Η έννοια της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπαίνει σε τροχιά μόνο όταν αυτά απειλούνται; Ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί αν ανατρέξουμε στη πολιτική φιλοσοφία.

Η ιστορική αναδρομή των διεκδικήσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει δείξει ότι άλλα γεγονότα, φαινομενικά άσχετα από την καταπίεση, ήταν αυτά που προκάλεσαν διαδικασίες αλλαγής του τρόπου ή των τρόπων προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολιτικές διαμάχες και δολοφονίες, πόλεμοι, ταξικές συγκρούσεις μάς άνοιξαν τον δρόμο στην υπεράσπιση των διαφορετικών άλλων και όχι η υπεράσπιση των διαφορετικών άλλων αυτή καθ' αυτή.  Από το γενικό αίτημα της Ισότητας-Αδελφοσύνης-Ελευθερίας σταδιακά, με τις ιστορικές α-συνέχειες, περάσαμε στη λεπτομερή χαρτογράφηση της καταπίεσης∙ όχι γιατί η αντίσταση θεωρήθηκε ως η απαρχή μιας ad hoc της υπεράσπισης των ανθρώπων που ζούσαν στις παρυφές. Από την αντίθεσή μας στο φαινόμενο της δουλείας συνδέσαμε, με επιλεκτικότητα, την ανάδειξη συγκεκριμένων τύπων καταπίεσης χωρίς να καταφέρνουμε να συμπεριλάβουμε όλους τους τύπους σε μια συμπεριληπτική οπτική-αντίληψη της προστασίας. Κάτι περισσεύει πάντα σε μια αέναη πάλη του  «καλού» με το «κακό».  

Ειδικότερα, ενώ στο ζήτημα της επισήμανσης των εξουσιαστικών μορφών που εννοεί η έμφυλη διαφοροποίηση συχνά δεν συμπεριλαμβάνονται άνθρωποι που έχουν απεικονιστικά και άλλες ισχυρές ιδιότητες (ανάπηροι, μετανάστες, άστεγοι) σε μια ολιστική δικαιωματική αρχή διαρκούς συνομιλίας με τις επιμέρους ιδιότητές τους.

Ο κατακερματισμός των δικαιωμάτων αποτυπώνεται στον ακτιβιστικό χώρο, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό αναδεικνύει μια εμμονή στη θεματική λογική, στις επιμέρους εξειδικεύσεις του, όχι μόνο στους χώρους που εξειδικεύεται αλλά με προσθέσεις αλλεπάλληλων υποκατηγοριών. Για παράδειγμα στον χώρο της αναπηρίας παρατηρούμε αναρίθμητες εξειδικεύσεις ανά κατηγορία και υποκατηγορία αναπηρίας σαν να προσπαθούμε να ενώσουμε αιτήματα ανθρώπων που εμφανίζονται ότι συγγενεύουν πολιτισμικά μόνο και μόνο επειδή έχουν όχι μόνο την ίδια αναπηρία αλλά και τον ίδιο βαθμό λειτουργικών περιορισμών. Η ιατρική γνωμάτευση είναι συνήθως το αναγνωριστικό πιστοποιητικό που επιβάλλει ταξινομήσεις αιτημάτων και κατασκευάζει όχι μόνο πολιτισμικές ομοιότητες αλλά κυρίως διαφορές μεταξύ αναπήρων. Και πάλι κάτι περισσεύει κάθε φορά. Ένα από αυτά που μένουν έξω στον δημόσιο διάλογο είναι η διαπραγμάτευση της υπεράσπισης της σεξουαλικότητας των ανάπηρων ατόμων παρόλο που τόσα έχουν ειπωθεί στο ζήτημα αυτό για τόσες και τόσες κοινωνικές ομάδες που δυναμικά αμφισβητούν τα κυρίαρχα πρότυπα των έμφυλων διαφοροποιήσεων. Ο άφυλος απεικονιστικός τόπος της αναπηρίας ακόμη και σήμερα παραμένει σε ένα θεωρητικό κενό στο επίπεδο των διεκδικήσεων και συνάμα δημιουργεί ερωτήματα για όσους και όσες εκφράζονται ανοιχτά στο θέμα αυτό προκαλώντας αντιδράσεις για το αν είναι χρήσιμο να προχωράμε σε νέες κατηγοριοποιήσεις προκειμένου να συζητηθεί η σύνδεση της θεωρίας περί φύλου και αυτής της αναπηρίας.

