Η προοπτική των εκλογών το φθινόπωρο έχει βάλει φωτιά στα «επιτελεία» της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και σωστά. Οι ερχόμενες εκλογές θα είναι μια σημαντική πολιτική μάχη, που στο κέντρο της θα έχει το ζητούμενο της ανατροπής της αδίστακτης κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το εάν θα γίνει εφικτή η ανατροπή της κυβέρνησης , είναι ένα πολιτικό ερώτημα που η απάντησή του θα κριθεί από το πώς θα διεκδικηθεί αυτή η ανατροπή. Από το εάν και κατά πόσο θα τεθούν ξεκάθαροι οικονομικο-κοινωνικοί και πολιτικοί στόχοι, ελκυστικοί και πειστικοί για τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Από το εάν και κατά πόσο θα δημιουργηθεί ένα πολιτικό ρεύμα που θα διεκδικεί το να μην περιοριστεί το διακύβευμα των εκλογών στην εναλλαγή του διαχειριστή μιας -λίγο ή πολύ- δεδομένης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά να πάρει τη διάσταση της ανατροπής όλης της κυρίαρχης κατεύθυνσης, τη διάσταση της απαίτησης για μια ριζική αλλαγή του συσχετισμού πολιτικής δύναμης μεταξύ των βασικών κοινωνικών «στρατοπέδων».
Σε αυτήν την εφημερίδα έχουμε κατ’ επανάληψη γράψει ότι επιθυμούμε την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη «από τα κάτω και από αριστερά». Αν και φτάνουμε στις παραμονές των εκλογών, ένα τέτοιο ρεύμα εργατικής/λαϊκής κινητοποίησης απέχει ακόμα αισθητά από τα αναγκαία επίπεδα. Αυτή είναι η πραγματική βάση για να ερμηνεύσουμε το γιατί η ΝΔ διατηρεί -τουλάχιστον στις δημοσκοπήσεις- σοβαρές ελπίδες για να διατηρήσει τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.
Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία η παρέμβαση του κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ενός κόσμου που αποτελεί τμήμα της ραχοκοκκαλιάς των κινητοποιήσεων αντίστασης, ενώ σήμερα «σκέφτεται» αν θα ψηφίσει ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25 ή τα ψηφοδέλτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (με την πιο «μαζική» εκπροσώπηση κυρίως από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την Αριστερή Πρωτοβουλία…).
Η παρακάτω πορεία οφείλει να συνδεθεί με μια βαθύτερη συζήτηση για τη συγκυρία και τις προοπτικές.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη λειτούργησε σαν μια πολεμική μηχανή στην υπηρεσία του κεφαλαίου και όχι σαν μια απλή «διαχειριστική» αστική κυβέρνηση. Η πολιτική της δεν καθορίστηκε από μια απλή (και όπως πάντα…) «ταξική μονομέρεια», αλλά από μια συντεταγμένη προσπάθεια «αντίστροφης αναδιανομής» σε βάρος των εργαζομένων και των φτωχών και ασύστολα υπέρ των καπιταλιστών και των ανώτερων μεσοστρωμάτων που είναι στην ουρά τους. Στο επιτελείο της ΝΔ γνωρίζουν ότι αυτή είναι η βάση της δύναμής τους και δεν σκοπεύουν να παραχωρήσουν ούτε ένα προσωρινό «τάιμ-άουτ» της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας ενόψει εκλογών.
Στην απέναντι πλευρά, στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης. Μάλιστα προς μια σοσιαλδημοκρατία χωρίς σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και με την αυταπάτη ότι δεν είναι πλέον αναγκαίο ούτε καν ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ότι είναι αρκετή μια «εκλογική μηχανή» στηριγμένη στη «λάμψη» του Αρχηγού που θα περιτριγυρίζεται από ένα πειθήνιο σταρ σύστεμ στελεχών, κυρίως ψηφοθηρικών επιδόσεων. Για όποιον/α δεν επιθυμεί να εθελοτυφλεί, αυτό ήταν το νόημα των πολιτικών αποφάσεων αλλά και των οργανωτικών «νεωτερισμών» που ο Τσίπρας επέβαλε στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το «κόμμα-Προοδευτική Συμμαχία» θα επιχειρήσει να αντιτάξει στον πολεμικό καθεστωτισμό του Μητσοτάκη μια πολιτική «στρατηγική» που ισχυρίζεται ότι μπορεί να ικανοποιήσει τους πάντες, και τους εργάτες και τους καπιταλιστές, και τους φτωχούς και τους πλούσιους, μέσα σε μια υπόσχεση ανέφελης «ανάπτυξης» που τάχα μπορεί να διασφαλίσει η «πολιτική βούληση» της ηγεσίας του. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφύγει σε μια πολιτική ελάχιστων συγκεκριμένων δεσμεύσεων απέναντι στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, γι’ αυτό ο Τσίπρας δεν διστάζει να δηλώνει «έτοιμος για κυβερνήσεις συνεργασίας». Προσοχή: Οι μετέπειτα διευκρινίσεις ότι αυτό δεν αφορά σενάρια «μεγάλου συνασπισμού», σενάρια συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ και «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων», έχουν ελάχιστη αξιοπιστία, ειδικά όταν προφέρονται από τα χείλη κάποιου που (παραβιάζοντας σαφείς συνεδριακές αποφάσεις του κόμματός του) συγκυβέρνησε με τον Καμμένο και τον Παυλόπουλο.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η πολιτική πρόθεση «να μαυρίσουμε τη ΝΔ» πρέπει να συνδυάζεται υποχρεωτικά με τη δήλωση «καμιά εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ».
Η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά οφείλει να συζητήσει στη βάση κάποιων δύσκολων νέων δεδομένων.
Οικονομική και κοινωνική κρίση
Είναι σαφές ότι στην οικονομία διαμορφώνονται οι συνθήκες μιας νέας «τέλειας καταιγίδας», μιας νέας διεθνούς κρίσης. Ακόμα και στα newsletters των τραπεζών θα βρει κανείς προειδοποιήσεις όπως ότι «το βασικό σενάριο γίνεται η ισχυρή επιβράδυνση το 2022, χωρίς να αποκλείεται η ύφεση το 2023», ότι αναθεωρούνται προς τα πάνω οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό σε όλεςτις χώρες του ΟΟΣΑ (στο 8,8% κατά μέσο όρο το 2022, με προοπτική 6,1% για το 2023), ότι η άνοδος των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα «θα διευρύνει σημαντικά τις ανισότητες σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη», ότι η απειλή του παρατεταμένου στασιμοπληθωρισμού «οδηγεί τις Κεντρικές Τράπεζες στην ταχύτερη ιστορικά απόσυρση μέτρων στήριξης της οικονομίας». Σε μια τέτοια περίοδο οι κυρίαρχες τάξεις θα αντιδράσουν με κλιμάκωση της ταξικής επιθετικότητας. Μια νέα απειλή, συγκρίσιμη με εκείνη των μνημονίων, έρχεται με ταχύτητα κατά πάνω μας. Σε μια τέτοια περίοδο θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι «για σκληρή μάχη ακόμα και για μια κόρα ψωμί» (όπως αποτύπωνε ο Λένιν το νόημα των αποφάσεων του τέταρτου συνεδρίου της Κομιντέρν για το Ενιαίο Μέτωπο), έχοντας ταυτόχρονα πλήρη συνείδηση ότι η υπεράσπιση ακόμα και των στοιχειωδών δικαιωμάτων και κατακτήσεων του κόσμου μας θα είναι αντικείμενο σκληρής σύγκρουσης, «με νύχια και με δόντια», με τον κόσμο των από πάνω κι όχι αντικείμενο διαπραγμάτευσης και διαδικασιών «κοινωνικού διαλόγου».
Σε τέτοιες περιόδους η ενιαιομετωπική δράση, λογική και λειτουργία, γίνεται η λυδία λίθος για την ειλικρίνεια κάθε γραμμής που ισχυρίζεται ότι επιχειρεί την «ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων».
Η παράδοση του Ενιαίου Μετώπου συνιστά μια «μέθοδο» (να ενώσουμε στη δράση «όλα τα σφυριά» που διαθέτουν οι από κάτω…), αλλά και έναν αυστηρό πολιτικό προσανατολισμό (ενάντια στα κομβικά στοιχεία της πολιτικής των από πάνω, με στόχο την ανατροπή τους και όχι κάποιους υποθετικά υπαρκτούς «κοινούς τόπους» ταξικής συνεργασίας…). Με την έννοια αυτή, η παράδοση του Ενιαίου Μετώπου αποτελεί πιεστικό μήνυμα προς διάφορους αποδέκτες. Όσοι/ες προσανατολίζονται προς το ΚΚΕ οφείλουν να θυμούνται ότι άλλο πράγμα είναι η «διεύρυνση» των ψηφοδελτίων ενός κόμματος και άλλο πράγμα είναι η επίμονη και σχεδιασμένη ενότητα δράσης με στόχο την κλιμάκωση των αγώνων. Όσοι/ες σκέφτονται προς το ΜΕΡΑ25, οφείλουν να θυμούνται ότι για να υπερασπιστεί κανείς αποτελεσματικά τους εργαζόμενους και τους φτωχούς, πρέπει να συγκρούεται με τους καπιταλιστές και τους πλούσιους. Οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλουν να θυμούνται ότι η προγραμματική επάρκεια δεν υπάρχει έξω από τη δοκιμασία της πράξης, και ότι οι διάφορες επιχειρήσεις «καταγραφής» (ακόμα κι όταν είναι αναγκαίες…) ποτέ δεν υπήρξαν αρκετές και πολιτικά αποτελεσματικές.
Από την προηγούμενη περίοδο έχουμε λάβει την προειδοποίηση ότι η είσοδος του συστήματος σε συγκυρία κρίσης συνοδεύεται με μια ένταση της γενικευμένης κοινωνικής καταπίεσης. Ο ρατσισμός στην Ελλάδα και στην Ευρώπη βαράει κόκκινο. Ο σεξισμός οξύνεται όπως δείχνει το κύμα των βιασμών και των γυναικοκτονιών. Η αδιαφορία των κυρίαρχων ελίτ για τις συνέπειες της περιβαλλοντικής κρίσης και της κλιματικής απειλής γίνεται απολύτως προκλητική.
Σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι αποδεκτό να κυκλοφορούν προς διάλογο κάποιες προγραμματικές προτάσεις πολιτικής/εκλογικής συνεργασίας που υποβαθμίζουν σκανδαλωδώς τα ζητήματα των προσφύγων και μεταναστών, της καταπίεσης των γυναικών των ομοφυλόφιλων, τα ζητήματα της υπεράσπισης των λαϊκών μαζών από τις συνέπειες της περιβαλλοντικής καταστροφής. Μια ορισμένη αντίληψη που υποτιμά τα κοινωνικά κινήματα και μιλά περιφρονητικά για τον «δικαιωματισμό», δεν είναι (όπως νομίζει) μια «σκληρή» ταξική άποψη, αλλά ένας συγκεκαλυμμένος κοινωνικός συντηρητισμός.
Δυστυχώς, σε αυτές τις προκλήσεις έχει προστεθεί μια ακόμα (μεγάλη) δυσκολία.
Πόλεμος και ανταγωνισμοί
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υπήρξε ένα μεγάλο γεγονός, που αλλάζει τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση των τελευταίων 40 χρόνων, δίνει τη θέση της στη μεταβατική περίοδο της «ένοπλης παγκοσμιοποίησης», με μια τάση γρήγορης μετάβασης στις περιφρουρημένες ζώνες επιρροής και στη διασπορά των θερμών «σημείων επαφής» των ανταγωνιστών, στη διασπορά των ανταγωνιστικών συγκρούσεων. Ο κόσμος που έρχεται θυμίζει περισσότερο την προ του 1914 περίοδο, παρά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Η εξέλιξη αυτή έχει (ίσως φυσιολογικά σε ένα αρχικό διάστημα…) επιφέρει διαλυτική σύγχυση και πρόσθετες διαιρέσεις. Αναγνωρίζοντας τις πιθανότητες βελτίωσης μέσα από την αναγκαία πολιτική συζήτηση, έχουμε από την αρχή της εισβολής του Πούτιν ισχυριστεί ότι η απόλυτη ιδεολογική και πολιτική ανεξαρτησία απέναντι στο ΝΑΤΟ αλλά και τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, είναι πλέον μια ελάχιστη προϋπόθεση συγκρότησης. Η μετάβαση από τον μονοπολικό κόσμο της αμερικανονατοϊκής ηγεμονίας στον πολυπολικό κόσμο -όπου η Ρωσία, η Κίνα και άλλοι μικρότεροι «παίκτες» διεκδικούν αναβαθμισμένη μερίδα στη λεία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης- δεν συνιστά από μόνη της ένα καλό νέο, δεν είναι μια «αντικειμενικά» θετική εξέλιξη. Γιατί όλοι οι «πόλοι» των ανταγωνιστών και των συγκρούσεων είναι ιμπεριαλισμοί και η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα για το πόσο καταστρεπτικές μπορούν να γίνουν οι ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στη μακρά περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας, είναι αναντικατάστατης αξίας οι επεξεργασίες της διεθνιστικής-αντιπολεμικής Αριστεράς της εποχής μετά το Τσίμερβαλντ, που ήρθε σε ρήξη με τη Δεύτερη Διεθνή, επιλέγοντας την αυτονομία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς του, τόσο απέναντι στους «χορτάτους» όσο και απέναντι στους «πεινασμένους» καπιταλιστές.
Οργανώσεις και «μετωπικές» συγκροτήσεις που αρνούνται να κάνουν αυτήν την επιλογή, που ψάχνουν στη Ρωσία του Πούτιν ή στην Κίνα του Ξι κάποια «αντίβαρα» στην αμερικανονατοϊκή βαρβαρότητα, ή αντίστροφα που ψάχνουν στο ΝΑΤΟ τα δημοκρατικά αντίβαρα στον ρωσικό ή κινεζικό «ολοκληρωτισμό», δεν θα μπορέσουν να σταθούν μέσα στις δοκιμασίες που έρχονται. Ο «στρατοπεδισμός» στην ουρά του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου είναι πολιτική καταστροφή.
Πολύ περισσότερο που η περιοχή μας είναι το επίκεντρο ενός πολύ επικίνδυνου ανταγωνισμού, του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για την τοπική ηγεμονία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, για το τοπικό μερίδιο του λέοντος στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και τη στρατηγική των αγωγών.
Η διαρκής απειλή ενός ανεξέλεγκτου «θερμού επεισοδίου» δείχνει το πόσο επείγει μια στροφή προς την πολιτική συνεννόησης, συμφιλίωσης, αλληλεγγύης με τον τουρκικό λαό. Και η ιστορία αποδεικνύει ότι τέτοιες στροφές είναι εφικτές μόνο αν η Αριστερά πάρει μεγάλες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, έστω κι αν σε ένα αρχικό διάστημα θα πρόκειται για μονομερείς πρωτοβουλίες απόρριψης του ανταγωνιστικού και τελικά φιλοπόλεμου σπιράλ θεμάτων που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «κυριαρχικά δικαιώματα» (έστω κι αν αυτά είναι γνωστό ότι παραχωρούνται αυτομάτως σε ιμπεριαλιστικούς κολοσσούς τύπου Exxon, Enic, Total κ.ο.κ.).
Τα θέματα της ελληνοτουρκικής κρίσης δεν είναι δυνατόν να μπουν κάτω από το πολιτικό χαλί. Ακόμα και όποιον το επιδιώκει, θα τον εμποδίσουν οι κολοσσιαίοι εξοπλισμοί. Το κόστος των Μπελχάρα, των Ραφάλ και των F-35 θα πληρωθεί από τους μισθούς, τις συντάξεις και τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Για όποιον επιθυμεί να παραμένει σοβαρός, το κοινωνικό ζήτημα στην παρούσα συγκυρία στην Ελλάδα δεν μπορεί να τεθεί με αποτελεσματικό τρόπο, αν δεν απορριφθεί η επιλογή των εξοπλιστικών προγραμμάτων, που αθροιστικά ξεπερνούν σε κόστος το μέγεθος των περικοπών καθενός από τα 3 μεγάλα μνημόνια. Στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης μέσα στο 2021-22 μας ανακοίνωσε, δια των εξοπλιστικών αγορών του, ένα τέταρτο μνημόνιο και ένα τμήμα της Αριστεράς κάνει ότι δεν το κατάλαβε.
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν την «πολιτική ύλη» που θα έπρεπε να απαντηθεί προγραμματικά από τη ριζοσπαστική Αριστερά, προκειμένου να στηριχτεί μια ενωτική και αποτελεσματική εκλογική παρέμβαση. Όμως το ζήτημα της πολιτικής γραμμής και των προγραμματικών απαντήσεων, παρόλη τη σημασία και το βάρος που έχει, δεν είναι το μόνο αποφασιστικό κριτήριο.
Εκλογική τακτική
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, η αντιμετώπιση των εκλογών ήταν πάντα, και εξακολουθεί να είναι, ζήτημα τακτικής. Και τακτική δεν σημαίνει στρατηγική, δεν σημαίνει πάγια και αναλλοίωτη απάντηση, δεν σημαίνει πάγια «συνήθεια». Σημαίνει συγκεκριμένη επιλογή, με βάση τη συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών.
Τα παραδοσιακά εκλογικά «κατεβάσματα» μικρών οργανώσεων της άκρας Αριστεράς, με αμελητέα εκλογικά αποτελέσματα (τα γνωστά 0,τόσο…) αποτελούν μια παράλογη σπατάλη πόρων και προσπαθειών, που όταν επαναλαμβάνεται αενάως στις δεκαετίες, καταλήγει να λειτουργεί συκοφαντικά για κάθε έννοια αριστερής πολιτικής τακτικής.
Η ήττα του 2015 στην Ελλάδα, που έγινε κατανοητή ως ήττα διεθνώς, προκάλεσε μια «αλλαγή πεδίου» σε αυτήν τη συζήτηση. Ένας ευρύτερος κόσμος υποχώρησε από το πολιτικό στο κινηματικό επίπεδο. Τα λεγόμενα «πλατιά κόμματα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπήκαν παντού σε καθοδική πορεία (με εμβληματικά παραδείγματα την κρίση του Podemos στην Ισπανία και την υποχώρηση του Bloco στην Πορτογαλία). Η πορεία αυτή επηρέασε και μετωπικές συγκροτήσεις που θεωρούσαν ότι κάποιες πολιτικές/προγραμματικές επιλογές τις καθιστούσαν οχυρωμένες (όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ελλάδα, ή το NPA στη Γαλλία).
Τα αποτελέσματα του Μελανσόν στη Γαλλία και παραδείγματα στη Λατινική Αμερική, δείχνουν κάποια σημάδια ανάτασης, μια τάση «επιστροφής στην πολιτική». Όμως ακόμα τα συμπεράσματα είναι επισφαλή.
