για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενζέλου

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια ιστορικής σημασίας αναμέτρηση. Παρά το γεγονός ότι στο κοινωνικό και στο κινηματικό επίπεδο η διετία που παρήλθε σήμανε μια σημαντική υποχώρηση, καθώς επίσης υπήρξε μια απώλεια αυτοπεποίθησης ως προς τη δυνατότητα να επιτευχθούν κινηματικές νίκες απέναντι στις μνημονιακές κυβερνήσεις και ιδίως την κυβέρνηση «κοινοβουλευτικής δικτατορίας» των Σαμαρά-Βενιζέλου, η μετατόπιση της πολιτικής ταξικής αντιπαράθεσης καθαρά στο εκλογικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο και η συσσώρευση της κοινωνικής απελπισίας σημαίνει ότι οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα είναι μια από τις σκληρότερες και πιο πολωτικές ταξικές αναμετρήσεις μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα, πιθανόν και η σκληρότερη.

Αβάσιμο το success story, αλλά...

Ούτε το επιχείρημα της «οικονομικής καταστροφής» ούτε το επιχείρημα του «κινδύνου αλλαγής νομίσματος» θα είναι τώρα σε θέση να ανασχέσει την τάση πολιτικής ανατροπής, καθώς οι άνθρωποι και ιδίως τα εργατικά και μεσαία στρώματα έχουν βιώσει μια τεράστια κοινωνική καταστροφή εντός του ακραίου νεοφιλελευθερισμού-νεοκαπιταλισμού αλλά και εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού και νομισματικού παραδείγματος. Η απελπισία πρέπει να μεταμορφωθεί στην ανατροπή της κυβέρνησης και στη θετική στήριξη ενός αντινεοφιλελεύθερου και αντικαπιταλιστικού προγράμματος μεταβατικών πολιτικών ρήξεων με τον καπιταλισμό και με τις πολιτικές της ηγεσίας της Ε.Ε.  Τα διλήμματα του Σαμαρά έχουν αποδυναμωθεί καίρια, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μάλλον λάθος η μεσοπρόθεσμη υποτίμηση ή αγνόηση μιας δυνατότητας μερικής «ανάκαμψης» από την καπιταλιστική κρίση, ανάκαμψης, βεβαίως, βουτηγμένης σε «αίμα, ιδρώτα και δάκρυα» για την εργατική τάξη και στηριγμένης στην απλήρωτη, κακοπληρωμένη και σχεδόν «στρατιωτικοποιημένη» μισθωτή εργασία. Μεσοπρόθεσμα, αν δεν προχωρήσει η πολιτική ανατροπή, το σύστημα έχει περιθώρια αλλαγής προς όφελός του τού κοινωνικού και πολιτικού τοπίου και εκκαθάρισης των αντιστάσεων εναντίον του. Η  σημερινή ανυπαρξία ή αβασιμότητα  του "success story" δεν συνεπάγεται έλλειψη διεξόδων για το σύστημα, το οποίο έχει από Plan B ως και Plan Z. 

Για όλους τους παραπάνω λόγους και ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πολύς και απεριόριστος πολιτικός χρόνος για την Αριστερά και για το κίνημα (ήδη οι προτάσεις Σαμαρά για την αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος προσανατολίζουν σε σημαντικές δομικές μεταβολές υπέρ του κεφαλαίου και της ηγεμονικής μονοπωλιακής του μερίδας), οφείλουμε να καταγάγουμε στις τριπλές εκλογές και κυρίως στις Ευρωεκλογές μια καθαρή και αποφασιστική νίκη. Καθαρή και αποφασιστική νίκη της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει:

α) ότι οπωσδήποτε θα είμαστε πρώτο κόμμα, αλλά και β) ότι θα επιδιώξουμε να έχουμε μια απόσταση ασφαλείας τουλάχιστον δυο ή τριών ποσοστιαίων μονάδων έναντι της Νέας Δημοκρατίας ώστε το αίτημά μας για παραίτηση της κυβέρνησης και για άμεσες βουλευτικές εκλογές μετά τις τριπλές εκλογές να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο τεκμηριωμένο και θεμελιωμένο και να οδηγήσει στη μέγιστη πολιτική πίεση πάνω στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Πρέπει να καταγραφεί μια καθαρή και σημαντική μεταβολή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης στην Ελλάδα, η οποία θα αντεπιδράσει και στην Ευρώπη (όχι μεταβάλλοντας τις δομές της Ε.Ε. αλλά οξύνοντας τις αντιφάσεις της).

Για να κερδίσουμε αυτήν την καθαρή νίκη, θα πρέπει να διεμβολίσουμε σημαντικά τις δεξαμενές της αποχής και των αναποφάσιστων και να μην επιτρέψουμε να υπάρξει ένα σημαντικό ρεύμα που δεν θα ολοκληρώσει τη μετακίνησή του από το μνημονιακό χώρο προς την Αριστερά. Χρειάζεται, λοιπόν, να ενισχύσουμε ως τις εκλογές την εκφορά των ριζοσπαστικών πολιτικών μας προτάσεων, όπως έχουν καταγραφεί-έστω και ατελώς- στην απόφαση του Συνεδρίου μας και στην Ευρωδιακήρυξη.

Αντιθέτως, χρειάζεται να αποδυναμωθεί οποιαδήποτε ανάγνωση ή ερμηνεία, η οποία υπονοεί ή συνεπάγεται ότι η πολιτική μας δεν θα κάνει τη σημαντική και ποιοτική διαφορά. Μια τέτοια ερμηνεία θα δημιουργούσε φθορά και «προς τα δεξιά» αλλά και «προς τα αριστερά» μας. Επίσης, είναι καθαρό ότι δεν δίνουμε μόνο μια μάχη για την οικονομική ανακούφιση του λαού και για την απαρχή της κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και μια κρίσιμη μάχη για τη δημοκρατία  στην Ελλάδα (ακόμη και με την αστική της έννοια) απέναντι σε μια νεοσυντηρητική Δεξιά που μας χαρακτηρίζει «συνεργούς των τρομοκρατών» και για τη λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία υπό την έννοια ότι θέλουμε οι πλειοψηφικές λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα να αυτοπροσδιορίζονται δημοκρατικά ως ανεξάρτητο έθνος-κράτος και να μην υπόκεινται στους ελέγχους των Δημοσιονομικών Συμφώνων, των Συμφώνων Σταθερότητας κ.λπ. της Ε.Ε. ή σε εξευτελιστικές πολιτικές όπως η παραπομπή στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για την επιλογή κρατικής ενίσχυσης αναπτυξιακών κατευθύνσεων (όπως έγινε ήδη με την υπόθεση «Αλουμίνιο της Ελλάδος»). Επίσης, είναι απολύτως καθαρό ότι ο λαός δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη για τις πολιτικές υπερχρέωσης που δημιούργησαν οι αστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, η επιδότηση των τραπεζών, η φοροαποφυγή του πλούτου και η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.

"Αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι";

Όσο, όμως, είναι σωστό να επιδιώκεται μια νίκη με καθαρή και αναγνωρίσιμη διαφορά, άλλο τόσο είναι εξαιρετικά προβληματικό να σηκώνεται τόσο ψηλά ο «πήχυς», ώστε το αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως σχεδόν «άπιαστο». Μια λογική που λέει ότι η «καθαρή νίκη» εξαντλείται στην υπέρβαση από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ του συνόλου των δυνάμεων Νέας Δημοκρατίας και «Ελιάς-ΠΑΣΟΚ» -όπως αυτή που εξέθεσε ο σ. Σταθάκης πρόσφατα- εξαρτά αυτήν την κρίση από απολύτως αστάθμητους και απρόβλεπτους πολιτικούς παράγοντες αλλά δεν είναι και λογικά λυσιτελής – γιατί, άραγε, δεν θα πρέπει να υπερβαίνουμε το αντίπαλο μπλοκ βάζοντας μέσα σε αυτό και δυνάμεις όπως «το Ποτάμι» που έχουν καθαρά συστημικό χαρακτήρα; ή, βεβαίως, γιατί δεν θα πρέπει να υπερβαίνουμε το συστημικό μπλοκ εντάσσοντας σε αυτό και την εφεδρική του συστήματος «Χρυσή Αυγή» ή όποιο τυχόν μόρφωμα την αντικαταστήσει; Φοβάμαι ότι αυτή η τεχνητή ύψωση του «πήχεος» αντανακλά μια πολιτική αμηχανία και φόβο απέναντι στην προοπτική της διακυβέρνησης και της βραχυπρόθεσμης ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Ακόμη και αν αυτός ο φόβος και η αμηχανία είναι σχετικά κατανοητά πολιτικά μεγέθη μπρος σε μια πολιτική της  Ε.Ε., η οποία δεν «δίνει» τίποτε ακόμη και στον Σαμαρά ως προς το πρόβλημα του χρέους και της επανεξέτασής του και δεν διαπραγματεύεται ουσιαστικά τίποτε (την ίδια στιγμή, όμως, που παλαιότερα δηλώσεις άλλων ρευμάτων ή στελεχών του κόμματος για την ολόπλευρη «ετοιμότητα» του κόμματος να κυβερνήσει είχαν λοιδωρηθεί), αποτελεί σοβαρό πρόβλημα η δημόσια προβολή αυτών των εναισθήσεων ή εκτιμήσεων πριν από μια μεγάλη εκλογική μάχη.

Δεν χρειαζόμαστε αυτή την στιγμή την «αγωνία του τερματοφύλακα μπροστά στα πεναλτυ». Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η συνειδητή προσπάθεια όλων μας να πετύχουμε μια καθαρή και αποφασιστική νίκη. Πέραν δε από τη δική μας ικανοποίηση από το εκλογικό αποτέλεσμα και την έκταση θεμελίωσης της αξίωσής μας για τη δρομολόγηση ριζικά διαφορετικών πολιτικών εξελίξεων, είναι εξαιρετικά πιθανό ο ελληνικός λαός να στηρίξει ηθικοπολιτικά μια τέτοια αξίωσή μας, ακόμη και αν προηγούμαστε από τη Νέα Δημοκρατία έστω και μια ψήφο. Δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίψουμε εκ των προτέρων ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κάθε άλλο μάλιστα.  

Ετικέτες