Για παραινέσεις του Συγκροτήματος Λαμπράκη πρόκειται. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, σε πρόσφατη σύσκεψη στελεχών του Συγκροτήματος αποφασίστηκε αλλαγή πλεύσης και στροφή πρός το παραδοσιακό κοινό των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων του ομίλου, που στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται με τον όρο «Κεντροαριστερά».
Το Συγκρότημα μέχρι σήμερα ήταν ο πιο σκληρός εκφραστής των μνημονίων και της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο δημοσιογραφικό πεδίο. Αντιμετώπιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους –ιδιαίτερα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ– με τη χλεύη, την ειρωνεία και την απαξίωση. Ακόμα και ο Φώτης Κουβέλης, από «υπεύθυνος» πολιτικός της «κυβερνώσας Αριστεράς», μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, υποβιβάστηκε, και όχι μόνο από ένα δημοσιογράφο, σε «κυρ-Φώτη», «μπάρμπα-Φώτη» κλπ. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μέχρι πρότινος ένα «τρελό αγόρι» –η συγγένεια εδώ με τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς της θλιβερής Λιάνας Κανέλλη είναι εκπληκτική–, ενώ το ίδιο το κόμμα ήταν περίπου φορέας του λαϊκισμού και της εθνικής καταστροφής.
Η Κεντροαριστερά που υποστήριζε το Συγκρότημα, κυρίως το ΠΑΣΟΚ του Ε. Βενιζέλου, οδηγήθηκε, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, στην εκλογική καταστροφή, στερώντας από το μεταπολιτευτικό αστικό σύστημα εξουσίας τον έναν από τους δύο πόλους του. Η ομαλή πολιτική περίοδος της εναλλαγής των κομμάτων εξουσίας αντικαταστάθηκε –την εποχή των μνημονίων και της πρωτοφανούς επίθεσης στις κοινωνικές κατακτήσεις– από την κρίση εκπροσώπησης, με την προϊούσα αποδυνάμωση του βασικού κορμού του πολιτικού συστήματος που αποτελούσαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η εντυπωσιακή άνοδος της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ τα δυο τελευταία χρόνια, αλλά και στον αντίποδα η άνοδος της Χρυσής Αυγής –μιας ακόμα έκφρασης της αναπτυσόμενης ταξικής πόλωσης–, δημιούργησε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η παραδοσιακή Κεντροαριστερά, χωρίς πλέον τα παραδοσιακά κοινωνικά της ερείσματα, έχασε στην κυριολεξία τα αυγά και τα πασχάλια.
Η προσπάθεια του Συγκροτήματος να δημιουργήσει εναλλακτικά κεντροαριστερά σχήματα με βάση διάφορες, χωρίς πολιτική επιρροή, κεντροαριστερές ομάδες, όπως οι «58», αλλά και στη συνέχεια το «Ποτάμι», με στόχο την εκλογική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν δημιούργησαν μια νέα δυναμική, αλλά αντίθετα, επέτειναν τον πολυκερματισμό και την κρίση του «μεσαίου» χώρου. Η Κεντροαριστερά για να έχει στοιχειώδεις προοπτικές επιτυχίες πρέπει να απαγγιστρωθεί από τη συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ και τα μνημόνια – πράγμα δύσκολο, βεβαίως, με τη σημερινή διάταξη των πολιτικών δυνάμεων.
Ο Θεός να μας φυλάει από τους όψιμους φίλους
Οι αποτυχίες ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς ως έναν από του δυο πόλους του παραδοσιακού δικομματισμού επέβαλαν στο Συγκρότημα Λαμπράκη την πρόσφατη αλλαγή προσανατολισμού. Στόχος, η δημιουργία ενός νέου διπολισμού. Αυτή τη φορά όχι ενάντια, αλλά, αν και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν, με το ΣΥΡΙΖΑ. Εξ ου και οι επιθέσεις φιλίας και συμβουλών που ήδη άρχισαν. Βέβαια, το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Γι’ αυτό και στην πρώτη φάση θα συνυπάρχουν και δυο γραμμές: και αυτή της σκληρής κριτικής και εκείνη των παρεναίσεων για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει «κόμμα εξουσίας».
Ο Γ. Πρετεντέρης, από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του Ε. Βενιζέλου και της σημερινής συγκυβέρνησης, σε ένα άρθρο του στα ΝΕΑ, υπό τον τίτλο «Διαρκής Ανακύκλωση», κατηγορεί με λόγια σκληρά τους «παλαιοπασόκους» που προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Το θέαμα διαφόρων παλιοπασόκων που διαγκωνίζονται για μια θεσούλα στην «ευρεία προοδευτική συμμαχία» που λάνσαρε ο (μισός) ΣΥΡΙΖΑ δεν προκαλεί θλίψη, γέλιο ή θυμό. Προκαλεί απλώς οίκτο. Άνθρωποι, τους οποίους απαξίωσαν και αποκαθήλωσαν οι ψηφοφόροι, τρέχουν τώρα απεγνωσμένα να πηδήξουν στο τελευταίο βαγόνι του επόμενου τρένου».
Τον Πρετεντέρη ουδόλως τον ενοχλεί, βέβαια, ότι κάτι «παλαιοπασόκοι» του κερατά –από τον Βενιζέλο μέχρι τον Χρυσοχόϊδη και από τη Γενηματά μέχρι τον Κουκουλόπουλο–, αφού κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να οδηγήσουν το ΠΑΣΟΚ απ” το 42% στο 8%, προκαλώντας έναν απέραντο θυμό στην εκλογική τους βάση, έχουν ανέβει ασθμαίνοντας, στο πλαίσιο μιας διαρκούς κυβερνητικής ανακύκλωσης, στο τελευταίο βαγόνι της ακροδεξιάς συγκυβέρνησης, από κοινού με τον Σαμαρά, τον Βορίδη, τον Γεωργιάδη, τους Μπαλτάκους και τους Φαήλους.
Η πολιτική αυτή δεν έχει μέλλον. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι είναι η δεύτερη γραμμή που πιθανότατα θα επικρατήσει.
Το συγκρότημα Λαμπράκη έχει εμπειρείες. Γνωρίζει από πρώτο χέρι την ιστορία του ΠΑΣΟΚ, τόσο της ανόδου του όσο και του εκφυλισμού του – και είναι αυτή που θέλει αργά άλλα σταθερά να μεταφέρει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και οι παροτρύνσεις και οι συμβουλές σήμερα. Ένας από τους πιο σοβαρούς και προσεκτικούς δημοσιογράφους του, ο Γ. Λακόπουλος, σ’ ένα άρθρο του στα Νέα (25.06.14) υπό τον εύγλωτο τίτλο «Απόφαση», προτείνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρομερό κυνισμό που διακρίνει τα στελέχη του Συγκροτήματος, την «εμπειρία» του ΠΑΣΟΚ:
«Οι τελευταίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει συνείδηση ότι δεν βρίσκεται κοντά στο δικό του 1981, αλλά λίγο μετά το 1977. Συνεπώς: «Κάν’ το όπως ο Ανδρέας». Για να μετατρέψει το το ΣΥΡΙΖΑ από κίνημα αντιμνημονιακής διαματρυρίας σε κόμμα εξουσίας πρέπει να ανοίξει τους τις πόρτες σε δυνάμεις -και συνακόλουθα και σε πολιτικές θέσεις- που μπορούν να διαμορφώσουν πλειοψηφία.
Η διεύρυνση προς τα δεξιά του είναι πιο ρεαλιστική πολιτική απόφαση που έλαβε ως τώρα ως υποψήφιος πρωθυπουργός. Αν μάλιστα ως επικεφαλής του κόμματος υποχρεώσει και τους άλλους να σεβαστούν – ή αλλοιώς να κατέβουν από το τρένο – θα κόψει κανονικά εισιτήριο για το Μέγαρο Μαξίμου. Είναι εύκολο για ένα βαβυλωνιακό κόμμα σαν το ΣΥΡΙΖΑ; Καθόλου. Αλλά αν πράγματι εννοεί ότι πρέπει «να τελειώσει η πλάκα» -όπωςείπε σε όσους επιμένουν «όσο αριστερότερα τόσο καλύτερα»-, δεν έχει και πολλές επιλογές. Για να διαμορφώσει όρους μέλλουσας εξουσίας πρέπει να το προχωρήσει, εφαρμόζοντας αυτό που έλεγε ο ηθοποιός Μπρους Λι: «Πάρε ό,τι είναι χρήσιμο. Πέταξε ό,τι είναι άχρηστο και πρόσθεσε ό,τι είναι προσωπικά δικό σου».
Ο Δημ. Μητρόπουλος, μάλιστα, αυτός που ανέλαβε να προωθήσει τη νέα γραμμή στο Συγκρότημα, εδώ και καιρό προτείνει στον Αλέξη Τσίπρα, αν θέλει να γίνει πραγματικός ηγέτης και να κυβερνήσει τη χώρα, να προχωρήσει σε διαγραφές, να επιβληθεί στο κόμμα όπως ακριβώς έκανε ο Α. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ και, κυρίως, να στραφεί προς τα δεξιά.
Το κύριο άρθρο στα Νέα στις 23 Ιουνίου, υπό τον τίτλο Δεξιότερα Κουροπάτκιν», ήταν αποκαλυπτικό:
«Το 1904, κατά τη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, μία αθηναϊκή εφημερίδα συμβούλευε τον ρώσο στρατηγό Αλεξέι Κουροπάτκιν να κινηθεί δεξιότερα ώστε να κυκλώσει τον εχθρό. Μην έχοντας μελετήσει το δημοσίευμα, οι Ρώσοι έπαθαν πανωλεθρία…
Εκατόν δέκα χρόνια μετά, οι καλοθελητές του ΣΥΡΙΖΑ συμβουλεύουν τον Αλέξη Τσίπρα να κινηθεί αριστερότερα: είναι η πιο σίγουρη συνταγή περιθωριοποίησης του κόμματός του. Το μεγάλο πρόβλημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η αδυναμία της να πείσει τους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου. Οι αυταπάτες περί αυτοδυναμίας τελείωσαν με τις ευρωεκλογές. Στην Κουμουνδούρου πρέπει να αντιληφθούν ότι αν επιμείνουν αριστερά, δεν θα μπορέσουν να βρουν εκλογικό πεδίο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τη διόρθωση πορείας του ΣΥΡΙΖΑ την έχει ανάγκη η χώρα».
Ποιοί είναι αυτοί, λοιπόν, που πρέπει να «κατέβουν από το τρένο» και να πεταχτούν, σύμφωνα με τον Μπρους Λι, ως «άχρηστοι»; Θα διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη. Το Συγκρότημα σε λίγο καιρό -ως «φιλική» δύναμη του κόμματος- θα ζητάει την κεφαλή επί πίνακι της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, του Αντώνη Νταβανέλου και πολλών άλλων στελεχών που υποτίθεται ότι σήμερα «δεν θέλουν» ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει και αύριο θα «υπονομεύουν» την κυβέρνηση.
Σε άρθρο της στα Νέα, η Μαρία Νταλιάνη αναφέρει ότι στέλεχος προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ, που περιμένει στον «προθάλαμο του ΣΥΡΙΖΑ», της εκμυστηρεύτηκε ότι:
«Όλοι όσοι αμφισβητούν το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ σε άλλες πολιτικές δυνάμεις παραγνωρίζουν τη βούληση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος είναι πολύ πιο μπροστά σε σε πολλά πράγματα. Και ξεχνούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο 27% επειδή έχει τον Τσίπρα μπροστά. Ο κόσμος αυτόν ψήφισε. Κι αν του φύγει μια συνιστώσα θα πάρει τρία τα εκατό. Κι αν του φύγουν πέντε, θα πάρει 10%. Γιατί το θέμα είναι να κάτσουμε να δούμε τι λύσεις δίνουμε στον κόσμο, όχι να συζητάμε για τον Μαρξ».
Ειλικρινά δεν θέλω να πιστέψω ότι έγιναν αυτού του είδους οι δηλώσεις, και ότι αυτή προεδρολαγνεία, που ο Αλέξης ο Τσίπρας ουδόλως χρειάζεται, εμφανίζεται έστω και στον προθάλαμο του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, αν οι δηλώσεις αυτές έγιναν όντως, καλό θα ήταν αυτός που τις εκφώνησε να τις υποστηρίξει δημόσια, αντί να χρησιμοποιεί τις ημισκότεινες οδούς της παραπολιτικής.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, το Συγκρότημα Λαμπράκη προαναγγέλλει την είσοδο και άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, η ίδια αρθρογράφος μένει έκπληκτη για το ότι στην Κεντρική Επιτροπή δεν υπήρξαν ενστάσεις για την παρουσία του Νίκου Κοτζιά, άλλοτε στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου, στο ταξίδι της Μόσχας. Και, επιπλέον, η ίδια εκτιμά ότι είναι χρήσιμη στον ΣΥΡΙΖΑη Μιλένα Αποστολάκη ως έμπειρο κυβερνητικό στέλεχος:
«Η αναφορά του Κώστα Μαρματάκη στα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής για την πιθανότητα εισόδου της Μιλένας Αποστολάκη στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ της Β” Αθηνών μπορεί να άναψε φωτιές στην οργανωμένη βάση και τα στελέχη του κόμματος, όμως για την Κουμουνδούρου παραμένει μια αξιοπρεπής επιλογή αξιόμαχου και με κυβερνητική πείρα στελέχους, που αποσύρθηκε εδώ και πολύ καιρό και πήρε αποστάσεις από μνημονιακές επιλογές».
Ασφαλώς υπάρχουν ψηφοφόροι, μέλη και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλων κομμάτων, που μας προσεγγίζουν συνειδητά και, κυρίως, ανιδιοτελώς – συνήθως είναι αυτοί που προσχωρώντας στο κόμμα δεν ζητούν ανταλλάγματα, κομματικά ή κυβερνητικά. Και είναι πολλοί, χιλιάδες, αυτοί που προσχώρησαν στο κόμμα, μόνο που δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους, δεν δίνουν παραπολιτικές πληροφορίες, δεν θέλουν να μετατρέψουν τον Αλέξη Τσίπρα σε ηγέτη τύπου Ανδρέα Παπανδρέου –το αντίθετο μάλιστα–, και σέβονται όλους τους συντρόφους, τόσο του 4%, όσο και του 27%. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν δύο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, υπάρχουν άλλοι, κατά κανόνα επώνυμοι, και με έντονη παρουσία, ιδίως στα τηλεοπτικά κανάλια (ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, κάνουν πολυέξοδες προεκλογικές καμπάνιες, δεν σέβονται τις αποφάσεις για την ενίσχυση π.χ της αλληλεγγύης κλπ), οι οποίοι και δεν διστάζουν, δυστυχώς, να επιτίθενται με κάθε ευκαιρία στον «ΣΥΡΙΖΑ του 4%».
Υπάρχει ένας ΣΥΡΙΖΑ του 4% και άλλος του 27%;
Είναι σαφές ότι το ερώτημα έχει ήδη τεθεί. Υπάρχουν δυο ΣΥΡΙΖΑ; Τελικά ποιός είναι ή ποιος πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% σήμερα, και της κυβέρνησης της Αριστεράς αύριο;
Η απάντηση, χωρίς αμφιβολία, είναι μια: Υπάρχει ένας ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Νίκου Κωνσταντόπουλου και του Γιάννη Μπανιά. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέκου Αλαβάνου και του Μανώλη Γλέζου. Είναι πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και του ενιαίου κόμματος. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα-πρότυπο για όλη την Ευρώπη, που με πολύ κόπο, πολλές αγωνίες, πολλές προσπάθειες, πολλές αφετηριακές διαφορές και εντάσεις, αλλά και με ακόμα περισσότερες συνθέσεις, φτιάξαμε όλοι μαζί. Είναι το εγχείρημα για τη δημιουργία, όχι της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας των τελών του 20ου αιώνα, αλλά της ριζοσπαστικής Αριστεράς του 21ου αιώνα. Το έργο αυτό οφείλουμε να το φέρουμε σε πέρας.
Και όμως υπάρχουν σήμερα ορισμένοι, δυστυχώς και ανάμεσα στις γραμμές μας, που ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει οργανωτικά προβλήματα, ότι η σημερινή οργάνωση του κόμματος δεν αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούν «ΣΥΡΙΖΑ του 27%», για τον απλό λόγο επειδή αντιδρά ο «ΣΥΡΙΖΑ του 4%» (sic). Ο Αλέξης Μητρόπουλος, σε κείμενο συμβολής που έγραψε από κοινού με τον Δ. Τεμπονέρα για τη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, υποστήριξε ότι υπάρχει συνειδητή πολιτική «αποκλεισμών» από αυτές που ο ίδιος αποκαλεί «οργανώσεις του αρχικού ΣΥΡΙΖΑ» (!)
«Άλλωστε το μείζον οργανωτικό μας ζήτημα που διαπερνά όλα τα άλλα μικρότερα, είναι η πρωτοφανής αντινομία ότι ένα ευρύ εκλογικό και κοινωνικό σώμα που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του Μαίου του 2012 έχει συνειδητά αποκλειστεί από την οργανωτική μας δομή και ιεραρχία… Πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες κατεπείγουσας αναδημιουργίας και κοινωνικής διαθεσιμότητας, που δοκιμάστηκε και αποκρούστηκε από τις Οργανώσεις του αρχικού ΣΥΡΙΖΑ, πορεία που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε και από το συνέδριο».
Και συνεχίζουν οι Μητρόπουλος-Τεμπονέρας, υιοθετώντας μια φρασεολογία που ειλικρινά την είχαμε ξεχάσει σ’ αυτό το χώρο:
«Επομένως, οι ανέξοδοι, αόριστοι και “αναμνησιακοί αριστερισμοί” της μικροκομματικής οικειοποίησης των εκλογικών αποτελεσμάτων και της περιχαράκωσης είναι αντικειμενικά, υποστηρικτικοί του συστήματος. Δηλαδή βοηθούν στη διαίωνιση της μνημονιακής λεηλασίας του τόπου…».
«Αντικειμενικά», λοιπόν, οι «αναμνησιακοί αριστεριστές» του κόμματος καταλήγουν υποστηρικτές του συστήματος. Μαξιμαλιστές του 4% τους (μας) κατηγόρησε ένα άλλο νεόκοπο στέλεχος της ίδιας αντίληψης. Και ομολογώ ότι είχα καιρό να ακούσω στο χώρο μας αυτά τα επιχειρήματα. Είναι τα ίδια με τα οποία ο Α. Παπανδρέου διέγραψε τη Δημοκρατική Άμυνα στα 1975, και που οι σταλινικοί –πράγμα απείρως χειρότερο– χρησιμοποίησαν την περίοδο του μεσοπολέμου για τις εγκληματικές δίκες της Μόσχας. Δεν πρόκειται βέβαια να ξεχάσουμε ότι ο Τρότσκυ, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ και τόσοι άλλοι κατηγορήθηκαν ότι ήταν «αντικειμενικά» πράκτορες του ιμπεριαλισμού, ενώ ο Άρης Βελουχιώτης, σύμφωνα με την ηγεσία που τον διέγραψε, ακολουθούσε τότε μια «…τυχοδιωκτική και ύποπτη δράση του που μονάχα τον εχθρό ευνοεί».
Ορισμένοι σύντροφοι που βρίσκονται σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ και προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ –από το πιο αρχηγοκεντρικό κόμμα της μεταπολίτευσης όπου κάθε διαφωνία οδηγούσε πάραυτα σε διαγραφές και μάλιστα μαζικές– μεταφέρουν, συνειδητά ή ασύνειδα, αδιάφορο, στο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το βαθύτατα αντιδημοκρατικό μοντέλο. Αν στο ΠΑΣΟΚ «κατέβαζαν από το τρένο» τους διαφωνούντες οι Μητρόπουλος και Τεμπονέρας επιζητούν την «αποδυνάμωση» και την «απόσυρση» στελεχών από το μαζικό κίνημα ως να επρόκειτο για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Το κείμενό τους μεταφέρει στο χώρο μας, με μια ωμή ειλικρίνεια θα έλεγα, τις χειρότερες παραδόσεις του κινήματος:
«Ο ριζικός επαναπροσδιορισμός της πολιτικής των Κινημάτων που πρέπει να περιλαμβάνει το προσκλητήριο σε στελέχη άλλων χώρων που απεξαρτήθηκαν με συνέπεια από το Μνημόνιο, καθώς και την αποδυνάμωση ή και απόσυρση ορισμένων παραδοσιακών μας στελεχών στο συνδικαλιστικό χώρο, τη νεολαία, τα Επιστημονικά Σωματεία, τις Αγροτικές Ενώσεις και αλλού, τα οποία αδυνατούν να βοηθήσουν στην αντιστοίχηση της κινηματικής μας επιρροής με τη διευρυμένη κοινωνική μας βάση».
Δυστυχώς την ανάγκη αποκλεισμών έκφρασαν και άλλοι από το λεγόμενο σοσιαλιστικό χώρο. Ο Ηλίας Νικαλακόπουλος, αν και μη μέλος του ΣΥΡΙΖΑ εξ όσων γνωρίζω, όχι μόνον απαξιώνει την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, αλλά θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να προτείνει πειθαρχικά μέτρα, και μάλιστα μαζικής κλίμακας. Σε μια συνέντευξή του πριν από τις εκλογές (Εποχή, 27.4.2014) έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
«θα πρέπει αμέσως μετά τις τριπλές εκλογές να τις μελετήσει σε βάθος να δει τι έγινε. Η ΚΕ έχει τεράστια ευθύνη, αποδείχθηκε ανώριμη ως συλλογικό σώμα, και άρα ακόμα και η σύγκληση ενός εκτάκτου συνεδρίου ενδέχεται να είναι απαραίτητη. Επίσης να πάρει τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών, και να δει σε ποιούς δήμους πήγε χειρότερα ακόμα και από τον Μάϊο του 2012. Και αν πήγε χειρότερα, να διαλύσει τις οργανώσεις»(!!!)
Προφανώς οι Μητρόπουλος-Τεμπονέρας, ο Ηλ. Νικολακόπουλος, όπως και οι όψιμοι «σύμβουλοί» μας, δεν έχουν αντιληφθεί το αυτονόητο. Ότι δεν προσχώρησαν τα μέλη της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς στο ΠΑΣΟΚ των διαγραφών και των αποσύρσεων, στο ΠΑΣΟΚ έρμαιο των δημοσιογραφικών συγκροτημάτων, αλλά αυτοί στον ΣΥΡΙΖΑ – στον ΣΥΡΙΖΑ του 27%. Στο κόμμα που δίνει μάχες, όχι για να κατέβουν στελέχη του, τάσεις και ιδεολογικά ρεύματα από το τρένο, όχι για να αποσυρθούν στελέχη με κομματικές εντολές από το μαζικό κίνημα –αυτό κι αν αποτελεί πλήρη ανατροπή του αξιακού μας φορτίου–, αλλά αντίθετα, για ν’ ανέβει σ’ αυτό η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, ανδρών και γυναικών, των ανέργων, ιδιαίτερα των νέων, και των φτωχών του ραγδαία αναπτυσόμενου κοινωνικού περιθωρίου, που στο παρελθόν, ακόμα και στο πιο πρόσφατο, ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ ή και ΝΔ, ή δεν ψήφιζαν καθόλου. Προφανώς, δηλαδή, μιλάμε για ένα διαφορετικό κόμμα – για να μη θίξουμε το ζήτημα τι κυβέρνηση θέλουμε. Στα ζητήματα αυτά, εξάλλου, θα επανέλθουμε.
Και κάτι από την ιστορία
Την περίοδο που η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα, αναπυτυσόταν με ραγδαίους ρυθμούς, δεν ήταν ένα κόμμα χωρίς διαφορετικές προσεγγίσεις: υπήρχε και εκεί η «πολυγλωσία» που τόσο ενοχλεί τους θιασώτες του ενιαίου, μονολιθικού θα έλεγα εγώ, κόμματος εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, το πρόβλημα ήταν η δεξιά πτέρυγα που πρότεινε την αλλαγή στρατηγικής και τακτικής του SPD. Οι διαφορές ήταν μεγάλες. Μερικοί, μάλιστα πρότειναν και διαγραφέςς, όπως του Γκ. Φολμάρ και άλλων.
Ο Ένγκελς, αν και ο πιο σκληρός πολέμιος των δεξιών αποκλίσεων, διαφώνησε πλήρως με την υιοθέτηση πειθαρχικών μέτρων στο κόμμα. Σε μια επιστολή του, τον Σεπτέμβριο του 1892 προς τον Κάουτσκυ, έγραφε: «Μου άρεσε πολύ το άρθρο σου για τον Φόλμαρ: του κάνει μεγαλύτερη ζημιά απ’ όλους τους τσακωμούς στο Vorwäerts. Ήταν επίσης καιρός ν’ αποδοκιμαστούν οι αιώνιες απειλές για διαγραφή. Αυτές είναι τώρα αναχρονιστικές αναμνήσεις από την εποχή της δικτατορίας του Αντισοσιαλιστικού νόμου. Σήμερα πρέπει να δίνεται στα σάπια στοιχεία ο χρόνος να σαπίσουν τόσο, μέχρι να πέσουν από μόνα τους. Ένα κόμμα με εκατομμύρια οπαδούς έχει μια τελείως διαφορετική πειθαρχία απ’ αυτή μιας αίρεσης με μερικές εκατοντάδες».
Με τον ίδο τρόπο αντιμετώπισε στη συνέχεια το κόμμα και τις δεξιές αντιλήψεις του Εντ. Μπερνστάϊν. Τα συνέδρια του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Ανόβερο στα 1899, τη Λύμπεκ στα 1901 και τη Δρέσδη στα 1903 τάχθηκαν κατά των απόψεων του Μπερνστάϊν, ο οποίος απειλήθηκε ακόμα και με αποβολή απ” το κόμμα. «Μια πληθώρα επιθέσεων ξέσπασε εναντίον μου -ανέφερε ο Μπερνστάϊν- σ” ένα συνέδριο του κόμματος, στο Ανόβερο το 1899, με καταδίκασαν τυπικά, και αν δεν κινδύνεψε η υπόληψή μου, ήταν επειδή ο σεβασμός που υπήρχε πάντα στη Σοσιαλδημοκρατία για την ελεύθερη έκφραση της γνώμης αποδείχθηκε και εκεί έμπρακτα ότι ισχύει».
Η ελευθερία έκφρασης ήταν, όντως, πλήρως κατοχυρωμένη στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ο Μπέμπελ, από τους αναμφισβήτητους ηγέτες του κόμματος, υποστήριξε τότε ότι «ένα κόμμα στο πρόγραμμά του διεκδικεί κυρίως, απέναντι στην ισχύουσα κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων, την κατάργηση κάθε περιορισμού ελεύθερης έκφρασης της σκέψης, θα έπεφτε σε πολύ παράξενη αντίφαση με τον εαυτό του αν αυτό που ζητάει από την σημερινή κοινωνία ήθελε μετά να το αρνηθεί στα μέλη του. Το δικαίωμα στην κριτική είναι ένα αίτημα πάνω στο οποίο δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση… Η ελευθερία της κριτικής είναι η ζωτική μας αρχή, είναι ο ίδιος ο αέρας που αναπνέουμε».
Τι σχέση έχουν αυτές οι αντιλήψεις της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας με τις βαθύτατα αντιδημοκρατικές προτάσεις που σήμερα ακούγονται κυρίως έξω αλλά και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ για καθόδους από το τρένο, αποσύρσεις, διαλύσεις οργανώσεων κλπ;
Υπέρβαση
Είναι εμφανές, και αυτό αποτελεί δίδαγμα της ιστορίας, ότι η Αριστερά του 21ου αιώνα δεν θα έχει τίποτα κοινό τόσο με την σοσιαλδημοκρατία της περιόδου του πλήρους ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού της εκφυλισμού, ούτε και με το μοντέλο που αντιπροσωπεύει τον ιστορικό εκφυλισμό και την διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή τον σταλινισμό. Με αυτά τα ιστορικά ρεύματα πρέπει να χαραχτεί μια κόκκινη γραμμή οριοθέτησης. Η δημιουργική υπέρβασή τους, βασισμένη στις αρχές και τις ιδέες του μαρξισμού και του σοσιαλιστικού προσανατολισμού, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την συγκρότηση της Αριστεράς του 21ου αιώνα.