Οι πρόσφατες σημαντικές αποκαλύψεις του Παν. Λαφαζάνη για μια «άτυπη συμφωνία» συγκυβέρνησης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, επανέφεραν στο προσκήνιο τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου – Αυγούστου 2015 που είναι παρόντα ως μια βαριά σκιά, συμπυκνωμένα σε μια ήττα που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί. Τα γεγονότα αυτά θα στοιχειώνουν την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας όσο δεν «ξεμπερδεύουμε τους λογαριασμούς μας» με αυτή την περίοδο.

Οι ήττες, οι νίκες και ο αναγκαίος διάλογος

Το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η ήττα. Από τις ήττες κανένα δρών υποκείμενο δεν θα ξεφύγει ποτέ. Εξάλλου, όλες οι ιστορικές νίκες του κινήματος της εργατικής τάξης και των λαών ήρθαν μέσα από  την εμπειρία και τη διαρκή μελέτη των συμπερασμάτων από αυτές. Αλλά καμία νίκη δεν ήρθε χωρίς τη θεωρητική συμπύκνωση των συμπερασμάτων από τις ήττες, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος (Παρισινή Κομμούνα και άνοδος της Δεύτερης Διεθνούς, 1905 και Οκτωβριανή Επανάσταση, εμπειρία της Χιλής και σημερινές αντιστάσεις στα πραξικοπήματα της Λατ. Αμερικής κ.α.).

Για αυτό είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί στη μαχόμενη Αριστερά μια βαθιά και εκτεταμένη αυτοκριτική συζήτηση, ένας οργανωμένος διάλογος για τη δραματική καμπή του Ιουλίου – Αυγούστου 2015 και για όλη τη δεκαετία του 2010 – 19, για την εκρηκτική άνοδο, υποχώρηση, ενσωμάτωση και ήττα του αντιμνημονιακού εργατολαϊκού κινήματος.

Βεβαίως υπάρχει μια ορισμένη σειρά σημαντικών κομματικών αποφάσεων του ΚΚΕ, της ΛΑΕ, του Αριστερού Ρεύματος, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΝΑΡ και της τότε μειοψηφίας του, της ΔΕΑ και άλλων οργανώσεων. Υπάρχει η πολύτιμη αρθρογραφία πρωταγωνιστών της αριστερής αντιπολίτευσης, όπως του Δημήτρη Μπελαντή, του Χρήστου Λάσκου και ορισμένων άλλων ριζοσπαστών θεωρητικών και πολιτικών. Εκτός του αναμενόμενου βιβλίου του Παν. Λαφαζάνη γνωρίζουμε ότι ετοιμάζονται και έργα άλλων κορυφαίων στελεχών του Αριστερού Ρεύματος, τα οποία ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο από αυτόν του πρώην ηγέτη της ΛΑΕ, που προφανώς σχετίζεται και με διαφορετικά συμπεράσματα από την προηγούμενη δεκαετία.

Όμως ακόμη δεν έχει κατοχυρωθεί στη μαχόμενη Αριστερά ένα σώμα ουσιαστικών συμπερασμάτων. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το κίνημα της μισθωτής εργασίας δεν έχει ακόμη ανακάμψει, παρά μια ορισμένη εμφανή και αβέβαιη, κίνηση αντιστροφής. Που συνοδεύεται και από το γεγονός ότι κανένας από τους προαναφερθέντες σχηματισμούς δεν έχει συνέλθει πλήρως από την ήττα, όπως και από το γεγονός ότι καμία από τις νέες προσπάθειες δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί από το λαό της Αριστεράς και από κάποια τμήματα εργαζομένων.

Ωστόσο, σπέρματα ορθών συμπερασμάτων και αλήθειας ενυπάρχουν μέσα στις καινούριες απόπειρες. Τολμηρές αναζητήσεις αναπτύσσονται, δειλά ακόμη, μέσα στις προσπάθειες νέων γενικών προγραμμάτων στη στρατηγική, την πολιτική και το κίνημα. Που αποτυπώνονται στις πρώτες, σημερινές τάσεις κατοχύρωσης του διαλόγου και της κοινής δράσης της μαχόμενης Αριστεράς, που αναζητούν τους πολύπλοκους δρόμους για ένα νέο μετωπικό φορέα της Αριστεράς, μαζί με το πρόγραμμα, την οργάνωση και αύριο, το κόμμα ενός νέου κομμουνιστικού κινήματος. Για να αναμετρηθούμε με την πολλαπλή, ιστορική κρίση του καπιταλισμού, τις νέες παραλλαγές της αστικής πολιτικής τύπου Τραμπ ή Μπάιντεν, για να προκαλέσουμε ρήγματα, να σπάσουμε και να νικήσουμε την χωρίς-ανάσα-επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του κεφαλαίου, για να αντιμετωπίσουμε την ενσωμάτωση των επερχομένων αγώνων στους νέους και χειρότερους συμβιβασμούς του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το παρόν άρθρο αποτελεί μια μικρή συμβολή στον αναγκαίο διάλογο που οφείλουμε να διοργανώσουμε στο άμεσο μέλλον για να εξαχθούν εκείνα τα αναγκαία συμπεράσματα που δεν θα μας επιτρέψουν να επαναλάβουμε τουλάχιστον τα ίδια λάθη που οδήγησαν στην ήττα του 2015.

Οι τρεις πρωταγωνιστές

Τρεις ήταν οι πρωταγωνιστές της αντίδρασης στη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2015: ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Παν. Λαφαζάνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η τελευταία βοήθησε στην Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του χρέους, αρνήθηκε προς τιμήν της να λερώσει τα χέρια της με το νέο μνημόνιο αλλά η θετική επίδρασή της ολοκληρώθηκε εκεί.

Ο Παν. Λαφαζάνης ασκεί σκληρή κριτική προς τον Γιάνη Βαρουφάκη. Δεν έχει άδικο. Δεν μπορεί όμως, να μην του αναγνωριστεί ότι διαχωρίστηκε από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και ότι πλήρωσε τη στάση του με την αποπομπή του.

Ο γραμματέας του ΜεΡΑ25 δικαίως κατηγορεί τον Αλ. Τσίπρα ότι πολιτεύεται σήμερα σαν να μην έχει ψηφίσει μνημόνια. Αλλά και ο ίδιος πολιτεύεται σαν να μην ήταν ο πρώτος που έριξε τη γέφυρα προς τα μνημόνια, τον Φεβρουάριο του 2015, με τη Συμφωνία στην οποία προχώρησε με την τρόικα. Φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί το βάρος αυτής της επιλογής, εάν λάβουμε υπόψη ότι, παρά το ριζοσπαστικό λόγο του, η σημερινή πολιτική του είναι στην ουσία μια πολιτική διαρκούς γέφυρας συμβιβασμών προς την ΕΕ, το κεφάλαιο και τις τράπεζες.

«Άλλο πράγμα οι συμβιβασμοί στην πολιτική και άλλο να καταλήγεις συμβιβασμένος», απάντησε ο Γ. Βαρουφάκης στην κριτική «από τα δεξιά» που του άσκησε ο Τάσος Παππάς με άρθρα του στην Εφημερίδα των Συντακτών («Γίνεται πολιτική χωρίς συμβιβασμούς;»). Σωστό, μόνο μια κυβέρνηση με στρατηγική το συμβιβασμό δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε συνθηκολόγηση και να εκφραστεί με συμβιβασμένους ηγέτες.

Χωρίς μια στρατηγική ρήξης με όπλο ένα συνειδητό και οργανωμένο μαζικό κίνημα, δεν μπορείς ποτέ να πραγματοποιήσεις προωθητικούς συμβιβασμούς. Αυτή είναι η διαφορά της σοβιετικής κυβέρνησης που προχώρησε στο συμβιβασμό του Μπρεστ Λιτόφσκ, τον οποίο τόλμησε να χρησιμοποιήσει αρχικά ο Νίκος Φίλης και μετέπειτα ο Αλ. Τσίπρας, ως επιχείρημα στήριξης της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ. 

Όσο και αν οι δρόμοι Λαφαζάνη και Βαρουφάκη διαφέρουν τότε και σήμερα, στην ουσία, τα συμπεράσματά τους για το 2015 φαίνεται να συναντιούνται σε ένα κομβικό σημείο: και οι δυο υποστηρίζουν ότι ο Τσίπρας πρόδωσε το λαό. Σε αυτό υπάρχει μια δόση αλήθειας –ο λαός πίστεψε στον Τσίπρα- αλλά το πρόβλημα είναι τι πολιτικές επιλογές έκανε κάποιος ώστε να μην καταστεί ο λαός ικανός να προδοθεί και δεύτερο, να διακρίνει έγκαιρα εάν η πολιτική στρατηγική του κόμματος στο οποίο συμμετείχαν, εμπεριείχε ή όχι τη δυνατότητα της προδοσίας των λαϊκών συμφερόντων. Διότι η προδοσία δεν γεννιέται σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία, αλλά ενυπάρχει στην προγραμματική κατεύθυνση των κομμάτων.

Συνεπώς, η κριτική και η αυτοκριτική εκτίμηση οφείλει να στραφεί στην ουσία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, στο πρόγραμμά του, στην κοινωνική του σύνθεση, στα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούσε, στη δομή του κόμματος, στην ποιότητα της ηγεσίας του.

Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τα άλλα ριζοσπαστικά κινηματικά ρεύματα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το Κοκκινοπράσινο Δίκτυο και άλλων αγωνιστών, που διαφοροποιήθηκαν προς τιμήν τους από την μνημονιακή στροφή, αλλά από καιρό πριν ταυτίστηκαν με την ηγετική ομάδα των «προεδρικών» του Τσίπρα, αναλαμβάνοντας κομματικές, κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές θέσεις.

Το κύριο ζήτημα όμως για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα, δεν είναι η επίρριψη και ο επιμερισμός ευθυνών, πολύ περισσότερο που όλοι κατέχουμε μερίδιο ευθυνών, έστω και διαφορετικό. Το κύριο ζήτημα είναι τα πολιτικά συμπεράσματα.

Ο λαός στο ρόλο του τηλεθεατή

Όπως προαναφέρθηκε, ο Παν. Λαφαζάνης αποκαλύπτει ότι μετά το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας με τον Μεϊμαράκη, τον Βενιζέλο και τον Στ. Θεοδωράκη, είχαν συνομολογήσει «άτυπη συμφωνία μαζί τους πως θα προχωρούσαν σε συγκυβέρνηση, ενδεχομένως και με έναν άλλο πρωθυπουργό από τον ΣΥΡΙΖΑ». Δεν έχουμε αμφιβολία ότι μπορεί να συνέβη, παρά τη διάψευση Μεϊμαράκη. Εξάλλου, ο τότε πρόεδρος της ΝΔ είχε δημόσια προτείνει τον γνωστό ως άνθρωπο του συστήματος, Γιάννη Δραγασάκη, για πρωθυπουργό μιας νέας, μνημονιακής «οικουμενικής κυβέρνησης». Υπάρχει εδώ όμως ένα ερώτημα που θα όφειλε να απαντήσει ο Π. Λαφαζάνης: Εφόσον το γνώριζε, γιατί δεν το κατήγγειλε τότε δημόσια και γιατί δεν ενημέρωσε το λαό και την υπόλοιπη Αριστερά;

Πρόκειται για ένα σημαντικό ζήτημα που καταδεικνύει μεν τα κοινοβουλευτικά παιγνίδια στα οποία διαπρέπει μέχρι ενός ορίου ο Αλ.  Τσίπρας, αλλά, κατά τη γνώμη μας, εκτρέπει τη συζήτηση ακριβώς σε αυτά τα κοινοβουλευτικά παιγνίδια, ενώ το κύριο ζήτημα είναι αλλού.

Η ουσία των γεγονότων του Ιουλίου – Αυγούστου 2015 είναι ότι όλο το δράμα παίχτηκε στο θέατρο και στα παρασκήνια της Βουλής. Η εργατική τάξη, ο λαός και το κίνημά τους, ο αναγκαίος πρωταγωνιστής, το περίφημο υποκείμενο της ιστορίας δεν κλήθηκε από τους ηγέτες και τα ρεύματα της αριστερής αντιπολίτευσης, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, να παίξει το ρόλο του. Ούτε καν αυτόν του κομπάρσου. Καταδικάστηκε στο ρόλο του αμήχανου τηλεθεατή.

Τηρουμένων των αναλογιών, ας αναλογιστούμε πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ των Ιουλιανών  του 2015 από τα Ιουλιανά του 1965, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου κάλεσε το λαό σε ανένδοτο αγώνα ακυρώνοντας τα σχέδια του ίδιου του πατέρα του για συμβιβασμό με το παλάτι –ασχέτως της μετέπειτα πορείας του.

Κανένας και καμία από τους ηγέτες της τότε αντιπολίτευσης δεν σκέφτηκε αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Παν. Λαφαζάνης σωστά εκτιμά ότι πραγματοποιήθηκε ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα εναντίον του λαϊκού «Όχι». Για να καταστεί όσο το δυνατόν πιο σαφής η κεντρική σημασία της ενεργοποίησης ή μη του εργατικού και λαϊκού παράγοντα, ας κάνουμε μια σύγκριση με δυο διαφορετικής κλίμακας και ποιότητας γεγονότα, τα πραγματικά πραξικοπήματα στη Χιλή, το 1973 και στην Τουρκία, το 2016: Ο Αλιέντε, όταν εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοτσέτ, κάλεσε το λαό να παραμείνει σπίτι του. Αντίθετα, ο Ερντογάν, από ένα κινητό κάλεσε τον τουρκικό λαό να βγει μαχητικά στους δρόμους. Τα αποτελέσματα και στις δυο περιπτώσεις είναι γνωστά σε όλους.

Γιατί όμως οι Λαφαζάνης, Βαρουφάκης και Κωνσταντοπούλου δεν διδάχτηκαν από την ιστορία; Η στάση τους δεν οφείλεται στην έλλειψη ιστορικής γνώσης. Και οι τρείς  –ειδικά ο Παν. Λαφαζάνης- είναι διαβασμένοι και έμπειροι. Η παραγνώριση των ιστορικών διδαγμάτων από πλευράς των Βαρουφάκη και Κωνσταντοπούλου σχετίζεται με την έλλειψη σχέσης με το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Τα συγκλονιστικά γεγονότα του 2010 – 11 τους ανέδειξαν ξαφνικά, από το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο και το δικηγορικό γραφείο, στο προσκήνιο της ιστορίας. Εκεί εισήλθαν με τις εμπειρίες, τα δόγματα και την πρότερη κοσμοθεωρία τους.

Από την πλευρά του Π. Λαφαζάνη, η στάση του σχετίζεται άμεσα με ένα σημαντικό αριστερό πολιτικό ρεύμα, το οποίο εκπροσώπησε. Ένα ρεύμα μαχόμενης λαϊκής δράσης, με μια ορισμένη κομμουνιστική αναφορά –δεν είναι τυχαίο το όνομα «Ίσκρα» στην ιστοσελίδα του- που όμως αποδέχτηκε την πολιτική ηγεμονία και την οργανωτική εξάρτηση από έναν αστικού τύπου ρεφορμισμό, το δεξιό ευρωκομμουνισμό, μέσα από τη μακροχρόνια παραμονή στο Συνασπισμό, αρχικά και τον ΣΥΡΙΖΑ, μετέπειτα. Ένα ρεύμα που παρά τη σταθερή δράση του στα συνδικάτα και το λαϊκό κίνημα, παρέμεινε σε μια μακρόχρονη κατεύθυνση κοινοβουλευτισμού, που υποτίμησε την αναγκαιότητα της θεωρητικής αναζήτησης για μια σύγχρονη επαναστατική προοπτική με συνέπεια την έλλειψη μια συνεκτικής ανατρεπτικής πολιτικής.

Η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, ήταν μια σωστή, αναγκαία και τίμια πολιτική επιλογή με σημαντικό κόστος. Όμως η διοχέτευση της δίχρονης λαϊκής αντιμνημονιακής  εξέγερσης  στα ελεγχόμενα νερά του κοινοβουλευτισμού προετοιμάστηκε πολύ νωρίτερα. Κρίθηκε το 2010-12. Όταν τέθηκε και ηγεμόνευσε η κατεύθυνση μιας «αριστερής κυβέρνησης» εντός της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της «συνέχειας του κράτους».

Σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία, το Αριστερό Ρεύμα, υπό την ηγεσία του Π. Λαφαζάνη, παρέμεινε και δεν αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν η στιγμή που η κυρίαρχη προεδρική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα πήρε την εξουσία στο κόμμα, με τη στήριξη των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης, οδηγώντας στην αποπομπή του Αλ. Αλαβάνου.

Η δεύτερη δυνατότητα που τέθηκε τότε, ήταν η δημιουργία ενός αριστερού ανατρεπτικού αντιμνημονιακού μετώπου σε σύγκλιση με ένα ισχυρό ρεύμα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που εμφανίστηκε με τη δημιουργία του «Αριστερού Βήματος» και του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων Ιδιωτικού και Δημόσιου, καθώς και της κινηματικής λαϊκής συμμαχίας του «Δεν Πληρώνω – Δεν Χρωστάω – Δεν Πουλάω».  

Η ηγεμονία της κατεύθυνσης για μια «αριστερή κυβέρνηση» με ένα θολό πρόγραμμα αντί για ένα «ανατρεπτικό λαϊκό μέτωπο» με πρόγραμμα ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, συνέβαλε καθοριστικά στη μετέπειτα πορεία καθήλωσης και ενσωμάτωσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Η κατεύθυνση αυτή συνέβαλε στη λαϊκή στήριξη σε μια κυβέρνηση της «δημιουργικής ασάφειας» με σύνθημα το «ούτε ρήξη – ούτε υποταγή». Με δρομολογημένες εγγυήσεις προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τους μεγάλους καπιταλιστές των ομίλων και το βαθύ κράτος, ήδη από την περίοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με τη συμμετοχή ενός δεξιού λαϊκιστικού κόμματος και με τα υπουργεία – κλειδιά στα χέρια γνωστών για τις σχέσεις τους με τους αστικούς κύκλους, πολιτικών. Υπό την εποπτεία του προέδρου Πρ. Παυλόπουλου, ο οποίος σήμερα βάλλεται από τον Παν. Λαφαζάνη, αλλά τότε έγινε αποδεκτός, στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας, παρά την εκφρασμένη διαφωνία του.

Δεν ήταν αναγκαία η συμμετοχή στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στα πλαίσια της προαναφερθείσας λαθεμένης στρατηγικής. Μπορούσε να στηριχθεί χωρίς συμμετοχή σε υπουργεία. Η μετέπειτα πορεία απέδειξε ότι κανένα υπουργείο, όσο αγνές και αν είναι οι προθέσεις τού ή τής υπουργού, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το «υπερ-υπουργείο» του ανεξάρτητου μαζικού κινήματος και ενός μαχητικού λαϊκού μετώπου. Η έλλειψή του έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την πορεία προς την ήττα.

Η αναγκαία πολιτική που έλειψε

Όταν λέμε επαναστατική πολιτική, δεν εννοούμε τις γνωστές καρικατούρες, τη δογματική θεολογία της Δευτέρας Παρουσίας και τα «αριστερά παιδιαρίσματα». Εννοούμε εκείνη την ανατρεπτική πολιτική, που εμπνεόμενη από τον καθοριστικό ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών στην επαναστατική κοινωνική μετάβαση, προωθεί σήμερα -στο κάθε σήμερα- ένα ζωντανό μαζικό κίνημα που «καταργεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων». Που επιβάλει βαθιά ρήγματα στους νόμους του κεφαλαίου και την αστική πολιτική με τον αγώνα για κατακτήσεις -οι οποίες βέβαια, χωρίς εργατική πολιτική εξουσία, θα είναι πάντα υπό διακύβευση.

Ανατρεπτική πολιτική πράξη τον Ιούλιο 2015 ήταν το κάλεσμα σε όλες τις μαχόμενες αντιμνημονιακές αριστερές δυνάμεις να ενωθούν και να ξεσηκώσουν το λαό για να κατοχυρώσει το «Όχι» του, να  υπερασπίσει τη δημοκρατία και να προωθήσει τη ρήξη με το ευρώ και μετέπειτα με την ΕΕ, για να σπάσει τα μνημόνια και να αγωνιστεί για να επιβάλει το δίκιο του στους δρόμους. Ανοίγοντας πολιτικές προοπτικές για να ανατρέψει τη μακρόχρονη αστική επίθεση από το 1990, να αλλάξει το ρου της ιστορίας, να επιβάλει βαθιές εργατικές, λαϊκές και δημοκρατικές κατακτήσεις, με θετική διεθνή απήχηση.

Επαναστατική πολιτική τον Ιούλιο του 2015 δεν ήταν η αποχή από την ιστορική πράξη του δημοψηφίσματος. Η ηγεσία του ΚΚΕ προειδοποίησε σωστά και έγκαιρα για το χαρακτήρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τελικά όμως και παρά τις μεγάλες διαφορές της, έπραξε το ίδιο με τον Παν. Λαφαζάνη, τον Ιούλιο του 2015:

Δεν σκέφτηκε ούτε και αυτή να καλέσει το λαό στους δρόμους, ώστε να σπρώξει, από τα αριστερά και έξω από τους διαδρόμους της Βουλής και των Βρυξελλών, την πολιτική διαπάλη. Να καλέσει την τότε αριστερή αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ για κοινό μέτωπο, να συνεργαστεί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να δώσει, έστω και την τελευταία στιγμή, θετικό και εξεγερτικό νόημα στη λαθεμένη επιλογή για αποχή από το «Όχι» του ελληνικού λαού. Χειρότερα δυστυχώς και από τον Π. Λαφαζάνη, σε αυτό το σημείο, ο Δημ. Κουτσούμπας παραβρέθηκε στη σύσκεψη αρχηγών και έτσι, παρά τις δηλώσεις διαφοροποίησής του έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, συνέβαλε στη νομιμοποίηση του πραξικοπήματος κατά του «Όχι».

Η απειλή του Μεϊμαράκη

Εάν κάτι άλλο οφείλουμε να αναδείξουμε από τις ημέρες εκείνες, αυτό είναι η έμμεση, αλλά σαφέστατη απειλή κανονικού πραξικοπήματος από τον Ευ. Μεϊμαράκη. Τη Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015, μια μόλις ημέρα μετά το ιστορικό «Όχι» του λαού, αμέσως πριν τη σύσκεψη αρχηγών και λίγες ημέρες πριν τις διαπραγματεύσεις του Τσίπρα στις Βρυξέλλες, ο τότε αρχηγός της ΝΔ προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Εάν δεν έρθει η συμφωνία την Τετάρτη, θα παρέμβουν οι δυνάμεις της αστικής τάξης, θα απαντήσουμε πολύ διαφορετικά οι πολίτες της δημιουργίας».

Ο Τσίπρας και η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ υποτάχθηκαν. Ο ηγεσίες της μαχόμενης Αριστεράς υποτίμησαν αυτή την πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα απειλή. Και ο λαός παρέμεινε απαθής.

Η λαϊκή αδράνεια ήρθε ως φυσική απόρροια της προηγούμενης πορείας αποκοίμισης των εργαζόμενων στρωμάτων από τις αυταπάτες για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από την ανάθεση στους ηγέτες και στη Βουλή ενός ρόλου που αναλογούσε στο κίνημά τους. Η ίδια η ζωή έδειξε ότι η διαφοροποίηση των 43 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από την επαίσχυντη μνημονιακή υποταγή του, παρά τη μεγάλη ηθική και πολιτική σημασία της πράξης τους, ήταν μια πράξη χωρίς αντίκρισμα εφόσον δεν στηριζόταν σε ένα μαζικό, συνειδητό, οργανωμένο εργατικό κίνημα και ένα λαϊκό μέτωπο ανατροπής.

Ο περιορισμός στο κοινοβουλευτικό παιγνίδι, η ψευδαίσθηση ότι με μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, «η ΛΑ.Ε. θα καθίστατο ανέλπιστα και αξιωματική αντιπολίτευση», με τους 43 βουλευτές, έπαιξε ρόλο στη μη ένταξη του παράγοντα «λαϊκό κίνημα» στη λύση της πολιτικής εξίσωσης. Ένας βουλευτής, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος με βουλευτικό αξίωμα που το κατέκτησε με ψήφους απομονωμένων ψηφοφόρων. Η κάλπη όμως, δεν συγκροτεί μαζικό όργανο επιβολής της λαϊκής θέλησης. Αντίθετα, «οι δυνάμεις της αστικής τάξης – οι πολίτες της δημιουργίας» διέθεταν όλα τα όργανα επιβολής της θέλησής τους: το στρατό, την αστυνομία, το κράτος και τα παρακρατικά Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής –η οποία στηρίχθηκε για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Και ο Μεϊμαράκης φρόντισε να μας το υπενθυμίσει. Κατάκτηση της κυβέρνησης δεν σημαίνει και κατάκτηση του κράτους.

Με αυτές τις εκτιμήσεις, καθόλου δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε την αριστερή μαχητική παρέμβαση στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Κάτω από ανάλογες συνθήκες, είναι αναγκαία για την αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Το ζήτημα είναι η υποταγή της κοινοβουλευτικής πάλης στο καθοριστικό εξωκοινοβουλευτικό πεδίο του κινήματος της μισθωτής εργασίας και του λαού.

Δεν θέλουμε επίσης, να υπερεκτιμήσουμε τις τότε δυνατότητες για αποτροπή της υπερψήφισης του τρίτου μνημονίου στη Βουλή από το μαζικό κίνημα της περιόδου αυτής, ακόμη και αν όλα τα αριστερά κόμματα καλούσαν σε νέο «ανένδοτο». Όμως, με μια μαχητική λαϊκή παρέμβαση «από τα κάτω» και με τη συνεργασία της ασυμβίβαστης, αντιμνημονιακής Αριστεράς, μπορούσαν να δημιουργηθούν δυνατότητες για μια διαφορετική πορεία από αυτήν που έφερε η λαϊκή συνθηκολόγηση και η τριπλή κοινοβουλευτική αποτυχία της ΛΑΕ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που φυσιολογικά την ακολούθησε.

Η δική μας αυτοκριτική

Η κριτική στις επιλογές του Παν. Λαφαζάνη ή της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν αναιρούν την αναγκαία αυτοκριτική όλων όσων από εμάς συμμετείχαμε στην ηγεσία και τις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οφείλουμε να αναλάβουμε και τις δικές μας ευθύνες.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που κάλεσε στους δρόμους μετά το δημοψήφισμα, ενάντια στη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, οι τρεις – τέσσερις χιλιάδες  μελών και φίλων της που κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας ήταν πολύ λίγοι μπροστά στη γενικότερη λαϊκή αδράνεια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκε απομονωμένη.

Δεν ήμασταν άμοιροι ευθυνών για αυτή την εξέλιξη.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλες οι βασικές δυνάμεις της (το ΝΑΡ, το ΣΕΚ, η ΑΡΑΝ κ.λπ.) δεν είχαν αυταπάτες για την ηγετική ομάδα του Τσίπρα, ούτε στήριξαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως της καταλογίζει ανέντιμα η ηγεσία του ΚΚΕ. Το γεγονός ότι έλειψε μια αναγκαία διορατικότητα, ειδικά τον Ιούλιο του 2015 από όλους μας ή το γεγονός ότι ορισμένα μειοψηφικά ρεύματα της βάσης της (όπως άλλωστε και ρεύματα της βάσης του ΚΚΕ) παρασύρθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να οδηγεί σε τέτοιες ανιστόρητες γενικεύσεις για την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αλλού έγκειται το κύριο πρόβλημα: Στο γεγονός ότι ταυτίσαμε την αριστερή αντιπολίτευση και ειδικά το Αριστερό Ρεύμα με την πλειοψηφία και την ηγετική ομάδα του Τσίπρα και έτσι, αρνηθήκαμε να καλέσουμε, από το 2012 και πολύ περισσότερο, από το 2015 και ειδικά γύρω από το δημοψήφισμα, σε μέτωπο και σε συνεργασία στο μαζικό κίνημα. Ταυτίσαμε το μαζικό κίνημα και το μέτωπο με τον εαυτό μας στο όνομα του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Εδώ, η πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τελικά, δεν διέφερε ποιοτικά από αυτήν του ΚΚΕ. Έτσι, οι πρωτοπόρες αναλύσεις και πρακτικές που αρχικά εμφανίστηκαν στις γραμμές της, δεν ολοκληρώθηκαν σε πολιτική πράξη και χάθηκαν σταδιακά από τον ιστορικό ορίζοντα.

Η τακτική της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της αστικής επίθεσης», από πολιτική γραμμή ενότητας, αλληλεπίδρασης και δεσμών με την αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, τη λαϊκή βάση του, καθώς και με το ΚΚΕ και τη βάση του, σταδιακά μετασχηματίστηκε σε μια πρακτική διαχωρισμού και καταγγελίας τους. Έτσι, η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν στήριξε το «Αριστερό Βήμα», οδήγησε το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων –βοηθούντος και του Αριστερού Ρεύματος- σε μαρασμό. Και τη στιγμή της κορύφωσης της αστικής επίθεσης, τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2015, η κατεύθυνσή μας κατέληξε σε μια πολιτική περιχαράκωσης και αναμονής πολιτικού και εκλογικού οφέλους από την όποια μαζική διαμαρτυρία εξαιτίας της δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ και της λαθεμένης πολιτικής της Αριστερής Πλατφόρμας ή του ΚΚΕ. Όφελος που δεν ήρθε ποτέ και για κανέναν.

Οι σημαντικές διαφοροποιήσεις του ρεύματός μας, που μαζί με άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες, οδήγησε αργότερα στο σχηματισμό του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου, όπως και άλλων συντρόφων και συντροφισσών εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν ήταν ικανές σε ποιότητα και ποσότητα για να αλλάξουν την πορεία της.

Η ιστορική εμπειρία της δεκαετίας που πέρασε έθεσε και θέτει μεγάλα θεωρητικά ζητήματα που αναζητούν σύγχρονες απαντήσεις, όπως η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας, η σχέση αντικαπιταλιστικής τακτικής – επαναστατικής στρατηγικής, ανάμεσα στο κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα, οι σχέσεις ανάμεσα στην κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική δράση, στο αριστερό μέτωπο, την αριστερή κυβέρνηση και το κράτος κ.α.

Όλα τα παραπάνω δεν έχουν μόνον ιστορική σημασία. Έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τις σημερινές προσπάθειες διαλόγου και κοινής δράσης της μαχόμενης Αριστεράς, για την τακτική ενός νέου, ασυμβίβαστου και νικηφόρου αριστερού μετώπου, για τις καινούριες στρατηγικές απόπειρες κομμουνιστικής επανίδρυσης που ζητούν τη δικαίωσή τους στα νέα κύματα σκληρών κοινωνικών συγκρούσεων που έρχονται.