Το μέγεθος και ο ριζοσπαστισμός των μεγάλων εργατικών-λαϊκών κινητοποιήσεων της 28 Φλεβάρη ανοίγουν πιθανότητα μια «νέα κατάσταση» και, ως γνωστόν, τότε προκύπτουν «νέα καθήκοντα».
Στις 28 Φλεβάρη η κινητοποίηση του κόσμου από τα κάτω δείχνει την αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα, να γυρίσουμε σελίδα στο λογαριασμό που άνοιξε το 2011, να διεκδικήσουμε και να πάρουμε πίσω όσα έχασε ο κόσμος μας μέσα από την επιβολή της «μνημονιακής» βαρβαρότητας –δηλαδή των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων– μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης του συστήματος.
Το πρώτο καθήκον είναι να διεκδικηθεί το κέρδισμα αυτής της νέας μαζικής ριζοσπαστικοποίησης από την Αριστερά, από την πολιτική και τις παραδόσεις του εργατικού αντικαπιταλισμού. Μοιάζει αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Γιατί, για παράδειγμα, ένα ρεύμα εκλογικίστικου «ριζοσπαστικού» λαϊκισμού (όπως το εκφράζει το «Ούτε αριστερά – Ούτε δεξιά – Μπροστά», της Πλεύσης Ελευθερίας) μοιάζει να κερδίζει, τουλάχιστον στις δημοσκοπήσεις, ένα υπολογίσιμο μέρος της οργής που προκάλεσε το έγκλημα στα Τέμπη. Το ζήτημα είναι διεθνές. Στη Γερμανία η Σάρα Βάγκενκνεχτ προκάλεσε μια σημαντική διάσπαση στην Αριστερά, στρέφοντας προς τις λατινοαμερικάνικες τακτικές του εκλογικού «λαϊκισμού», χωρίς να διστάζει να παραβεί τις διαχωριστικές γραμμές με τη ρατσιστική ακροδεξιά και να διεκδικεί ψήφους με μια πολιτική στρατηγική «εθνικής προτεραιότητας». Η ήττα της Σάρας Βάγκενκνεχτ στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές είχε ως προϋπόθεση μια «αριστερή στροφή» του Die Linke και την ανάδειξη μιας νέας γενιάς ριζοσπαστών ακτιβιστών στην ηγεσία του. Εδώ το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι, τουλάχιστον για την ώρα, η ανάδυση και η επιρροή ενός ρεύματος ανάλογου με τη γερμανική BSW, αλλά μάλλον η πολιτική διάχυση και η σύγχυση, που κάνουν πολλούς «μνηστήρες» (συμπεριλαμβανομένων των Ανδρουλάκω και Σ. Φάμελλου…) να θέλουν να «ψαρέψουν» μέσα στο πλατύ ρεύμα που εκφράστηκε.
Πρόγραμμα
Για να δώσει αποτελεσματικά συνέχεια στη δράση του, ο κόσμος των διαδηλώσεων της 28 Φλεβάρη θα χρειαστεί, σταδιακά, να συγκεντρωθεί γύρω από ένα σαφές και συγκεκριμένο πρόγραμμα εργατικών-λαϊκών διεκδικήσεων. Η πάλη για την ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων (που δεν αφορά μόνο τα τρένα, αλλά και τα νοσοκομεία, τα σχολεία, το ρεύμα, το φυσικό αέριο, το νερό κλπ) είναι ένα προφανές και πρώτο «κέντρο» αυτού του αναγκαίου προγράμματος. Όμως όχι το μόνο. Οι λέξεις μισθός, σύνταξη, εργασιακές σχέσεις, σύμβαση, κοινωνικές δαπάνες, φόροι, δημόσιος έλεγχος στις τιμές, κατοικία κ.ο.κ. αποτελούν τις «συντεταγμένες» μιας αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης της εργατικής-λαϊκής πείρας της τελευταίας δεκαετίας που μπορεί να αποκρυσταλλώσει ένα συγκεκριμένο και κρουστικό «μεταβατικό πρόγραμμα», αναγκαίο και ικανό για να αλλάξει η κατάσταση που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Στην απαρχή της τρέχουσας περιόδου, την επομένη των Τεμπών, το ΚΚΕ εκδήλωσε μια αδικαιολόγητη απέχθεια απέναντι στην πάλη για την ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων, και μάλιστα με «φλας αριστερά», ισχυριζόμενο ότι είτε υπό δημόσιο είτε υπό ιδιωτικό έλεγχο οι μεγάλες επιχειρήσεις και οργανισμοί παραμένουν… καπιταλιστικοί. Ήταν και είναι μια παθητική αντιμετώπιση ενός κομβικού σημείου του προγράμματος των «από πάνω». Είναι γεγονός ότι κάτω από την πίεση της συγκυρίας, η τάση αυτή δείχνει να «μαζεύεται» από την ηγεσία του ΚΚΕ και αυτό είναι θετικό νέο.
Δράση στο κίνημα
Όμως για την Αριστερά το πρόγραμμα ποτέ δεν ταυτιζόταν με κάποιες «λαμπρές» ιδέες ριγμένες στο χαρτί. Το πρόγραμμα συμπυκνώνει δυνατότητες δράσης, πιθανότητες νίκης, συγκεκριμένες σχέσεις με τα όργανα πάλης των μαζών. Σήμερα η κατάσταση που όλοι αντιμετωπίζουμε στα συνδικάτα, στις οργανωμένες μορφές του νεολαιίστικου κινήματος, στις συλλογικότητες στις συνοικίες κ.ο.κ. είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι σε προηγούμενες μεγάλους ξεσηκωμούς και, εν πάση περιπτώσει, κατώτερη των απαιτήσεων της συγκυρίας. Η ενότητα στη δράση από τα κάτω με στόχο να κλιμακωθούν οι δυνατότητες αντίστασης του κόσμου μας, μια συγκροτημένη και γενικευμένη ενωτική-μαχητική τακτική μέσα στο κίνημα και τα όργανά του, είναι κατά τη γνώμη μας ένα σπουδαίο «προγραμματικό» στοιχείο. Στον αντίποδα βρίσκεται η πολιτική παθητικότητα, έστω κι αν κρύβεται πίσω από κατεβατά «επαναστατικού» βερμπαλισμού.
Συζήτηση
Μια τέτοια ενωτική και συνάμα ριζοσπαστική/μαχητική τακτική γίνεται αναγκαία για να αντιμετωπιστούν πτυχές των διεθνών εξελίξεων. Ο κόσμος μας βομβαρδίζεται από εικόνες θρασύτατων προκλήσεων, όπως του Τραμπ και άλλων «ηγετών». Για να στηριχτεί και να συνεχίζει να παλεύει έχει ανάγκη να στηριχτεί σε δύναμη αριστερής συλλογικότητας που επιζητά να αναμετρηθεί στην πράξη με τα καθήκοντα που γίνονται καθημερινά μεγαλύτερα και σκληρότερα. Δεν πρόκειται για έκκληση σε ενότητα δράσης γύρω από τον σήμερα υπαρκτό μέσο όρο πολιτικής, που μπορεί να βρίσκεται κοντά στα όρια του διαλυτισμού. Αντίθετα, η ενότητα στη δράση δημιουργεί τις καλύτερες συνθήκες πολιτικής συζήτησης και ξεκαθαρισμάτων που σήμερα παραμένουν αναγκαία. Γιατί, για παράδειγμα, όσες-οι κατά την προηγούμενη περίοδο «διάλεξαν» τον Πούτιν (ή τον Σι…) ως αντίβαρο στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, σήμερα κινδυνεύουν να διαπιστώσουν ότι «αγόρασαν» μαζί με τον Πούτιν και τον Τραμπ, ή αύριο μαζί με τον Σι τις ευρωηγεσίες…
Πολιτική
Αργά ή γρήγορα, η κινηματική αναμέτρηση που εκδηλώθηκε στις 28 Φλεβάρη θα φτάσει σε αναμέτρηση στο κεντρικό πολιτικό πεδίο που συμπεριλαμβάνει το εκλογικό πεδίο. Στην επαύριο των μεγάλων συλλαλητηρίων η εφημερίδα «Τα Νέα», η προπαγανδιστική ναυαρχία του Βαγγ. Μαρινάκη, άνοιξε ξανά τη συζήτηση για έναν «μεγάλο συνασπισμό» (της ΝΔ, με ή χωρίς Μητσοτάκη, του ΠΑΣΟΚ ή και άλλων «πρόθυμων»), προβλέποντας αδιέξοδο κυβερνητικής πλειοψηφίας στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Υπό κανονικές συνθήκες στα ανάλογα σχέδια θα έπρεπε να μπορούμε να αντιτάξουμε το σχέδιο «μεγάλη Αριστερά», από το ΚΚΕ ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που (ανεξάρτητα από συγκεκριμένες οργανωτικές μορφές) θα μπορούσε να στηρίζει μια πολιτική αντεπίθεση της εργατικής διεκδικητικότητας. Σε αντίθεση με άλλες σύγχρονες «εμπειρίες» (πχ στη Λατινική Αμερική ή στη Γαλλία) αυτό εδώ και τώρα δεν είναι εφικτό. Το ΚΚΕ απέχει και παραμένει εχθρικό απέναντι σε κάθε «κίνηση» που δημιουργεί συνθήκες ενωτικής δράσης, παρότι δεν έχει μέχρι σήμερα κατορθώσει να εκφράσει γύρω από τον εαυτό του το ευρύτερο ρεύμα του εργατικού/λαϊκού ριζοσπαστισμού. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ισχυρίζονται ότι θα λύσουν αυτά τα καθήκοντα «χτίζοντας κόμμα» χωρίς να απαντάνε στο ερώτημα του πολιτικού χρόνου: σε εβδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες; Το ΜΕΡΑ25 παραμένει σε μια κατάσταση ιδεολογικοπολιτικής «χαλαρότητας» που επιτρέπει στην Πλεύση Ελευθερίας να το ξεπερνά παρότι είναι ένα αποκλειστικά προσωποπαγές «κόμμα».
Σε αυτήν τη συγκεκριμένη κατάσταση, το καθήκον για να ανοίξει ένας δρόμος ανάμεσα στις συμμετρικές συμπληγάδες του σεχταρισμού και του πολιτικού καιροσκοπισμού, ανατίθεται σε όσους το αναγνωρίζουν.
Πρόσφατα κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση οργανώσεις όπως η Αναμέτρηση, η Μετάβαση, το Ξεκίνημα, το Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η ΑΠΟ, η ΚΕΜΑ, η ΔΕΑ και ένας αριθμός ανένταχτων αγωνιστών-στριών.
Προφανώς η αναγνώριση του καθήκοντος δεν αρκεί, αλλά δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτός ο χώρος πρέπει να λειτουργήσει ως «κινητήρας», ως πόλος ενωτικής και συνάμα ξεκάθαρης αριστερής-ριζοσπαστικής πολιτικής. Όχι για να κλειστεί στον εαυτό του. Αλλά για να μπορέσει να επιβάλει τα αναγκαία ευρύτερα «ανοίγματα» στο κινηματικό και πολιτικό πεδίο, υπό σαφείς πολιτικούς όρους.
Αυτή η προσπάθεια γίνεται πιο επείγουσα και πιο επιβεβλημένη στις συνθήκες μετά τις 28 Φλεβάρη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά