Το μάθημα της πολιτικής αγωγής αποτελεί μια από τις σταθερές του εκπαιδευτικού συστήματος δεδομένου ότι είναι αποδεκτή η άποψη ότι η δημοκρατία διδάσκεται.
Η διδασκαλία όμως του πολιτικού φαινομένου, όπως έχει κατ' επανάληψη διατυπωθεί, είναι ευάλωτη στις απανταχού προσλήψεις των πραγματικοτήτων και ο βαθμός της ευαλωτότητας του κειμένου ανιχνεύεται κυρίως όταν η παρεχόμενη κρατική γνώση -της οποίας τα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων αποτελούν μέρος- διατηρεί ένα μίνιμουμ ψυχραιμίας και αφήνει περιθώρια στον πολίτη να συλλέξει πληροφοριακό υλικό από ένα πλήθος πηγών, παρόλο που όλοι μας πλέον γνωρίζουμε ότι αυτός ο αγώνας του πολίτη να ξεπεράσει και αντισταθεί στην κρατική γνώση είναι ένας αγώνας άνισος. Κοινώς χρειάζεται να τηρούνται τα προσχήματα, κάτι που στο βιβλίο της Πολιτικής Παιδείας της Β' Λυκείου δεν συμβαίνει.
Στο εν λόγω βιβλίο στο υποκεφάλαιο 2.3 με τίτλο «Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία» (σελ. 34-35), διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, το εξής:
«Η εμπειρία βεβαιώνει ότι η συνεργασία ελεύθερης αγοράς και κρατικού σχεδιασμού μπορεί να κάνει οικονομικά θαύματα. Αυτό αποδεικνύει η πορεία χωρών της Άπω Ανατολής (Ταϊβάν, Ν. Κορέα, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ κ.λπ.), αλλά και χωρών της Βόρειας Ευρώπης. Οι χώρες αυτές συνδύασαν τον κρατικό παρεμβατισμό με τους κανόνες της αγοράς. Το κράτος, αναπτύσσει μια ικανή γραφειοκρατία και λειτουργεί σε ανταγωνιστικό πλαίσιο. Επομένως, η συνεργασία και ο σωστός συνδυασμός αγοράς και κρατικού σχεδιασμού, ίσως είναι η καλύτερη λύση για την επίλυση των βασικών οικονομικών προβλημάτων.»
Το σχολικό βιβλίο αναφέρεται σε «οικονομικά θαύματα» χωρών που εκμεταλλεύτηκαν την παιδική εργασία, καταστρατήγησαν τα εργασιακά δικαιώματα και γέμισαν τον πλανήτη με προϊόντα χαμηλού κόστους, ύστερα από τη συμπίεση του κόστους παραγωγής που παράγει ένας στόλος κακοπληρωμένων εργαζομένων προκαλώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στις οικονομίες άλλων χωρών. Δεν φτάνει αυτό αλλά το σχολικό βιβλίο υποστηρίζει ότι απομόνωσε τη λύση του οικονομικού προβλήματος έχοντας ξεπεράσει τους δισταγμούς και τα αναπάντητα ερωτήματα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας!
Στο επόμενο κεφάλαιο αφήνουμε τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική και κολυμπάμε στα θολά νερά του πολιτικού στοχασμού της θεωρίας των δύο άκρων. Στο υποκεφάλαιο 3.1 με τίτλο «Μορφές Πολιτευμάτων» (σελ 34-36), διαβάζουμε:
«Τον 20ο αιώνα εμφανίστηκαν και δύο νέες κατηγορίες πολιτευμάτων, το κομμουνιστικό και το φασιστικό. Πρόκειται για πολιτεύματα που πρεσβεύουν καινούργιες κοσμοθεωρίες, οι οποίες θέλουν να επικρατήσουν σ’ όλο τον κόσμο, να γίνουν κοσμοκρατορίες. Είναι πολιτεύματα ολοκληρωτικά. Ο ολοκληρωτισμός επιβάλλεται είτε με τη βία (ψυχική ή σωματική) είτε με άλλους τρόπους (π.χ. προπαγάνδα, διαφήμιση). Επιβάλλει ίδιους τρόπους σκέψης και κρίσης σε όλους. Στόχος του είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου και η μαζοποίησή του. Επίσης, είναι πολιτεύματα μονοκομματικά, δέχονται την ύπαρξη ενός μόνο κόμματος, με αυστηρή οργάνωση και πειθαρχία, το οποίο κατέχει όλη την εξουσία.»
Πρόκειται για παραγράφους οι οποίες μας αφήνουν άφωνους για την ευκολία με την οποία ομογενοποιούν διαφορετικές ιδεολογίες σε επικεντρώσεις «κοινών» χαρακτηριστικών όπου χάνεται μ' αυτόν τον τρόπο η ιστορικότητά τους, τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συμφραζόμενα που τις γέννησαν και η ιστορία έτσι με έναν εξοργιστικό τρόπο προχωρά σε συγκλίσεις ανομοιογενών ιδεολογιών και η φιλοσοφική σκέψη του Ένγκελς και του Μαρξ συγκρίνεται με τη θηριωδία του Μουσολίνι και του Χίτλερ.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου δίνεται η χαριστική βολή. Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στην Ε.Ε. Δεν στέκεται μόνο στην περιγραφή των οργάνων της, αλλά οι συγγραφείς ενδιαφέρονται και για τις πολιτισμικές απαρχές της Ευρώπης ακολουθώντας την ίδια συνταγή, αυτήν της υπεραπλούστευσης και ομογενοποίησης. Ειδικότερα, στο υποκεφάλαιο 8.6 με τίτλο «Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Ε.Ε» (σελ. 132), διαβάζουμε:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πολιτισμική οντότητα, έχει μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά, την οποία αποτελούν το ελληνικό πνεύμα, το ρωμαϊκό δίκαιο, η χριστιανική θρησκεία. Κι αν γίνει δεκτό ότι το ρωμαϊκό δίκαιο και η χριστιανική θρησκεία στηρίχθηκαν στο ελληνικό πνεύμα, τότε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ελληνοκεντρικός.»
Ενώ στην ακαδημαϊκή κοινότητα είναι ευρέως γνωστή η κριτική στις ευρωπαϊκοκεντρικές προσλήψεις της ευρωπαϊκής ιστορίας, προσλήψεις που είναι κοινός τόπος ότι παραποίησαν τις ιστορίες των λαών της Ευρώπης χάριν μιας πλαστής γραμμικής ιστορικής συνέχειας, το σχολικό βιβλίο ευθυγραμμίζει την ιστορία κωδικοποιώντας τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συμπυκνωμένο σε μέρη του για να χαθεί σ' αυτές τις προτάσεις η πανσπερμία της Ευρώπης των λαών και πολιτισμών, όπως και η συνεργασία-συνομιλία της με τους πολιτισμούς των άλλων ηπείρων. Κατασκευάζεται έτσι το συμπαγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού που γέννησε τον φασισμό και τον κομμουνισμό, πολιτεύματα που κατάγονται απευθείας από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την ελληνική φιλοσοφική σκέψη και τον χριστιανισμό. Γιατί αυτήν την αυθαίρετη πρόσμιξη να μην τη βαθμολογήσουμε με άριστα; Εξάλλου την αναφέρει και το σχολικό βιβλίο...