Ένα φάντασμα στοιχειώνει την κυρίαρχη τάξη της Νιγηρίας τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες: το φάντασμα της δυνατότητας και του ενδεχόμενου μιας μαζικής εξέγερσης των φτωχών και σκληρά καταπιεζόμενων πολιτών και των εκμεταλλευόμενων τάξεων.

Αυτό το φάντασμα απελευθερώθηκε τελικά με ορμή όταν ο θυμός των νέων ξέσπασε στους δρόμους, γεννώντας τις διαδηλώσεις του κινήματος #EndSars [για την κατάργηση του ειδικού αστυνομικού σώματος SARS, «Σώμα καταπολέμησης ληστειών»]. Οι διαδηλώσεις αυτές μέσα σε δύο εβδομάδες εξελίχθηκαν σε μια νεολαιίστικη εξέγερση τόσο μεγάλης κλίμακας που έγινε η «στιγμή» μαζικής αυτενέργειας που σημαδεύει για πάντα για τις ζωές μιας ολόκληρης γενιάς. 

Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε πώς οι αμφισβητήσεις που σιγόκαιγαν όπως η χόβολη υποδαυλίστηκαν έτσι ώστε να φουντώσουν σαν θηριώδεις φλόγες μιας ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς σε άγριο δάσος.

Τάξεις, καταστολή και εκμετάλλευση

Τον Μάιο του 2020, η επίσημη Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Νιγηρίας [NBS] ανέφερε ότι το 40,1% του πληθυσμού -δηλαδή 82,9 εκατομμύρια άτομα- ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας, αναφέροντας ότι:  «Στη Νιγηρία, το 40,1% του συνολικού πληθυσμού κατατάσσονταν στην κατηγορία της φτώχιας. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο τέσσερα στα δέκα άτομα στη Νιγηρία έχουν πραγματική κατά κεφαλήν δαπάνη κάτω από 137.430 νάιρα (352 δολάρια) ετησίως».

Επιπλέον, σύμφωνα με την αναφορά του δευτέρου τριμήνου της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η ανεργία επίσης επιδεινώθηκε σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018, όπου είναι η τελευταία φορά που η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία για την ανεργία. Το γενικό ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 4% από 23,1% το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε 27,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ το ποσοστό υποαπασχόλησης αυξήθηκε κατά 8,5% από 20,1% το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε 28,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Αυτά συνεπάγονται που ότι το «συνολικό» ποσοστό ανεργίας είχε αυξηθεί κατά 12,5% από 43,2% το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε 55,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Η κατάσταση είναι ακόμη πιο θλιβερή μεταξύ των νέων ηλικίας από 15 έως 34 ετών, με το ποσοστό ανεργίας των νέων να αυξάνεται κατά 5,2%, από 29,7% το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε 34,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ το ποσοστό υποαπασχόλησης στην ίδια ηλικιακή ομάδα, κατά 2,5%, από 25,7% το τρίτο τρίμηνο του 2018 σε 28,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Πράμα που σημαίνει ότι το συνολικό ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε κατά 7,7%, από 55,4% το τρίτο τρίμηνο του 2018 στο σχεδόν αστρονομικό 63,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Από τα προηγούμενα, γίνεται εμφανές ότι 2 στους 5 Νιγηριανούς ζουν σε συνθήκες φτώχειας, με περίπου το ίδιο ποσοστό -δηλαδή 2 στους 5 Νιγηριανούς παραγωγικής ηλικίας- είτε να είναι χωρίς δουλειά, είτε σε επισφάλεια η οποία τους οδηγεί στη φτώχεια. Εν τω μεταξύ, μεταξύ των νέων, περισσότεροι από 3 στους 5 νέους ηλικίας 15 έως 34 ετών είναι άνεργοι.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κατανοηθεί σωστά η επιτυχής κινητοποίηση που οφείλεται στο θυμό και τις δυσφορίες των νέων, εδώ και τρεις εβδομάδες.

Ο ιστορικός και ταξικός χαρακτήρας του κράτους

Είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του Νιγηριανού κράτους, και γιατί αυτός συνέβαλε όχι μόνο στην αποτυχία  διακυβέρνησης, αλλά και στην επιβολή οικονομικών στερήσεων, στον συχνά αδίστακτο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και τον συνεπαγόμενα κατασταλτικό χαρακτήρα του κράτους. Αυτός ο κατασταλτικός χαρακτήρας γεννά την αποξένωση από το λαό και καλλιεργεί έντονα την τάση για σκληρή μεταχείριση των πολιτών και για παραβίαση και προσβολή των δικαιωμάτων τους -γενικά από τις υπηρεσίες ασφάλειας και επιβολής του νόμου, και ειδικότερα από την αστυνομία και τις ειδικές  μονάδες καταπολέμησης του εγκλήματος, όπως το διαβόητο μισητό Ειδικό Σώμα Καταπολέμησης των Ληστειών [Special Anti-Robbery Squad, SARS].

Το σύγχρονο Νιγηριανό κράτος έχει διαμορφωθεί σε σημαντικό βαθμό από την αποικιακή του προέλευση ως κράτος κατοχής και «επιβολής της ειρήνης», που απαιτεί τη χρήση και την ανάπτυξη κατασταλτικών υπηρεσιών και θεσμών αστυνόμευσης, ασφάλειας και επιβολής του νόμου .

Αυτός ο εγγενής χαρακτήρας του κράτους να επαφίεται στη χρήση βίας για τη διατήρηση της ηγεμονίας της άρχουσας τάξης και την επιβολή της οικονομικής πολιτικής της, ο οποίος ευνόησε την άρχουσα τάξη και εξαθλίωσε την εργατική τάξη, οδήγησε στη συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου σε πολύ λίγα χέρια. Αυτή η διαδικασία ενισχύθηκε περαιτέρω κάτω από τρεις δεκαετίες αυταρχικής στρατιωτικής δικτατορίας από το 1966 έως το 1999.

Κατά συνέπεια, η άρχουσα τάξη είναι ιδιαίτερα αποκομμένη από τους εργαζόμενους, η στάση της απέναντί τους είναι αλαζονική, ενεργεί με ατιμωρησία και έχοντας πάρει θάρρος από τον απόλυτο έλεγχο που ασκεί στον κοινωνικό πλούτο και στους μοχλούς εξουσίας της κοινωνίας, έχει γεννήσει μια κουλτούρα διεφθαρμένης και επιδεικτικής ζωής.

Το EndSARS και το ευρύτερο κίνημα

Στο πλαίσιο των όσων έχουν ήδη περιγραφεί παραπάνω, που μπορούν να θεωρηθούν ως οι δομικοί και συστημικοί παράγοντες στις ρίζες της εξέγερσης των νέων, μπορούμε επίσης να εντοπίσουμε μια σειρά πιο άμεσων «πυροδοτών» οι οποίοι συνέβαλαν στο να κατέβει η νεολαία στους δρόμους.

Τις εβδομάδες πριν από τις διαδηλώσεις του #EndSARS, η κυβέρνηση της Νιγηρίας είχε επιβάλει στον λαό νέες και πρόσθετες επιβαρύνσεις και στερήσεις: «δίδυμες» αυξήσεις τιμών στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων. Σε μια χώρα με περιορισμένες δυνατότητες και υποδομές παραγωγής, διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που έχουν ως αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είτε να μην συνδέονται καθόλου με το εθνικό δημόσιο δίκτυο, είτε να μην εφοδιάζονται επαρκώς για τις ανάγκες τους, το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται για την τροφοδοσία νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι αυτοπαραγόμενη.

Για παράδειγμα, η διαθέσιμη ηλεκτρική ενέργεια προς μεταβίβαση σε χρήστες του εθνικού δικτύου δεν έχει ξεπεράσει ποτέ τα 5.500 μεγαβάτ (MWs). Συνήθως είναι στα 3.000 μεγαβάτ κατά μέσο όρο μια οποιαδήποτε ημέρα. Και αυτό σε μια οικονομία που είναι η μεγαλύτερη στην υποσαχάρια Αφρική, και η οποία τροφοδοτείται από περισσότερα από 55.000 μεγαβάτ με συντηρητικούς υπολογισμούς. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των γραφείων εξαρτάται από  αυτοπαραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, με τη συντριπτική πλειονότητα αυτών να στηρίζεται σε γεννήτριες που τροφοδοτούνται με καύσιμο προκειμένου να παράξουν την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζονται. Οι επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό την αιγίδα της Ένωσης Κατασκευαστών της Νιγηρίας [MAN] αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2019, ξόδεψαν σχεδόν 80 δισεκατομμύρια νάιρα για αυτοπαραγόμενη ενέργεια, που αναλογούν σχεδόν στο 40% του κόστους παραγωγής τους, καθιστώντας έτσι τις επιχειρήσεις τους λιγότερο ανταγωνιστικές.

Η αύξηση των τιμών των καυσίμων και των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών και η επιβολή νέων φόρων, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα βαθιάς οργής και αύξησαν την αίσθηση της αδικίας στους εργαζομένους. Υπήρξαν αρκετές οργανωμένες διαμαρτυρίες ενάντια σε αυτά τα άδικα και αντιδημοφιλή μέτρα σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας μαζικής καμπάνιας και κινητοποίησης προκειμένου να πιεστούν τα εργατικά κέντρα να αναλάβουν απεργιακή δράση και να οργανώσουν διαδηλώσεις. Αυτή η καμπάνια κατάφερε να σπρώξει το Κογκρέσο Εργατών της Νιγηρίας και τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών να κηρύξουν μια γενική απεργία και μαζικές διαδηλώσεις, που επρόκειτο να αρχίσουν στις 28 Σεπτεμβρίου 2020.

Η αιφνιδιαστική ματαίωση της γενικής απεργίας και των διαδηλώσεων, μετά από τη συνθηκολόγηση των βασικών Εργατικών Κέντρων, προκάλεσε  αυξημένα επίπεδα απογοήτευσης μεταξύ των πολιτών και ενίσχυσε τον θυμό. Δεν ήταν παρά θέμα χρόνου, το ότι μια σπίθα θα πυροδοτούσε μια τεράστια πυρκαγιά.

Οι διαδηλώσεις που καλέστηκαν για να εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια καταστάλθηκαν από την αστυνομία και πράξεις αστυνομικής βίας συνέχισαν λαμβάνουν χώρα σε ένα περιβάλλον αμφισβήτησης, απογοήτευσης και θυμού.

Ο χαρακτήρας του κινήματος

Οι διαμαρτυρίες σύντομα μαζικοποιήθηκαν και «αιχμαλώτισαν» τη λαϊκή φαντασία. Οι διοργανωτές αξιοποίησαν αποτελεσματικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να οργανώσουν και να κινητοποιήσουν. Και παρόλο που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις αρκετές οργανώσεις, το αναδυόμενο και αναπτυσσόμενο κίνημα ήταν διασκορπισμένο, αποκεντρωμένο και στερούνταν εμφανούς ηγεσίας και συντονισμού.

Καθώς οι διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε κίνημα, το ίδιο το κίνημα έγινε ένα πλατιά αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς. Οι αφηγήσεις που παρουσίαζαν το κίνημα ως «ακαθοδήγητο» και ανοργάνωτο άρχισαν να διαχέονται και υιοθετήθηκαν από το ίδιο το κίνημα και τους οργανωτές του. Αυτό το χαρακτηριστικό, που υπήρξε προφανώς λόγος για την επιτυχία της ανάπτυξης του κινήματος, εξελίχθηκε επίσης και σε Αχίλλειο Πτέρνα του.

Το κίνημα αγκάλιασε νέους διαφόρων τάξεων, αν και η ηγεσία του ήταν στην πραγματικότητα νέοι της ανώτερης μεσαίας τάξης, οι οποίοι ασκούσαν ιδεολογική και οικονομική ηγεμονία πάνω στο κίνημα. Ωστόσο, η εργατική νεολαία κατέκλυσε τις κινητοποιήσεις και έγινε η βάση τους, δίνοντας σταθερό έδαφος στο κίνημα και ένα «αγκυροβόλι» για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις.

Ήταν αυτός ο μικτός χαρακτήρας του κινήματος που παρείχε τη δυνατότητα για ενεργό εμπλοκή και παρέμβαση της οργανωμένης Αριστεράς και άλλων κοινωνικών δυνάμεων στις διαδηλώσεις και το κίνημα διαμαρτυρίας. Αυτή η εμπλοκή συνίστατο παράλληλα και στη στάση αλληλεγγύης, ενεργής συμμετοχής στις διαδηλώσεις, όσο και στην ενεργή παρέμβαση στις ιδέες και τα αιτήματα του κινήματος, εξασφαλίζοντας την έναρξη μιας δημόσιας συζήτησης για την κατεύθυνση του κινήματος, καθώς και την οργανωτική στρατηγική και τακτική του.

Η διευθέτηση ιστορικών λογαριασμών

Βλέποντας το κίνημα στους δρόμους να ανθίζει και να μεγαλώνει,  φοβισμένη από το ρυθμό του, η άρχουσα τάξη ενήργησε σύμφωνα με τη φύση της και κατέστειλε με δύναμη το κίνημα, πραγματοποιώντας τη σφαγή του Lekki για παραδειγματισμό (στην οποία τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Λάγος από τον στρατό στις 20 Οκτωβρίου, ενώ δεκάδες ακόμη σκοτώθηκαν σε άλλες επιθέσεις σε όλη την επικράτεια).

Η σφαγή του Lekki πραγματοποιήθηκε μετά από αρκετές, ανεπιτυχείς, προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν οργανωμένοι μπράβοι που στρατολογήθηκαν από τις τάξεις στερημένων, φτωχών και αποξενωμένων νέων, οι οποίοι πληρώθηκαν από το κράτος και την άρχουσα τάξη, για να επιτεθούν και να διαλύσουν τις διαδηλώσεις.

Αυτή η καταστολή των διαδηλώσεων στην αρχική τους φάση, και η προσωρινή υποχώρηση του κινήματος από τους δρόμους μπροστά στις απειλές, έχει δημιουργήσει τώρα ένα κενό που ενεργοποιεί και απελευθερώνει τον θυμό αδικημένων και αποξενωμένων τμημάτων της νεολαίας που στρέφονται κατά των περιουσιών και των επιχειρήσεων της άρχουσας τάξης και κατά των θεσμών του κράτους, ιδίως κατά των θεσμών που επικουρούν την κρατική καταστολή -αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές.

Σε μια ενδιάμεση τελική σημείωση, είναι σημαντικό να σημειώσει κανείς  ότι το κίνημα έχει επιτύχει αρκετά πράγματα. Ανάγκασε το κράτος να διαλύσει τη μισητή μονάδα SARS και υποχρέωσε το κράτος να δεσμευτεί και να συστήσει δικαστικές επιτροπές έρευνας για να εξετάσει και να διερευνήσει καταγγελίες για αστυνομική βία.

Αλλά, το πιο σημαντικό, έχει οδηγήσει στην αφύπνιση μιας νεότερης γενιάς της εργατικής τάξης και του λαού της Νιγηρίας, που μαθαίνει να αναλαμβάνει δράση, να διατυπώνει αιτήματα σε επίπεδο κοινωνίας και κράτους και (επίσης) να οργανώνεται, να κινητοποιείται και να συνεργάζεται.

Και παρόλο που κατά την έναρξη του, το κίνημα διακήρυσσε ότι δεν ήταν πολιτικό, ως τη στιγμή της Σφαγής του Lekki, το κίνημα είχε πολιτικοποιηθεί και οι διαδηλωτές είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί.

Έτσι, όπως και οι προηγούμενες γενιές, οι οποίες ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολιτικά από την εξέγερση των φοιτητών το 1978 η οποία πέρασε στην ιστορία με το όνομα Ali Must Go, την εξέγερση των φοιτητών ως απάντηση στη σφαγή στο ABU (Ahmadu Bello University) το 1986, την πανεθνική εξέγερση των νέων και την ανταρσία των πολιτών με μαζικές διαδηλώσεις κατά του Προγράμματος Διαρθρωτικής Προσαρμογής (Sap) το 1989, την αντίσταση κατά των στρατιωτικών που συνενώθηκε στο κίνημα της 12ης Ιουνίου και πιο πρόσφατα, την εξέγερση του Ιανουαρίου του 2012, αυτή η γενιά της Νιγηριανής νεολαίας βρήκε τη δική της στιγμή ριζοσπαστικής, πολιτικής αφύπνισης στο κίνημα για τη διάλυση του SARS.

Αυτό το κίνημα, με τον τρόπο που αναπτύχθηκε, και με τα μαθήματα που έχει διδάξει, έχει τη δυνατότητα να γεννήσει ένα ριζοσπαστικό Πανιγηριανό Κίνημα Νεολαίας με διαφορετικό όραμα για τη Νιγηρία, το όραμα μια χώρας με πολίτες διαφορετικούς μεταξύ τους, ενωμένους και αφοσιωμένους στην οικοδόμηση μιας πιο ανοιχτής και δίκαιης κοινωνίας.

Και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο -δυνητικά- επίτευγμά του.

Ετικέτες