Αυτά περιγράφουν το πρόβλημα: Για μια στοιχειωδώς αποτελεσματική εκλογική παρέμβαση, εκτός από τις αναγκαίες πολιτικές/προγραμματικές απαντήσεις, χρειάζεται και ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής δύναμης και επιρροής. Για να γίνουμε απολύτως συγκεκριμένοι: Στην Ελλάδα σήμερα θα υπήρχε το περιθώριο μιας (δύσκολης) εκλογικής παρέμβασης μόνο εάν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της Αριστερής Πρωτοβουλίας και ορισμένων άλλων αντικαπιταλιστικών οργανώσεων αποφάσιζαν έγκαιρα να κατέβουν μαζί, σε ενιαίο μπλοκ, στις εκλογές.
Τότε θα ήταν θεμιτό να υπολογίζουν σε μια ορισμένη πολλαπλασιαστική δυναμική που προκαλεί η ενότητα στη δράση για να αντισταθμίσουν τις μεγάλες πολιτικές πιέσεις που θα έχει η εκλογική αναμέτρηση.
Η ΔΕΑ έχει δηλώσει ότι την ενδιαφέρει αυτή η προοπτική, κυρίως με το κριτήριο της διαμόρφωσης καλύτερων συνθηκών πάλης στην «επόμενη ημέρα» των εκλογών (που σε κάθε σενάριο αποτελέσματος προβλέπεται δύσκολη κι απαιτητική) και ότι αν προχωρήσει μια σχετική διεργασία θα είναι πρόθυμη να συμμετάσχει και να δεσμευτεί.
Δεν είμαστε αισιόδοξοι. Εάν υπήρχε πράγματι ως ισχυρή αυτή η πρόθεση, θα είχε εκδηλωθεί ήδη με ισχυρότερους συντονισμούς μέσα στο καθημερινό κίνημα και με σοβαρότερους σχεδιασμούς κοινών δράσεων. Μόνον έτσι προκύπτουν βιώσιμα πολιτικά και εκλογικά μέτωπα και όχι βιαστικές εκλογικές συγκολλήσεις περιορισμένων φιλοδοξιών. Αντ΄αυτού, σε εξέλιξη είναι μάλλον το γνωστό blame game, οι καντρίλιες για να φορτωθούν οι «άλλοι» το ναυάγιο μιας ενωτικής απόπειρας, παρά ένα ειλικρινές άνοιγμα της συζήτησης με στόχο να υπάρξει επιτυχία.
Σε αυτό το ενδεχόμενο δεν θα πάρουμε την ευθύνη της συμμετοχής σε κάποια από τις επιμέρους απόπειρες, που θεωρούμε ότι βαδίζουν προς πολιτική και εκλογική αποτυχία.
Θα δηλώνουμε με σαφήνεια αυτό που θα θεωρούμε διαχωριστική γραμμή: Μαύρο στη ΝΔ – Καμία εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ, και θα καλούμε σε ψήφο στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά. Δεν θα έχουμε καμιά πρόθεση να τσακωθούμε με κόσμο που θα προτίθεται να ψηφίσει ΚΚΕ, ή ΜΕΡΑ25, ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή Αριστερή Πρωτοβουλία, προτιμώντας να ανοίγουμε τη συζήτηση για μετεκλογικά καθήκοντα. Με επίγνωση ότι μπροστά σε μια κρίσιμη δοκιμασία, ίσως θα έχει χαθεί μια ακόμα ευκαιρία.
Ο Γ. Βαρουφάκης και οι πολιτικές προτάσεις του ΜΕΡΑ25
Ο Γ. Βαρουφάκης δείχνει αυτή τη φορά υψηλότερα πολιτικά ανακλαστικά απ’ ό,τι έδειξε το 2015. Δείχνει να κατανοεί καλύτερα από τον Αλ. Τσίπρα το γεγονός ότι η ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι καθήκον πολιτικά πιο σύνθετο από την οργάνωση μιας ανέμελης προεκλογικής καμπάνιας, ότι το εναλλακτικό πρόγραμμα για την επόμενη μέρα προϋποθέτει κάποιες σαφείς επιλογές και, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ότι το κοινοβουλευτικό μέλλον του ΜΕΡΑ25 είναι κάθε άλλο παρά διασφαλισμένο. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων επιδίδεται σε μια πιο δραστήρια παρέμβαση που, σε αντίθεση με τους Αλ. Τσίπρα και Ν. Ανδρουλάκη, διαθέτει πολιτικές αιχμές.
Περιδιαβάζοντας τα sites της διεθνούς αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι ο Γ. Βαρουφάκης θα είναι φέτος ένας εκ των προβεβλημένων ομιλητών στο Marxism 2022, στη διεθνή συνάντηση μαρξιστικής συζήτησης που, όπως κάθε χρόνο, διοργανώνει στο Λονδίνο το βρετανικό SWP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα). Φαίνεται ότι ο επικεφαλής του ΜΕΡΑ25, που διατηρεί στενές σχέσεις με τους αστέρες της «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας όπως ο Κόρμπιν, επιχειρεί να διευρύνει τις συζητήσεις του και προς τα αριστερά. Εξ όσων γνωρίζουμε αυτό δεν αφορά μόνο τις διεθνείς σχέσεις του ΜΕΡΑ25, αλλά και επιλογές για διεύρυνση του κύκλου των συνομιλητών του και στην Ελλάδα, μιας και όπως όλοι καταλαβαίνουν οι μέρες ως τις εκλογές θα είναι «γκαστρωμένες».
Τα 7+1 σημεία και οι αμφισημίες
Τις αιχμές στην πολιτική του ΜΕΡΑ25, ο Γ. Βαρουφάκης συγκεκριμενοποίησε και παρουσίασε με τα 7 + 1 σημεία «ως βάση οποιουδήποτε διαλόγου». Σωστά, κάλεσε τα άλλα «αντιδεξιά κόμματα» και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, να παρουσιάσουν τώρα τις αντίστοιχες επιλογές τους αναλαμβάνοντας προεκλογικά τις δεσμεύσεις απέναντι στον κόσμο, ενώ ακόμα πιο σωστά υπογράμμισε ότι όποια «συμμαχική σχέση» θα κριθεί κατά την προεκλογική περίοδο, αφού «μετά την κάλπη κανένα σοβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί». Απ’ ό,τι φάνηκε και με τις δηλώσεις Τσακαλώτου, αυτή η πίεση έγινε αισθητή στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στα 7 + 1 σημεία του ΜΕΡΑ25, υπάρχουν στόχοι που με αυθεντικό τρόπο είναι σημαντικοί για τον κόσμο. Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στον κατώτατο μισθό, η επανεθνικοποίηση της ΔΕΗ, μια σημαντική μείωση του ΦΠΑ, η ρήξη με την εξορυκτική στρατηγική και η «απόσυρση από τον μιλιταριστικό-εξορυκτικό άξονα με Ισραήλ-Κύπρο-Αίγυπτο-Εμιράτα» είναι δεσμεύσεις που πχ ο Αλ. Τσίπρας έχει αποφύγει να αναλάβει.
Ο Γ. Βαρουφάκης μοιάζει να προτείνει την έξοδο από το ΝΑΤΟ και τη ρήξη με το καθεστώς των αμερικανονατοϊκών βάσεων. Όμως η περιληπτική αναφορά σε έναν τόσο μεγάλο στόχο, όπως και οι αμφισημίες στις διατυπώσεις, υπονομεύουν την αξιοπιστία αυτής της εξαγγελίας.
Προκύπτει έτσι το ζήτημα της σαφήνειας στο γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Βαρουφάκης εντάσσει τους στόχους του, αλλά και της μεθόδου που είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει για να τους προσεγγίσει. Ενάντια σε ποιους στρέφεται η πολιτική του ΜΕΡΑ25; Ο Βαρουφάκης απαντά ότι εντάσσει την πολιτική του σε «ένα Μεγάλο Όραμα για οριστική ανατροπή της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου… που μας επιβάλει να φυτοζωούμε σε μια ιδιότυπη φυλακή του χρέους». Καλή είναι η αντίθεση στην «αυτοκρατορία του κεφαλαίου», αλλά είναι γνωστό ότι σήμερα τυπικά ζούμε σε συνθήκες «δημοκρατίας του κεφαλαίου», οπότε ο Γ.Β. πρέπει να μας πει κάτι και γι’ αυτές. Από αυτή την άποψη, οι φίλοι του Γ.Β. όπως ο Κόρμπιν και ο Σάντερς, είναι σαφέστεροι γιατί εντάσσουν τη σκέψη τους στα πιο παραδοσιακά «δίπολα», μιλώντας για «καπιταλισμό-σοσιαλισμό». Δεν εκφράζουμε θεωρητικές ανησυχίες. Στα 7+1 σημεία του ΜΕΡΑ25 απουσιάζει κάθε μέτρο (πέρα από την αύξηση της φορολογίας μόνο των μεγάλων επιχειρήσεων στο 30%) που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως τάση περιορισμού των καπιταλιστών. Αλήθεια, πόσο πιθανή είναι μια «έξοδος από το δυστοπικό εκμεταλλευτικό σύστημα» χωρίς σύγκρουση με την πραγματική κυρίαρχη τάξη;
Ο Γ.Β. θέτει το στόχο της «απόδρασης από τη φυλακή του χρέους», αλλά «παραμένοντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το επιχείρημά του αφορά τους κανόνες αποβολής («αντίθετα με την Ευρωζώνη απ’ όπου η τρόικα μπορεί να σε αποβάλει έμμεσα, κλείνοντας τις τράπεζές σου… από την ΕΕ δεν υπάρχει τρόπος να διώξουν κράτος-μέλος»). Εδώ, νομίζουμε, ότι ο Γ.Β. βαδίζει ενάντια στην εμπειρία του στο 2015, αλλά και ενάντια στο πνεύμα των αυτοκριτικών του λίγο αργότερα. Η «χάρτινη» διάκριση μεταξύ Ευρωζώνης και ΕΕ, είναι πολύ ασθενικό επιχείρημα μπροστά στα οικονομικά τανκς που οι δύο όψεις αυτού του ίδιου θηρίου έχουν στη διάθεσή τους.
Αυτές οι γενικότερες αμφισημίες επιβάλουν μια προσεκτικότερη «ανάγνωση» των 7+1 σημείων. Για παράδειγμα, γιατί η ΑΤΑ ορίζεται ως στόχος μόνο για τον κατώτατο μισθό και όχι συνολικά για τους μισθούς και τις συντάξεις, όπως ήταν στην παραδοσιακή γλώσσα του εργατικού κινήματος; Γιατί μια πολιτική ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις συγκεκριμενοποιείται μόνο στη (σωστή) επανεθνικοποίηση της ΔΕΗ και δεν επεκτείνεται σε άλλες ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και οργανισμούς «στρατηγικής σημασίας»; (πχ ΟΤΕ, σιδηρόδρομοι, λιμάνια κ.ο.κ.). Γιατί στους κρίσιμους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης δεν υιοθετείται η ολοφάνερα αναγκαία επιλογή της ενίσχυσης του δημόσιου τομέα με τον περιορισμό του ιδιωτικού, αλλά υιοθετείται ο ομιχλώδης όρος «κοινωνικοποίηση της δημόσιας υγείας και παιδείας…»; Τι θα γίνει με ορισμένες βάρβαρες «μνημονιακές» ρυθμίσεις που ενώ επιβλήθηκαν ως έκτακτες, έχουν μονιμοποιηθεί (πχ ΕΝΦΙΑ, «Εισφορά» Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ.ο.κ.);
Με αυτή την έννοια, τα βήματα μπροστά του Γ.Β. και η ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής του κόμματός του είναι καλοδεχούμενα νέα. Όμως είναι βήματα περιορισμένα, διστακτικά, και πίσω από τις ανάγκες των καιρών.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά