Η δημόσια συζήτηση για τη συμφωνία των Πρεσπών πυροδοτεί τάσεις διάλυσης-ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού.

Τα «μικρά» κοινοβουλευτικά κόμματα που προέκυψαν κατά την πολιτική κρίση της περιόδου που καθοριζόταν από την αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» –κόμματα που δεν εξέφραζαν συγκροτημένες σχέσεις με κοινωνικά στρώματα, αλλά έχοντας αποκτήσει βουλευτές χρησίμεψαν ως «σύμμαχοι» των βασικών παρατάξεων– ωθούνται στη διάλυση. Οι ΑΝΕΛ, το Ποτάμι, η Ένωση Κεντρώων εξαερώνονται, ενώ ακόμα και το ΚΙΝΑΛ πιέζεται στα όρια του παλιού ΠΑΣΟΚ που δεν έχει κάνει –ή δεν έχει κάνει ακόμα– την επιλογή της επιβίωσης μέσω του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό συμβαίνει, γιατί η συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα «μεγάλο» γεγονός. Δεν αποτελεί μυστικό ότι η συμφωνία γράφτηκε από το επιτελείο του ΝΑΤΟ και οι λεπτομέρειές της ελέγχθηκαν από τον Τζέφρι Πάιατ στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα. Όσοι εξακολουθούν να διατηρούν αυταπάτες, ας σκεφτούν ότι αναφανδόν υπέρ της συμφωνίας έχουν ταχθεί οι Τραμπ, Μέρκελ, Μακρόν και οι επιτελείς της Κομισιόν. Δεν είναι πολλές οι ιμπεριαλιστικές «ρυθμίσεις» που συγκέντρωσαν μια τέτοια ομοβροντία ομοφωνίας των πολιτικών εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Οι στόχοι της συμφωνίας είναι σαφείς: η άμεση επέκταση της στρατιωτικής και διπλωματικής κυριαρχίας του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια, η πίεση πάνω στη Σερβία να περιορίσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η αποσαφήνιση των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των χωρών της περιοχής στα πλαίσια της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών του Τραμπ ότι το ελληνικό κράτος μετατρέπεται «στο ισχυρότερο και σταθερότερο στήριγμα της πολιτικής των ΗΠΑ στο γεωπολιτικό τόξο μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ» είναι αποκαλυπτική. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των «ρυθμίσεων» στα Βαλκάνια και της γραμμής των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ υποστηρίζουν ανοιχτά το στρατιωτικό και διπλωματικό «άξονα» Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ.

Είναι τραγικό πολιτικά το γεγονός ότι αυτή την κατεύθυνση στηρίζει σήμερα μια παράταξη γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθεί να εμφανίζεται ως «προοδευτική», ενώ προς ώρας εμφανίζεται να την αντιπολιτεύεται η συντηρητική παράταξη γύρω από τη ΝΔ, που παραδοσιακά στην Ελλάδα υπήρξε ο χώρος του «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Αυτή η πολιτική «ανορθογραφία» είναι καταδικασμένη –αμέσως μετά τις εκλογές;– να επαναπροσδιοριστεί, μεταφέροντας διαδικασίες πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό αυτών που σήμερα εμφανίζονται ως μεγάλες παρατάξεις, δηλαδή τόσο του ΣΥΡΙΖΑ και των γύρω του, όσο και της ΝΔ και του περίγυρού της.

Όμως δυστυχώς η συμφωνία των Πρεσπών έχει προκαλέσει μεγάλα ζητήματα στο εσωτερικό της Αριστεράς, σε κάθε εκδοχή της.

Ένα τμήμα που καθορίζεται από ένα γενικόλογο αντιεθνικισμό, ένα δυναμικό που κάνει μια αξιοσημείωτη δουλειά π.χ. στο αντιρατσιστικό κίνημα, έχει μετατοπιστεί σε μια «φιλική» στάση απέναντι στη συμφωνία. Πρόκειται για σημαντικό λάθος, όχι μόνο γιατί οδηγεί σε έμμεση σύμπλευση με την κυβέρνηση Τσίπρα και σε αποδοχή της «κατεύθυνσης» των Τραμπ-Μέρκελ, αλλά γιατί υποτιμά τον μεγάλο κίνδυνο που δημιουργεί η συμφωνία στην περιοχή: η εγκατάσταση του ΝΑΤΟ στη Βόρεια Μακεδονία, και η ρύθμιση των γενικότερων κρατικών σχέσεων υπό την επικυριαρχία του, θα συνδυαστεί αναπόφευκτα με την ενίσχυση των μιλιταριστικών δυνάμεων και τις νέες αντιθέσεις που μπορούν να γεννήσουν εξίσου επικίνδυνες εθνικιστικές συγκρούσεις. Η εκ παραδόσεως καχυποψία της Αριστεράς –και κυρίως της άκρας Αριστεράς– απέναντι στις ιμπεριαλιστικές λύσεις περιείχε μια πολιτική «σοφία», που δεν είναι καθόλου φρόνιμο να υποβαθμιστεί στις συνθήκες που σήμερα διαμορφώνονται στον κόσμο.

Ένα άλλο τμήμα, που καθοριζόταν από έναν γενικόλογο αντιιμπεριαλισμό, κάνει ένα πολύ πιο επικίνδυνο λάθος: προσπαθεί να «αντιπολιτευτεί» τη συμφωνία από εθνική σκοπιά, να δώσει την έμφαση στον κίνδυνο για τα «συμφέροντα της χώρας», να υπογραμμίζει διαρκώς τον «αλυτρωτισμό» των γειτόνων μας. Είναι μια επικίνδυνη διολίσθηση στον εθνικισμό που αναδείχθηκε με τη «φιλική» αντιμετώπιση προς τα συλλαλητήρια που οργάνωσαν η Δεξιά και η ακροδεξιά.

Η στάση αυτή είναι παντελώς αδικαιολόγητη και αδιέξοδη.

Ο Ν. Μέρτζος, ο παλιός ηγέτης των «μακεδονομάχων» και επικεφαλής της οργάνωσης των γιγάντιων εθνικιστικών συλλαλητηρίων στη δεκαετία του ’90, με το πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή», παρουσιάζοντας τα συγκεκριμένα σημεία της συμφωνίας και τις αλλαγές στο Σύνταγμα των γειτόνων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο όνομα, στην ιθαγένεια, στη γλώσσα και στο Σύνταγμα, δεν υπάρχει πλέον κάτι που να προκαλεί «πληγές στο σώμα της Ελλάδας». Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς την εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» ή την ιστοσελίδα Iskra να επιμένουν σε αυτά, προσπαθώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ενώ ταυτόχρονα υποτιμούν απαράδεκτα ανοιχτούς αλυτρωτισμούς όπως το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» (ή το «Βόρειος Ήπειρος, γη ελληνική») που «κοσμούσαν» τα πρόσφατα συλλαλητήρια.

Παραδόξως, αυτή η μετατόπιση προς μια ανάλυση που απορρίπτει τη συμφωνία των Πρεσπών για λόγους «εθνικού συμφέροντος», οδηγεί σε μια πλήρη υποβάθμιση της κριτικής στο ΝΑΤΟ. Στο πρόσφατο κείμενο της συλλογικότητας Restart (Επανεκκίνηση) που αναδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Iskra, καλώντας στα συλλαλητήρια και σε «αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία», δεν υπάρχει καν η λέξη ΝΑΤΟ! Ακριβώς το ίδιο ισχύει και στο θλιβερό κείμενο υπογραφών, όπου δίπλα σε αυτές του Φρ. Φραγκούλη, του Σεραφείμ Πειραιώς και του Σάββα Καλλεντερίδη, συνυπήρχαν υπογραφές στελεχών με διαδρομή μέσα στο κίνημα και στην Αριστερά. Πρόκειται για επικίνδυνη μετατόπιση που, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να ερμηνευτεί ως «ψάρεμα» ψήφων και επιρροής στα θολά νερά του εθνικισμού, ενώ στη χειρότερη περίπτωση ως υποβάθμιση των «κόκκινων γραμμών» που η Αριστερά και οι αγωνιστές της οφείλουν να διατηρούν αδιάσπαστες απέναντι σε απόψεις, φορείς και πρόσωπα του βαθιού συντηρητισμού, που συνεργάστηκαν επί δεκαετίες με τον ιμπεριαλισμό.

Επίσης, καμιά αυταπάτη δεν μπορεί να υπάρχει πλέον σχετικά με το ρόλο και την παρέμβαση της Ρωσίας. Το καθεστώς του Πούτιν εκφράζει αποκλειστικά τα συμφέροντα των Ρώσων ολιγαρχών και χαράζει πολιτική με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτησή τους. Διατηρεί άριστες σχέσεις με την ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία, αναδιαπραγματεύεται επί Τραμπ τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, ενώ για την εξυπηρέτηση της πολιτικής του δεν διστάζει να χρηματοδοτεί και να υποστηρίζει τα πιο επικίνδυνα δίκτυα και ρεύματα της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα.

Με το γειτονικό λαό δεν μας χωρίζει τίποτα. Οι διαφορές που έχουν κληροδοτήσει οι δεκαετίες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικής καταπίεσης θα μπορούσαν άμεσα να ξεπεραστούν με βάση τη λογική, την υποχρέωση του καθενός μας να συγκρουστεί με τον εθνικισμό μέσα στην ίδια του τη χώρα, έξω από την επικυριαρχία των διεθνών θεσμών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να στηριχτεί το Όχι στη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά από συγκεκριμένη σκοπιά: αντιιμπεριαλιστική-αντιεθνικιστική-αριστερή, εργατική και λαϊκή. Κάθε μετακίνηση από αυτή τη βάση μπορεί να πληρωθεί με βαρύ αντίτιμο.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες