Η ανακοίνωση ενός νέου συμφώνου ασφαλείας ανάμεσα στα Νησιά του Σολομώντα και την Κίνα χτύπησε καμπανάκια στους κύκλους της άρχουσας τάξης της Αυστραλίας.

Η συμφωνία θα μειώσει το βαθμό στον οποίο η κυβέρνηση των Νησιών του Σολομώντα στηρίζεται στην Αυστραλία για τη διασφάλιση της εγχώριας ασφάλειας και θα ενισχύσει τη σχέση της με την Κίνα -μια εμφανής πρόκληση για την αυστραλιανή και αμερικανική κυριαρχία στον Ειρηνικό.  

Η συμφωνία δίνει τη δυνατότητα στα Νησιά του Σολομώντα να ζητήσουν τη βοήθεια της Κίνας για τη διατήρηση της «κοινωνικής τάξης», μέσα από την ανάπτυξη δυνάμεων στρατού και επιβολής του νόμου. Σε αντάλλαγμα, επιτρέπει στην Κίνα να «ελλιμενίζει πλοία και να τα ανεφοδιάζει στα Νησιά του Σολομώντα, να τα χρησιμοποιεί ως ενδιάμεσους σταθμούς μετάβασης» όπως και «να χρησιμοποιεί τις σχετικές δυνάμεις της για την προστασία Κινεζικών μεγάλων έργων και προσωπικού στα Νησιά του Σολομώντα». 

Ο πρωθυπουργός των Νησιών του Σολομώντα, Μάνασε Σογκαβάρε, επιμένει ότι η συμφωνία δεν σημαίνει απόρριψη της υπάρχουσας συνεργασίας ασφαλείας της κυβέρνησής του με την Αυστραλία, αλλά υπερασπίστηκε «την ανάγκη να διευρύνουμε τις σχέσεις της χώρας και με άλλους εταίρους». 

Καθώς η Κίνα έχει αναδυθεί ως οικονομικός και στρατιωτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ, επιχειρεί να διευρύνει την εμβέλειά της δημιουργώντας διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με τα έθνη του Ειρηνικού. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Λέβι, η Κίνα δαπάνησε 2,44 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένη βοήθεια προς τον Ειρηνικό το 2019. Την ίδια χρονιά, η κυβέρνηση Σογκαβάρε έβαλε τέλος στις διπλωματικές της σχέσεις με την Ταϊβάν προκειμένου να μπορέσει να εισπράξει τα 500 εκατομμύρια δολάρια βοήθειας από το Πεκίνο. 

Η Αυστραλία δεν είναι ξένη στην αξιοποίηση της παροχής ξένης βοήθειας στην περιοχή προκειμένου να προωθεί τα δικά της συμφέροντα και ανησύχησε από την προοπτική να αρχίσει να κάνει το ίδιο και μια ανταγωνίστρια δύναμη. Ενώ η Κίνα έχει δημιουργήσει συνεργασίες ασφαλείας με κυβερνήσεις στην Αφρική, αυτή είναι η πρώτη τέτοιου είδους συμφωνία μεταξύ της Κίνας και μιας κυβέρνησης στον Ειρηνικό.  

Η κυβέρνηση Σογκαβάρε εντοπίζει πολλά δυνητικά οφέλη από μια πιο στενή σχέση με την ανερχόμενη υπερδύναμη. Καθώς η Κίνα έχει αναβαθμίσει τις δαπάνες ξένης βοήθειας στην περιοχή, οι κυβερνήσεις των νησιών του Ειρηνικού εντόπισαν μια ευκαιρία να αποσπάσουν καλύτερες συμφωνίες από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που είναι πρόθυμες να επεκτείνουν την επιρροή τους. Πολλοί καλωσόρισαν την εμφάνιση μιας επιπλέον διαθέσιμης πηγής χρηματοδότησης από την Κίνα, που συχνά προσφέρει λιγότερο επαχθείς όρους. Αλλά η απομάκρυνση του Σογκαβάρε από την Ταϊβάν και προς την Κίνα προκάλεσε και εμβάθυνε εγχώριες πολιτικές διαμάχες, που κατέληξαν στις διαδηλώσεις και τα βίαια επεισόδια στη Χονιάρα το Νοέμβρη του 2021. Η αναταραχή υποχρέωσε τον Σογκαβάρε να ενεργοποιήσει τη συμφωνία ασφαλείας με την Αυστραλία και ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον έστειλε δυνάμεις της ομοσπονδιακής αστυνομίας και του στρατού να «αποκαταστήσουν την τάξη». Αυτό έδωσε στην Καμπέρα μια ευκαιρία να επιδείξει τη σημασία του συμφώνου ασφαλείας των Νησιών του Σολομώντα με την Αυστραλία. Αλλά για την κυβέρνηση Σογκαβάρε, λειτούργησε ως υπενθύμιση ότι η εξάρτησή του από την Αυστραλία στην διατήρηση της εγχώριας σταθερότητας περιόριζε την ικανότητά του να συναλλάσσεται ελεύθερα με άλλες δυνάμεις και να επωφελείται από οικονομικές σχέσεις μαζί τους. Σήμερα, η κυβέρνηση της Χονιάρα είναι σε θέση να μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στην κινεζική και την αυστραλιανή εκδοχή αυταρχικής κρατικής καταστολής για να αντιμετωπίζει την εγχώρια αμφισβήτηση και να προστατεύει τα συμφέροντα των πλούσιων και ισχυρών. 

Το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση εγχώρια είναι ανοιχτό ερώτημα. Υπάρχει πλέον ένα προηγούμενο ώστε οι αυξανόμενοι δεσμοί της κυβέρνησης με την Κίνα να αξιοποιηθούν ως γραμμή επίθεσης των φιλοδυτικών αντιπάλων του Σογκαβάρε που επιχειρούν να κινητοποιήσουν την κοινωνική δυσφορία και να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνησή του. 

Στην Αυστραλία, υπάρχει ανησυχία για τη διείσδυση του βασικού ιμπεριαλιστικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ -και κατά συνέπεια της Αυστραλίας- στην υπάρχουσα σφαίρα επιρροής της. ΤαΝησιά του Σολομώντα και η Παπούα Νέα Γουϊνέα έχουν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τον αυστραλιανό καπιταλισμό. Και οι δύο χώρες βρίσκονται προς το βόρειο «μέτωπο» της Αυστραλίας και τα Νησιά του Σολομώντα βρίσκονται σε κρίσιμες διαδρομές ναυσιπλοΐας ανάμεσα στην Ασία και την ανατολική ακτή της Αυστραλίας. Αυτή η συμφωνία δημιουργεί ένα προηγούμενο για νέες και πιο εκτεταμένες συμφωνίες ανάμεσα στην Κίνα και έναν ευρύτερο αριθμό κυβερνήσεων των νησιών του Ειρηνικού. Αυτό θα ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στο αυστραλιανό μονοπώλιο της εγχώριας ασφάλειας των νησιωτικών χωρών του Ειρηνικού και στην κυριαρχία της Αυστραλίας στην περιοχή. Γι’ αυτό και η διακομματική αποδοκιμασία και καταδίκη της συμφωνίας, όπως και η χαρακτηριστική του Μόρισον πατερναλιστική ρητορική περί της «Ειρηνικής οικογένειας». Μια αντίδραση που χαρακτηρίστηκε από τον Σογκαβάρε ως «προσβλητική» και ως υπονομευτική της κυριαρχίας των Νησιών του Σολομώντα. 

Τα σχόλια των κυβερνητικών στελεχών και των ΜΜΕ στο εσωτερικό της Αυστραλίας, όπως και αυτά του ηγέτη της αντιπολίτευσης στα Νησιά του Σολομώντα Μάθιου Γουέιλ, προειδοποιούν ότι η Κίνα θα δημιουργήσει ναυτική βάση στη νησιωτική χώρα. Επισήμως, η συμφωνία δεν επιτρέπει στην Κίνα να κάνει κάτι τέτοιο, παρά μόνο να ανεφοδιάζει τα πλοία της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί ποτέ. Αν και δεν εξασφαλίζει μόνιμες βάσεις, η συμφωνία θα είναι σημαντική στην προστασία των υπαρχουσών κινεζικών επενδύσεων στη χώρα, καθώς κατά τις περσινές αναταραχές, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκανκαι κινεζικές επιχειρήσεις μαζί με τις άλλες. 

Αυτήν τη στιγμή, η Αυστραλία παραμένει ο μεγαλύτερος δωρητής ξένης βοήθειας στη Νησιά του Σολομώντα, έχοντας δαπανήσει πάνω από 1,7 δισ. δολάρια μετά το 2009, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Λεβί. Μια μέρα πριν διαρρεύσει η νέα συμφωνία ασφαλείας, ο Ύπατος Αρμοστής Λάχλαν Στράταν ήταν στη Χονιάρα όπου ανακοίνωνε ένα νέο πακέτο βοήθειας 22 εκατομμυρίων δολλαριών, το οποίο θα περιλάμβανε χρηματοδότηση σε τηλεπικοινωνίες, υγεία και φυλάκια προστασίας των συνόρων. Η «Ειρηνική Επιτάχυνση» της Καμπέρα έχει επιχειρήσει να ενισχύσει τους διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με τα νησιωτικά έθνη του Ειρηνικού προκειμένου να διατηρήσει τη σφαίρα επιρροής της, αλλά όλο και περισσότερο την ξεπερνά σε ταχύτητα η Κίνα. 

Οι άρχοντες των Νησιών του Σολομώντα αποφάσισαν ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται καλύτερα από την υπονόμευση των πολιτικών περιορισμών που τους είχε θέσει ο αυστραλιανός ιμπεριαλισμός. Για αυτούς, η απόρριψη των ανοιγμάτων της Κίνας θα σήμαινε ότι θα περιορίζονταν στα περισσεύματα της Αυστραλίας και όλες τις πολιτικές παρεμβάσεις που τα συνοδεύουν. Το να έχουν δύο μεγάλες περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να ανταγωνίζονται για εύνοια και χάρες είναι μια πολύ πιο προσοδοφόρα θέση.

Αυτή η συμφωνία θα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την περαιτέρω ενίσχυση του αυστραλιανού μιλιταρισμού και την ενίσχυση της κυριαρχίας του στην περιοχή. Το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής, που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υποστήριζε την ιδέα μιας δεκαετούς στρατιωτικής κατοχής των Νησιών του Σολομώντα, έχει υποστηρίξει σήμερα ότι η Αυστραλία χρειάζεται να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες και να σκεφτεί την πιθανότητα δημιουργίας μιας μόνιμης ναυτικής βάσης στα Νησιά του Σολομώντα για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή της Κίνας.  

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η όξυνση των ιμπεριαλιστικών εντάσεων στην περιοχή και η αναπόφευκτη αναβάθμιση του μιλιταρισμού που τη συνοδεύει. Κάνει πιο πιθανή την προοπτική μιας στρατιωτικής σύγκρουσης στον Ειρηνικό και μαζί την προοπτική καταστροφής και δυστυχίας για τους εργαζόμενους ανθρώπους σε όλο τον Ειρηνικό, στην Κίνα και στην Αυστραλία. 

*Αναδημοσίευση από την Red Flag (Αυστραλία)

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι «αντανακλάσεις» του στον Ειρηνικό

Του Πάνου Πέτρου

Ανακοινώνοντας το διμερές σύμφωνο ασφαλείας με τα Νησιά του Σολομώντα, η κινεζική ηγεσία επιδεικνύει μια καλή κατανόηση του επικοινωνιακού τάιμινγκ στις κινήσεις της. Καθώς στις ρωσικές απαιτήσεις να αναγνωριστεί το απαραβίαστο της «σφαίρας επιρροής» της, οι δυτικές κυβερνήσεις αντιπαραβάλουν το δικαίωμα της Ουκρανίας να χαράσσει δική της εξωτερική πολιτική και να επιλέγει ελεύθερα συμμάχους, το Πεκίνο μπορεί σήμερα να επικαλείται εύκολα το ίδιο δικαίωμα των Νησιών του Σολομώντα απέναντι στις ενστάσεις για την παραβίαση της «σφαίρας επιρροής» της Αυστραλίας.

Αν και η χρονική συγκυρία ήταν κατάλληλη, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για «συγκυριακή» κίνηση. Αφορά τη μεγάλη σύγκρουση στην περιοχή. Όπου -για την Κίνα- δεν είναι απλά το πρώτο τέτοιο σύμφωνο με χώρα στον Ειρηνικό, από μόνο του σημαντικό, αλλά και μια διεύρυνση του μετώπου: Σε ένα τοπίο που κυριαρχούσαν οι αντιπαραθέσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (πιο κοντά στις κινεζικές ακτές), το Πεκίνο «υπερπηδά τον κλοιό» με ένα «άλμα» προς τον ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό. 

Το σύμφωνο, ως διπλωματική επιτυχία, υπενθυμίζει και τη μεθοδολογία του Πεκίνου, που παραμένει στο έδαφος της «ήπιας δύναμης» (Μία Ζώνη-Ένας Δρόμος, επενδύσεις, εμπορικές σχέσεις, διμερή σύμφωνα ασφαλείας), γιατί αντλεί ακόμα οφέλη από την επιβίωση της «παγκοσμιοποίησης», γιατί έχει την πολυτέλεια που χαρίζουν τα οικονομικά μεγέθη και η διαπίστωση ότι «ο χρόνος δουλεύει υπέρ μας».

Η απουσία αυτής της δυνατότητας αποτελεί μέρος της ερμηνείας της πιο «βάναυσης» ρωσικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στους γείτονές της: Δεν έχει ελκτική δύναμη και της απομένει μόνο η «γλώσσα» της ισχύος. Η Ουάσινγκτον, γνωρίζοντας από πολύ πρώτο χέρι την αξία των δυνατοτήτων «ηγεμονικής» πολιτικής, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχει ορίσει τις προτεραιότητές της ως εξής:  «Η Κίνα, η Κίνα, η Κίνα. Και η Ρωσία». 

Απέναντι στη συμφωνία με τη Νησιά Σολομώντα, οι διεθνείς αντιδράσεις αποκαλύπτουν την υποκρισία των διπλών στάνταρ. Στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία ανακαλύπτουν πόσο μεγάλη πρόκληση θα ήταν μια δυνητική απόκτηση κινεζικής βάσης στον Ανατολικό Ειρηνικό, ενώ η αυστραλιανή κυβέρνηση περιγράφει αυτή την προοπτική ως «κόκκινη γραμμή» την παραβίαση της οποίας δεν θα επιτρέψει! Η κυρίαρχη απόφαση του μικρού έθνους να διαλέξει συμμαχίες πάει περίπατο μπροστά στις «ανησυχίες» του ισχυρού γείτονα, εφόσον αυτός ο γείτονας είναι… δικός μας. 

Ταυτόχρονα, έρχεται να εκθέσει πόσο ευάλωτη είναι μια τοποθέτηση που επιχειρεί «να μπει στον κόπο» των κρατών και της λογικής τους. Όσοι κι όσες έδειξαν μια κατανόηση στη ρωσική εισβολή στηριζόμενοι σε αυτό ειδικά το σκεπτικό (μιας «εύλογης» αντίδρασης του ρωσικού κράτους στην δυνητική παρουσία αμερικανικών βάσεων κοντά στα σύνορά του), οφείλουν να αναρωτηθούν αν θα είναι «εύλογη» μια απόβαση της Αυστραλίας στα Νησιά του Σολομώντα, για να αποτρέψει μια δυνητική παρουσία κινεζικής βάσης στις ανατολικές ακτές της…

Από τη σκοπιά της Αριστεράς, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική υποστήριξη στις διάφορες επιλογές συμμαχιών των «μικρότερων» κρατών. Το νόημά τους είναι πάντα η καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ηγεσιών τους, ενώ έχοντας το «εθνικό όφελος» ως αποκλειστικό κριτήριο, εύκολα παραβιάζουν συμφέροντα άλλων εθνών. Η επιλογή όποιου «προστάτη» ή και η πιο υψηλή τέχνη του «πλειστηριασμού» μεταξύ επίδοξων «προστατών» δεν έχει ποτέ κάποιο «θετικό πρόσημο», από τη σκοπιά της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Αυτό που δεν γίνεται να μας αφήνει αδιάφορους είναι το όριο της απαγόρευσης τέτοιων «επιλογών» από μια ξένη μεγαλύτερη δύναμη. Από την Ανατολική Ευρώπη στον Ειρηνικό Ωκεανό, μέχρι τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, η πολιτική μας κριτική στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων δεν σημαίνει καμία ανοχή στο να υποστούν αυτές την κριτική των (ιμπεριαλιστικών) όπλων.

Όσον αφορά τις προοπτικές της περιοχής, το σύμφωνο ήταν μια υπενθύμιση των πολλών ανοιχτών μετώπων σε αυτή την επικίνδυνη εποχή. 

Στα ίδια τα Νησιά του Σολομώντα υπάρχουν κι άλλα «υλικά» που θυμίζουν «Ουκρανία»: οι δύσκολες ιστορικά σχέσεις των κατοίκων των φτωχών νησιών Μαλάιτα με την πρωτεύουσα Γκουανταλκανάλ, αξιοποιούνται από τη διαφορά προσανατολισμού του τοπικού κυβερνήτη των Μαλάιτα με τον πρωθυπουργό (ως προς τις σχέσεις με την Ταϊβάν) και οξύνονται από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό (τα Μαλάιτα αποκόπηκαν από την πρόσβαση στα χρήματα της κινεζικής βοήθειας, ενώ σε απάντηση οι ΗΠΑ δεκαπλασίασαν τα χρήματα ξένης βοήθειας ειδικά στα συγκεκριμένα νησιά…).   

Στην Αυστραλία, η αντικινεζική υστερία και το κλίμα αναβάθμισης του μιλιταρισμού είχε ξεκινήσει από πριν την υπογραφή της AUKUS. Γνωρίζοντας από την αρθρογραφία των συντρόφων μας, που απαντούσε στην κούρσα εξοπλισμών, ότι είχε ήδη δημιουργηθεί ένα κλίμα επικείμενης… κινεζικής εισβολής, μόνο να φανταστούμε μπορούμε τα επίπεδα εθνικισμού και προώθησης του μιλιταρισμού που θα υποκινηθούν έχοντας πλέον να αξιοποιήσουν και τον «μπαμπούλα» μιας κινεζικής ναυτικής παρουσίας κοντά στις αυστραλιανές ακτές…

Ευρύτερα, στο μεγάλο ανταγωνισμό, όλοι γνωρίζουν ότι το μεγάλο «σημείο τριβής» είναι η Ταϊβάν. Συνδυάζει κορυφαία οικονομική σημασία (παραγωγή των υπερπολύτιμων στο σύγχρονο τεχνολογικό ανταγωνισμό ημι-αγωγών) αλλά και μια πιο «πολιτική» σημασία για τον κινεζικό εθνικισμό. Αυτό το μέτωπο δείχνει «παγωμένο».  

Πρώτον, πολλοί εκτιμούν ότι ο Ξι χρειάζεται ηρεμία στην πορεία προς το 20ό Συνέδριο στα τέλη του 2022, που παρουσιάζεται ως «μεγάλο γεγονός» για την πορεία της κινεζικής πολιτικής (αλλά και της εμπέδωσης της παντοδυναμίας του Ξι στο εσωτερικό).

Δεύτερον, η Κίνα χρειάζεται χρόνο για να αντιμετωπίσει τον πονοκέφαλο μιας πιθανής αμερικανικής στρατιωτικής απάντησης (οι «δεσμεύσεις» των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν είναι πιο ισχυρές από εκείνες προς την Ουκρανία). Όπως σημειώνει ο Μάικλ Τ. Κλερ, ένα μεγάλο πρόγραμμα τεχνολογικής αναβάθμισης των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, που θα τους επιτρέπει να διεξάγουν «έξυπνο» πόλεμο (ηλεκτρονικά συστήματα, «πλατφόρμες» συντονισμού ναυτικού-αεροπορίας-πυραύλων κ.ο.κ.), καλύπτοντας και το τελευταίο εναπομείναν μειονέκτημα απέναντι στον αμερικανικό στρατό, θα έχει ολοκληρωθεί το 2027.  

Έπειτα, για το Πεκίνο, οι ανασταλτικοί παράγοντες μιας εισβολής στην Ταϊβάν περιλάμβαναν πάντα τους κινδύνους μιας ντόπιας παρατεταμένης αντίστασης (μιας και είναι δεδομένο ότι ο PLA δεν θα γίνει δεκτός ως απελευθερωτής από το σημερινό πληθυσμό της Ταϊβάν) αλλά και της εξώθησης γειτονικών χωρών ακόμα πιο βαθιά μέσα στο αμερικανικό στρατόπεδο μετά από μια επίδειξη κινεζικής επιθετικότητας. Με αυτή την έννοια, οι χαράσσοντες στρατηγική σίγουρα έχουν σημειώσει τα σχετικά προβλήματα του Πούτιν στην Ουκρανία (ντόπια αντίσταση, «αντισυσπείρωση» της Ευρώπης).

Αλλά η μεγάλη εικόνα, της οικονομικής κρίσης, των ανακατατάξεων στο διεθνή συσχετισμό να παραμένουν «εν κινήσει», της τάσης να διαμορφωθούν «σφαίρες επιρροής» στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου δύσκολα μπορούν να σταθούν «δόγματα Μονρόε» και η πίεση της Ουάσινγκτον να αντιμετωπίσει τον μεγάλο ανταγωνιστή «πριν είναι αργά», υπενθυμίζουν ότι η ανάφλεξη μπορεί να έρθει και όταν δεν το περιμένει κανείς αλλά και από εκεί που δεν το περιμένει κανείς…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες