Η βία των ανηλίκων και η παραβατικότητα των νέων είναι θέµατα που µονοπωλούν τα ΜΜΕ το τελευταίο διάστηµα. Οι αυξητικές τάσεις τους λαµβάνουν δηµοσιότητα µε ποµπώδεις τίτλους εντός ενός πλαισίου ηθικού πανικού, που περισσότερο αναπαράγει ένστικτα φόβου και συντήρησης στην κοινωνία, παρά επιδιώκει µια ειλικρινή προσπάθεια κατανόησης ενός υπαρκτού φαινοµένου.
Κάπως έτσι, για ακόµη µια φορά το πρόβληµα εντοπίζεται στους νέους και όχι στην κοινωνία στην οποία µεγαλώνουν. Όλοι µένουν στο δέντρο και χάνουν το δάσος.
Αύξηση φαινοµένου
Η βία των ανηλίκων δεν γεννήθηκε σήµερα. Πάντα υπήρχαν βίαιες συµπεριφορές, οι οποίες ενδεχοµένως δεν λάµβαναν την ορατότητα που τους άρµοζε στο δηµόσιο διάλογο. Σήµερα όµως δίχως αµφιβολία υπάρχει µια ένταση του φαινοµένου η οποία επιβεβαιώνεται από επίσηµα στοιχεία. Τα νεότερα ερευνητικά δεδοµένα του Ερευνητικού Πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) είναι άκρως αποκαλυπτικά της κατάστασης. Σχεδόν ένας στους τέσσερις (22,1%) εφήβους στην Ελλάδα υπήρξε θύµα εκφοβισµού στο σχολείο και ένας στους δέκα (9,5%) ηλεκτρονικά. Επίσης, ένας στους τρεις (30,7%) έχει πρόσφατα εµπλακεί σε βίαιο καβγά, ενώ ένας στους οκτώ (12,1%) έχει πολύ πρόσφατα συµµετάσχει σε εκφοβισµό άλλου µαθητή, και σε ποσοστό 7,1% σε ηλεκτρονικό εκφοβισµό.
Τα είδη εκφοβισµού που αναφέρονται συχνότερα από τα θύµατα σχολικού εκφοβισµού είναι η διάδοση ψεµάτων και φηµών, ο αποκλεισµός από παρέες και δραστηριότητες και τα προσβλητικά ή υποτιµητικά αστεία, σχόλια ή χειρονοµίες σεξουαλικού περιεχοµένου. Σε χαµηλότερα ποσοστά αναφέρεται θυµατοποίηση µέσω σωµατικής βίας ή µε τη µορφή άσχηµων χαρακτηρισµών για την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριµένη έρευνα αναλύει τα χαρακτηριστικά των θυτών υπό το πρίσµα του φύλου, της ηλικίας και της οικονοµικής κατάστασης. Τα ευρήµατα δυστυχώς επιβεβαιώνουν τις χειρότερες υποψίες µας.
Τα αγόρια αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό εµπλοκή σε βίαιους καβγάδες και συµµετοχή ως θύτες σε σχολικό και ηλεκτρονικό εκφοβισµό σε σχέση µε τα κορίτσια. Τα φύλα δεν διαφέρουν, ωστόσο, ως προς το ποσοστό εκείνων που υπέστησαν εκφοβισµό. Οι µεγαλύτεροι ηλικιακά έφηβοι (15-16 ετών) καταγράφονται περισσότερες φορές ως θύτες απέναντι σε µικρότερους εφήβους (11-13 ετών). Ένα από τα πιο εµφατικά στοιχεία όµως στην ανάλυση του φαινοµένου είναι ο ταξικός παράγοντας. Οι έφηβοι από οικογένειες υψηλότερου οικονοµικού επιπέδου αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό ότι ενεπλάκησαν πρόσφατα σε βίαιους καβγάδες, ενώ οι έφηβοι από οικογένειες χαµηλότερου οικονοµικού επιπέδου αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό ότι υπέστησαν εκφοβισµό µε χρήση άσχηµων χαρακτηρισµών για την εθνικότητα, το χρώµα του δέρµατος και τη θρησκεία τους. Κάπως έτσι, καταρρέει ακόµη ένα αφήγηµα περί έµφυτης ροπής ειδικά της φτωχής νεολαίας στην βία.
Ηθικός πανικός
Δυστυχώς η αυξηµένη ένταση στο φαινόµενο της βίας των ανηλίκων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αντιµετωπίζεται υπό το πρίσµα του ηθικού πανικού. Στα περισσότερα ρεπορτάζ οι δηµοσιογράφοι απευθύνονται στην αστυνοµία για παροχή στοιχείων και στα τηλεοπτικά πάνελς έχει πλέον καθιερωθεί η ύπαρξη ενός «τηλεαστυνοµικού», ο οποίος µιλά επί παντός επιστητού ανεξαρτήτως της γνώσης του επί ενός θέµατος. Η αστυνοµική οπτική του φαινοµένου τείνει να γίνει κυρίαρχη στο δηµόσιο λόγο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να απολογίσουµε απόλυτα αρνητικά. Γιατί η αστυνοµική οπτική εστιάζει στον «εγκληµατία» και όχι στις συνθήκες εκδήλωσης µιας «εγκληµατικής» συµπεριφοράς. Κάπως έτσι στήνονται τροµολαγνικά αφιερώµατα για την «παραβατική νεολαία» που «έχει ξεφύγει» και «απειλεί την οµαλότητα και την κοινωνική συνοχή». Οι νέοι παρουσιάζονται ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες, τη στιγµή που οι αξίες αυτές ενδεχοµένως να τους σπρώχνουν στη βία.
Είναι πραγµατικά εκπληκτικό το πόσο αντικρουόµενα είναι τα συµπεράσµατα της αστυνοµίας, σε σχέση µε τα αντίστοιχα των ερευνητών της ψυχικής υγείας. Η αστυνοµία θέτει ως κέντρο την οικογένεια, ενώ το ΕΠΙΨΥ την κοινωνία. Για την αστυνοµία τη βία των ανηλίκων δεν την τροφοδοτεί η ταξική ανισότητα, η έµφυλη καταπίεση και οι φυλετικές διακρίσεις, αλλά η διάδοση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, τα βιντεοπαιχνίδια, το γκράφιτι, τα κόµικ, αλλά και διάφορα είδη µουσικής. Δεν είναι αστείο, αυτή την ερµηνεία έδωσε αξιωµατούχος της ΕΛ.ΑΣ. όχι σε κάποιο µικρό Μέσο, αλλά στην «Καθηµερινή», σε πρόσφατο ρεπορτάζ. Πρόκειται για την πιο συντηρητική ανάγνωση ενός υπαρκτού κοινωνικού φαινοµένου που δαιµονοποιεί την τεχνολογία, την τέχνη και την έκφραση, προκειµένου να κρύψει κάτω από το χαλί τις ρίζες των προβληµάτων της κοινωνίας του σύγχρονου καπιταλισµού.
Απάντηση στην κυβέρνηση
Στο ίδιο µοτίβο προφανώς κινείται και η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοινώνοντας µέτρα κατασταλτικά απέναντι στους «κακούς νέους» και όχι µέτρα κοινωνικής πρόληψης απέναντι στο φαινόµενο της βίας των ανηλίκων. Ανάµεσα σε αυτά που ανακοίνωσε στις αρχές Απριλίου ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, ενδεικτικά αναφέρουµε την επαναφορά της πενθήµερης αποβολής, την ψηφιοποίηση των απουσιολογίων, την υπερβολική µείωση των δικαιολογηµένων απουσιών, την απαγόρευση χρήσης κινητών τηλεφώνων στο σχολικό χώρο και την οικονοµική επιβάρυνση των γονέων για τις υλικές ζηµιές των παιδιών τους. Πρόκειται για τιµωρητικά µέτρα απέναντι στους νέους και στους γονείς τους και όχι µέτρα συγκρότησης ενός σχολείου ανοικτού και συµπεριληπτικού στο οποίο δε θα έχουν θέση η βία και οι διακρίσεις.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της προέδρου της Οµοσπονδίας Γονέων και κηδεµόνων Αττικής, Στέλλας Βαλαβάνη σε συνέντευξή της, όπου τόνισε ότι «Για άλλη µια φορά δεν µας άκουσε η κυβέρνηση. Όταν θέλουµε να λύσουµε ένα πρόβληµα, πρέπει να κάτσουµε να συζητήσουµε όλοι οι εµπλεκόµενοι φορείς. Δεν µας έχει δεχθεί το υπουργείο. "Μέτρα καταστολής" είχαµε, υπήρχε η αποβολή. Δεν θα κάνει την διαφορά η 1 ή οι 2 µέρες. Δεν ξέρω αν θα το νοιάζει καν το παιδί αν θα "µείνει" ή όχι στην ίδια τάξη όταν έχει φτάσει σε σηµείο να ασκεί βία». Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ για ακόµη µια φορά παρέκαµψε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς προκειµένου να επιβάλλει το δόγµα «νόµος και τάξη». Με αυτό τον τρόπο όµως, δεν λύνει τη ρίζα του προβλήµατος, αλλά απλώς αντιµετωπίζει σε δεύτερο χρόνο τις συνέπειές του.
Η ριζοσπαστική Αριστερά, τα κινήµατα και οι συλλογικοί φορείς οφείλουν να αντιδράσουν απέναντι στις αδιέξοδες και επιζήµιες πολιτικές της ΝΔ. Είναι χρέος µας να διεκδικήσουµε την ύπαρξη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, την τακτική ενηµέρωση των γονέων και των καθηγητών γύρω από τα ζητήµατα του σχολικού εκφοβισµού, την αναβάθµιση της ενισχυτικής διδασκαλίας και των προγραµµάτων στήριξης των θυµάτων. Πολύ περισσότερο, όµως οφείλουµε να αγωνιστούµε από κοινού για τη συγκρότηση ενός µαζικού και ριζοσπαστικού κινήµατος που θα χτυπάει το πρόβληµα στην καρδιά του, που θα απαντάει στη βία που γεννά η καπιταλιστική καταπίεση, ο πόλεµος, ο ρατσισµός και ο σεξισµός. Η συσπείρωση των επιµέρους κινηµατικών µετώπων γύρω από ένα µίνιµουµ συνεκτικό πολιτικό πρόγραµµα που θα αντιπαρατίθεται µε τον αυταρχισµό, την καταστολή και τη συνολικότερη πολιτική του Μητσοτάκη, είναι ένα πρώτο βήµα συλλογικής απάντησης απέναντι στη µεµονωµένη βία. Δυστυχώς ακόµη δεν το έχουµε πετύχει.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά