Αντιμέτωπες με το τσουνάμι του Covid-19, οι ζωές μας αλλάζουν με τρόπους που ήταν αδιανόητοι μόλις λίγες βδομάδες πριν.

Ο πλανήτης έχει να βιώσει συλλογικά μια κοινή εμπειρία τέτοιου είδους από την οικονομική κατάρρευση του 2008-09: Μια ενιαία, γρήγορα μεταλλασσόμενη, παγκόσμια κρίση που καθορίζει τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας μέσα σε σύνθετους υπολογισμούς κινδύνων και αντικρουόμενων πιθανοτήτων.  

Ως αντίδραση, πολλά κοινωνικά κινήματα έχουν προωθήσει αιτήματα που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις δυνητικά καταστροφικές συνέπειες του ιού, ενώ ταυτόχρονα βάζουν στο στόχαστρο την ανικανότητα των καπιταλιστικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν επαρκώς την ίδια την κρίση. Σε αυτά τα αιτήματα συμπεριλαμβάνονται ζητήματα εργασιακής ασφάλειας, η αναγκαιότητα της οργάνωσης σε επίπεδο γειτονιάς, η εισοδηματική και κοινωνική ασφάλεια, τα δικαιώματα των επισφαλώς εργαζόμενων και των υπο-απασχολούμενων (ΣτΜ: zero-hour contracts, όπου ο εργοδότης δεν υποχρεούται να παρέχει συστηματικά απασχόληση στον εργαζόμενο, αλλά ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι «σε ετοιμότητα» όποτε προκύψει κάποια εργασία), η ανάγκη να προστατευτούν όσοι ζουν στο ενοίκιο και όσοι ζουν στη φτώχεια.

Η κρίση του Covid-19 έχει αναδείξει με οξύτητα τον παράλογο χαρακτήρα της οργάνωσης των συστημάτων υγείας γύρω από τα εταιρικά κέρδη: τις σχεδόν καθολικές περικοπές προσωπικού και υποδομών στα δημόσια νοσοκομεία (περιλαμβανομένων των περικοπών σε εντατικές κλίνες και αναπνευστήρες), την έλλειψη υγειονομικής πρόληψης και το κόστος της πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες σε πολλές χώρες, όπως και τους τρόπους με τους οποίους τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των φαρμακευτικών εταιριών περιορίζουν την πλατιά πρόσβαση σε πιθανές φαρμακευτικές θεραπείες και την ανάπτυξη εμβολίων. 

Ωστόσο, οι παγκόσμιες διαστάσεις του Covid-19 έχουν απασχολήσει πολύ λιγότερο την συζήτηση στην Αριστερά. Ο Μάικ Ντέιβις σωστά παρατήρησε ότι «ο κίνδυνος για τους φτωχούς του πλανήτη έχει αγνοηθεί σχεδόν πλήρως από τους δημοσιογράφους και τις δυτικές κυβερνήσεις». Οι συζητήσεις στην Αριστερά χαρακτηρίζονται από έναν παρόμοιο περιορισμό, με την προσοχή να εστιάζεται κυρίως στις σοβαρές κρίσεις υγείας που ξεδιπλώνονται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ακόμα και στο εσωτερικό της Ευρώπης υπάρχει ακραία ανισομέρεια ως προς την δυνατότητα των κρατών να αντιμετωπίσουν αυτήν την κρίση –η αντιπαραβολή της Γερμανίας με την Ελλάδα φωτίζει αυτήν την πραγματικότητα– αλλά μια πολύ μεγαλύτερη καταστροφή πρόκειται να ξεδιπλωθεί στον υπόλοιπο πλανήτη.

Απέναντι σε αυτό, η οπτική μας για αυτή την πανδημία πρέπει να γίνει πραγματικά παγκόσμια, βασισμένη σε μια κατανόηση του πώς η υγειονομική πτυχή αυτού του ιού διασυνδέεται με ευρύτερα ζητήματα πολιτικής οικονομίας (περιλαμβανομένης της πιθανότητας μιας παρατεταμένης και σοβαρής παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης). Δεν είναι αυτή ώρα για να χωθούμε στις (εθνικές) καταπακτές και να μιλάει ο καθένας για την πάλη ενάντια στον ιό μέσα στα δικά του σύνορα.

Η δημόσια υγεία στο Νότο

Όπως σε όλες τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» κρίσεις, είναι ουσιώδες να θυμόμαστε ότι οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στις περισσότερες χώρες του Νότου είναι άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου που έχουν ενταχθεί αυτά τα κράτη στην ιεραρχία της παγκόσμιας αγοράς. Ιστορικά, αυτή η διαδικασία περιλάμβανε μια μακρά εμπειρία δυτικής αποικιοκρατίας η οποία συνεχίστηκε στους σύγχρονους καιρούς με την υποταγή των φτωχότερων χωρών στα συμφέροντα των πλουσιότερων κρατών του πλανήτη και των μεγαλύτερων διεθνών επιχειρήσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, διαδοχικά κύματα διαρθρωτικών προσαρμογών –που συχνά συνοδεύονταν από δυτική στρατιωτική δράση, καταστροφικές οικονομικές κυρώσεις ή υποστήριξη σε αυταρχικούς ηγέτες– έχουν καταστρέψει συστηματικά τις κοινωνικές και οικονομικές δυνατότητες των φτωχότερων κρατών, αφήνοντάς τα ανεπαρκώς εξοπλισμένα για να αντιμετωπίσουν μεγάλες κρίσεις όπως του Covid-19.

Το να ξεκινάμε από αυτές τις ιστορικές και παγκόσμιες διαστάσεις βοηθά να κάνουμε σαφές ότι η τεράστια κλίμακα της σημερινής κρίσης δεν είναι απλώς ζήτημα μιας επιδημίας ιού και μιας έλλειψης βιολογικής αντίστασης σε ένα νέο παθογόνο. Οι τρόποι με τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή και την Ασία θα βιώσουν την ερχόμενη πανδημία είναι άμεση συνέπεια μιας παγκόσμιας οικονομίας που έχει δομηθεί συστηματικά γύρω από την εκμετάλλευση των πόρων και των λαών του Νότου. Με αυτήν την έννοια, η πανδημία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό μια καταστροφή με κοινωνικές ανθρωπογενείς αιτίες –δεν είναι απλώς μια συμφορά που προέκυψε από φυσικές ή βιολογικές αιτίες.

Ένα σαφές παράδειγμα του ανθρωπογενούς χαρακτήρα αυτής της καταστροφής είναι η κακή κατάσταση των δημοσίων συστημάτων υγείας στις περισσότερες χώρες του Νότου, τα οποία συνήθως είναι υποχρηματοδοτούμενα και έχουν ελλείψεις επαρκών φαρμάκων, εξοπλισμού και προσωπικού. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε την απειλή που παρουσιάζει ο Covid-19, εξαιτίας της γρήγορης και πολύ μεγάλης αύξησης σοβαρών και κρίσιμων κρουσμάτων που συνήθως απαιτούν εισαγωγή σε νοσοκομείο ως συνέπεια του ιού (εκτιμάται στο 15-20% των επίσημα καταγεγραμμένων κρουσμάτων). Αυτό το στοιχείο συζητιέται πλατιά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και βρίσκεται πίσω από την στρατηγική «χαμηλώματος της καμπύλης» προκειμένου να μειωθεί η πίεση στις δυνατότητες των εντατικών στα νοσοκομεία.

Ωστόσο, αν και σωστά τονίζουμε την έλλειψη ΜΕΘ, αναπνευστήρων και εκπαιδευμένου ιατρικού προσωπικού σε πολλά δυτικά κράτη, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η κατάσταση στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη είναι ανυπολόγιστα χειρότερη. Το Μαλάουι, για παράδειγμα, έχει περίπου 25 κλίνες ΜΕΘ για έναν πληθυσμό 17 εκατομμυρίων. Στη Νότια Ασία, κατά μέσο όρο, υπάρχουν λιγότερες από 2,8 ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους. Το Μπαγκλαντές διαθέτει περίπου 1.100 τέτοιες κλίνες για έναν πληθυσμό πάνω από 157 εκατομμυρίων (0,7 κρεβάτια ανά 100.000 κατοίκους). Σε σύγκριση, οι σοκαριστικές εικόνες που έρχονται από την Ιταλία συμβαίνουν σε ένα προχωρημένο σύστημα υγείας που διαθέτει 12,5 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους (και την ικανότητα να αναπτύξει κι άλλες). Η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή που πολλές φτωχές χώρες δεν έχουν καν πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα ΜΕΘ: Μια ακαδημαϊκή εργασία του 2015 εκτιμούσε ότι «πάνω από το 50% των [φτωχότερων] χωρών δεν έχει καθόλου δημοσιευμένα στοιχεία για τις διαθέσιμες ΜΕΘ». Χωρίς αυτήν την πληροφόρηση είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μπορούσαν αυτές οι χώρες να σχεδιάσουν την ανταπόκρισή τους στην αναπόφευκτη ζήτηση για εντατική φροντίδα που θα προκαλέσει ο Covid-19.

Φυσικά, το ζήτημα των ΜΕΘ και των δυνατοτήτων των νοσοκομείων είναι ένα τμήμα ενός πολύ μεγαλύτερου αθροίσματος προβλημάτων που περιλαμβάνει την ευρεία έλλειψη βασικών πόρων (πχ καθαρό νερό, τροφή και ρεύμα), την ανεπαρκή πρόσβαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, την παρουσία άλλων συννοσηρότητων (όπως μεγάλη εξάπλωση του HIV και της φυματίωσης). Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά θα οδηγήσουν αναμφίβολα σε υψηλότερους αριθμούς βαριών κρουσμάτων (και συνεπώς θανάτων) στις φτωχότερες χώρες.

Η Εργασία και η Στέγη είναι Ζητήματα Δημόσιας Υγείας

Οι συζητήσεις γύρω από τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης του Covid-19 στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν ρίξει φως στη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των αποτελεσματικών υγειονομικών μέτρων και των συνθηκών εργασίας, επισφάλειας και φτώχειας. Οι εκκλήσεις στους ανθρώπους να αυτό-απομονωθούν όταν είναι ασθενείς –ή η επιβολή μακρύτερων περιόδων υποχρεωτικής γενικής καραντίνας– είναι οικονομικά ανέφικτες για τους πολλούς ανθρώπους που δεν μπορούν εύκολα να εργαστούν μέσω ίντερνετ ή για εκείνους στον τομέα των υπηρεσιών που υπο-απασχολούνται (zero-hour) ή εργάζονται σε άλλες μορφές προσωρινής απασχόλησης. Αναγνωρίζοντας τις συνέπειες αυτής της εργασιακής πραγματικότητας πάνω στη δημόσια υγεία, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ανακοινώσει μεγάλες υποσχέσεις για αποζημιώσεις σε όσους περνούν στην ανεργία ή υποχρεώνονται να μείνουν σπίτι στη διάρκεια της κρίσης. 

Μένει να φανεί πόσο αποτελεσματικά θα αποδειχθούν αυτά τα προγράμματα  και σε ποιο βαθμό θα καλύψουν πραγματικά τις ανάγκες του πολύ μεγάλου αριθμού ανθρώπων που θα χάσουν τις δουλειές τους εξαιτίας της κρίσης. Παρόλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιου είδους προγράμματα απλώς δεν υπάρχουν για τον μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε χώρες όπου η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον «ανεπίσημο» τομέα της οικονομίας ή εξαρτάται από απρογραμμάτιστα μεροκάματα μέρα με τη μέρα –δηλαδή σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας– δεν υπάρχει κανένας βιώσιμος τρόπος για να μπορούν οι άνθρωποι να επιλέξουν να παραμείνουν σπίτι ή να αυτό-απομονωθούν. Αυτό πρέπει να το εξετάσουμε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θα υπάρξει σχεδόν βέβαια μια μεγάλη αύξηση των «εργαζόμενων φτωχών» ως άμεση συνέπεια της κρίσης. Πράγματι, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας έχει εκτιμήσει ότι στην χειρότερη περίπτωση (απώλεια 24,7 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας διεθνώς), ο αριθμός των ανθρώπων σε φτωχές ή φτωχομεσαίες χώρες που βγάζει λιγότερα από 3,2 δολάρια τη μέρα θα αυξηθεί κατά 20 εκατομμύρια. 

Αυτά τα στατιστικά δεν είναι σημαντικά μόνο γιατί αφορούν την οικονομική επιβίωση «μέρα-με-τη-μέρα». Επιπλέον, χωρίς τη συμβολή στον περιορισμό της εξάπλωσης που μπορεί να προσφέρει η καραντίνα και η απομόνωση, η επέλαση της νόσου στον υπόλοιπο πλανήτη θα είναι πολύ πιο καταστροφική από τις τρομακτικές σκηνές που έχουμε δει ως σήμερα στην Κίνα, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. 

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε ανεπίσημη ή επισφαλή εργασία συχνά ζουν σε παραγκουπόλεις και συγκατοικούν με υπερβολικά πολλούς ανθρώπους –ιδανικές συνθήκες για μια εκρηκτική εξάπλωση του ιού. Όπως είπε κάποιος πρόσφατα σε συνέντευξή του στην Washington Post όσον αφορά τη Βραζιλία: «Πάνω από 1,4 εκατομμύριο άνθρωποι –το ένα τέταρτο του πληθυσμού του Ρίο– ζουν στις φαβέλες της πόλης. Πολλοί δεν αντέχουν οικονομικά να λείψουν ούτε μια μέρα από τη δουλειά, πόσο μάλλον εβδομάδες. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να βγαίνουν από τα σπίτια τους… Η καταιγίδα θα χτυπήσει σύντομα». 

Παρόμοια καταστροφικά σενάρια αντιμετωπίζουν τα εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν αυτή τη στιγμή εκτοπισμένοι από τους πολέμους και τις συγκρούσεις. Για παράδειγμα η Μέση Ανατολή είναι το μέρος όπου εξελίσσεται ο μεγαλύτερος υποχρεωτικός εκτοπισμός ανθρώπων μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν τεράστιοι αριθμοί προσφύγων και εσωτερικά εκτοπισμένων ως συνέπεια των εξελισσόμενων πολέμων σε χώρες όπως η Συρία, η Υεμένη, η Λιβύη και το Ιράκ. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους ζουν σε στρατόπεδα προσφύγων ή σε ασφυκτικά γεμάτους αστικούς χώρους και συχνά δεν έχουν τα στοιχειώδη δικαιώματα στην υγειονομική περίθαλψη που συνήθως  συνδέονται με τα δικαιώματα του πολίτη. Η διάχυτη εξάπλωση του υποσιτισμού και άλλων ασθενειών (όπως η επανεμφάνιση της χολέρας στην Υεμένη) κάνει αυτές τις εκτοπισμένες κοινότητες ιδιαίτερα ευάλωτες στον ιό.    

Ένας μικρόκοσμος όπου μπορεί κανείς να το εντοπίσει αυτό είναι η Λωρίδα της Γάζας, όπου το 70% του πληθυσμού της είναι πρόσφυγες που ζουν σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη. Τα δύο πρώτα κρούσματα του Covid-19 στη Γάζα καταγράφηκαν στις 20 Μάρτη (αν και η έλλειψη εξοπλισμού για τεστ σημαίνει ότι έχουν εξεταστεί μόλις 92 άνθρωποι από τα 2 εκατομμύρια του πληθυσμού). Τσακισμένες από τα 13 χρόνια πολιορκίας και συστηματικής καταστροφής των αναγκαίων υποδομών από το Ισραήλ, οι συνθήκες ζωής στη Λωρίδα χαρακτηρίζονται από ακραία φτώχεια, κακή υγιεινή και χρόνια έλλειψη φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού (για παράδειγμα υπάρχουν μόνο 62 αναπνευστήρες στη Γάζα και από αυτούς διαθέσιμοι είναι μόνο οι 15 αυτή τη στιγμή). Σε συνθήκες πολιορκίας και αποκλεισμού από την περασμένη δεκαετία, η Γάζα έχει μπει σε καραντίνα από τον πλανήτη πολύ πριν την τρέχουσα πανδημία. Αυτή η περιοχή θα μπορούσε να αποδειχθεί το «καναρίνι» στο «ορυχείο» του Covid-19 (ΣτΜ: αναφορά στα καναρίνια που χρησιμοποιούσαν οι ανθρακωρύχοι, ως προειδοποίηση κινδύνου: καθώς τα καναρίνια ήταν πιο ευαίσθητα σε τυχόν επικίνδυνα αέρια, όταν πέθαιναν λειτουργούσαν ως συναγερμός για τους ανθρακωρύχους να εγκαταλείψουν το ορυχείο). Μπορεί να αποκαλύψει τα μονοπάτια που θα πάρει η μόλυνση στις προσφυγικές κοινότητες σε όλη τη Μέση Ανατολή και αλλού.

Διασταυρούμενες κρίσεις

Η άμεση κρίση δημόσιας υγείας που αντιμετωπίζουν οι φτωχότερες χώρες ως συνέπεια του Covid-19 θα βαθύνει περισσότερο από μια σχετιζόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ξεπεράσει τα μεγέθη του 2008. Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε το βάθος αυτής της ύφεσης, αλλά πολλοί μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί εκτιμούν ότι θα είναι η χειρότερη ύφεση από όσες έχουμε ζωντανή ανάμνηση. Ένας από τους λόγους είναι το σχεδόν ταυτόχρονο σταμάτημα της παραγωγής, των μεταφορών και των υπηρεσιών στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα –ένα γεγονός χωρίς ιστορικό προηγούμενο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού να βρίσκεται σε κάποιου είδους καραντίνα, οι αλυσίδες διανομής και το παγκόσμιο εμπόριο έχουν καταρρεύσει και οι τιμές των μετοχών έχουν βυθιστεί –με τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια να χάνουν το 30-40% της αξίνας τους μεταξύ 17 Φλεβάρη και 17 Μάρτη.

Ωστόσο, όπως έχει τονίσει ο Ερίκ Τουσέν, η οικονομική κατάρρευση προς την οποία κινούμαστε δεν προκλήθηκε από τον Covid-19. Αντί γι’ αυτό, ο ιός αποτέλεσε «την σπίθα ή τον πυροκροτητή» μιας βαθύτερης κρίσης που προετοιμαζόταν εδώ και αρκετά χρόνια. Σε άμεση συνάφεια με αυτή την εξέλιξη βρίσκονται τα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες μετά το 2008, κυρίως οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και οι διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων. Αυτές οι πολιτικές στόχευαν στην τόνωση των τιμών των μετοχών μέσα από την θηριώδη αύξηση παροχής πάμφθηνου χρήματος στις χρηματαγορές. Οδήγησαν σε μια πολύ σημαντική αύξηση όλων των ειδών χρέους –εταιρικά, κρατικά και νοικοκυριών. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, τα μη-χρηματοπιστωτικά εταιρικά χρέη των μεγάλων επιχειρήσεων έφτασαν τα 10 τρισ. δολάρια στα μέσα του 2019 (περίπου το 48% του ΑΕΠ), που είναι μια σημαντική αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη κορύφωσή τους το 2008 (όταν αποτελούσαν το 44% του ΑΕΠ).

Προφανώς, τις περισσότερες φορές αυτά τα χρέη δεν χρησιμοποιήθηκαν για παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κατευθύνθηκαν σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες (αποπληρωμή μετοχικών κερδών, επαναγορά μετοχών, συγχωνεύσεις κι εξαγορές). Κάπως έτσι είχαμε το πλατιά καταγεγραμμένο φαινόμενο εκρηκτικής ανόδου στα χρηματιστήρια από τη μία πλευρά και στασιμότητα στις επενδύσεις με μείωση των επιπέδων κερδοφορίας από την άλλη.

Ωστόσο σημαντικό στην ερχόμενη κρίση είναι το γεγονός ότι η αύξηση των εταιρικών χρεών έχει σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωθεί σε ομόλογα που θεωρούνται «σκουπίδια» ή αξιολογούνται ως ΒΒΒ, δηλαδή μια κλίμακα πάνω από τα «σκουπίδια». Πράγματι, σύμφωνα με την Blackrock, τη μεγαλύτερη εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως, το χρέος επιπέδου ΒΒΒ αποτελούσε το αξιοσημείωτο 50% της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων το 2019, σε σύγκριση με μόλις 17% το 2001. Αυτό σημαίνει ότι η συγχρονισμένη κατάρρευση της παγκόσμιας παραγωγής, ζήτησης και τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις που χρειάζεται να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους. Καθώς η οικονομική δραστηριότητα «παγώνει» σε κρίσιμους κλάδους, οι επιχειρήσεις των οποίων το χρέος χρειάζεται να μετακυληθεί αντιμετωπίζουν σήμερα μια πιστωτική αγορά που έχει κλονιστεί βαθιά –κανείς δεν είναι πρόθυμος να δανείσει σε αυτές τις συνθήκες και πολλές επιχειρήσεις (ειδικά αυτές που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως οι αερογραμμές, το λιανεμπόριο, η ενέργεια, ο τουρισμός, τα αυτοκίνητα και η ψυχαγωγία) είναι πιθανό να μην έχουν σχεδόν καθόλου έσοδα την ερχόμενη περίοδο. Είναι συνεπώς πολύ πιθανή η προοπτική ενός κύματος χρεοκοπιών, στάσεων πληρωμών και υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας σε εταιρίες υψηλού προφίλ. Αυτό δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα των ΗΠΑ –οικονομικοί αναλυτές πρόσφατα προειδοποίησαν για μια «κατάρρευση ρευστότητας» και για ένα «κύμα χρεοκοπιών» σε όλη την περιοχή της ανατολικής Ασίας, της οποίας τα εταιρικά χρέη διπλασιάστηκαν σε 32 τρισ. δολάρια την περασμένη δεκαετία.

Όλα αυτά αποτελούν έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο για όλο τον υπόλοιπο πλανήτη, καθώς μια ποικιλία «διαδρομών μετάδοσης» θα οδηγήσουν σε μετάσταση της ύφεσης προς τις φτωχότερες χώρες και πληθυσμούς. Όπως και το 2008, αυτές οι «διαδρομές» περιλαμβάνουν μια πιθανή βουτιά στις εξαγωγές, μια οξεία αναδίπλωση των ροών των άμεσων ξένων επενδύσεων και των εσόδων του τουρισμού και μια μείωση των εμβασμάτων των εργατών. Αυτός ο τελευταίος παράγοντας συχνά ξεχνιέται στη συζήτηση για τη σημερινή κρίση, αλλά είναι ουσιώδες να θυμόμαστε ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπήρξε η ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων του παγκόσμιου πληθυσμού στον διεθνή καπιταλισμό μέσα από τις ροές εμβασμάτων προς τις οικογένειες των εργατών που δούλευαν στο εξωτερικό.

Το 1999, μόνο 9 χώρες παγκοσμίως δέχονταν εμβάσματα που να αποτελούσαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Ως το 2016, αυτές οι χώρες είχαν γίνει 30. Το 2016, το 30% των 179 χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, κατέγραψε εμβάσματα που αποτελούσαν πάνω από το 5% του ΑΕΠ –ένας διπλασιασμός από το 2000. Είναι συγκλονιστικό το ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι –ένας στους επτά παγκοσμίως– εμπλέκονται άμεσα στις ροές εμβασμάτων είτε ως αποστολείς είτε ως αποδέκτες. Το κλείσιμο των συνόρων εξαιτίας του Covid-19 –σε συνδυασμό με την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους όπου τείνει να κυριαρχεί η εργασία μεταναστών– σημαίνει ότι ίσως αντιμετωπίσουμε μια σημαντική πτώση των εργατικών εμβασμάτων διεθνώς. Είναι μια εξέλιξη που θα είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις στις χώρες του Νότου.

Ένας άλλος κρίσιμος μηχανισμός μέσα από τον οποίο η εξελισσόμενη οικονομική κρίση μπορεί να χτυπήσει τις χώρες του Νότου είναι η μεγάλη συσσώρευση χρεών από τις φτωχότερες χώρες τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό περιλαμβάνονται και οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη αλλά και οι λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες». Στα τέλη του 2019, το Institute for International Finance εκτίμησε ότι το χρέος των αναδυόμενων οικονομικών βρισκόταν στα 72 τρισ. δολάρια, ένας αριθμός που διπλασιάστηκε από το 2010. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρέους είναι σε αμερικανικά δολάρια, κάτι που εκθέτει τους κατόχους του στις διακυμάνσεις της αξίας του αμερικανικού νομίσματος. Τις τελευταίες εβδομάδες το αμερικανικό δολάριο ισχυροποιήθηκε σημαντικά καθώς οι επενδυτές αναζητούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο μπροστά στην κρίση. Ως αποτέλεσμα, άλλα εθνικά νομίσματα έχασαν αξία και το βάρος των επιτοκίων και των πληρωμών σε χρέος σε αμερικανικά δολάρια αυξάνεται. Από το 2018 ακόμα, 46 χώρες ξόδευαν μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους τους από ότι στα συστήματα υγείας τους. Σήμερα, βαδίζουμε σε μια ανησυχητική κατάσταση όπου πολλές φτωχές χώρες θα αντιμετωπίζουν όλο και πιο επαχθείς αποπληρωμές χρεών ενώ ταυτόχρονα θα επιχειρούν να διαχειριστούν μια υγειονομική κρίση άνευ προηγουμένου –κι όλα αυτά στο γενικό πλαίσιο μιας πολύ βαθιάς διεθνούς ύφεσης. 

Κι ας μην τρέφουμε καμιά αυταπάτη ότι αυτές οι διασταυρούμενες κρίσεις μπορεί και να φέρουν το τέλος των διαρθρωτικών προσαρμογών ή την ανάδυση κάποιου είδους «διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας». Όπως έχουμε δει επανειλημμένα την τελευταία δεκαετία, το κεφάλαιο συχνά αξιοποιεί τις στιγμές κρίσης ως στιγμές ευκαιρίας –μια ευκαιρία να επιβάλουν ριζικές  αλλαγές που μέχρι πρότινος ήταν μπλοκαρισμένες ή έμοιαζαν ανέφικτες. Πράγματι, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ντέιβιντ Μάλπας, υπονόησε κάτι τέτοιο όταν σημείωσε στην (διαδικτυακή) συνάντηση των υπουργών Οικονομικών του G20 πριν λίγες μέρες: «Οι χώρες θα χρειαστεί να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να επιταχύνουν τον χρόνο που θα χρειαστεί η ανάκαμψη… Όσον αφορά εκείνες τις χώρες που έχουν υπερβολικές ρυθμίσεις, κρατικές επιδοτήσεις, καθεστώτα αδειοδοτήσεων, εμπορικές προστασίες ως εμπόδια, θα συνεργαστούμε μαζί τους για να ενισχύσουμε τις αγορές, τις επιλογές και τις προοπτικές ταχύτερης ανάπτυξης στη διάρκεια της ανάκαμψης».

Είναι θεμελιώδες να θέσουμε όλες αυτές τις διεθνείς διαστάσεις στο επίκεντρο των συζητήσεων στην Αριστερά γύρω από τον Covid-19. Να συνδέσουμε την πάλη ενάντια στον ιό με ζητήματα όπως η διαγραφή των χρεών του «Τρίτου Κόσμου», το τέλος των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζες, την καταβολή επανορθώσεων για την περίοδο της αποικιοκρατίας, τον τερματισμό του παγκόσμιου εμπορίου όπλων, το τέλος των οικονομικών κυρώσεων κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι αγώνες είναι στην ουσία ζητήματα παγκόσμιας δημόσιας υγείας –βαρύνουν άμεσα πάνω στην ικανότητα των φτωχότερων χωρών να περιορίσουν τις συνέπειες του ιού και της επακόλουθης οικονομικής ύφεσης. Δεν αρκεί να μιλάμε για αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια στις δικές μας γειτονιές, κοινότητες και μέσα στα δικά μας εθνικά σύνορα –αν δεν αναδεικνύουμε την πολύ σοβαρότερη απειλή που αποτελεί αυτός ο ιός για τον υπόλοιπο πλανήτη. Φυσικά τα υψηλά επίπεδα φτώχειας, οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας και στέγασης και η έλλειψη επαρκών υποδομών υγείας απειλούν την ικανότητα και των πληθυσμών της Ευρώπης και των ΗΠΑ να περιορίσουν την επιδημία. Αλλά κάποιες καμπάνιες της κοινωνικής βάσης στο Νότο χτίζουν συμμαχίες που αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα με ενδιαφέροντες και διεθνιστικούς τρόπους.

Χωρίς έναν παγκόσμιο προσανατολισμό, διακινδυνεύουμε να ενισχύσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο ιός τροφοδότησε αβίαστα την πολιτική ρητορική κι αφήγηση των εθνικιστικών και ξενοφοβικών κινημάτων –μια πολιτική διαποτισμένη βαθιά από αυταρχισμό, μια εμμονή για έλεγχο των συνόρων και έναν εθνικό πατριωτισμό που λέει «πρώτα η χώρα μου».

Ετικέτες