«Πρόκειται για μάχη μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού!»

Η παρουσίαση μιας νίκης των Ρεπουμπλικάνων σε προεδρικές εκλογές ως νίκη του φασισμού έχει χρησιμοποιηθεί ως εκφοβιστική τακτική από τους Δημοκρατικούς σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις.

Τουλάχιστον στο σημερινό πλαίσιο υπάρχουν δόσεις αλήθειας σε αυτόν τον ισχυρισμό. Όπως σχολίασε πρόσφατα ένας αρθρογράφος, ο Τραμπ «συχνά χρησιμοποιεί φασιστική γλώσσα ή κλείνει το μάτι σε εξτρεμιστικές οργανώσεις και στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι ήταν λάθος του ή ότι η Αριστερά και τα ΜΜΕ διαστρέβλωσαν τα λεγόμενά του».

Μπορεί ο Τραμπ να είναι περισσότερο δεξιός οπορτουνιστής από ότι καθαρός φασίστας, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα μετακινείται όλο και πιο δεξιά τις τελευταίες δεκαετίες και ότι στις γραμμές του (και σε ένα τμήμα της ηγεσίας του) σίγουρα περιλαμβάνονται στοιχεία της αμερικανικής άκρας δεξιάς —τα οποία το κόμμα τουλάχιστον ανέχεται, αν δεν τα καλωσορίζει. Για να καταλάβετε τι εννοώ, αρκεί ως παράδειγμα η εκπρόσωπος της Πολιτείας της Τζόρτζια, Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, η οποία υποστηρίζει ανοιχτά την ιδεολογία της λευκής ανωτερότητας και τον αντισημιτισμό.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα λοιπόν, δεν θα έπρεπε να δεχθούμε το επιχείρημα ότι «αυτή τη φορά» πρέπει πραγματικά να ψηφίσουμε την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών, εν προκειμένω την Καμάλα Χάρις, για να κλείσουμε το δρόμο στο φασίστα;

Σίγουρα δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα το ότι δεν υπάρχει «καμία διαφορά» μεταξύ των υποψηφίων. Ο Τραμπ υπαινίσσεται ότι επιδιώκει μια δικτατορία και θέλει να καταργήσει την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ. Αυτή η απειλή ίσως είναι κενή, αλλά είναι ενδεικτική του πώς ο Τραμπ και η απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου έχουν διαταράξει το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ. Σε επίπεδο ρητορικής, υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων, με το Ρεπουμπλικανικό να υποκινεί το μίσος κατά των Μαύρων, των Μεξικανών μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, των Παλαιστινίων, των Εβραίων και ούτω καθεξής. Ενώ ο Τραμπ ξερνάει διχασμό και μίσος υποσχόμενος μαζικές απελάσεις, η Χάρις επικαλείται την ενότητα, την συμπερίληψη και τη δικαιοσύνη.

Ωστόσο, σε ορισμένα ζητήματα δεν υπάρχει καμία πραγματική διαφορά μεταξύ των κομμάτων, ειδικά σε ό,τι αφορά την υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραηλινό Απαρτχάιντ. Υπάρχει συνεπής διακομματική στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη για όλα όσα έχει κάνει το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσαςγενοκτονικής σφαγής του στη Γάζα.

Επιπλέον, αν και το Δημοκρατικό Κόμμα εξακολουθεί να παραμένει πιο προοδευτικό από το Ρεπουμπλικανικό σε αρκετά κοινωνικά ζητήματα, οι Δημοκρατικοί ακολουθούν τους Ρεπουμπλικάνους στη διαρκή δεξιά τους μετατόπιση από την εποχή του Νίξον και μετά. Κάθε φορά που οι Δημοκρατικοί προσαρμόζονται σε δεξιές πολιτικές, απλώς ανοίγουν περισσότερο χώρο στους Ρεπουμπλικανούς για να προχωρήσουν ακόμη δεξιότερα. Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι όχημα αντίστασης στη Δεξιά, αλλά μέσο προσαρμογής σε αυτήν.

Η εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορείς να καταπολεμήσεις τη Δεξιά υποστηρίζοντας το κόμμα που βρίσκεται μερικά κλικ αριστερά της, αλλά κινείται επίσης δεξιόστροφα. Θα δώσω μερικά παραδείγματα.

Από την ανατροπή της απόφασης «Roe v. Wade», η οποία πλέον έχει καταστήσει την άμβλωση είτε σχεδόν είτε εντελώς παράνομη σε 24 Πολιτείες, οι Δημοκρατικοί κάνουν τις προεκλογικές τους καμπάνιες ως υπερασπιστές τουδικαιώματος στην άμβλωση. Ωστόσο, εδώ και πολλές δεκαετίες υπήρξε μεγάλη  διαφορά μεταξύ της ρητορικής και της πρακτικής του Δημοκρατικού Κόμματος.

Κατά τη διάρκεια των προεκλογικών τους εκστρατειών, τόσο ο Μπιλ Κλίντον όσο και ο Μπαράκ Ομπάμα είχαν υποσχεθεί ότι θα περάσουν έναν νόμο για την Ελευθερία της Επιλογής, ο οποίος θα καθιστούσε το δικαίωμα στην άμβλωση νόμο όλου του κράτους. Αλλά ο νόμος αυτός δεν ψηφίστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια των προεδρικών τους θητειών, παρά το γεγονός ότι και οι δύο πρόεδροι, στα πρώτα δύο χρόνια της θητείας τους, διέθεταν και μια συντριπτική πλειοψηφία Δημοκρατικών και στα δύο νομοθετικά σώματα.

Αντί να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην άμβλωση όσο αυτό διαβρωνόταν, οι Δημοκρατικοί διαρκώς υποβάθμιζαν την σημασία της  άμβλωσης, παρουσιάζοντάς τησυχνά ως μια δυσάρεστη έσχατη λύση για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, κατά την 32η επέτειο της απόφασης Roe v. Wade, η Χίλαρι Κλίντον δήλωνε ότι «Η άμβλωση είναι μια θλιβερή, ακόμα και τραγική επιλογή για πολλές, πολλές γυναίκες».

Όπως σημειώνει η Σάρον Σμιθ σε ένα άλλο άρθρο:

«Για πάρα πολλές δεκαετίες, ο κυρίαρχος κορμός του κινήματος υπέρ της επιλογής βασιζόταν στους Δημοκρατικούς για να προστατεύσουν αυτοί το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση, ακόμα και όταν οι πολιτικοί του Δημοκρατικού Κόμματος, τόσο στον Λευκό Οίκο όσο και στο Κογκρέσο, απέτυχαν συστηματικά να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους υπέρ του δικαιώματος της επιλογής. Το αποτέλεσμα είναι ότι το δικαίωμα στην άμβλωση έχει διαβρωθεί τόσο πολύ τις τελευταίες δεκαετίες —με περιοριστικές περιόδους αναμονής, νόμους για την ενημέρωση και τη συναίνεση των γονέων, νόμους που ποινικοποιούν τη μεταφορά ασθενούς σε άλλη Πολιτεία για να υποβληθεί σε άμβλωση, και την Τροπολογία Χάιντ η οποία απαγορεύει την κρατική  χρηματοδότηση των αμβλώσεων φτωχών γυναικών, η ισχύς της οποίας ανανεώνεται από το Κογκρέσο κάθε χρόνο από το 1976 και μετά—έτσι ώστε ελάχιστα να έχουν απομείνει για να διασωθούν».

Όμως στην πράξη, τα δύο κόμματα συχνά είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι φαίνεται. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις απελάσεις. Κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα, απελάθηκαν 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι και κατά τη δεύτερη θητεία του 2,1 εκατομμύρια. Στη μία και μοναδική θητεία του Τραμπ, απελάθηκαν 2 εκατομμύρια άνθρωποι.

Επιπλέον, ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί έχουν επιδείξει μια προθυμία να υιοθετήσουν σκληρά, αντιμεταναστευτικά μέτρα, υποτίθεται ως τρόπο να περιορίσουν την εκλογική επιρροή των Ρεπουμπλικάνων. Στη φετινή ετήσια ομιλία του στο Κογκρέσο το Μάρτιο για «την κατάσταση της χώρας», ο Μπάιντεν κατηγόρησε τους Ρεπουμπλικάνους ότι «παίζουν μικροπολιτικά παιχνίδια» επειδή αρνήθηκαν να υποστηρίξουν ένα νέο νομοσχέδιο που «θα είχε αυστηροποιήσει τους κανόνες για το άσυλο και θα είχε δώσει ευρεία αρμοδιότηταστον πρόεδρο να ενισχύει την εξουσία των συνοριακών δυνάμεων να προχωρούν σε συνοπτικές απελάσεις στη διάρκεια κορυφώσεων της παράνομης μετανάστευσης. Το νομοσχέδιο επίσης θα επέκτεινε τα επίπεδα νόμιμης μετανάστευσης και θα παρείχε επιπλέον χρηματοδότηση για τη στήριξη των συνοριακών επιχειρήσεων και την πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων δικαστών μετανάστευσης, υπαλλήλων ασύλου και συνοριοφυλάκων».

Όταν η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν άρχισε να τον αποδοκιμάζει, ο Μπάιντεν «χάιδεψε» την αντιμεταναστευτική υστερία, με μια αναφορά στην Λέικεν Ράιλι, μια φοιτήτρια νοσηλευτικής από την Τζόρτζια η οποία φέρεται να δολοφονήθηκε από Βενεζουελάνο μετανάστη, κάνοντας λόγο για μια «αθώα νεαρή γυναίκα που δολοφονήθηκε από έναν λαθραίο».

Το μήνυμα ήταν σαφές: «Ρε σεις Ρεπουμπλικάνοι, υιοθετούμε ένα νομοσχέδιο που προωθεί πολιτικές που λέτε ότι υποστηρίζετε, αλλά είστε τόσο βυθισμένοι στην αντίθεσή σας σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το ΔημοκρατικόΚόμμα, που είστε πρόθυμοι να το θάψετε». Υποτίθεται ότι ο σκοπός αυτού του εγχειρήματος ήταν να «στριμώξει» τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν συνέβη αυτό. Το μόνο που πέτυχε ήταν να αποκαλύψει την αδυναμία της στρατηγικής του Δημοκρατικού Κόμματος—την στροφή του προς τα δεξιά προκειμένου να κερδίσει τους «αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους» από τους Ρεπουμπλικάνους. Με λίγα λόγια, αυτό που σχεδιάστηκε ως ένα μέσο για να υποστούν μια ήττα οι Ρεπουμπλικάνοι, στην πραγματικότητα τροφοδότησε την αντιμεταναστευτική υστερία και έτσι ενίσχυσε κι άλλο τη Δεξιά.

Η αναγκαία σοσιαλιστική προσέγγιση απέναντι στο δικομματικό σύστημα έχει παρατεθεί με τον καλύτερο τρόπο από τον Χαλ Ντράπερ στο άρθρο του, «Ποιος θα είναι το μικρότερο κακό το 1968;», γραμμένο όταν ο Λίντον Τζόνσον διεξήγαγε μια προεκλογική καμπάνια υποσχόμενος να μην κλιμακώσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

Ο Ντράπερ εντοπίζει ότι κάθε φορά που έρχονται οι προεδρικές εκλογές, οι υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος κραυγάζουν «“έρχονται οι φασίστες!” και ψηφίζουν το Μικρότερο Κακό. Στις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί έμαθαν καλά ότι έχουν την προοδευτική-εργατική ψήφο στο τσεπάκι τους και ότι συνεπώς οι δυνάμεις που πρέπει να κατευνάσουν είναι αυτές στα δεξιά τους». 

Αυτό το σημείο είναι κομβικό: Οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν ως δεδομένες τις ψήφους των αριστερών και των προοδευτικών, γιατί γνωρίζουν ότι αυτοί δεν έχουν άλλη εναλλακτική παρά μόνο να ψηφίσουν ενάντια στη Δεξιά. Έτσι, σχεδιάζουν την προεκλογική τους στρατηγική με στόχο να κερδίσουν περισσότερους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Αυτό ήταν ένα σταθερό μοτίβο το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.

Γράφει ο Ντράπερ:

«Ξέρετε όλους αυτούς τους ανθρώπους που το 1964 είχαν πειστεί ότι ο Λίντον Τζόνσον ήταν το μικρότερο κακό σε σχέση με τον Γκόλντγουοτερ, ο οποίος θα έκανε Απαίσια Πράγματα στο Βιετνάμ, πχ θα αποψίλωνε τις ζούγκλες. Πολλοί από αυτούς συνειδητοποίησαν έκτοτε ότι το πράγμα εξελίχθηκε ανάποδα και τώρα αυτομαστίγωνονται με τη σκέψη ότι ο άνθρωπος που ψήφισαν “εφάρμοσε τελικά την πολιτική του Γκόλντγουοτερ”… Λοιπόν ποιο ήταν πραγματικά το Μικρότερο Κακό το 1964; Το θέμα είναι ότι το ερώτημα είναι αυτό που αποτελεί καταστροφή και όχι η απάντηση. Σε συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε η επιλογή να είναι ανάμεσα σε δύο καπιταλιστές πολιτικούς, η ήττα έρχεται με την αποδοχή του περιορισμού αυτής της επιλογής».

Το πιο πειστικό επιχείρημα του Ντράπερ είναι ότι η Αριστερά «δεν μπορεί να αγωνιστεί ενάντια στη νίκη των πιο δεξιών δυνάμεων, θυσιάζοντας τη δική της ανεξάρτητη δύναμη για να υποστηρίξει στοιχεία που απέχουν μόλις ένα βήμα από τις δυνάμεις της δεξιάς». Δυστυχώς, αυτό κάνει επί δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και το μόνο που έχει καταφέρει είναι να δώσει νομιμοποίηση σε ένα καπιταλιστικό φιλοπόλεμο κόμμα το οποίο δεν έχει κάνει τίποτα για να αποτρέψει την ανάπτυξη της Δεξιάς ως πολιτική δύναμη σε αυτή την χώρα.

Τι θα γίνει αν ο Τραμπ κερδίσει την προεδρία και εφαρμόσεικάποια από τα αυταρχικά μέτρα που υπονοεί; Δεν θα βρείτε Δημοκρατικούς που να οργανώνουν κινητοποιήσεις για να τα αποτρέψουν. Όπως δεν το έκαναν σοβαρά ούτε όταν χειραγωγήθηκε η καταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα για να παραδοθεί η προεδρία στον Τζορτζ Μπους το Νεότερο το 2000. Εν προκειμένω, έχουν καλέσει πουθενά οι Δημοκρατικοί σε κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην ψήφο, απέναντι στους αυξανόμενους περιορισμούς που επιβάλει η Δεξιά στους ψηφοφόρους σε όλη τη χώρα; Μήπως έσωσε το δικαίωμα στην άμβλωση η ανάθεση στους Δημοκρατικούς να το υπερασπιστούν;

Ήταν η παθητικότητα των Δημοκρατικών αυτή η οποία επέτρεψε στον Τραμπ ακόμα και να ξανακατέβει ως υποψήφιος, παρά τις απόπειρές του να ανατρέψει βίαια τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών.

Σε ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ, ο μόνος τρόπος με τον οποίο επεκτάθηκαν τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν μέσω του μαζικού αγώνα -από τον Εμφύλιο Πόλεμο μέχρι την άνοδο του εργατικού κινήματοςκατά τηδεκαετία του 1930 και από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα μέχρι τον αγώνα για την ισότητα στο γάμο. Αυτός παραμένει ο μόνος τρόπος με τον οποίομπορούν να κερδηθούν και σήμερα.

Για να είναι αποτελεσματική η μάχη ενάντια στην αυξανόμενη απειλή της αυταρχικής Δεξιάς, απαιτείται μαζικός αγώνας -πράγμα το οποίο οι Δημοκρατικοί αποφεύγουν. Υποστηρίζοντας τους Δημοκρατικούς, η Αριστερά αφοπλίζεται και καθιστά δυσκολότερη την επιτυχημένη οικοδόμηση του είδους των κινητοποιήσεων που χρειαζόμαστε στους δρόμους και στους χώρους εργασίας, για να αντισταθούμε πραγματικά στην Δεξιά.

Ετικέτες