Η νέα ταινία του κατ’ εξοχήν πολιτικού κινηματογραφιστή Κώστα Γαβρά «Ενήλικοι στο δωμάτιο» αναφέρεται στην περίοδο από την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 έως το δημοψήφισμα του Ιούλη της ίδιας χρονιάς. Βάση του σεναρίου αποτέλεσε το ομότιτλο βιβλίο του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη.
Η ταινία θυμίζει με πολύ εμφατικό τρόπο τα απάνθρωπα και καταστροφικά αποτελέσματα των δύο πρώτων μνημονίων, καθώς και την παρανοϊκή επιμονή της τρόικας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Γιούρογκρουπ και κυρίως του Σόιμπλε για εφαρμογή ενός νέου ακόμη πιο εξοντωτικού μνημονίου. Ο Γαβράς –και ο Βαρουφάκης– θυμίζουν τα στοιχεία και τα νούμερα για ανεργία, μισθούς, φτώχεια και χρέος, όλα αυτά δηλ. που έπαιζαν στα δάκτυλα οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες του αντιμνημονιακού κινήματος το 2011 και το 2012, η «κοινωνική καρδιά» που ανέδειξε τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση.
Το φιλμ εστιάζει και στην αντιδημοκρατική συγκρότηση της ΕΕ. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο της κυνικής παραδοχής του Γερούν Ντάισελμπλουμ (του Ολλανδού σοσιαλδημοκράτη που, όπως πολλοί άλλοι ομοϊδεάτες του, είχε ξεχάσει ακόμη κι αυτά τα ψίχουλα κοινωνικής ευαισθησίας που πρεσβεύει η σοσιαλδημοκρατία, προκειμένου να υπηρετήσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ) ότι το Γιούρογκρουπ δεν έχει νομική υπόσταση, γι’ αυτό δεν έχει καταστατικό και γι’ αυτό δεν τηρούνται πρακτικά!
Συνολικά τίποτε από τα επεισόδια και τα στοιχεία που αναφέρει ο Βαρουφάκης (και που οπτικοποιεί-δραματοποιεί ο Γαβράς) δεν έχει αντικρουστεί πειστικά από την ΕΕ, τη Δεξιά και τα καθεστωτικά ΜΜΕ στην Ελλάδα, αλλά και από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Ο Βαρουφάκης μοιάζει, μιας και μιλάμε κινηματογραφικά, με τον λογιστή της Μαφίας που αποφασίζει, ή αναγκάζεται, να μιλήσει στο FBI. Όσο και να απαξιώνεται από τους δικηγόρους της Μαφίας και των πληρωμένων κονδυλοφόρων της ως γραφικός, μανιακός, μυθομανής, εγωπαθής, ιδιοτελής, όσο κι αν πραγματικά ισχύουν αυτές οι κατηγορίες, δεν παύει να λέει: οι μαφιόζοι είναι εγκληματίες.
Εξαιρετικός στο ρόλο του ίδιου του Βαρουφάκη είναι ο Χρήστος Λούλης. Νομίζει κανείς ότι παίζει ο ίδιος ο Βαρουφάκης. Το ίδιο πειστικός είναι ο Ούλριχ Τούκουρ που υποδύεται τον αντίπαλο του ήρωα της ταινίας, δηλ. τον Σόιμπλε.
Όμως εδώ τελειώνουν τα καλά νέα για την ταινία. Γιατί πρόκειται πιθανώς για την πιο άνευρη, άτεχνη, άτολμη και αμήχανη ταινία του μεγάλου κινηματογραφιστή. Προφανώς με το σενάριο Βαρουφάκη ως βάση, ο Γαβράς θα έδινε προτεραιότητα και υπεροχή στο εν λόγω πρόσωπο. Ωστόσο εδώ έχουμε να κάνουμε με διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας. Ο Βαρουφάκης παρουσιάζεται ως ο μοναχικός καβαλάρης, ο μοναδικός σταυροφόρος της αλήθειας, της εντιμότητας, της επιστημονικής συγκρότησης και της ηθικής ακεραιότητας. Ο κεϊνσιανισμός του φαντάζει ως η μόνη λογική διέξοδος σε μια Ευρώπη παραλογισμού. Ο μόνος άλλος ήρωας που εξυψώνεται, ασφαλώς μόνο και μόνο για να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη στον Βαρουφάκη, είναι ο Σόιμπλε. Όλοι οι άλλοι, σχεδόν ανεξαιρέτως, είναι καρικατούρες.
Ο ίδιος ο Τσίπρας, τον οποίο υποδύεται ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, παρουσιάζεται ως επίσης καρικατούρα ενός αναποφάσιστου, αγόμενου και φερόμενου, πολιτικού. Φυσικά δεν ευθύνεται ο ηθοποιός για το αποτέλεσμα. Πιθανώς ούτε ο Βαρουφάκης. Όμως ο Τσίπρας και η πολιτική του «εφικτού» ή καλύτερα της TINA (There is no alternative) στην πραγματικότητα αθωώνονται, αν αντιμετωπιστούν ως γελοίες καρικατούρες. Γιατί δεν είναι καθόλου καρικατούρες και χρειάζονται πειστική πολιτική απάντηση.
Ως καρικατούρες παρουσιάζονται και τα άλλα στελέχη του κόμματος. Η καρικατουροποίηση παρασύρει και την αριστερή αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ και εντός της κυβέρνησης. Πρακτικά, στην ταινία δεν υπάρχει αριστερή αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ (πλην του ίδιου του Βαρουφάκη ασφαλώς), δεν υπάρχουν οι μάχες εντός και εκτός κόμματος, δεν υπάρχουν τα πρώτα «όχι» στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από την επιλογή Παυλόπουλου με ό,τι σηματοδοτούσε αυτή. Δεν υπάρχει κυρίως ο αγώνας και η αγωνία στην κοινωνία (με εξαίρεση το ζήτημα των καθαριστριών, όμως κι αυτό υπάρχει μόνο και μόνο για να εξυψωθεί περαιτέρω ο Βαρουφάκης).
Και τέλος δεν υπάρχουν οι μαζικές παραιτήσεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που επέλεξαν να παραμείνουν πιστοί στις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματος.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Βαρουφάκης, παρουσιάζει τα γεγονότα μόνο από την πλευρά που τα έζησε, δηλ. μέσα στο στενό περιβάλλον των γραφείων, της κυβέρνησης, του Γιούρογκρουπ, των επαφών στις Βρυξέλλες και των άλλων διεθνών συναντήσεων και γνωριμιών σε κλειστά δωμάτια και ακαδημαϊκά λόμπι. Μπορεί η κοινωνία να είχε αναθέσει, αλλά δεν ήταν βουβή. Και αυτό ο συγγραφέας Βαρουφάκης –και συνακόλουθα ο Γαβράς– το ξεχνούν. Η ταινία ξεχνάει να μας πει και για το διαβόητο 70% του μνημονίου, με το οποίο έλεγε ότι συμφωνούσε ο τότε υπουργός Οικονομικών. Τελικά ολόκληρη η πραγματικότητα γίνεται καρικατούρα προκειμένου, στην ταινία, να δικαιωθεί ο κεντρικός της ήρωας.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο δεν θα βρει κανείς σχεδόν τίποτα στην ταινία του Γαβρά, από την ευαισθησία, το ρυθμό, το σασπένς, την ένταση, την ειρωνεία και την πολιτική δύναμη που είχε το «Ζ», η «Ομολογία», ο «Αγνοούμενος» ή το «Τσεκούρι». Ακόμη και η μουσική, με επιλογή του σκηνοθέτη προφανώς, είναι καρικατούρα –στον αντίποδα π.χ. της μουσικής του Θεοδωράκη για το «Ζ». Ως συνολικό αποτέλεσμα το φιλμ δεν αφήνει κανένα συναίσθημα: κανείς δεν κλαίει για την ήττα, φεύγοντας από το σινεμά.
Όμως, παρότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει αναγκαστεί να καταφύγει σε εκπροσώπους που μοιάζουν καρικατούρες –όπως ο Ντάισελμπλουμ, ο Τραμπ, ο Μπόρις Τζόνσον, ο Σαλβίνι και πολλοί άλλοι– η κριτική απέναντί του απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από καρικατούρες. Και ο κεϊνσιανισμός –που προτείνει ο Βαρουφάκης– ασφαλώς δεν υπήρξε λύση, αφού η εφαρμογή αυτής ακριβώς της πολιτικής αποδείχθηκε αδιέξοδη εντός του καπιταλιστικού συστήματος, γι’ αυτό και στράφηκε στον νεοφιλελευθερισμό.
Τελικά, μάλλον θα χρειαστούμε άλλη ταινία για να δραματοποιήσουμε το τι έγινε το 2015. Μια τέτοια ταινία έχει σίγουρα τις δυνατότητες να την φτιάξει ένας εμπνευσμένος Γαβράς. Αλλά, φυσικά, πάνω σε κάποιο άλλο σενάριο…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά