Δημοσιεύτηκε στην Politica στις 23 Σεπτέμβρη 2018 και στο site της Sinistra Anticapitalista.
Όσον αφορά τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις που οδήγησαν στην δημοσίευση του «Ενημερωτικού Σημειώματος Επικαιροποίησης του Κειμένου για την Οικονομία και την Χρηματοδότηση 2018» (DEF), με τους αρχηγούς του Κινήματος 5 Αστέρων (Κ5Α) στο μπαλκόνι του Palazzo Chigi (ΣτΜ: η έδρα του πρωθυπουργού) να πανηγυρίζουν μαζί με τους υποστηρικτές τους στην πλατεία, πρέπει να καταθέσουμε δύο παρατηρήσεις, πριν μπούμε στην αξιολόγηση των αποφάσεων που ελήφθησαν.
Δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η πρώτη είναι πολιτική: τα δύο κόμματα που απαρτίζουν την κυβέρνηση, έχοντας δημιουργήσει μια ισχυρότατη προσδοκία στο λαϊκό τους εκλογικό σώμα για τα μέτρα που θα έπαιρναν, ήταν σαν να τους κάθισε το νερό στο λαιμό: φοβόντουσαν ότι οποιαδήποτε επιλογή που θα έμοιαζε σαν εμφανές βήμα πίσω θα αντέστρεφε την θετική στάση της κοινής γνώμης απέναντί τους.
Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο για τους γκριλίνι (ΣτΜ: εννοεί τους υπεύθυνους του Κ5Α, προκύπτει από το όνομα του πρώην αρχηγού τους, Μπέπε Γκρίλο), οι οποίοι «λαχάνιαζαν» στο ρόλο του χαλιναριού του συμμάχου τους, ενώ τα εμφανή παραδείγματα πολιτικής-διοικητικής ανικανότητας των υπουργών τους και η αναποτελεσματικότητα τους δεν μπορούσε πια να αντισταθμιστεί από τα λόγια και το μόνιμο χαμόγελο του Ντι Μάιο (ΣτΜ: ο νέος αρχηγός του Κ5Α).
Αλλά αυτό ίσχυε και για την Λέγκα, αν και αυτή είναι πιο ενδυναμωμένη μέσα από τη βάρβαρη εκστρατεία κατά των μεταναστών. Παρόλα αυτά, είχε κι αυτή ανάγκη να δώσει και κάτι πιο χειροπιαστό «σε παράδες» στον μικροαστικό και μεσοαστικό λαό της, δηλαδή τους επιχειρηματίες, φοροφυγάδες και εκμεταλλευτές, και τους πολίτες που χειροκροτούν τα μέτρα ασφαλείας και άμυνας της «περιουσίας τους», την εκκαθάριση των δρόμων από τους εγκαταλειμμένους που συνθλίβονται από την κοινωνική πόλωση και τη φυλάκιση όποιου τολμήσει να καταλάβει μια πλατεία ή ένα άδειο κτίριο.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι νομοθετική και υλική: ο δρόμος προς την εφαρμογή των μέτρων που ανακοινώθηκαν, δηλαδή η διάρθρωσή τους στον προϋπολογισμό, είναι μακρύς και πολύπλοκος. Για να επαληθεύσουμε την πραγματική ειλικρίνεια των εκτιμήσεών τους θα πρέπει να μάθουμε τις ακριβείς διατυπώσεις του σχεδίου νόμου που θα πρέπει να εγκριθεί στις 15 Οκτωβρίου.
Για την ώρα είναι πραγματικός ο αντίκτυπος -καθόλου δευτερεύων και αρκετά σημαντικός πολιτικά- της ανακοίνωσης ότι το υπουργικό συμβούλιο προτίθεται να αυξήσει σημαντικά το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (2,4%) για τρία χρόνια, κατά 0,8% περισσότερο από (και σε ανοιχτή αντίθεση με) τις οδηγίες των ευρωπαϊκών θεσμών.
Ο τετραγωνισμός του κύκλου;
Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του Κινήματος 5 Αστέρων (Κ5Α) και της Λέγκας; Πώς να τετραγωνίσουν τον κύκλο, καθώς ήθελαν ταυτόχρονα και να αυξήσουν τα κρατικά έξοδα για το επίδομα υπηκοότητας και την μερική αναθεώρηση του νόμου Φορνέρο (Στμ: νόμος του 2011 που προέβλεπε αύξηση των ορίων ηλικίας και επανυπολογισμό των συντάξεων), αλλά και να μειώσουν τους φόρους, με επακόλουθο τη μείωση των εσόδων του κράτους. Τα δύο αυτά είναι προφανώς αντικρουόμενα. Η λύση θα έπρεπε να είναι να βρουν τα χρήματα εκεί που είναι, δηλαδή να επιστρέψουν στο κράτος τις δεκάδες δισεκατομμύρια που μεταφέρθηκαν με τα χρόνια στις επιχειρήσεις και τους εργοδότες μέσω των διάφορων μειώσεων στη φορολογία τους και της άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησής τους. Αλλά αυτό θα ήταν σε πλήρη αντίθεση με την φύση και τα προγράμματα των δύο κομμάτων καθώς και με τα συμφέροντα των αστικών μερίδων που εκπροσωπούν.
Το συσσωρευμένο δημόσιο έλλειμμα είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα των φιλελεύθερων επιλογών που εδώ και 25 χρόνια οδήγησαν στην Ιταλία (αλλά και σε άλλες χώρες) σε μια σταθερή μείωση των φόρων τόσο για τους πλούσιους ως άτομα (IRPEF, ο νόμος για την ατομική φορολόγηση) όσο και για τις επιχειρήσεις (IRES, IRAP, οι αντίστοιχοι νόμοι). Αυτή η μείωση ήταν μια σταθερή επιλογή και για τις κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς (Μπερλουσκόνι και Λέγκα), και για τις κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς (Ντ’ Αλέμα, Πρόντι, Ρέντσι και Τζεντιλόνι) και για εκείνες των «τεχνοκρατών του μεγάλου συνασπισμού» (Μόντι).
Οι δύο κυβερνητικοί εταίροι έχουν αναλάβει το καθήκον να διανείμουν τον παραγόμενο πλούτο, δηλαδή την υπεραξία που αποσπάται από την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων, προς τα διάφορα τμήματα των μικρών και μεγάλων αφεντικών, πολλά εκ των οποίων πιέζονται από τον ισχυρό διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Δηλαδή με διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) το οποίο ήταν πιο συνδεδεμένο με τα συμφέροντα της καλύτερα ενσωματωμένης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό περιβάλλον μεγαλοαστικής τάξης.
Η κούρσα περικοπής των φόρων των επιχειρήσεων
Λίγες ημέρες πριν, η Sole24ore (ΣτΜ: οικονομική ημερήσια εφημερίδα, ιδιοκτησίας της Confidustria, δηλαδή του ιταλικού ΣΕΒ) δημοσίευσε ένα πολύ σημαντικό άρθρο με τίτλο «Παγκόσμια κούρσα μείωσης των φόρων των επιχειρήσεων». Αυτό κατέγραφε χώρα προς χώρα τις υπέρογκες φοροαπαλλαγές από τις οποίες έχουν ωφεληθεί οι επιχειρήσεις και από τις οποίες θα ωφεληθούν ακόμα περισσότερο στο μέλλον, από τη στιγμή που ο Τραμπ πυροδότησε μια νέα κούρσα προς τα κάτω.
Γενικά, στο παρελθόν η φορολογική επιβάρυνση στις επιχειρήσεις ήταν στο 33-34%. Σήμερα είναι στο 24-25% (με εξαίρεση τη Γαλλία που παραμένει στο 33,33%, αλλά όχι για πολύ ακόμα), με την Ιταλία να βρίσκεται στο 24%. Μερικές χώρες έχουν ήδη κατέβει κάτω από 20% και η Ιρλανδία οδηγεί την κούρσα με 12,5%. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στο 21% και η Γερμανία στο 15,825%, αλλά η φορολογία σ’ αυτή τη χώρα αυξάνει περισσότερο εξαιτίας των τοπικών φόρων κατόπιν.
