Μια οδυνηρά επίκαιρη μελέτη για τη «νόσο της πείνας», για το φόβο και το άγχος, για τις στρατηγικές των κυρίαρχων που αποσκοπούν να εμπνεύσουν στον πληθυσμό «έναν σωτήριο για μας φόβο» - και τη μόνη απάντηση: την αντίσταση…

Των Φ. Σκούρα, Α.Χατζηδήμου, Α. Καλούση, Γ. Παπαδημητρίου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ/ΤΡΙΑΨΙΣ ΛΟΓΟΣ 3

Η λαίλαπα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου συντάραξε και κινητοποίησε το σύνολο των διαθέσιμων δυνάμεων στους τομείς της ψυχικής υγείας. Η ελληνική ψυχιατρική την εποχή εκείνη παρουσίαζε εικόνα ανάλογη με τη γενική κατάσταση της χώρας σε οικονομικό, πολιτικό και διανοητικό επίπεδο. Ωστόσο, υπήρξε σεβαστός αριθμός αξιόλογων νευρολόγων-ψυχιάτρων που, μετά από σπουδές στο εξωτερικό, άσκησε το επάγγελμά του στην Ελλάδα. Μέσα σε τούτο το πλαίσιο εμφανίζεται το 1947 το καινοφανές σύγγραμμα με τον τίτλο: «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους» με υπέρτιτλο: «Aπό το ιατρικό χρονικό της Κατοχής».

Η εργασία αυτή είναι είναι αφιερωμένη στους δύο πρωταγωνιστές της Κατοχής στην Ελλάδα: την πείνα και την τρομοκρατία. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία σταχυολογήθηκαν από χρονικά της, επίσημες εκθέσεις και στατιστικές, επιστημονικές εργασίες, ιστορικά και λογοτεχνικά έργα της εποχής αλλά και από τον παράνομο Τύπο. Επίσης, μοιράστηκε ερωτηματολόγιο όσο γινόταν πιο πλατιά και σε διάφορα κοινωνικά στρώματα. Έγινε συστηματική προφορική έρευνα ενώ πολλοί διέθεσαν το υλικό από σημειώσεις και ημερολόγια που είχαν  κρατήσει την εποχή της Κατοχής.

Πολύ ενδιαφέροντα ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας σε σχολεία. Γράφουν οι συγγραφείς: «Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας ξεπέρασαν τις αρχικές μας προσδοκίες. Μέσα από τις στενές αυτές σελιδούλες, με τους περίεργους  γραφικούς  χαρακτήρες και το πιο ανομοιογενές ύφος -από το πιο σχολαστικό κι επιμελημένο, ως το πιο επιγραμματικό και ακόμα και το πιο διεξοδικό κι επικό- ξεπετιέται όλη η ιστορία της Κατοχής». Και: «Φυλλομετρώντας τα στενόμακρα αυτά φυλλαράκια, περνούν μπροστά από τα μάτια μας, σαν πανόραμα όλες οι γνώριμες, τραγικές εικόνες της Κατοχής. Και πρώτα-πρώτα η πείνα, ατέλειωτη πομπή».

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφορά τη μελέτη του άγχους και του φόβου.   Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στη σύγχιση που γίνεται ανάμεσα στις έννοιες του φόβου και του άγχους και στην ανάγκη της μεταξύ τους διάκρισης. Ο φόβος είναι ευνοϊκή κατάσταση για δράση (φυγή ή άμυνα), καθώς προκαλείται από συγκεκριμένο αντικείμενο, ενώ αντίθετα το χαρακτηριστικό του άγχους (πραγματικού κι όχι νευρωσικού) είναι η οδυνηρή αναμονή ενός άγνωστου, ακαθόριστου κινδύνου. Έτσι κι ο σκοπός της ναζιστικής τρομοκρατίας«ήταν να δημιουργήσει για τον πληθυσμό τέτοιες συνθήκες, όπου κάθε αίσθημα ασφάλειας θα εξαφανιζόταν και τη θέση του θα έπαιρνε ένας άπαυτος, εξαιρετικά οδυνηρός, αγχώδης φόβος, που δεν θα επέτρεπε καμιά άλλη σκέψη και κανένα άλλο συναίσθημα. Έτσι θα οδηγούνταν ο λαός σε μια αληθινή ψυχική οπισθοδρόμηση. Γρήγορα έγινε φανερό πως δεν υπήρχαν παρά δύο μονάχα διέξοδοι από την οδύνη: ή η συνεργασία με τον κατακτητή  ή η αντίσταση, που αν και μεγάλωνε τους κινδύνους, επέτρεπε την κυριαρχία του άγχους από τη δράση, τη γνώση και τη συνείδηση του κινδύνου».

Σε μια εγκύκλιο των Γερμανών που κυκλοφόρησε κατά τον Ισπανικό εμφύλιο, διαβάζουμε: «Μια από τις ουσιαστικές συνθήκες της Νίκης είναι να κλονίσουμε το ηθικό των εχθρικών στρατευμάτων (...) είναι απαραίτητο να εμπνεύσουμε στον πληθυσμό ένα σωτήριο για μας τρόμο. Ένας κανόνας επιβάλλεται: Όλα τα χρησιμοποιούμενα μέσα πρέπει να είναι θεαματικά κι εντυπωσιακά». Στο  ελληνικό ραδιόφωνο και τον Τύπο προβάλλονταν ευρέως οι εκτελέσεις αθώων ομήρων, τα μπλόκα, οι χωρίς λόγο εκτοπισμοί. Π τώματα γυμνά, παραμορφωμένα από τα βασανιστήρια εγκαταλείπονταν από τους ναζί τη νύχτα στους δρόμους για να τρομοκρατήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η βασική τακτική ήταν η τακτική του μυστηρίου και του αγνώστου. Κανείς δεν ήξερε αν και για ποιο λόγο θα συλληφθεί ή θα εκτελεστεί. Η αγωνία με την παθητική αναμονή έφτανε στο κατακόρυφο.

Το βιβλίο βρίθει από τις περιγραφές των θυμάτων, που καταθέτουν με αλλόκοτα ωμό ρεαλισμό τις καταστάσεις οριακής οδύνης, τρόμου κι αγωνίας στις πόλεις, τις φυλακές και τα στρατόπεδα, όπου «Το σύμπαν ολόκληρο γίνεται μια στάλα. Όλα δεν είναι τίποτε άλλο παρά δυο σπασμένα κόκκαλα, δυο μαραμένα χέρια που τα λιανίζει κάποιος αόρατος με μια λίμα».

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μελετάται το πιο αποτελεσματικό τρομοκρατικό μέσο της Κατοχής: η πείνα που τάραξε βαθύτατα όλο το ψυχικό εποικοδόμημα του λαού, δρώντας στη βαθύτερη ενστικτώδική ζωή και τα βιολογικά θεμέλια των ανθρώπων. Αναφέρονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα στάδια που ακολουθεί η νόσος της πείνας. Πρώτο είναι το διεγερτικό στάδιο, κατά το οποίο ο άρρωστος διακατέχεται από ανυπόφορο εκνευρισμό και υπερκινητικότητα. Το χαρακτηριστικότερο γεγονός αυτού του σταδίου είναι η άμβλυνση του αισθήματος της αηδίας, που σε συνδυασμό με την έλλειψη κάθε αίσθησης ατομικής κι ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κατέβαζαν τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου. Η επιθετικότητα, τα παρανοϊκά σύνδρομα καθώς και η άμβλυνση των αισθημάτων αλληλεγγύης για το συνάνθρωπο θα είχαν οδηγήσει την κοινωνία στην πλήρη κανιβαλιστική έκπτωση αν μέσω του κινήματος Αντίστασης, των λαϊκών συσσιτίων κ.λπ., δεν είχε πραγματωθεί μια αντίθετη κίνηση «εξανθρωπισμού κι ενηλικίωσης της προσωπικότητας».

Το δεύτερο στάδιο της πείνας είναι εκείνο της κατάπτωσης, των βαρύτατων οργανικών συνεπειών και της έκπτωσης του ψυχισμού προς τα κατώτερα ονειρικά και υπονοϊκά επίπεδα. Είναι ο προθάλαμος του τελικού σταδίου, που διαρκεί μόνο λίγες μέρες κι οδηγεί σε θάνατο από υπογλυκαιμία που ο οργανισμός αδυνατεί ν’ αντισταθμίσει.

Η μελέτη αυτού του συγγράμματος αποτελεί μια σκληρή και συγχρόνως πολύτιμη εμπειρία. Όπως γράφουν και οι συγγραφείς του: «Προσπαθήσαμε να είμαστε συνεπείς σε μια αυστηρή επιστημονική μέθοδο των προβλημάτων που μας απασχόλησαν. Θεωρούμε λυτρωτική κάθε ανάλογη προσπάθεια. Είναι η συνέχιση της προσπάθειας για ψυχική ανασυγκρότηση. Είναι ό,τι θα μας κάνει να φτάσουμε στο αναγκαίο ηθικό ύψος, για να πετύχουμε την ψυχική και ηθική  κάθαρση». Από την άλλη μεριά, αναδύεται η επιθυμία μελέτης της  ψυχοπαθολογίας του κατακτητή, του βασανιστή, του εκτελεστή αλλά και των σύγχρονων συνεχιστών και νοσταλγών του.