η Γαλλία, το Ισραήλ ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην περιοχή. Αλλά στο σύγχρονο (ασύμμετρα) πολυπολικό κόσμο, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, δεν υπάρχει χώρος για καμιά φιλικότητα ή ανοχή στις διεκδικήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, όπως η Ρωσία. Το ότι παραμένουν (ακόμα) πιο «περιφερειακές» και άρα χωρίς (προς το παρόν) «παγκόσμιες»/ηγεμονικές βλέψεις, δεν είναι λόγος να ωραιοποιείται ο ρόλος και οι βλέψεις τους και να «νομιμοποιούνται» οι θέσεις τους, πόσο μάλλον να θεωρείται σχεδόν «αντι-ιμπεριαλιστική» η προσπάθειά τους να αναθεωρήσουν προς όφελός τους το διεθνή συσχετισμό. 

Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μια χώρα ή μια «κακή» πολιτική. Είναι διεθνές σύστημα, είναι «στάδιο του καπιταλισμού». Ο αντιιμπεριαλισμός, για να είναι όντως τέτοιος, είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον αντικαπιταλισμό.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες