Τις τελευταίες μέρες κι ο τελευταίος κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, ότι ο «ο κόσμος βυθίζεται στην τρέλα». Ισοπέδωση του Χαλεπίου, δολοφονία Ρώσου πρέσβη στην Τουρκία, νέο τρομοκρατικό χτύπημα στο Βερολίνο με 9 νεκρούς.
Τα θύματα, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, είναι κατεξοχήν ερεγαζόμενοι φτωχοί, γυναίκες, νεολαία, κόσμος δικός μας, της τάξης μας. Τα κατορθώματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μετά το 2001 στη Μέση Ανατολή είναι φανερό τι αποτελέσματα έχουν: έχουν πλέον «καταφέρει» να εμπλέξουν στην περιοχή τη ρωσική ιμπεριαλιστική επέμβαση, υπο-ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των τριγύρω κρατών, κι επιπλέον έχοντας αναδείξει σε πρωταγωνιστική δύναμη... το τζιχαντισμό. Το 2001 η Αλ Κάιντα ήταν μια αδύναμη τοπική δύναμη. Σήμερα, 15 χρόνια δυτικού «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», τα διάφορα τζιχαντιστικά παρακλάδια, με αιχμή το ISIS, έχουν ένα πανίσχυρο δίκτυο σε πολλές χώρες της Ανατολής και της Δύσης και οργανώνουν τυφλά χτυπήματα με μεγάλη «επιτυχία».
Κάθε φορά που συμβαίνει ένα νέο χτύπημα στη Δύση, τα ΜΜΕ δηλώνουν «συγκλονισμένα», θρηνούν και μιλάνε για «τραγωδία». Τα ίδια ΜΜΕ αντιμετωπίζουν κυνικά είτε αποσιωπούν τους χιλιάδες φορές περισσότερους νεκρούς από τις βόμβες και τις εκρήξεις στην Ανατολή. Δεύτερη διάσταση της υποκρισίας τους αποτελεί η αποσιώπηση του γεγονότος ότι για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή ευθύνονται βασικά οι ίδιοι με τις επεμβάσεις τους τα τελευταία 15 χρόνια και τη στήριξή τους στο Ισραήλ και σε αντιδραστικά καθεστώτα των άλλων χωρών για δεκαετίες. Τρίτη διάσταση της υποκρισίας τους αποκαλύπτεται όταν μετά από κάθε τρομοκρατικό χτύπημα βρίσκουν την ευκαιρία να κλιμακώσουν την ισλαμοφοβική ρητορεία και πρακτική: κλιμακώνοντας τις επεμβάσεις (ή ενισχύοντας τα πιο επεμβατικά σενάρια) «έξω», κλιμακώνοντας τον πόλεμο κατά των μεταναστών και των προσφύγων «μέσα», κλιμακώνοντας τον πόλεμο κατά των φτωχών συνολικά με λιτότητα, καταστολή , περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας τους εξοπλισμούς... Τους βολεύει να επικρατήσει παντού ο φόβος, ο ρατσισμός, η εμπέδωση της «θεωρίας» ότι έχουμε έναν «πόλεμο πολιτισμών», την ώρα που ο δικός τους πολιτισμός βομβαρδίζει τους ισλαμικούς πολιτισμούς με λάφυρα πετρέλαιο, αέριο, εμπόριο όπλων και επενδυτικές ευκαιρίες. Εκεί αποσκοπεί ο «θρήνος» τους...
Κάθε φορά που συμβαίνει ένα νέο χτύπημα στη Δύση όμως, είναι φανερή και η αμηχανία ενός τμήματος της ελληνικής , και γενικά της ευρωπαϊκής, Αριστεράς, που «ξαφνικά» βρίσκεται να συγκλίνει φραστικά με τη Δύση, που κατά τα άλλα αποτάσσει, αποκηρύσσοντας από κοινού τον τζιχαντισμό και την... τρομοκρατία . Είναι η άποψη του «ούτε ούτε», του «ούτε Δύση ούτε τζιχαντισμός». Μια άποψη που πλειοψήφησε μέσα στους κόλπους της Αριστεράς το 2001 κι οδήγησε εν πολλοίς σε αφλογιστία το αντιπολεμικό κίνημα, κάνοντας εύκολη την επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, «κρατώντας αποστάσεις» από τους «τρομοκράτες». Ήταν μια άποψη που εν μέρει υποχωρούσε στις πιέσεις της ντόπιας άρχουσας τάξης και του ρατσιστικού μέσου όρου, εμφορούμενη από υποβόσκουσα ισλαμοφοβία, και εν μέρει υποχωρούσε στην πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού για ευθυγράμμιση με το κλίμα τρομοϋστερίας. «Χρειάστηκε» η επέμβαση στο Ιράκ για να αφυπνιστεί η Αριστερά και το αντιπολεμικό κίνημα , που βοήθησε, μαζί με την αντίσταση των Ιρακινών και συνολικά των μουσουλμανικών λαών της περιοχής, στην ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Σήμερα αυτές οι αδυναμίες ανάλυσης της Αριστεράς ξαναβγαίνουν ακόμα πιο ορμητικά στην επιφάνεια, σε μια πολύ πιο κρίσιμη περίοδο: στο φόντο της διεθνούς οικονομικής κρίσης , της συνεπακόλουθης πολιτικής κρίσης, της όξυνσης των στρατιωτικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, της κρίσης ηγεμονίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της ενεργητικότερης -και στρατιωτικά- και πιο αυτονομημένης εμπλοκής των αστικών τάξεων των τοπικών υποϊμπεριαλιστικών δυνάμεων (Τουρκία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Ιράν κ.λπ.) αλλά και της Ρωσίας και Κίνας, που μειώνουν «επικίνδυνα» τις αποστάσεις, τείνοντας μάλιστα προς όλο και πιο στέρεη συμμαχία μεταξύ τους.
Αυτό αναγκάζει τις ΗΠΑ να λαμβάνουν υπόψη τα σχέδια και τη δράση αυτών των δυνάμεων στους γεωστρατηγικούς υπολογισμούς τους, κι αυτό εξηγεί τις διαδοχικές συνεννοήσεις με τη Ρωσία, την υποχωρητικότητά τους στη Συρία και τη συναίνεση στους ρώσικους βομβαρδισμούς, τον -διαφαινόμενο- προσωρινό συμβιβασμό με τον Άσαντ. Αυτό δε σημαίνει ότι οδεύουμε προς έναν ειρηνικότερο κόσμο, επειδή μετατρέπεται σε πολυπολικό. Το αντίθετο: στο έδαφος της κρίσης επωάζεται η κλιμάκωση των στρατιωτικών ανταγωνισμών και η γενίκευση των πολεμικών συρράξεων. Ο πλανήτης μετατρέπεται σε πυριτιδαποθήκη. Η «υποχωρητικότητα» των ΗΠΑ είναι προσωρινή και προετοιμάζει απλώς το επόμενο «άλμα προς τα μπρος», με απρόβλεπτες συνέχειες. Η ενίσχυση του «πίβοτ στην Κίνα» είναι ένα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Όλα αυτά τα χάνει από τη ματιά του μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, και υιοθετεί -διεθνώς- το δημοφιλές αλλά απλοϊκό σχήμα (που βασικά προέρχεται από τις σοβιετόφιλες-σταλινικές καταβολές της): «Κακοί ΗΠΑ, Καλή Ρωσία. Καλός Άσαντ κακοί Τζιχαντιστές. Τζιχανιστές=ΗΠΑ. Κακή αραβική άνοιξη, κακιά Τουρκία, καλό Ιράν» (το Ιράν μόνο τώρα τελευταία φαίνεται ότι «μετατράπηκε» σε καλό, καθώς στρέφεται όλο και περισσότερο προς Ρωσία και Κίνα) και ούτω καθεξής.
Αυτή τη φορά το «ούτε ούτε» έχει και θεωρίες συνωμοσίας μαζί με «αντι-ιμπεριαλιστικό» προκάλυμμα: ο «αντι-ιμπεριαλισμός» εξαντλείται στην στήριξη του Άσαντ ή του Πούτιν σαν αντι-ιμπεριαλιστών.
Κατ’ αρχάς πρόκειται για ένα σχήμα που προσπερνά κάθε ίχνος αριστερής-ταξικής ανάλυσης της πραγματικότητας. Και αντι-ιμπεριαλισμός χωρίς αντι-καπιταλισμό δεν μπορεί να υφίσταται για την Αριστερά.
Δεύτερον, αυτό το σχήμα θεωρεί ότι το σχήμα «έξω το ΝΑΤΟ» είναι πιο αντι-ιμπεριαλιστικό για παράδειγμα από το «έξω ΝΑΤΟ-Ρωσία», όχι γιατί το δεύτερο είναι «προπαγάνδα του ΝΑΤΟ» (Το ΝΑΤΟ δεν λέει «έξω το ΝΑΤΟ κι η Ρωσία», διάολε!) , ούτε γιατί πρέπει να δώσουμε έμφαση στο «δικό μας ιμπεριαλιστικό μπλοκ» (ούτως ή άλλως αυτό συμβαίνει όταν προχωράμε σε αντιπολεμική/ αντι-ιμπεριαλιστική δράση στην Ελλάδα). Αυτό το σχήμα της Αριστεράς θεωρεί το «έξω το ΝΑΤΟ κι η Ρωσία» προσβλητικό για την ίδια, γιατί θεωρεί τη Ρωσία αντι-ιμπεριαλιστική δύναμη. Κυρίως όμως γιατί θεωρεί ότι η ήττα του δυτικού ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να επιτευθεί από την ανεξάρτητη δράση των λαών, αλλά μόνο από την εμπλοκή μιας άλλης ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης. Αυτή η προσέγγιση «ξεχνά» το 2011, τότε που η Μεσόγειος έδειχνε να παίρνει φωτιά, υποτιμά τη δυνατότητα των λαών να αντιστέκονται και να νικάνε (όπως έδειξαν στην Αίγυπτο και την Τυνησία, παρά το πισωγύρισμα στην πρώτη) και τα αιτήματα των λαών για ελευθερία και δημοκρατία. Αυτή η Αριστερά θεωρεί ότι τα αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα εξαντλούνται σε άρθρα που ρέπουν προς θεωρίες συνωμοσίας, στο όνομα της ήττας του «δικού τους ιμπεριαλισμού», αλλά έχει αδυναμία να οργανώσει στο σχέδιο την εδώ και τώρα μάχη ενάντια στην κυβέρνηση των μνημονίων, τη μάχη ενάντια στον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, τη μάχη ενάντια στον δικό «της» εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό στα ελληνοτουρκικά. Έχει την τάση να αντιλαμβάνεται την υπόθεση της ανατροπής όχι ως έργο των από κάτω και ενός διεθνούς ντόμινο, αλλά ως έργο τρίτων για λογαριασμό τους, «κρατών», ηγετών και διαταξικών συμμαχιών.
Κρίσιμο τεστ είναι το κατά πόσο μπαίνει η Αριστερά στη μάχη αμέριστης, 100%, χωρίς όρους και «ναι μεν αλλά» αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Γιατί όταν ταυτίζεις το λαό του Χαλεπίου με τους τζιχαντιστές, δεν γίνεται παρά να είσαι επιφυλακτικός ή ακόμα και να «βλέπεις» τζιχαντιστές στα πρόσωπα των προσφύγων που καταφτάνουν με τις βάρκες. Κι έτσι να ενισχύεται η ισλαμοφοβία κι η ιδεολογική ηγεμονία του «δικού σου ιμπεριαλιστικού μπλοκ» και της δικής «σου» ακροδεξιάς. Γιατί όταν δικαιολογείς τις ρωσικές βόμβες και κάνεις τα στραβά μάτια στο γεγονός ότι με τις ρωσικές βόμβες κλιμακώθηκε η προσφυγιά των Σύριων, υποχρεωτικά δεν μπορείς να έχεις και πολύ μεγάλη συμπάθεια στους πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν. Η Αριστερά αυτή αρνείται να βάλει τα ταξικά γυαλιά της, να διακρίνει την εργατική τάξη πίσω από τα θρησκευτικά δόγματα. Εκπέμπει, υποσυνείδητα έστω, ελιτισμό και περιφρόνηση για τους μουσουλμανικούς λαούς, εννοώντας ότι είναι ανίκανοι να αλλάξουν οι ίδιοι την κατάσταση με τη δική τους δράση και δίχως προστάτες. Έτσι εξηγείται η απαξίωση της αντιρατσιστικής δουλειάς σαν «δικαιωματισμού» ή και «ύποπτης ενασχόλησης».
Κυρίως όμως, η αντίφαση και η αμηχανία της συγκεκριμένης Αριστεράς, βγάζει μάτια κάθε φορά που έχουμε το τραγικό συμβάν ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, στο Παρίσι, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες (συνήθως όχι από «μεταφερόμενους» της Μέσης Ανατολής, αλλά από περιθωριοποιημένους μουσουλμάνους , «νόμιμους» και μόνιμους κατοίκους της Ευρώπης, τους οποίους ποτέ δεν κατάφερε να αγκαλιάσει η ευρωπαϊκή Αριστερά).
Αυτή η Αριστερά μοιάζει να πανηγυρίζει για την επιμονή της να παλεύει ενάντια στον «ισλαμοφασισμό», για την επιμονή της στο «ούτε ούτε», έστω κι αν το ίδιο κάνουν τα Δυτικά ΜΜΕ κι η Ακροδεξιά. Επιστρατεύοντας βεβαίως-βεβαίως άλλη μια φορά τις θεωρίες συνωμοσίας (=οι τζιχαντιστές είναι πιόνια της Δύσης), θεωρίες που δύσκολα αντέχουν στην πραγματικότητα . Τι συμφέρον έχει η Μέρκελ να δολοφονούνται άνθρωποι στην καρδιά του Βερολίνου και η ίδια να φαντάζει ανίκανη;
Εδώ αντίθετα έχουμε να κάνουμε με έναν φαύλο κύκλο, όπου οι Τζιχαντιστές από τη μια και οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις κι η Ακροδεξιά από την άλλη αλληλοσυμπληρώνονται στο θάψιμο της ταξικής αντιπαράθεσης, τροφοδοτώντας ξανά και ξανά την «αλήθεια» που θέλουν να πλασάρουν τόσο οι μεν όσο οι δε: ότι μαίνεται ένας «πόλεμος πολιτισμών». Η Αριστερά πρέπει να σπάσει άμεσα και απόλυτα αυτό το γαϊτάνακι, σηκώνοντας ψηλά τη σημαία της ταξικής σκοπιάς, του αντιρατσισμού, της καθολικής απόρριψης της Ισλαμοφοβίας, χτυπώντας την ιδεολογία που νομιμοποιεί τις επεμβάσεις (είτε Δυτικών είτε Ρώσων κοκ). Διαφορετικά θα συνεχίσει να φαντάζει πλήρως αφοπλισμένη, να βάζει αυτογκόλ, παίζοντας το παιχνίδι των δυο αλληλοσυμπληρούμενων πλευρών, υπονομεύοντας την ίδια της την ύπαρξη.
Η Αριστερά που ρέπει προς τις θεωρίες συνωμοσίας, παραβλέπει ότι κάθε χτύπημα Τζιχαντιστών νομιμοποιεί νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση κι ότι κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση γεννά νέα τζιχαντιστικά χτυπήματα στα μετόπισθεν. Η Αριστερά που ρέπει προς τη θεωρία του «ούτε Δύση-ούτε Τζιχαντισμός» (και μάλιστα ταυτίζοντάς τα) γίνεται εδώ ουρά των δυτικών αστικών τάξεων, της Ακροδεξιάς , παθαίνει ολική αφωνία μπροστά στην Ισλαμοφοβία και την Τρομοϋστερία (όταν δεν τις αναπαράγει), αθωώνοντας άθελά της την εμπλοκή της Δύσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η στήριξη του κάθε Άσαντ και Πούτιν καταλήγουν απλά να χρησιμοποιούνται σαν «αντι-ιμπεριαλιστικός φερετζές».
Αυτό διαφαίνεται πιο καθαρά κάθε φορά που τα δυτικά ΜΜΕ κι η Ακροδεξιά μαζί με αυτή την Αριστερά μοιάζουν να συμπλέουν ενάντια στους «ισλαμοφασίστες» και τα «τζιχάντια». Κάθε φορά που μπροστά στην αναζωπύρωση της Ισλαμοφοβίας, της τρομοϋστερίας, του κλίματος νομιμοποίησης των νέων επεμβάσεων, η Αριστερά παραλύει. (Όχι τυχαία, είναι αυτή η Αριστερά, που στο μεσοδιάστημα μεταξύ τέτοιων επιθέσεων, επιδίδεται στο σπορ των επιθέσεων σε άλλα τμήματα της Αριστεράς, αποδίδοντάς τους με περίσσιο θράσος την κατηγορία -στην καλύτερη περίπτωση- ότι «καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα του ΝΑΤΟ»... )
Τα τοπικά διεφθαρμένα καθεστώτα των λαών σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, είτε απολάμβαναν είτε τη στήριξη των ΗΠΑ, είτε της Ρωσίας κι άλλων χωρών, μπήκαν σε δοκιμασία με το κύμα εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης. Το κύμα των εξεγέρσεων στερούνταν αριστερής ηγεσίας και συντρίφτηκε από την τριπλή αντεπανάσταση τοπικών καθεστώτων- ξένων επεμβάσεων και φονταμενταλιστικού Ισλάμ. Ένα νέο κύμα εξεγέρσεων παραμένει η ελπίδα για ήττα όλων των ιμπεριαλισμών, του ISIS και των τοπικών διεφθαρμένων αντιλαϊκών καθεστώτων τύπου Άσαντ. Καθήκον δικό μας είναι , πρώτον, να τους βοηθήσουμε να το πετύχουν, και δεύτερον να κάνουμε κι εμείς το ίδιο εδώ κόντρα στις δικές μας κυβερνήσεις και τον «δικό μας» ιμπεριαλισμό. Αυτή θα είναι η καλύτερη βοήθεια.