Συνήθως οι ομάδες διεκδίκησης δικαιωμάτων ακολουθούν τις κατηγοριοποιήσεις του κράτους και ενώ εμφανίζονται ως ομάδες πίεσης για να προωθήσουν αιτήματα που το κράτους δεν συμπεριλαμβάνει στις πολιτικές που εφαρμόζει, στην ουσία ενστερνίζονται τη ρητορική και πρακτική των κυρίαρχων ιατρικοκεντρικών τρόπων κατασκευής της αναπηρίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα αιτήματα να τεμαχίζονται και να αποδυναμώνονται για να χαθεί ο συλλογικός χαρακτήρας τους. Επίσης, οι ακτιβιστικές οργανώσεις στην προσπάθειά διεκδίκησης δικαιωμάτων υπογραμμίζουν τα διακριτά χαρακτηριστικά των επιμέρους ομάδων ανά αναπηρία καταλήγοντας να παρουσιάζουν λεπτομέρειες ιστοριών σε μια συρραφή που δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε το αποκρυστάλλωμα των διαφορών που ενδεχομένως εντοπίζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ρητορική που αναπτύσσουν στο θέμα της προσβασιμότητας όπου ανά κατηγορία αναπηρίας επισημαίνονται συγκεκριμένα κάθε φορά εμπόδια που απασχολούν την ομάδα που τα διεκδικεί με αποτέλεσμα η αναπηρία να παρουσιάζεται ως ένα τεχνικό πρόβλημα και όχι ως μια γενική κατηγορία αλλότητας που ασκεί κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις για το πως σχεδιάζεται η αποσπασματικότητα της προσβασιμότητας που εντέλει αναφέρεται σε όλους μας, ανάπηρους και μη.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο των διεκδικήσεων είναι η αποδοχή και αναπαραγωγή της αντίληψης περί πλειοψηφίας/μειοψηφίας με αναφορές στο 10% του πληθυσμού που είναι είτε ανάπηροι/ες, είτε ΛΟΑΤ κά. Η ποσοτικοποίηση και η αναλογική παρουσίαση των κατηγοριών είναι το αποτέλεσμα της περιγραφικής λογικής που απολυτοποιεί, παγώνει τους συσχετισμούς μεταξύ των πολιτών και μας απομακρύνει από την ανάλυση των δομικών χαρακτηριστικών των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών στοιχείων του ευρύτερου σκηνικού μέσα στο οποίο υπάρχουμε όλοι μας. Οι ανάπηροι πολίτες είναι μια μειοψηφία που διαφοροποιούνται από τους μη ανάπηρους πολίτες επειδή περιγραφικά και περιπτωσιολογικά έχουν συγκεκριμένες βλάβες ή είναι πολίτες που διαφοροποιούνται λόγω των κυρίαρχων αντιλήψεων για το ποιος/α νοείται ηγεμονικά ως "παραγωγικός/η", "ικανός/η", "ενεργός/η" και "χρήσιμος/η" για τις ανάγκες που εξυπηρετούν την νεοφιλελεύθερη οικονομία; Οδηγούμαστε σ' αυτό το ερώτημα στην προσπάθειά μας να αποκρυπτογραφήσουμε τις διεκδικήσεις αμφισβητώντας την τομεακή πρακτική και να προτείνουμε την συνισταμένη των αιτημάτων. Οι ρυθμίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανάπηρων πολιτών δεν αφορούν μόνο τους ίδιους αλλά όλη την κοινωνία. Διεκδικώντας δικαιώματα δεν μπορούμε να μην αναφερόμαστε και σ' αυτά των γονέων και κηδεμόνων, φροντιστριών και φροντιστών, εργαζομένων, εκπαιδευτικών κ.λπ. και στο πώς όλες αυτές οι ομάδες-ιδιότητες κατασκευάζουν και αναπαράγουν όχι μόνο τι σημαίνει ανάπηρος/η αλλά παιδί, εργασία, προσφορά, γονεϊκός ρόλος, ακτιβιστής και ένα σωρό άλλες. Αν απλώσουμε τα αιτήματα θα κατανοήσουμε ότι οι διεκδικήσεις είναι κοινές και συλλογικές και στόχος μας δεν μπορεί και δεν είναι χρήσιμο να είναι μόνο οι "ευπαθείς ομάδες" αλλά η κοινωνία στην ευπάθειά της.

Το πώς αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα τους ανάπηρους μαθητές, ετικετοποιώντας τους ως μια μειονότητα άκριτα συνδεδεμένη με την ταμπέλα "μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες" αυτόματα συνδέεται με πώς το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα προχωρά στην απόκρυψη των δικών του μαθησιακών δυσκολιών. Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συμβαίνει με τόσες και τόσες ταμπέλες που το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί για να αναπαράγει τον εαυτό του χωρίς να απλώνονται ερωτήματα του τύπου: Γιατί υπάρχουν τόσα ιδιωτικά κέντρα αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών στην χώρα; Είναι όντως προϊόντα της διεύρυνσης της γνώσης στην υπηρεσία των μαθητών στο όνομα της προστασίας τους ή είναι προϊόντα ενός νεοφιλελεύθερου εκπαιδευτικού μάρκετινγκ προώθησης εξειδικευμένων επαγγελματιών δεμένων στο άρμα της αγοράς εργασίας με συγκεκριμένους προσανατολισμούς για το ποιοι/ες είναι οι εκλεκτοί μαθητές του συστήματος;

Στο όνομα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μια ολόκληρη αγορά κατασκευάζει διαφορετικότητες ψυχολογικοποιώντας τη μαθησιακή διαδικασία αποφεύγοντας έτσι να θίξει τις οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις της ετικετοποίησης μαθητών και μαθητριών. Οι διαφορετικότητες είναι άσχετες όπως προκύπτουν, αν συσχετιστούν με τα άκαμπτα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, τα απροσπέλαστα σχολεία και την σχολική κουλτούρα; Προστατεύονται όντως τα ανθρώπινα δικαιώματα ή με το πρόσχημα της προστασίας τους ενισχύεται η εξουσιαστική λογική του ευρύτερου οικονομικού σκηνικού για τον έλεγχο των εκπαιδευτικών συστημάτων; Τι σημαίνει εξατομικευμένη διδασκαλία από τη στιγμή που εφαρμόζεται ένα ενιαίο εθνικό πρόγραμμα σπουδών; Θυμίζουν περισσότερο απόπειρες προστασίας του Προκρούστη με τον έλεγχο των προδιαγραφών του κρεβατιού που μικραίνει και μεγαλώνει, ανάλογα με τις επιταγές του εκπαιδευτικού συστήματος, μεταβάλλοντας το μύθο σε μια ακόμα πιο σκληρή εκδοχή του. Αυτή η προκούστεια προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λειτουργεί εις βάρος της και ενισχύει το υποκριτικό ενδιαφέρον μας  για το "καλό των απανταχού διαφορετικών άλλων", που μ΄ αυτόν τον τρόπο κατασκευάζονται ως «ευπαθείς» και «άλλοι».  

*Δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Εκπαιδευτικός

Ετικέτες