Τώρα, στο επίκεντρο του προτεινόμενου DEF του Σαλβίνι και του Ντι Μάιο βρίσκεται ακριβώς η πρόθεση να μειώσουν επιπλέον την φορολογική επιβάρυνση και στα φυσικά πρόσωπα (το 2021 να έχουμε μόνο δύο φορολογικές κλίμακες, με την ανώτερη για τα υψηλά εισοδήματα να πέφτει στο 33% από το σημερινό 43%) και στις επιχειρήσεις των οποίων η φορολόγηση θα πέσει προοδευτικά στο 15%.
Προς το παρόν, θα εφαρμοστεί η πρώτη φάση του flat tax (ΣτΜ: νέο, δήθεν δίκαιο σύστημα φορολόγησης), με την αύξηση του κατώτερου ορίου στο απλοποιημένο φορολογικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιτηδευματιών, και τη μείωση στη φορολόγηση των κερδών εκείνων των επιχειρήσεων που επανεπενδύουν τα κέρδη τους και προσλαμβάνουν κι άλλους εργαζόμενους.
Αλλά υπάρχουν και άλλα στις πενταλεγκικές (ΣτΜ: από τα 5Αστέρια και τη Λέγκα) επιλογές: Υπάρχει επίσης η «αμνηστία» (ΣτΜ: φορολογική) που τόσο θέλουν. Θα δούμε σύντομα αν θα είναι περισσότερο ή λιγότερο «νεκρική» (ΣτΜ: πιθανόν εννοεί αν θα «σκοτώσει» πλήρως τα παλιά χρέη), σε τι επίπεδα θα κινηθεί, αν θα αφορά μόνο τους φόρους ή ακόμα και τις εισφορές. Θα δούμε πόσο άδικη θα είναι αυτή η αποκαλούμενη «φορολογική ειρήνη», δηλαδή η επιβράβευση αυτών που έκλεψαν το κράτος και την κοινωνία, τιμωρώντας τους μισθωτούς εργαζόμενους-ες που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την εφορία.
Ο Σαλβίνι και ο Ντι Μάιο βρίσκονται λοιπόν μέσα στις επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων στο δημοσιονομικό επίπεδο και σε συνέχεια με τις κυρίαρχες φιλελεύθερες πολιτικές.
Το επίδομα υπηκοότητας και η παρέμβαση στο νόμο Φορνέρο
Ίσως κάποιος να φέρει την αντίρρηση: «Ναι, αλλά το επίδομα υπηκοότητας και η παρέμβαση στο νόμο Φορνέρο, πώς κολλάνε;».
Με δεδομένο ότι είναι αναγκαίο να δοθεί ένα εισόδημα σε όλους για να μπορούν να ζήσουν, εμείς πάντα υποστηρίζαμε ότι χρειάζεται μια παρέμβαση στον κοινωνικό μισθό. Αλλά αυτή πρέπει να συνδέεται με ένα σύγχρονο πλατύ πρόγραμμα δαπανών και δημόσιων επενδύσεων που θα λειτουργούν για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, δημιουργώντας σταθερές και κατάλληλα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ώστε να διακοπεί το σπιράλ της φτώχειας. Και θα πρέπει επίσης να συνοδεύεται από μια γενικευμένη μείωση του ωραρίου της εργασίας και έναν ανανεωμένο αγώνα για μισθολογικές αυξήσεις.
Δεν είναι αυτή η πρόθεση της κυβέρνησης, η οποία μιλά γενικόλογα για δημόσιες επενδύσεις για τις οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση καθαρή η ποσότητα και η κατεύθυνσή τους. Το επίδομα υπηκοότητας, ή -για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Δημοκρατικού Κόμματος- το επίδομα «συμπερίληψης», δε βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες προσεγγίσεις, που προϋποθέτουν την πλήρη ελευθερία εκμετάλλευσης της εργασίας και την εγγύηση των κερδών, συνδυασμένη με μια λιγότερο ή περισσότερο φιλανθρωπική παρέμβαση του δημοσίου που θα αποτρέπει να γίνουν οι κοινωνικές αντιφάσεις πολύ ισχυρές για την ισορροπία του συστήματος.
Όσον αφορά στο «ξεπέρασμα του νόμου Φορνέρο» (αλλά αυτός θα καταργούταν συνολικά είχαν πει…) θα χρειαστεί να δούμε πώς θα μεταφραστεί σε πραγματικούς όρους.
Καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι που θα ήθελαν να βγουν σε σύνταξη, αλλά υπάρχουν και οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να απαλλαγούν από «ξεζουμισμένους» εργαζόμενους οι οποίοι έχουν ακόμα όχι τόσο άσχημες συμβάσεις, ώστε να μπορέσουν να προσλάβουν μια νεανική εργατική δύναμη, δηλαδή πιο παραγωγική και εκμεταλλεύσιμη, με τις νέες μορφές συμβάσεων που είναι πιο ευνοϊκές για τους εργοδότες.
Η Λέγκα έχει ανάγκη να ανταποκριθεί στις ανάγκες των εργατών που την υποστηρίζουν, αλλά πολύ περισσότερο πρέπει να υποστηρίξει τα συμφέροντα των εργοδοτών με τους οποίους είναι συνδεδεμένη. Το ίδιο ισχύει και για το Κ5Α.
Θα χρειαστεί να δούμε ποια μπορεί να είναι η «ποινή» επί του συνολικού ποσού του επιδόματος σύνταξης, και κυρίως αν αυτό θα υπολογίζεται με την «ανταποδοτική» μέθοδο. Κατόπιν να επαληθεύσουμε αν αυτό το βήμα θα είναι το εργαλείο για την γενίκευση του ανταποδοτικού συστήματος, που είναι ο κοινός στόχος όλης της αδηφάγου καπιταλιστικής συμμορίας, πολιτικής και κοινωνικής, αρχίζοντας από τον νυν πρόεδρο της INPS (ΣτΜ: ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός, σαν το ΙΚΑ πχ) καθώς κι εκείνου που η Λέγκα θέλει να βάλει στο πόστο του.
Τελικά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού
Άφησα για το τέλος, αλλά όχι τελευταία σε σημασία, μια εκτίμηση για το θέμα που σήμερα όλα τα ΜΜΕ έχουν στα πρωτοσέλιδα: η αναζήτηση των πόρων που θα φέρουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 2,4%.
Κάποιοι μας λένε ότι είναι αυτό που ζητούσαμε πάντα κι εμείς της Αριστεράς: να σπάσουμε τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμφώνου, να σπάσουμε τον παραλογισμό των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που εγγράφτηκε και στο Σύνταγμα, να μην φοβηθούμε να χρηματοδοτήσουμε με το έλλειμμα τα δημόσια έξοδα και την επανεκκίνηση της οικονομίας και άρα και της εργασίας.
Είναι αλήθεια ότι μια πραγματική κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα στηριζόταν στις εργατικές τάξεις θα έπρεπε να το κάνει και θα μπορούσε να το κάνει ακόμα περισσότερο. Αλλά θα έπρεπε να το κάνει όχι μειώνοντας τους φόρους στους πλούσιους και τις επιχειρήσεις, αλλά αυξάνοντάς τους για να ανακτήσει το μάξιμουμ των πόρων για ένα πλατύ σχέδιο στήριξης της κοινωνίας και της απασχόλησης. Και θα έπρεπε να το κάνει, λέγοντας ξεκάθαρα ότι δεν προτίθεται να «τιμήσει» το χρέος, το οποίο, αντίθετα, το απορρίπτει συνολικά ή εν μέρει επειδή αυτό συνιστά μια συμπίεση των μισθών, των συντάξεων, της απασχόλησης και του κοινωνικού κράτους για να στηριχθούν τα χρηματοοικονομικά κέρδη.
Για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά θα έπρεπε να ανατρέψουμε πραγματικά τους καπιταλιστικούς περιορισμούς της αγοράς και να κινητοποιήσουμε τους εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, να θέσουμε σε κίνηση μια κοινωνική διαδικασία ικανή να δημιουργήσει τους αναγκαίους συσχετισμούς δύναμης ώστε να αντέξουμε στη σύγκρουση με τις εργοδοτικές δυνάμεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Είναι ο γόρδιος δεσμός που τέθηκε στην Ελλάδα και που η κυβέρνηση Τσίπρα, ενώ είχε τη λαϊκή ώθηση της ψήφου στο δημοψήφισμα, τον έλυσε αρνητικά αποδεχόμενη το νεοφιλελεύθερο μνημόνιο.
Πολλές εφημερίδες και το Δημοκρατικό Κόμμα κάνουν πολεμική με το ότι η επιλογή της κυβέρνησης θα κάνει να ανέβει το λεγόμενο spread, θα τιμωρηθεί από τις αγορές και ότι η Ευρώπη θα ανοίξει μια διαδικασία κυρώσεων για την Ιταλία. Πιο νηφάλια η αντίδραση της Sole24ore που περιορίζεται να διευκρινίσει ότι μπορούμε να αυξήσουμε το έλλειμμα αλλά μόνο αν εξυπηρετεί να αυξήσει και να αναπτύξει επενδύσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Είναι άχρηστο να κάνουμε προβλέψεις για το τι θα συμβεί, επειδή οι μηχανισμοί δεν είναι τόσο αυτόματοι κι επειδή σε αυτήν την ιστορία υπάρχει ένα πεδίο όπου διαπλέκονται οι οικονομικές δυναμικές με τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων και των κρατών.
Από τη μια μεριά βρίσκονται οι φιλελεύθεροι κανονισμοί του δημοσιονομικού συμφώνου, που έχουν τη δική τους λογική, που χρησιμεύουν στο να κρατούν σε ισορροπία (επισφαλή) μια Ευρωπαϊκή Ένωση που χτίστηκε σε απολύτως αντιφατικές φόρμες, ξεφορτώνοντας πάνω στις εργατικές τάξεις όλα τα βάρη αυτών των αντιφάσεων. Η μη συμμόρφωση σε αυτό μπορεί να θέσει σε κίνηση τη σπέκουλα των αγορών και να κάνει εξαιρετικά δύσκολη και πολύ ακριβή την πρόσβαση στο δανεισμό από την πλευρά του κράτους.
Φυσικά, αυτοί οι κανονισμοί ισχύουν όπου επιλέγεται να εφαρμοστούν, δεν είναι ίσοι για όλους. Η Γαλλία και η Γερμανία, με δεδομένη τη δύναμη των χωρών τους και το θεμελιώδη ρόλο της μακροοικονομίας τους, έχουν καταφέρει να επιτρέψουν πολύ μεγαλύτερο έλλειμμα προϋπολογισμού στους εαυτούς τους, χωρίς κανείς να μπορεί να πει τίποτα και χωρίς να ταραχθούν οι αγορές.
Αλλά επίσης, υπάρχουν οι πολιτικές επιλογές και διευκολύνσεις. Ακόμα και ακραία νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, τα τελευταία χρόνια απέναντι σε πιθανές κρίσεις επέλεξαν επιλογές πιο πραγματιστικές και οι ευρωπαϊκές νόρμες ερμηνεύθηκαν και «ξεχείλωσαν» ποικολοτρόπως.
Και ήταν ακριβώς η κυβέρνηση Ρέντσι που ωφελήθηκε από τέτοιες πολιτικές δυνατότητες, κατορθώνοντας να διατηρήσει σημαντικά περιθώρια ευελιξίας στη διαμόρφωση των προϋπολογισμών. Το Manifesto (ΣτΜ: εφημερίδα της Αριστεράς) δικαίως χθες μιλούσε για ένα πιθανό «πάρε-δώσε» ανάμεσα στην ιταλική κυβέρνηση και τις Βρυξέλλες, γιατί κατά βάθος ένα 0,8% παραπάνω δεν είναι το τέλος το κόσμου και γιατί είναι πιθανό ότι μέσα στο δύσκολο σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο να μη θέλει κανείς να ανοίξει μια μεγάλη σύγκρουση με την Ιταλία.
Σημαδιακή παρεμπιπτόντως ήταν η δήλωση του Ευρωπαίου Επιτρόπου για τις οικονομικές υποθέσεις, Μοσκοβισί: «Δεν έχουμε κανένα συμφέρον να ανοίξουμε μια κρίση ανάμεσα στην Ιταλία και την Κομισιόν, αλλά δεν έχουμε ούτε συμφέρον η Ιταλία να μη μειώσει το δημόσιο χρέος της, που παραμένει εκρηκτικό».
Ο Σαλβίνι και ο Ντι Μάιο, ποντάρουν ακριβώς σε αυτή την πιθανότητα. Ακόμα και οι πιέσεις του προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος εμπόδισε την παραίτηση του Τρία (ΣτΜ: ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας) δείχνουν να βαδίζουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Νέες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες
Για να συνοψίσουμε τον προορισμό των πόρων: 12-13 δισ. θα χρειαστούν για να αντισταθμίσουν την μη-αύξηση του ΦΠΑ, 7-8 δισ. για να την παρέμβαση στο νόμο Φορνέρο (συνταξιοδοτικό), 10 δισ. για το επίδομα υπηκοότητας, και μερικά δισ. ακόμα, ίσως 7, για τη μείωση των φόρων. Επιπλέον είναι αναγκαία μερικά ακόμα δισ. για να πληρωθεί η αύξηση των επιτοκίων του χρέους.
Είναι χοντρικοί υπολογισμοί αλλά κάτι δεν κολλάει προφανώς. Το πέρασμα του ελλείμματος από το 1,6% στο 2,4% δύσκολα θα επαρκέσει για να ανακτηθούν επαρκείς πόροι για να χρηματοδοτηθούν όλα αυτά τα μέτρα. Από πού, λοιπόν, θα βρεθούν τα υπόλοιπα χρήματα; «Φυσικά» θα πει κάποιος, «από την περικοπή των άχρηστων δαπανών». Είναι αυτό που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια και το οποίο έφερε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την περικοπή των κοινωνικών δημοσίων δαπανών με καταστροφικές επιπτώσεις σε όρους δημόσιων υπηρεσιών υγείας, σχολείου, τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι μια από τις αιτίες της κοινωνικής υποβάθμισης που διατρέχει όλη τη χώρα. Μετά τον Μπερλουσκόνι, τον Μόντι και τον Ρέντσι, το κακόγουστο ντουέτο του Ντι Μάιο με τον Σαλβίνι θα πάει επίσης προς αυτή την κατεύθυνση.
Το σχέδιο νόμου για την οικονομία θα μας παρουσιάσει σύντομα πολύ πικρές εκπλήξεις. Μερικά στοιχεία μας οδηγούν στη σκέψη ότι δεν θα υπάρξουν μόνο τα 3-4 δισ. οριζόντιων περικοπών που ήδη έχουν σχεδιαστεί και σταλεί στα υπουργεία, αλλά και μια νέα ληστεία 5 δισ. στο κοινωνικό κράτος. Θα δούμε τι θα γράφει ακριβώς ο ερχόμενος νόμος. Ετοιμαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε ένα νομοσχέδιο που επιβραβεύει τους φοροδιαφεύγοντες, που δεν παίρνει τα χρήματα από εκεί που βρίσκονται, που δεν ξαναδίνει τα δικαιώματα στους εργαζόμενους, που θα δώσει κάποια ελεημοσύνη, αλλά μόνο κάνοντας να την πληρώσουμε πικρά με την περικοπή των κοινωνικών δαπανών και με τους φόρους των εργατικών εισφορών.